Η Συμμαχική εισβολή στην Ιταλία ήταν ευρεία επιχείρηση απόβασης στην ηπειρωτική Ιταλία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία ξεκίνησε στις 3 Σεπτεμβρίου 1943. Σε αυτήν έλαβαν μέρος η 15η Ομάδα στρατιών του στρατηγού Χάρολντ Αλεξάντερ, στην οποία συμπεριλήφθηκαν η 5η αμερικανική Στρατιά του στρατηγού Μαρκ Κλαρκ και η 8η Στρατιά του Βρετανού Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ. Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση της εισβολής των Συμμάχων στη Σικελία, η οποία κατέληξε στην ολοκληρωτική κατάληψη της νήσου. Ο κύριος όγκος των δυνάμεων αποβιβάστηκε στην περιοχή γύρω από το Σαλέρνο της δυτικής ιταλικής ακτής (επιχείρηση Χιονοστιβάδα, Operation Avalanche), ενώ δύο μικρότερες επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν στην Καλαβρία (Επιχείρηση Baytown) και στον Τάραντα (επιχείρηση Slapstick).
Υπολογίζεται ότι μεταξύ Σεπτεμβρίου 1943 και Απριλίου 1945, 60.000–70.000 Συμμάχοι και 38.805–150.660 Γερμανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στην Ιταλία. Πάνω από 150.000 Ιταλοί πολίτες σκοτώθηκαν, όπως και 35.828 αντιφασίστες παρτιζάνοι και περίπου 35.000 στρατιώτες της Φασιστικής Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας. Στο Δυτικό Μέτωπο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιταλία ήταν η πιο δαπανηρή εκστρατεία όσον αφορά τις απώλειες που υπέστησαν οι δυνάμεις και των δύο πλευρών, κατά τη διάρκεια σκληρών μαχών γύρω από οχυρά σημεία στη γραμμή Winter Line, την παραλία Anzio και τη Gothic Line.
Η εισβολή στη Σικελία τον Ιούλιο του 1943 οδήγησε στην κατάρρευση του φασιστικού ιταλικού καθεστώτος και στην πτώση του Μουσολίνι, ο οποίος καθαιρέθηκε και συνελήφθη με διαταγή του βασιλιά Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ στις 25 Ιουλίου. Η νέα κυβέρνηση υπέγραψε ανακωχή με τους Συμμάχους στις 8 Σεπτεμβρίου 1943. Ωστόσο, οι γερμανικές δυνάμεις σύντομα ανέλαβαν τον έλεγχο της βόρειας και κεντρικής Ιταλίας. Ο Μουσολίνι, ο οποίος διασώθηκε από Γερμανούς αλεξιπτωτιστές, ίδρυσε ένα συνεργαζόμενο κράτος-μαριονέτα, την Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία. Οι Γερμανοί, πολλές φορές με Ιταλούς φασίστες, διέπραξαν αρκετές θηριωδίες εναντίον αμάχων και μη φασιστικών στρατευμάτων.
Ο Ιταλικός Στρατός δημιουργήθηκε για να πολεμήσει ενάντια στην φασιστική κυβέρνηση του Μουσολίνι (RSI) και τους Γερμανούς συμμάχους του, παράλληλα με το μεγάλο ιταλικό κίνημα αντίστασης. Αυτή η περίοδος είναι γνωστή ως Ιταλικός Εμφύλιος Πόλεμος. Τον Απρίλιο του 1945, ο Μουσολίνι αιχμαλωτίστηκε από την ιταλική αντίσταση και εκτελέστηκε συνοπτικά. Η εκστρατεία της Ιταλίας τελείωσε όταν το Γ Σώμα Στρατού παραδόθηκε άνευ όρων στους Συμμάχους στις 2 Μαΐου 1945, μία εβδομάδα πριν από το επίσημο γερμανικό τελεσίγραφο παράδοσης. Τα ανεξάρτητα κράτη του Αγίου Μαρίνου και του Βατικανού, και τα δύο περικυκλωμένα από ιταλικό έδαφος, υπέστησαν επίσης ζημιές κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης.
Στρατηγικό υπόβαθρο
Ακόμη και πριν από τη νίκη στη βορειοαφρικανική εκστρατεία και την Τυνησία τον Μάιο του 1943, υπήρχε διαφωνία μεταξύ των Συμμάχων σχετικά με το ποιά θα ήταν η καλύτερη στρατηγική για να νικήσουν τον Άξονα. Οι Βρετανοί, ειδικά ο Πρωθυπουργός, Ουίνστον Τσόρτσιλ, υποστήριξαν την παραδοσιακή τους ναυτική περιφερειακή στρατηγική. Η στρατηγική διαφωνία μεταξύ των Συμμάχων ήταν σφοδρή, με τις ΗΠΑ να επιχειρηματολογούν για εισβολή στη Γαλλία όσο το δυνατόν νωρίτερα, ενώ οι Βρετανοί υποστήριζαν μια εκστρατεία στη Μεσόγειο. Υπήρχε ακόμη και πίεση από ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής να οργανώσουν μια εισβολή στην Ισπανία, η οποία, υπό τον Φραγκίσκο Φράνκο, ήταν φιλική προς τα έθνη του Άξονα, αν και δεν συμμετείχε στον πόλεμο.
Το αμερικανικό επιτελείο πίστευε ότι ήταν απαραίτητη μια μεγάλης κλίμακας εισβολή στη Γαλλία το συντομότερο δυνατό για να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ευρώπη και ότι δεν θα έπρεπε να αναληφθούν επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να καθυστερήσουν αυτή την προσπάθεια. Οι Βρετανοί υποστήριξαν ότι η παρουσία μεγάλου αριθμού στρατευμάτων εκπαιδευμένων για αμφίβιες αποβάσεις στη Μεσόγειο καθιστούσε δυνατή και χρήσιμη μια περιορισμένης κλίμακας εισβολή στην Ιταλία.
Τελικά η πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ και της Βρετανίας κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό στον οποίο και οι δύο θα δέσμευαν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους σε μια εισβολή στη Γαλλία στις αρχές του 1944, αλλά και θα ξεκινούσαν μια σχετικά μικρής κλίμακας ιταλική εκστρατεία. Ένας παράγοντας που συνέβαλε σε αυτον τον συμβιβασμό ήταν η επιθυμία του Ρούσβελτ να διατηρήσει ενεργά τα αμερικανικά στρατεύματα στο ευρωπαϊκό θέατρο κατά τη διάρκεια του 1943. Επίσης ήταν πολύ θετικός στην ιδέα της εξάλειψης της Ιταλίας από τον πόλεμο. Υπήρχε η ελπίδα ότι μια εισβολή θα μπορούσε να βγάλει την Ιταλία από τη σύγκρουση, ή τουλάχιστον να αυξήσει την πίεση σε αυτήν και να την αποδυναμώσει.
Η εξάλειψη της Ιταλίας θα επέτρεπε στις Συμμαχικές ναυτικές δυνάμεις, κυρίως στο Βασιλικό Ναυτικό, να κυριαρχήσουν στην Μεσόγειο Θάλασσα, εξασφαλίζοντας τις γραμμές επικοινωνίας με την Αίγυπτο και συνεπώς την Ασία. Τα ιταλικά τμήματα κατοχικών δυνάμεων στα Βαλκάνια και τη Γαλλία θα αποσύρονταν για να υπερασπιστούν την Ιταλία, ενώ οι Γερμανοί θα έπρεπε να μεταφέρουν στρατεύματα από το Ανατολικό Μέτωπο για να υπερασπιστούν την Ιταλία και ολόκληρη τη νότια ακτή της Γαλλίας, ανακουφίζοντας ετσι τη Σοβιετική Ένωση.
Εισβολή στη Σικελία
Το αρχικό σχέδιο ήταν για αποβάσεις στις νοτιοανατολικές, νότιες και βορειοδυτικές περιοχές του νησιού που θα οδηγούσαν στην ταχεία κατάληψη των βασικών αεροδρομίων του Άξονα και όλα τα κύρια λιμάνια του νησιού. Αυτό θα επέτρεπε την ταχεία προέλαση των Συμμάχων, καθώς και την άρνηση της χρήσης τους στον Άξονα.
Η Συμμαχική εισβολή στη Σικελία , Επιχείρηση Χάσκυ, ξεκίνησε στις 9 Ιουλίου 1943 με αμφίβιες και αερομεταφερόμενες προσγειώσεις στον Κόλπο της Γέλας. Οι χερσαίες δυνάμεις που εμπλέκονταν ήταν η Έβδομη Στρατιά των ΗΠΑ , υπό τον Αντιστράτηγο Τζωρτζ Σμιθ Πάττον, η 1η Καναδική Μεραρχία Πεζικού και η 1η Καναδική Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία υπό τη διοίκηση του Ταγματάρχη Γκάι Σάιμοντς και η Βρετανική Όγδοη Στρατιά, υπό τον στρατηγό Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ.
Το αρχικό σχέδιο απαιτούσε μια ισχυρή προέλαση από τους Βρετανούς προς τα βόρεια κατά μήκος της ανατολικής ακτής στη Μεσσήνη. Οι Καναδοί πήραν την κεντρική θέση, με τους Βρετανούς στα δεξιά τους και τους Αμερικανούς στα αριστερά. Το Καναδικό Πολεμικό Νεκροταφείο στην Αγίρα είναι απόδειξη της θυσίας τους, πολεμώντας και διώχνοντας τους Γερμανούς από το κακοτράχαλο έδαφος. Οι Αμερικανοί είχαν τον σημαντικό ρόλο να απωθήσουν τις δυνάμεις του Άξονα από την ηπειρωτική Σικελία στο αριστερό πλευρό. Όταν η Όγδοη Στρατιά συγκρατήθηκε από τους Γερμανούς στους απόκρημνους λόφους νότια της Αίτνας, ο Πάττον ενίσχυσε τις Αμερικανικές δυνάμεις και διέταξε μια ευρεία προέλαση βορειοδυτικά προς το Παλέρμο για να κόψουν τον βόρειο παραλιακό δρόμο.
Ακολούθησε μια προέλαση προς τα βορειοανατολικά της Αίτνας προς τη Μεσσήνη, υποστηριζόμενη από μια σειρά αμφίβιων αποβιβάσεων στη βόρεια ακτή που οδήγησε τα στρατεύματα του Πάττον στη Μεσσήνη, λίγο πριν τις πρώτες μονάδες της Βρετανικής Όγδοης Στρατιάς. Οι αμυνόμενες γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την κατάληψη του νησιού από τους Συμμάχους, αλλά κατάφεραν να εκκενώσουν το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων τους στην ηπειρωτική χώρα, με το τελευταίο να αποχωρεί στις 17 Αυγούστου 1943. Κατά τη διάρκεια της εισβολής στην Σικελία οι συμμαχικές δυνάμεις απέκτησαν εμπειρία στις αμφίβιες και αερομεταφερόμενες επιχειρήσεις οι οποίες θα αποδεικνυόταν πολύ σημαντικές στην απόβαση της Νορμανδίας .
Εισβολή στην ηπειρωτική Ιταλία
Δυνάμεις της Βρετανικής Όγδοης Στρατιάς, υπό τον Μοντγκόμερι, αποβιβάστηκαν στο «πόδι» της Ιταλίας στις 3 Σεπτεμβρίου 1943 στην επιχείρηση Baytown. Στις 9 Σεπτεμβρίου, δυνάμεις της Πέμπτης Στρατιάς των ΗΠΑ στην Επιχείρηση Avalanche, υπό τον υποστράτηγο Μαρκ Κλαρκ αποβιβάστηκαν στο Σαλέρνο και αντιμετώπισαν βαριά γερμανική αντίσταση στο Σαλέρνο. Επιπλέον, οι βρετανικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στον Τάραντα στην Επιχείρηση Slapstick, η οποία ήταν σχεδόν καταστροφική.
Υπήρχε η ελπίδα ότι, με την παράδοση της ιταλικής κυβέρνησης, οι Γερμανοί θα υποχωρούσαν προς τα βόρεια, αφού την εποχή εκείνη ο Αδόλφος Χίτλερ είχε πειστεί ότι η Νότια Ιταλία ήταν στρατηγικά ασήμαντη. Ωστόσο, αυτό δεν έγινε αν και, για λίγο, η Όγδοη Στρατιά μπόρεσε να κάνει σχετικά εύκολη πρόοδο χωρίς μεγάλη αντίσταση στην ανατολική ακτή, καταλαμβάνοντας το Μπάρι και τα σημαντικά αεροδρόμια γύρω από τη Φότζια. Παρόλο που καμία από τις Ιταλικές βόρειες εφεδρείες δεν είχε τεθεί στη διάθεση της Γερμανικής 10ης Στρατιάς, οι Γερμανοί με λιγότερες δυνάμεις προέβαλαν σθεναρή αντίσταση και έφτασαν κοντά στην απόκρουση της Συμμαχικής απόβασης του Σαλέρνο.
Η κύρια προσπάθεια των Συμμάχων στα δυτικά αρχικά επικεντρώθηκε στο λιμάνι της Νάπολης: αυτή η πόλη επιλέχθηκε επειδή ήταν το βορειότερο λιμάνι που μπορούσε να λάβει αεροπορική κάλυψη από μαχητικά αεροπλάνα που πετούσαν από τη Σικελία. Στην ίδια την πόλη, οι αντιφασιστικές δυνάμεις ξεκίνησαν μια εξέγερση, γνωστή αργότερα ως Τέσσερις μέρες της Νάπολης, οι οποίες πολέμησαν γενναία και άντεξαν, παρά τα συνεχή γερμανικά αντίποινα, μέχρι την άφιξη των συμμαχικών δυνάμεων στην πόλη.
Καθώς οι Σύμμαχοι προχωρούσαν, αντιμετώπισαν ολοένα και πιο δύσκολο έδαφος: τα Απέννινα Όρη τα οποία σχηματίζουν μια ράχη κατά μήκος της ιταλικής χερσονήσου, υπήρξαν ένα πολύ σημαντικό εμπόδιο για τα συμμαχικά στρατεύματα. Στις πιο ορεινές περιοχές του Abruzzo, το κακοτράχαλο έδαφος που περιλαμβάνει λόφους και κορυφές άνω των 900 μέτρων, ήταν σχετικά εύκολο να το υπερασπιστούν οι δυνάμεις του Άξονα.
Συμμαχική προέλαση στη Ρώμη
Στις αρχές Οκτωβρίου 1943, ο Χίτλερ πείστηκε από τον Διοικητή της Ομάδας Στρατού του στη Νότια Ιταλία, Στρατάρχη Άλμπερτ Κέσελρινγκ, ότι η άμυνα έπρεπε να διεξαχθεί όσο το δυνατόν πιο μακριά από τη Γερμανία. Αυτό θα αξιοποιούσε στο έπακρο τη φυσική αμυντική γεωγραφία της Κεντρικής Ιταλίας, ενώ θα αρνιόταν στους Συμμάχους την εύκολη κατάληψη μιας σειράς αεροδρομίων, τα οποία θα ήταν όλο και πιο κοντά στη Γερμανία. Ο Χίτλερ ήταν επίσης πεπεισμένος ότι η παραχώρηση της νότιας Ιταλίας θα παρείχε στους Συμμάχους βάση για μια εισβολή στα Βαλκάνια, με τους ζωτικούς πόρους πετρελαίου, βωξίτη και χαλκού.
Ο Κέσελρινγκ ανέλαβε τη διοίκηση ολόκληρης της Ιταλίας και διέταξε αμέσως την προετοιμασία μιας σειράς αμυντικών γραμμών σε όλη την Ιταλία, νότια της Ρώμης. Δύο γραμμές, το Volturno και η Barbara, δημιουργήθηκαν για να καθυστερήσουν την συμμαχική προέλαση, ώστε να κερδίσουν χρόνο για να προετοιμαστούν οι πιο τρομερές αμυντικές θέσεις, οι οποίες σχημάτισαν τη Winter Line – ένα άλλο όνομα για τη Γραμμή Gustav και δύο σχετικές αμυντικές γραμμές στα δυτικά των Απεννίνων, των γραμμών Bernhardt και Hitler (η τελευταία είχε μετονομαστεί σε Γραμμή Senger στις 23 Μαΐου 1944).
Η Winter Line αποδείχθηκε σημαντικό εμπόδιο για τους Συμμάχους στα τέλη του 1943, ανακόπτοντας την προέλαση της Πέμπτης Στρατιάς στη δυτική πλευρά της Ιταλίας. Αν και τελικά η Γραμμή έσπασε μερικώς και η Ortona απελευθερώθηκε με μεγάλες απώλειες απο τα καναδικά στρατεύματα, η κακοκαιρία, οι χιονοθύελλες και η μηδενική ορατότητα στα τέλη Δεκεμβρίου προκάλεσαν τη διακοπή της προέλασης. Στη συνέχεια, η εστίαση των Συμμάχων στράφηκε στο δυτικό μέτωπο, όπου μια επίθεση μέσω της κοιλάδας Liri θεωρήθηκε ότι είχε τις καλύτερες πιθανότητες για μια σημαντική πρόοδο προς την ιταλική πρωτεύουσα. Το σχέδιο για ρίψεις αλεξιπτωτιστών πίσω από τη γραμμή στο Anzio που υποστήριξε ο Βρετανός πρωθυπουργός, οι οποίες είχαν σκοπό να αποσταθεροποιήσουν τις άμυνες της γερμανικής γραμμής δεν πραγματοποιήθηκε λόγω των διαφωνιών που είχε ο Αμερικανός διοικητής ο οποίος επέμενε ότι οι δυνάμεις του δεν ήταν αρκετά μεγάλες για να ολοκληρώσουν την αποστολή τους.
Χρειάστηκαν τέσσερις μεγάλες επιθέσεις μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου 1944 πριν η γραμμή τελικά σπάσει από μια συνδυασμένη επίθεση της Πέμπτης και της Όγδοης Στρατιάς (συμπεριλαμβανομένων των βρετανικών, αμερικανικών, γαλλικών, πολωνικών και καναδικών σωμάτων) συγκεντρωμένων κατά μήκος 30 χιλιομέτρων στο μέτωπο ανάμεσα στο Monte Cassino και τη δυτική ακτή. Σε μια παράλληλη ενέργεια, ο στρατηγός Μαρκ Κλαρκ διατάχθηκε να προωθηθεί από το Anzio, να αποκόψει και να καταστρέψει ένα μεγάλο μέρος της Γερμανικής 10ης Στρατιάς που υποχωρούσε από τη Γραμμή Gustav. Αλλά αυτή η ευκαιρία χάθηκε όταν ο Κλαρκ δεν υπάκουσε τις εντολές του και έστειλε τις αμερικανικές δυνάμεις του να εισέλθουν στην άδεια Ρώμη. Η Ρώμη είχε ανακηρυχθεί ανοχύρωτη πόλη από τον γερμανικό στρατό και έτσι δεν αντιμετώπισε αντίσταση.
Οι αμερικανικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Ρώμη στις 4 Ιουνίου 1944. Η Γερμανική 10η Στρατιά επετράπη να φύγει, ένα λάθος που μελλοντικά θα κόστιζε στους Συμμάχους πολλούς άντρες. Ο Κλαρκ χαιρετίστηκε ως ήρωας στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και υπήρχαν πολλοί επικριτές για τις αποφάσεις και την διοίκηση του.
Προέλαση των συμμάχων στη Βόρεια Ιταλία
Μετά την κατάληψη της Ρώμης και την εισβολή των Συμμάχων στη Νορμανδία τον Ιούνιο του 1944, το VI Σώμα των ΗΠΑ και το Γαλλικό Εκστρατευτικό Σώμα (CEF), που συνολικά ανήλθαν σε επτά μεραρχίες, αποσύρθηκαν από την Ιταλία το καλοκαίρι του 1944 για να συμμετάσχουν στην Επιχείρηση Dragoon, κωδική ονομασία για την εισβολή των Συμμάχων στη Νότια Γαλλία. Η ξαφνική απομάκρυνση αυτών των έμπειρων μονάδων από το ιταλικό μέτωπο αντισταθμίστηκε μόνο εν μέρει από τη σταδιακή άφιξη τριών μεραρχιών, της 1ης μεραρχίας πεζικού της Βραζιλίας, της 92ης μεραρχίας πεζικού των ΗΠΑ και της 10ης ορεινής μεραρχίας των ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 1945.
Την περίοδο από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο του 1944, οι Σύμμαχοι προχώρησαν πέρα από τη Ρώμη, καταλαμβάνοντας τη Φλωρεντία και κλείνοντας τη Γοτθική Γραμμή. Αυτή η τελευταία σημαντική αμυντική γραμμή ξεκινούσε από την ακτή περίπου 50 χιλιόμετρα βόρεια της Πίζας, κατά μήκος των Απεννίνων μεταξύ Φλωρεντίας και Μπολόνια μέχρι την ακτή της Αδριατικής, ακριβώς νότια του Ρίμινι. Προκειμένου να συντομεύσει τις συμμαχικές γραμμές επικοινωνίας για την προέλαση στη Βόρεια Ιταλία, το Πολωνικό II Σώμα προχώρησε προς το λιμάνι της Ανκόνα και, μετά από μάχη διάρκειας ενός μήνα, πέτυχε να το καταλάβει στις 18 Ιουλίου.
Κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Olive , η οποία ξεκίνησε στις 25 Αυγούστου, η άμυνα της Γοτθικής Γραμμής έσπασε τόσο στο μέτωπο της Πέμπτης όσο και της Όγδοης Στρατιάς. αλλά, δεν υπήρξε αποφασιστική νίκη των Συμμάχων. Ο Τσόρτσιλ, ο Βρετανός Πρωθυπουργός, ήλπιζε ότι μια μεγάλη προέλαση στα τέλη του 1944 θα άνοιγε το δρόμο για τους συμμαχικούς στρατούς να προχωρήσουν βορειοανατολικά μέσω του “Χάσματος της Λιουμπλιάνα” την περιοχή μεταξύ Βενετίας και Βιέννης, για να αποτρέψουν την προέλαση του Κόκκινου Στρατού στην Ανατολική Ευρώπη. Η πρόταση του Τσόρτσιλ είχε αντιταχθεί σθεναρά από τους αρχηγούς του επιτελείου των ΗΠΑ καθώς, παρά τη σημασία της για τα βρετανικά μεταπολεμικά συμφέροντα στην περιοχή, δεν πίστευαν ότι ευθυγραμμιζόταν με τις γενικές πολεμικές προτεραιότητες των Συμμάχων.
Τον Οκτώβριο, ο υποστράτηγος Ρίτσαρντ Μακκρίρι διαδέχθηκε τον Αντιστράτηγο Όλιβερ Λίσε ως διοικητής της Όγδοης Στρατιάς. Τον Δεκέμβριο, ο υποστράτηγος Μαρκ Κλαρκ, ο διοικητής της Πέμπτης Στρατιάς, διορίστηκε να διοικήσει τη 15η Ομάδα Στρατιών, διαδεχόμενος έτσι τον Βρετανό Στρατηγό Χάρολντ Αλεξάντερ ως διοικητή όλων των Συμμαχικών χερσαίων στρατευμάτων στην Ιταλία. Καθώς υπήρχαν δύο ιταλικές κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, (μία σε κάθε πλευρά του πολέμου), ο αγώνας πήρε χαρακτηριστικά εμφυλίου πολέμου.
Ο κακός χειμωνιάτικος καιρός, που έκανε αδύνατον τον ελιγμό τεθωρακισμένων και την εκμετάλλευση της συντριπτικής αεροπορικής υπεροχής των Συμμάχων, σε συνδυασμό με τις τεράστιες απώλειες που υπέστησαν στις τάξεις τους κατά τις φθινοπωρινές μάχες και την ανάγκη μεταφοράς ορισμένων βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα (επίσης καθώς η ανάγκη απόσυρσης της Βρετανικής 5ης Μεραρχίας Πεζικού και του I Καναδικού Σώματος στη βορειοδυτική Ευρώπη ) κατέστησε πρακτικό για τους Συμμάχους να συνεχίσουν την επίθεσή τους στις αρχές του 1945. Οι Σύμμαχοι υιοθέτησαν μια στρατηγική «επιθετικής άμυνας» ενώ προετοιμάζονταν για μια τελική επίθεση όταν θα έφτανε η άνοιξη.
Στα τέλη Φεβρουαρίου-αρχές Μαρτίου 1945, η Επιχείρηση Encore είδε στοιχεία του IV Σώματος των ΗΠΑ (1η Βραζιλιάνικη Μεραρχία και η αμερικανική 10th Ορεινή Ταξιαρχία) να πολεμούν μπροστά σε ναρκοπέδια στα Απέννινα για να ευθυγραμμίσουν το μέτωπό. Απώθησαν τους Γερμανούς υπερασπιστές από το στρατηγικό σημείο του Monte Castello και τα παρακείμενα Monte Belvedere και Castelnuovo, στερώντας στους Γερμανούς τις θέσεις πυροβολικού και προσπάθησαν ανεπιτυχώς να καταλάβουν την Μπολόνια.
Η τελική επίθεση των Συμμάχων ξεκίνησε με μαζικούς βομβαρδισμούς από αέρος και πυροβολικό στις 9 Απριλίου 1945. Οι Σύμμαχοι είχαν διαθέσιμους 1.500.000 άντρες καθώς και πολλές γυναίκες υπο τους παρτιζάνους, που είχαν αναπτυχθεί στην Ιταλία τον Απρίλιο του 1945. Ο Άξονας στις 7 Απριλίου είχε 599.404 στρατιώτες, από τους οποίους 224 χιλιάδες ήταν Γερμανοί στρατιώτες. Μέχρι τις 18 Απριλίου, οι δυνάμεις του όγδοου στρατού στα ανατολικά είχαν διαπεράσει το χάσμα Argenta και προέλασαν με τεθωρακισμένες μονάδες με σκοπό να πετύχουν μια κυκλωτική κίνηση για να συναντήσουν το IV Σώμα των ΗΠΑ που προχωρούσε από τα Απέννινα στην Κεντρική Ιταλία και να παγιδεύσουν τους εναπομείναντες υπερασπιστές της Μπολόνια.
Στις 21 Απριλίου, η Μπολόνια καταλήφθηκε από την 3η Μεραρχία Καρπαθίων, την ιταλική ομάδα Friuli (και οι δύο από την Όγδοη Στρατιά) και την 34η Μεραρχία Πεζικού των ΗΠΑ (από την Πέμπτη Στρατιά). Η 10η Ορεινή Μεραρχία των ΗΠΑ, η οποία είχε παρακάμψει τη Μπολόνια, έφτασε στον ποταμό Πάδο στις 22 Απριλίου.
Μέχρι τις 25 Απριλίου, η Επιτροπή Απελευθέρωσης των Ιταλών Παρτιζάνων κήρυξε γενική εξέγερση, και την ίδια μέρα, έχοντας διασχίσει τον Πάδο στη δεξιά πλευρά, οι δυνάμεις της Όγδοης Στρατιάς προέλασαν βόρεια-βορειοανατολικά προς τη Βενετία και την Τεργέστη. Στο μέτωπο της Πέμπτης Στρατιάς των ΗΠΑ, οι μεραρχίες κινήθηκαν βόρεια προς την Αυστρία και βορειοδυτικά προς το Μιλάνο. Στο αριστερό πλευρό της Πέμπτης Στρατιάς, η 92η Μεραρχία Πεζικού των ΗΠΑ (η « Μεραρχία Στρατιωτών Buffalo ») προέλασε κατά μήκος της ακτής στη Γένοβα. Μια ταχεία προέλαση προς το Τορίνο από τη βραζιλιάνικη μεραρχία αιφνιδίασε τον Γερμανο-Ιταλικό Στρατό της Λιγουρίας, προκαλώντας την κατάρρευσή του.
Μεταξύ 26 Απριλίου και 1ης Μαΐου έγιναν οι μάχες του Collecchio-Fornovo di Taro, οι οποίες οδήγησαν στην παράδοση της 148ης Γερμανικής Μεραρχίας Πεζικού στους Βραζιλιάνους στρατιώτες της FEB. Οι Βραζιλιάνοι στρατιώτες αιχμαλώτισαν περίπου 15.000 Ιταλούς και Ναζί στρατιώτες, το τέλος αυτών των μαχών σήμανε το τέλος των συγκρούσεων στην Ιταλία και το τέλος του ιταλικού φασιστικού στρατού.
Καθώς ο Απρίλιος του 1945 έφτασε στο τέλος του, η Γερμανική Ομάδα Στρατού Γ, υποχωρώντας σε όλα τα μέτωπα και έχοντας χάσει το μεγαλύτερο μέρος της μαχητικής της δύναμης, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να παραδοθεί. Ο στρατηγός Heinrich von Vietinghoff, ο οποίος είχε αναλάβει τη διοίκηση του Στρατού υπέγραψε το σύμφωνο της παράδοσης για λογαριασμό του Γερμανικού στρατού στην Ιταλία στις 29 Απριλίου, τερματίζοντας επίσημα τις εχθροπραξίες στις 2 Μαΐου 1945