Η ανάκτηση της Ιταλίας – Πρώτη φάση του γοτθικού πολέμου (535-540)
Η απροσδόκητη ευκολία, με την οποία είχε κατακτηθεί το βασίλειο των Βανδάλων στη Βόρεια Αφρική απο τον Βελισάριο, ώθησε τον Ιουστινιανό να μελετήσει τη δυνατότητα στρατιωτικής λύσης για το πρόβλημα του βασιλείου των Οστρογότθων στην Ιταλία. Το ζήτημα ήταν λεπτότερο απο την ανάκτηση της βανδαλικής Αφρικής και για πολλούς λόγους. Οι Οστρογότθοι ήταν απο αρκετό καιρό σε επαφή με τον ρωμαϊκό κόσμο, πολύ προτού εγκατασταθούν στην Ιταλία, και πολλά μέλη της ηγετικής τους τάξης είχαν υιοθετήσει πλήρως τον ρωμαϊκο τρόπο ζωής.
Ετσι κατόρθωσαν να δημιουργήσουν καλύτερες σχέσεις με τούς ηγέτες του ρωμαϊκού πληθυσμού στην Ιταλία απο ο,τι οι Βάνδαλοι στην Αφρική. Μολονότι ηταν οι ίδιοι αρειανοί στην θρησκεία, απέφυγαν να αναμιχθούν στις υποθέσεις της Καθολικής εκκλησίας και γενικά διατήρησαν άριστες σχέσεις με πολλούς πάπες. Ετσι πέτυχαν να εκμεταλλευτούν προς όφελος τους τοσο τη χιλιετή ρωμαϊκή παράδοση, οσο και τον σεβασμό που οφειλόταν στον επίσκοπο της Ρώμης, την κεφαλή της Εκκλησίας στη Δύση.
Ιστορικό
Ο Γοτθικός Πόλεμος μεταξύ της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ και του Οστρογοτθικού Βασιλείου της Ιταλίας έλαβε χώρα από το 535 έως το 554 στην Ιταλική Χερσόνησο, τη Δαλματία, τη Σαρδηνία , τη Σικελία και την Κορσική. Ο πόλεμος είχε τις ρίζες του στη φιλοδοξία του Ανατολικού Ρωμαίου (Βυζαντινού) Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ να ανακτήσει τις επαρχίες της πρώην Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που οι Ρωμαίοι είχαν χάσει από εισβολείς βαρβαρικών φυλών τον προηγούμενο αιώνα, κατά την περίοδο της μετανάστευσης.
Ο πόλεμος ακολούθησε την ανατολική Ρωμαϊκή ανακατάκτηση της επαρχίας της Αφρικής από τους Βάνδαλους. Το 554 ο Ιουστινιανός εξέδωσε την ρεαλιστική κύρωση που προέβλεπε τη νέα κυβέρνηση της Ιταλίας. Αρκετές πόλεις στη βόρεια Ιταλία άντεξαν ενάντια στους Ανατολικούς Ρωμαίους μέχρι το 562. Μέχρι το τέλος του πολέμου, η Ιταλία είχε ερημωθεί. Θεωρήθηκε ως Πύρρειος νίκη για τους Ρωμαίους, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν σε μια εισβολή των Λομβαρδών το 568, η οποία είχε ως αποτέλεσμα η Κωνσταντινούπολη να χάσει οριστικά τον έλεγχο σε μεγάλα τμήματα της ιταλικής χερσονήσου.
Η Ιταλία υπό τους Γότθους
Το 476 ο Οδόακρος καθαίρεσε τον τελευταίο Ρωμαίο Αυτοκράτορα, Ρωμύλο Αυγούστο και αυτοανακηρύχτηκε rex Italiae (Βασιλιάς της Ιταλίας), με αποτέλεσμα την οριστική διάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ιταλία. Αν και ο Οδόακρος αναγνώριζε την ονομαστική επικυριαρχία του Ανατολικού Αυτοκράτορα Ζήνωνα, οι ανεξάρτητες πολιτικές του και η αυξανόμενη δύναμή του τον έκαναν απειλή στα μάτια της Κωνσταντινούπολης. Στην συνέχεια οι Οστρογότθοι, υπό τον αρχηγό τους, τον Μέγα Θεοδώριχο, εγκαταστάθηκαν ως foederati (σύμμαχοι) της Αυτοκρατορίας στα δυτικά Βαλκάνια, αλλά η αναταραχή συνεχίστηκε.
Ο Ζήνων έστειλε τους Οστρογότθους στην Ιταλία ως εκπρόσωπους της Αυτοκρατορίας για να απομακρύνουν τον Οδόακρο. Ο Θεοδώριχος και οι Γότθοι νίκησαν τον Οδόακρο και η Ιταλία περιήλθε στην κυριαρχία των Γότθων. Στη συμφωνία μεταξύ Θεοδώριχου και Ζήνωνα, και του διαδόχου του Αναστάσιου, η γη και ο λαός της θεωρούνταν μέρος της Αυτοκρατορίας, με τον Θεοδώριχο αντιβασιλέα και επικεφαλής του στρατού ( magister militum ). Αυτή η ρύθμιση τηρήθηκε σχολαστικά από τον Θεοδώριχο και υπήρξε συνέχεια στην πολιτική διοίκηση, η οποία στελεχώθηκε αποκλειστικά από Ρωμαίους, και η νομοθεσία παρέμενε στην αρμοδιότητα του Αυτοκράτορα.
Ο στρατός, από την άλλη, ήταν αποκλειστικά γοτθικός, υπό την εξουσία των αρχηγών και των αυλών τους. Οι λαοί ήταν επίσης χωρισμένοι ανά θρησκεία: οι Ρωμαίοι ήταν Χριστιανοί Χαλκηδόνιοι, ενώ οι Γότθοι ήταν Αρειανοί Χριστιανοί. Σε αντίθεση με τους Βανδάλους ή τους πρώτους Βησιγότθους , οι Γότθοι ασκούσαν σημαντική θρησκευτική ανοχή. Το διττό σύστημα λειτούργησε υπό την ικανή ηγεσία του Θεοδωρίχου, ο οποίος συμφιλίωσε τη ρωμαϊκή αριστοκρατία, αλλά το σύστημα άρχισε να καταρρέει κατά τα τελευταία χρόνια του και κατέρρευσε πλήρως υπό τους κληρονόμους του.
Με την ανάληψη του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄, και το τέλος του σχίσματος της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας και την επιστροφή της εκκλησιαστικής ενότητας στην Ανατολή, αρκετά μέλη της ιταλικής γερουσιαστικής αριστοκρατίας άρχισαν να ευνοούν στενότερους δεσμούς με την Κωνσταντινούπολη για να εξισορροπήσουν τη γοτθική εξουσία. Η κατάθεση και η εκτέλεση του διακεκριμένου Μαγίστρου Μποέθιου και του πεθερού του το 524 ήταν μέρος της αργής αποξένωσης της κάστας τους από το γοτθικό καθεστώς.
Τον Θεοδώριχο διαδέχτηκε ο 10χρονος εγγονός του Αταλάρικ τον Αύγουστο του 526, με τη μητέρα του, Αμαλασούνθα ως αντιβασιλέα η οποία είχε λάβει ρωμαϊκή εκπαίδευση και άρχισε μια προσέγγιση με τη Γερουσία και την Αυτοκρατορία. Αυτή η συμφιλίωση και η ρωμαϊκή παιδεία του Αταλάρικ δυσαρέστησαν τους Γότθους ευγενείς, οι οποίοι συνωμοτούσαν εναντίον της. Η Αμαλασούνθα σκότωσε τρεις από τους κορυφαίους συνωμότες και έγραψε στον νέο Αυτοκράτορα, Ιουστινιανό Α’, ζητώντας βοήθεια. Η Αμαλασούνθα όμως αιχμαλωτίστηκε και στην συνέχεια δολοφονήθηκε από τους Γότθους.
O Βελισάριος στην Iταλία (535)
Στo τέλος της άνοιξης του 535, μόλις ο Ιουστινιανός πληροφορήθηκε τη δολοφονία της Αμαλασούνθας, διέταξε τον στρατηγό του Ιλλυρικού Μούνδο να εισβάλει στη Δαλματία και έστειλε τον Βελισάριο επικεφαλής του αυτοκρατορικού στόλου στη Σικελία. Ο Μούνδος συνάντησε τρομερές δυσχέρειες στα άγονα βουνά της Δαλματίας. Αλλα ο Βελισάριος κατέλαβε τη Σικελία, που δεν διέθετε γοτθική φρουρά, χωρις μάχη. Μόλις όμως έγινε κύριος του νησιού, χρειάστηκε να πλεύσει στην Αφρική για να αντιμετωπίσει μια μεγάλη ανταρσία στους κόλπους των ρωμαϊκών στρατευμάτων.
Οι μισθοί τους είχαν καθυστερήσει και είχαν συμμαχήσει με τα αντάρτικα σώματα των Μαυρουσίων που λεηλατούσαν την περιοχή. Η φήμη του Βελισαρίου και τα χρήματα που έφερε απο την Κωνσταντινούπολη, του επέτρεψαν να καταστείλει την ανταρσία και να ηρεμήσει το στράτευμα. Χάθηκε ομως πολύτιμος χρόνος. Κατά το διάστημα αυτο ο Πέτρος Πατρίκιος διεξήγε διαπραγματεύσεις με τον Θευδάτο, ο οποίος είχε στείλει στην Κωνσταντινούπολη τον πάπα Αγαπητό να υποστηρίξει την υπόθεσή του.
Ο Πέτρος είχε εντολές να μη φανεί διαλλακτικός. Οταν προς το τέλος του 535 ο Θευδάτος προσφέρθηκε να παραχωρήσει τη Σικελία στους Ανατολικούς Ρωμαίους που ήδη κατείχαν το νησί –, να πληρώνει ετήσιο φόρο υποτελείας, να αναπέμπει όλους τους διορισμούς συγκλητικών της Ιταλίας στην Κωνσταντινούπολη για έγκριση και να προτάσσεται το όνομα του Ιουστινιανού μπροστά απο το δικό του σε κάθε επίσημη εκδήλωση, ο Πέτρος αποκρίθηκε οτι αυτά ήταν πλέον αρκετά.
Τελικά, ο Θευδάτος, αποκαλούμενος ως «φιλόσοφος βασιλεύς», συμφώνησε να παραδώσει ολόκληρη την Ιταλία στον Ιουστινιανό με ἀντάλλαγμα θέση αξιωματούχου στην αυλή της Κωνσταντινούπολης και ετήσια σύνταξη 1200 λίτρων χρυσού. Οταν ο Ιουστινιανός πληροφορήθηκε απο τον απεσταλμένο του τους όρους, απάντησε οτι δεχόταν και οτι έστελνε τον στρατηγό Βελισάριο για την εκτέλεσή τους. Ήδη υπήρχε η εντύπωση οτι η Ιταλία ειχε επανέλθει στην αυτοκρατορία και μάλιστα με λιγότερες ακόμη δαπάνες απο οσες απαιτήθηκαν για την Αφρική. Στο μεταξύ όμως, ο Θευδάτος άλλαξε γνώμη. Η είδηση μερικών μικρών επιτυχιών των Γότθων κατά του Μούνδου στη Δαλματία και της ανταρσίας στην Αφρική, καθώς και η πληροφορία του απόπλου του Βελισαρίου απο τη Σικελία, τον έπεισαν οτι η κήρυξη του πολέμου απο μέρους των Ρωμαίων ηταν κενή απειλή.
Έτσι, οταν ο Πέτρος Πατρίκιος επέστρεψε την άνοιξη του 536 στη Ραβέννα, έγινε δεκτός με ύβρεις. Ο Θευδάτος διακήρυξε δημόσια τη νέα ανεξάρτητη στάση του, κόβοντας νομίσματα, στα οποία απεικονιζόταν ο ίδιος με αυτοκρατορική περιβολή, πράγμα που ο Θεοδωρίχος δεν είχε ποτέ κάνει. Επίσης, άρχισε διαπραγματεύσεις με τους Φράγκους, ζητώντας στρατιωτική βοήθεια και προσφέροντας ως αντάλλαγμα τη νότια Ναρβωνησία και ποσό 2.000 λιτρών χρυσού.
Αλλα η αυτοπεποίθηση του Θευδάτου δεν είχε σοβαρά ερείσματα. Στη Δαλματία οι γοτθικές δυνάμεις γρήγορα ηττήθηκαν. Στις αρχές του καλοκαιριού ο Βελισάριος αποβιβάστηκε στην Ιταλία οπου έγινε δεκτός ως ελευθερωτής τόσο απο τον ρωμαϊκό πληθυσμό, οσο και απο τον γαμπρό του Θευδάτου Εβρίμουν, Γότθο στρατηγό στη νότια Ιταλία, ο οποίος παραδόθηκε με τα στρατεύματά του στον Ρωμαίο στρατηγό.
Προελαύνοντας κεραυνοβόλα κατά μήκος της ακτής της Καλαβρίας, ο Βελισάριος έφτασε στη Νεάπολη, όπου υπήρχε ισχυρή γοτθική φρουρά και μεγάλη ιουδαϊκή κοινότητα, που για θρησκευτικούς και οικονομικούς λόγους φοβόταν τους Ρωμαίους. Η πόλη αντιστάθηκε επί τρείς εβδομάδες.
Οταν έπεσε, ο Βελισάριος επέτρεψε στους άνδρες του να επιδοθούν σε σφαγές και λεηλασίες για μερικές μέρες, για να γίνει μάθημα στις άλλες πόλεις της Ιταλίας. Οταν η είδηση της άλωσης της Νεάπολης έφτασε στο κύριο γοτθικό στράτευμα, που στρατοπέδευσε προς τα νότια της Ρώμης, οι Γότθοι κήρυξαν τον Θευδάτο έκπτωτο και επέλεξαν στη θέση του ενα γηραιό στρατηγό του Θεοδωρίχου, τον Ουίττιγι.
Ο Θευδάτος, που περίμενε στη Ρώμη, αποπειράθηκε να καταφύγει για ασφάλεια στη Ραβέννα, αλλά συνελήφθη καθ᾿ οδὸν και εκτελέστηκε στις αρχές Δεκεμβρίου 536. Ο Ουίττιγις, που δεν ήταν μέλος του βασιλικού οίκου των Αμαλών, επιδίωξε να νομιμοποιήσει τη θέση του στα μάτια των οπαδών του αποπέμποντας τη σύζυγό του και παντρεύτηκε τη Ματασούνθα, κόρη της Αμαλασούνθας και μόνη ζωντανή απόγονο του Θεοδωρίχου.
Πρώτη πολιορκία της Ρώμης απο τον Ουίττιγι (537-538)
Ο Θευδάτος δεν είχε ουσιαστικά προβεί σε πολεμικές προπαρασκευές για να αντιμετωπίσει τον Βελισάριο. Ο διάδοχος του, άνδρας με μακρά στρατιωτική πείρα, αντιλήφθηκε οτι έπρεπε να ενισχύσει και να ανασυντάξει τις δυνάμεις του, προτού διακινδυνεύσει σύγκρουση με τους Ρωμαίους. Γι’ αυτὸ υποχώρησε πρός τα βόρεια της Ρώμης και επανέλαβε τις διαπραγματεύσεις με τους Φράγκους, που ειχε αρχίσει ο Θευδάτος. Ο γοτθικός στρατός αποσύρθηκε πέρα απο τις Άλπεις και καταβλήθηκαν στον βασιλιά των Φράγκων Θευδίβερτο 2.000 λίτρες χρυσού. Στο μεταξύ, ο Βελισάριος προέλαυνε απο τη Νεάπολη, μέσω της Αππίας οδού.
Στη Ρώμη υπήρχε ακόμη γοτθική φρουρά. Αλλα ουτε οι Γότθοι ούτε ο πάπας ούτε οι Ρωμαίοι πολίτες ηταν πρόθυμοι να αντιμετωπίσουν πολιορκία. Κάποιος συγκλητικός Φιδέλιος, που ειχε χρηματίσει ανώτερος αξιωματούχος υπο τους Γότθους, στάλθηκε για διαπραγματεύσεις με τον Βελισάριο. Γρήγορα επιτεύχθηκε συμφωνία.
Τη νύχτα της 9ης Δεκεμβρίου 536 οι Ρωμαίοι εισέρχονταν στην Αιώνια Πόλη από την Ασιναρία Πύλη (σημερινή Πύλη Αγίου Ιωάννου), ενώ η γοτθική φρουρά αποχωρούσε απο τη Φλαμινία Πύλη. Στις αρχές Ιανουαρίου 537 έφτασε η είδηση στον Ιουστινιανό, στην Κωνσταντινούπολη, μαζὶ με τα κλειδιά της πόλης.
Ο αυτοκράτορας σκέφτηκε οτι ο πόλεμος ειχε ουσιαστικά τελειώσει και αμέσως διόρισε τον Φιδέλιο έπαρχο πραιτωρίων της Ιταλίας. Ο Βελισάριος όμως δεν είχε τέτοιες ψευδαισθήσεις. Τα στρατεύματα, καθώς προέλαυναν βόρεια της Ρώμης, συνάντησαν ισχυρή αντίσταση και γρήγορα απωθήθηκαν πρός την πόλη. Από τις δυνάμεις, με τις οποίες είχε εισβάλει στην Ιταλία, 5.000 είχαν ήδη δεσμευτεί σε φρουρές οχυρών της νότιας Ιταλίας. Συνειδητοποιώντας οτι ο στρατός του στη Ρώμη θα αντιμετώπιζε γρήγορα πολλαπλάσιες δυνάμεις Γότθων, άρχισε επείγουσες προετημασίες για ενδεχόμενη πολιορκία της πόλης. Τα τείχη της πόλης, που ειχαν χτιστεί 250 χρόνια παλαιότερα απο τον Αυρηλιανό, επισκευάστηκαν εσπευσμένα και τα πλοία διατάχθηκαν να ξεφορτώσουν στο λιμάνι του Πόρτου σιτηρά απο τη Σικελία, που μεταφέρθηκαν με πλωτά μέσα μέσω του Τίβερη στη Ρώμη. Ολο το καλοκαίρι του 537 αναλώθηκε σ’ αυτές τις προετοιμασίες.
Στην αρχή του χειμώνα έφτασε ο Ουίττιγις, επικεφαλής ενός στρατού, που ο Προκόπιος, ο οποίος βρισκόταν στη Ρώμη με τον Βελισάριο, υπολογίζει σε 120.000 άνδρες, αν και οι ιστορικοί αμφισβητούν αυτον τον αριθμό. Δεν κατόρθωσε ομως να περικυκλώσει όλη την πόλη η να την αποκόψει απόλυτα απο τη θάλασσα, και αυτο κατά μεγάλο μέρος χάρη στην επιθετική άμυνα του Βελισαρίου, ο οποίος επιχειρούσε συνεχώς εξόδους και δεν άφηνε τους Γότθους να ὀργανώσουν την πολιορκία τους, πολεμώντας συνεχώς στην πρώτη γραμμή.
Η πολιορκία της Ρώμης διήρκεσε ένα χρόνο και εννέα μέρες. Κατά τις πρώτες φάσεις της ο Βελισάριος εκκένωσε την πόλη απο το μεγαλύτερο μέρος του άμαχου πληθυσμού και τους έστειλε για ασφάλεια στη Νεάπολη, ενώ οργάνωσε πολιτοφυλακή για την άμυνα των τειχών, στρατολογώντας όλους τους άντρες. Οι Γότθοι απέκοψαν ολα τα υδραγωγεία της πόλης και οι υπερασπιστές της βρέθηκαν αναγκασμένοι να εξαρτώνται για ύδρευση απο τον Τίβερη και απο πηγάδια.
Τα δημόσια λουτρά, με τα οποία οι αυτοκράτορες, απο τον Αυγουστο ως τον Δίοκλητιανό, είχαν κοσμήσει την πόλη, έκλεισαν για να μην ξανανοίξουν πια ποτέ ξανά. Αμεσότερες συνέπειες ειχε το κλείσιμο των υδρόμυλων του Ιανούκλου λόφου, που κινούνταν με τα νερά των υδραγωγείων. Ο Βελισάριος τους αντικατέστησε με πλωτούς μύλους που εγκατέστησε στον Τίβερη, τους οποίους οι Γότθοι προσπαθούσαν συνεχώς να βυθίσουν, ρίχνοντας κορμούς δέντρων μέσα στο ποτάμι.
Τα πρώτα μηνύματα του Βελισαρίου απο τη Ρώμη ήταν γεμάτα αυτοπεποίθηση. Απο την άνοιξη όμως του 538 επισήμανε στον Ιουστινιανό, οτι τα στρατεύματά του ήταν τελείως ανίκανα να αντιμετωπίσουν τους Γότθους και οτι υπήρχε κίνδυνος οχι μόνο να χαθεί η Ρώμη, αλλα και να απωθηθούν εξω απο την Ιταλία. Το μήνυμα αυτό απέσπασε επιτέλους τον αυτοκράτορα απο τα όνειρα του για μια εύκολη νίκη και άρχισε να μελετά σοβαρά το πρόβλημα της ενίσχυσης του Βελισαρίου. 1.500 ιππείς, κυρίως Βούλγαροι και Σλάβοι απο τις περιοχές πρός του Δούναβη, υπο τον Βαλεριανό και τον Μαρτίνο, στάλθηκαν εσπευσμένα απο την Ελλάδα στη Νεάπολη και κατόρθωσαν να εισχωρήσουν μέσα απο τις γοτθικές γραμμές είκοσι μέρες μετά την κατάληψη του Πόρτου απο τους Γότθους και την αποκοπή του δρόμου ανεφοδιασμού της πόλης μέσω του Τίβερη.
Εξάλλου νέες δυνάμεις συγκεντρώθηκαν απο διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας και ετοιμάστηκαν να σταλούν στην Ιταλία. Οι τύχες του πολέμου άρχισαν να αναστρέφονται και οι απώλειες των πολιορκητών αυξάνονταν. Στο μεταξύ, ο υπόλοιπος πληθυσμός της πόλης, που δεν είχε φανεί πρόθυμος να αντιμετωπίσει πολιορκία απο τους Ρωμαίους, άρχιζε να χάνει την υπομονή του οσο παρατεινόταν η πολιορκία των Γότθων.
Ο Βελισάριος αναγκάστηκε να συλλάβει αρκετούς απο τους επιφανέστερους συγκλητικούς. Οταν δημιουργήθηκαν υπόνοιες οτι ο πάπας Σιλβέριος είχε προδοτικές επαφές, ο Βελισάριος βρέθηκε σε δίλημμα. Άν τον άφηνε ελεύθερο, θα διακινδύνευε να προδοθεί στους Γότθους, αν τον συλλάμβανε θα ήταν ιεροσυλία.
Αρχικά ο Βελισάριος επιχείρησε να τον πείσει να υπογράψει ομολογία πίστης, στην οποία διατυπώνονταν παραχωρήσεις στο μονοφυσιτικό δόγμα. “Αν ο Σιλβέριος υπέγραφε, θα έχανε την εμπιστοσύνη των πολιτών της Ρώμης. Διέβλεψε όμως την παγίδα και αρνήθηκε. Τελικά, στις 27 Μαρτίου 538 ο Βελισάριος κάλεσε σε ακρόαση τον πάπα, τον καθέρεσε, τον υποβίβασε σε μοναχό και τον έστειλε με πλοίο στην Ανατολή. Μια εβδομάδα αργότερα ο διάκονος Βιγίλιος, μέλος του συγκλητικού γένους της Ρώμης, ο οποίος ειχε ζήσει πολλά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, χειροτονήθηκε πάπας παρά την αντίθεση του κλήρου και των πολιτών. Στην έκθεση των γεγονότων αυτών ο Προκόπιος υπογραμμίζει έντονα την προσωπική εχθρότητα της Θεοδώρας κατά του Σιλβερίου και την επιρροή της Αντωνίνας επί του Βελισαρίου.
Αλλα η Θεοδώρα βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά και ο Βελισάριος δεν χρειαζόταν την Αντωνίνα να του υπενθυμίζει, οτι ένας πάπας που ειχε εγκαταλείψει τους Γότθους σε ώρα δυστυχίας, μπορούσε να εγκαταλείψει εξ ίσου και τους Ρωμαίους. Η ιστορία αυτή αποκαλύπτει την αύξουσα απογοήτευση της συγκλητικής αριστοκρατίας απο τη διακυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης και τη σφοδρή επιθυμία τους για ανεξαρτησία απο την αυτοκρατορία, ακόμη και με κίνδυνο να χρειαστεί να συμμαχήσουν με τους Γότθους. Το θέμα αυτο έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψη απο τον Βελισάριο και τον Ιουστινιανό.
Τον Νοέμβριο του 538 δύναμη 5.000 ανδρών, κυρίως Ισαυροι πεζοί απο τα ορεινά του Ταύρου και ιππείς απο τη Θράκη, έφτασε στην Ιταλία με πλοία υπό την ηγεσία του Ιωάννη, ανιψιού του Βιταλιανού, ο οποίος είχε επαναστατήσει εναντίον του Αναστασίου και είχε δολοφονηθεί κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Ιουστίνου.
Έτσι η ισορροπία των δυνάμεων μεταβλήθηκε αποφασιστικά. Οι Ρωμαίοι είχαν το πλεονέκτημα μιας ασφαλούς οδού επικοινωνίας, ενώ ο ανεφοδιασμός των Γότθων κινδύνευε ολοένα περισσότερο. Σε λίγο εκδηλώθηκε λοιμός στις τάξεις των πολιορκητών και γύρω στα τέλη Νοεμβρίου ο Ουίττιγις ζήτησε ανακωχή. Ο Βελισάριος, που γνώριζε οτι η χρονοτριβή ήταν προς το συμφέρον του, παρέτεινε τις διαπραγματεύσεις.
Διατύπωσε πολλές αντιρρήσεις σχετικά με τη νομιμότητα της αρχής του Θευδερίχου. Οι Γότθοι προσέφεραν τη Σικελία ως αντίτιμο για την ειρήνη. Αλλά η μεγαλόνησος βρισκόταν ήδη στα χέρια των Ρωμαίων. Ο Βελισάριος επισήμανε οτι είναι εύκολο να προσφέρει κανείς πράγματα που δεν του ανήκουν, προτείνοντας να εκχωρήσει στους Γότθους τη Βρετανία, που είχε εγκαταλειφθεί απο τον τελευταίο Ρωμαίο στρατιώτη έναν αίώνα νωρίτερα.
Τότε οι Γότθοι πρόσθεσαν στην προσφορά τους την Καμπανία και τη Νεάπολη. Σ’ αυτά ο Βελισάριος αποκρίθηκε κοφτά οτι δεν ήταν αρμοδιότητα του να διαχειρίζεται τα εδάφη του αυτοκράτορα. Σε νέα πρόταση των Γότθων να πληρώσουν φόρο απαξίωσε να απαντήσει. Τελικά, και οι δύο πλευρές συμφώνησαν να συναφθεί ανακωχή τριών μηνών, προκειμένου να τεθούν οι όροι της ειρήνης υπόψη του Ἰουστινιανού. Και οι δύο πλευρές επιδίωξαν να βελτιώσουν τις θέσεις τους με μικρές παραβιάσεις της ανακωχής.
Αλλά ο Βελισάριος υπερκέρασε τον αντιπαλό του. Αφού κατέλαβε ορισμένες θέσεις στα Απέννινα όρη, έστειλε τον Ιωάννη επικεφαλής ιππικής δύναμης να καταλάβει το Αρίμινο, 55 μόλις χιλιόμετρα απο τη Ραβέννα. Τώρα ο γοτθικός στρατός βρισκόταν αποκομμένος απο άμεση επικοινωνία με τη βάση του και ο Ουίττιγις υποχρεώθηκε να αποσύρει τις αποδεκατισμένες δυνάμεις του απο τη Ρώμη και να επιχειρήσει να εδραιώσει τη θέση του στη βόρεια Ιταλία. Η πολιορκία της Ρώμης είχε τελειώσει.
Επιχειρήσεις στην κεντρική και βόρεια Ιταλία
Ο Βελισάριος δεν βιαζόταν να προχωρήσει βορειότερα. Είχε μάθει να μην υποτιμά τη δύναμη των Γότθων και ήταν αποφασισμένος να μην εκτεθεί σε κινδύνους. Διάφορες οχυρές θέσεις, που κατείχαν ακόμη γοτθικές φρουρές, πολιορκήθηκαν και καταλήφθηκαν η μια μετα την άλλη. Τον Μάρτιο του 539 η Αγκών (Ανκόνα) καταλήφθηκε. Ήδη η κατάληψη του Αριμίνου είχε εκπληρώσει τον σκοπό της και ο Βελισάριος διέταξε τον Ιωάννη να αποσυρθεί απο την επικίνδυνα εκτεθειμένη θέση του.
Αλλά ο Ιωάννης, η θέση του οποίου, σε σχέση προς το Βελισάριο, δεν είχε διευκρινιστεί απο τον Ιουστινιανό, αρνήθηκε να μετακινηθεί. Βρισκόταν σε επαφή με τη Ματασούνθα, η οποία ήταν έτοιμη να προδώσει τον μεσήλικα και μισητό της σύζυγο, και ήλπιζε οτι ετσι θα εξασφάλιζε τη δόξα να καταλάβει ο ίδιος τη Ραβέννα.
Τελικά όμως πολιορκήθηκε στην πόλη απο τον ανασυγκροτημένο γοτθικό στρατό. Ο Βελισάριος, με νέες ενισχύσεις 5.000 ανδρών υπο τον Ναρσή, τον ευνούχο κουβικουλάριο του Ιουστινιανού, έσπευσε να ανακουφίσει το Αρίμινο. Ο Ναρσής όμως δεν ειχε τεθεί υπο τις διαταγές του Βελισαρίου. Διχογνωμία και διχόνοια πήραν τη θέση της αποκλειστικής εξουσίας του Βελισαρίου, Νωρίτερα τον ίδιο χρόνο ο Βελισάριος είχε πληροφορηθεί απο τον επίσκοπο Μεδιολάνου Δέκιο οτι οι πολίτες του Μεδιολάνου ηταν έτοιμοι να πολεμήσουν με τους Ρωμαίους εναντίον των Γότθων. Ελπίζοντας πως έτσι θα χτυπούσε τους Γότθους απο τα νώτα, έστειλε δυνάμεις μέσω θαλάσσης στη Γένουα, οι οποίες περνώντας απο μια διάβαση των Απεννίνων νίκησαν τη γοτθική φρουρά και κυρίευσαν το Μεδιόλανο.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα η μικρή αυτη ρωμαϊκή δύναμη είχε εκδιώξει τους Γότθους απο το Βέργομο, το Κώμο και τη Νοβαρία. Ο Ουίττιγις, ο οποίος τώρα είχε ενωθεί με τους Φράγκους συμμάχους του, αντέδρασε με απροσδόκητο δυναμισμό και λίγο αργότερα οι Ρωμαίοι βρέθηκαν πολιορκημένοι στο Μεδιόλανο. Τώρα το πρόβλημα που αντιμετώπιζε η ρωμαϊκή ηγεσία στην Ιταλία ήταν αν έπρεπε να προωθηθεί απο το Αρίμινο προ τη Ραβέννα η αν θα αποσπούσε μονάδες για να ανακουφίσει το Μεδιόλανο. Ο Βελισάριος υποστήριζε τη δεύτερη άποψη. Αργά η γρήγορα η Ραβέννα θα έπεφτε οπωσδήποτε, ίσως μάλιστα και γρηγορότερα, αν οι Ρωμαίοι κατόρθωναν να κρατηθούν στο Μεδιόλανο. Ο Ναρσής όμως και ο Ιωάννης ήθελαν να επιτεθούν εναντίον της Ραβέννας.
Ἐνώ οι στρατηγοί φιλονικούσαν μεταξύ τους, στάλθηκαν ενισχύσεις, που αργότερα ανακλήθηκαν, και τελικά, τον Μάρτιο του 539, το Μεδιόλανο έπεσε. Οι Γότθοι και οι Φράγκοι αποφάσισαν να δώσουν ένα μάθημα στους Ρωμαίους υπηκόους τους: όλοι οι άντρες της πόλης εκτελέστηκαν, ενώ τα γυναικόπαιδα σκλαβωθήκαν απο τους Φράγκους.
Αλλά και ο Ιουστινιανὸς πήρε ενα μάθημα απο τα γεγονότα του Μεδιολάνου: απέσυρε τον Ναρσή και ξανάδωσε στον Βελισάριο την αποκλειστική αρχηγία των ρωμαϊκών δυνάμεων της Ιταλίας. Οι Φράγκοι, που επιθυμούσαν να επωφεληθούν κατά το δυνατόν απο την έκρυθμη κατάσταση στη βόρεια Ιταλία, στράφηκαν εναντίον των Γότθων συμμάχων τους, ενώ συνέχιζαν να καταπονούν τους Ρωμαίους, ωσότου ο λοιμός τους ανάγκασε να αποσυρθούν πέρα απο τις Αλπεις.
Στο μεταξύ, σημειώθηκαν νέες εξελίξεις. Κατά τη διάρκεια του 538 ο Ουίττιγις είχε κατορθώσει να στείλει δύο απεσταλμένους στον βασιλιά των Περσών Χοσρόη. Μεταμφιεσμένοι σε επίσκοπο και διάκονο, οι δύο πράκτορες κατάφεραν να διασχίσουν ολόκληρη τη ρωμαϊκὴ αυτοκρατορία και να φτάσουν στην περσική πρωτεύουσα Κτησιφώνα. Εκεί επισήμαναν στον Χοσρόη οτι αν ο Ιουστινιανός γινόταν κύριος της Ιταλίας, θα μπορούσε να στραφεί με ολες τις δυνάμεις του εναντίον των Περσών. Αν λοιπόν ο Χοσρόης ήθελε να αποφύγει να βρεθεί σντιμέτωπος με ολη τη δύναμη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ηταν καιρός να επιτεθεί. Ο βασιλιάς των Περσών δεν έδωσε σαφή απάντηση στους Γότθους πρέσβεις.
Αλλα η εμπιστοσύνη του στην «ἀπέραντον» ειρήνη, η οποία είχε ήδη κλονιστεί, εξασθένισε ακόμη περισσότερο και άρχισε να σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο μιας προκαταρκτικής επίθεσης εναντίον του Βυζαντίου. Οι διαπραγματεύσεις αυτές ήρθαν στο φώς όταν αιχμαλωτίστηκε και ανακρίθηκε ο Σύρος διερμηνέας των απεσταλμένων κατα την επιστροφή του μέσα απο την αυτοκρατορία. Ήδη ο Ιουστινιανός αντιμετώπιζε σοβαρό δίλημμα; θα δέσμευε όλα τα εξαντλημένα στρατιωτικά του αποθέματα στην Ιταλία για να πετύχει οριστική νίκη εναντίον των Γότθων η θα δεχόταν κάποια συμβιβαστική διευθέτηση στην Ιταλία και θα αποδέσμευε στρατεύματα για να αντιμετωπίσει την απειλή στα ανατολικά.
Η πτώση της Ραβέννας (Μάιος 540)
Το φθινόπωρο του 539 ο Βελισάριος είχε πια καταλάβει το Αύξιμο, τελευταίο προπύργιο των Γότθων έξω απο τη Ραβέννα, και πολιορκούσε την ίδια τη Ραβέννα. Προστατευόμενη απο τα έλη της, η πόλη δεν μπορούσε να καταληφθεί με έφοδο, αλλά μόνο να εξαναγκαστεί σε λιμό η να παραδοθεί με προδοσία η με διαπραγματεύσεις. Οταν έγινε αισθητό το φάσμα της πείνας, ο Ουίττιγις άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Βελισάριο. Ο τελευταίος αγνοούσε τις επαφὲς μεταξύ Γότθων και Περσών και ήλπιζε σε μια νίκη που θα κατέστρεφε το οστρογοτθικό βασίλειο, όπως είχε καταστρέψει το βασίλειο των Βανδάλων. Γι’ αυτό εξεπλάγη οταν έφτασαν στο στρατηγείο του απεσταλμένοι απο την Κωνσταντινούπολη, εξουσιοδοτημένοι να διαπραγματευτούν συμφωνία, βάσει της οποίας οι Γότθοι θα αποσύρονταν βόρεια του Πάδου ποταμού και θα παρέδιδαν τους μισούς βασιλικούς θησαυρούς.
Οταν οι Γότθοι δήλωσαν οτι δεν θα παρέδιδαν τη Ραβέννα αν δεν υπέγραφε ο Βελισάριος τη συνθήκη, αρνήθηκε να το κάνει και παραπονέθηκε με μήνυμα του στον Ιουστινιανό οτι του έκλεβαν τη νίκη. Δεν θα υπέγραφε, παρά αν είχε ρητή εντολή του Ιουστινιανού. Ετσι οι διαπραγματεύσεις παρατάθηκαν. Ο Ουίττιγις έχανε τον έλεγχο στην ίδια την πρωτεύουσά του. Μια αμάδα Γότθων και Ρωμαίων πρότεινε μυστικά στον Βελισάριο να ανατρέψουν τον Ουίττιγι και να ανακηρύξουν τον ίδιο τον Βελισάριο αυτοκράτορα της Δύσης. Η πρόταση απηχούσε την πολιτική των συγκλητικών εκείνων, που προτιμούσαν την ανεξαρτησία, σε συνεργασία με τους Γότθους, παρά την ένταξη σε μια αυτοκρατορία που είχε έδρα την Κωνσταντινούπολη.
Ο Βελισάριος διέκρινε μια ευκαιρία να καταλάβει τη Ραβέννα προτού προλάβει να απαντήσει ο Ιουστινιανός στο μήνυμα του και προσποιήθηκε οτι δεχόταν την πρόταση των συνωμοτών. Η αποσύνθεση της εξουσίας στη Ραβέννα ήταν τέτοια, ωστε γρήγορα δέχτηκε ανάλογη πρόταση και απο τον Ουίτιγι. Προσποιήθηκε οτι την αποδεχόταν και αυτή. Ολα αυτά κρατήθηκαν απόρρητα απο τους στρατηγούς του και απο τους απεσταλμένους του Ιουστινιανού. Απο τους τελευταίους ζήτησε και έλαβε την άδεια να επιχειρήσει μια τελευταία επίθεση εναντίον της Ραβέννας. Τον Μάιο του 540, καθώς τα στρατεύματά του προέλαυναν, οι πύλες της πόλης άνοιξαν και ο Βελισάριος μπήκε στην πόλη με τις επευφημίες των Γότθων και των άλλων πολιτών. Μόνο οταν η πόλη περιήλθε στα χέρια του αποκάλυψε οτι δεν είχε καμιά πρόθεση να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας, αλλα είχε καταλάβει την πόλη στο όνομα του Ιουστινιανού.
Ομως αμέσως μετά την κατάληψη της πόλης, ο Βελισάριος κλήθηκε να επιστρέψει πίσω και έτσι έπλευσε για την Κωνσταντινούπολη, όπου του αρνήθηκαν την τιμή του θριάμβου. Ο πόλεμος στην Ιταλία είχε διαρκέσει πέντε χρόνια και στοίχισε πολλές ζωές, αλλά φαινόταν ότι δεν είχε τελειώσει τίποτα ακόμη. Οι Γότθοι ανασυγκρότησαν τις δυνάμεις τους βόρεια του Πάδου και έτσι θα ξεκινούσε το σκληρότερο κομμάτι του πολέμου όπου θα άφηνε ολόκληρη την Ιταλία ερειπωμένη και θα κατέστρεψε την αστική κοινωνία της ενδοχώρας. Οι μεγάλες πόλεις εγκαταλείφθηκαν καθώς η Ιταλία έπεσε σε μια μακρά περίοδο παρακμής.
Εάν ο Βελισάριος δεν είχε ανακληθεί, πιθανότατα θα είχε ολοκληρώσει την κατάκτηση της χερσονήσου μέσα σε λίγους μήνες. Αυτή, που θα ήταν η καλύτερη λύση, χάθηκε από τη ζήλια του Ιουστινιανού. Και η ειρήνη που πρότεινε ο Αυτοκράτορας, που ήταν η επόμενη καλύτερη λύση, δεν εισακούστηκε λόγω της ανυπακοής των στρατηγών του. Όλοι τους φέρουν την ευθύνη που επέβαλαν στην Ιταλία ακόμα δώδεκα ακόμη χρόνια πολέμου. John
Bagnell Bury