Η Αγγλοσαξονική εισβολή της Βρετανίας: Απο την κατάρευση της Ρωμαικής εξουσίας μέχρι την δημιουργία των Αγγλοσαξονικών βασιλείων και τον μύθο του Βασιλιά Αρθούρου.

Στις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα, το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα από τις επιδρομές βαρβαρικών λαών και ουσιαστικά βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο πριν από την κατάρρευσή του. Το 410 μ.Χ. αποσύρονται από τη Βρετανία τα τελευταία ρωμαϊκά στρατεύματα, για να ενισχύσουν την άμυνα της Ρώμης ενάντια στους Βησιγότθους. Την εποχή αυτή, η οποία σε γενικές γραμμές συμπίπτει χρονικά με την άφιξη των πρώτων Αγγλοσαξόνων, οι κύριοι κάτοικοι των νησιών είναι λαοί κελτικής προέλευσης, όπως οι Σκώτοι και οι Πίκτοι στον βορρά, και οι Βρετανοί καθώς και κάποιοι εναπομείναντες ρωμαϊκοί πληθυσμοί στον νότο.

Οι λαοί αυτοί, μετά την απόσυρση των ρωμαϊκών λεγεώνων άρχισαν να συγκρούονται μεταξύ τους. Στη σύγκρουση αυτή, οι Βρετανοί με τη βοήθεια μισθοφόρων από τις νεοφερμένες γερμανικές φυλές κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τους Πίκτους και τους Σκώτους. Ωστόσο, οι Αγγλοσάξονες, μετά τη νίκη τους αυτή και αφού δεν έμειναν ικανοποιημένοι από τα εδάφη που έλαβαν ως αποζημίωση, βρήκαν κάποιο πρόσχημα και εγκατέλειψαν τους Βρετανούς συμμαχώντας με τους Πίκτους. Από το σημείο αυτό, αρχίζουν να κατακτούν σταδιακά την ενδοχώρα. Η κατάκτηση αυτή θα είναι μια αργή διαδικασία που θα διαρκέσει πάνω από έναν αιώνα.

Ιστορικό υπόβαθρο

Η Ρωμαική Βρετανία

Η ιστορία της Βρετανίας αρχίζει από την 1η χιλιετία π.Χ.. Την εποχή αυτή κατοικήθηκε από τους Βρετανούς, που ανήκαν στις κελτικές φυλές. Η αρχαιότερη αναφορά σχετικά με την περιοχή προέρχεται από το λεγόμενο «Μασσαλιώτικο Περίπλου», που πιστεύεται πως γράφηκε τον 6ο αιώνα π.Χ., και μερικά αποσπάσματά του διασώθηκαν στο μεταγενέστερο έργο του Αβιηνού Ora Maritima. Εκεί η περιοχή αναφέρεται με τον όρο «Albionum» (Αλβιώνα), ενώ γίνεται αναφορά και για το γένος των «Hiernorum» (Ιερνών), προγόνων των Ιρλανδών. Πριν από την εμφάνιση του Ora Maritima πάντως υπάρχουν αναφορές για τα νησιά Αλβίων και Ιέρνη από τον 4ο αιώνα π.Χ (ο όρος «Αλβιώνα», μαζί με τον χαρακτηρισμό «Γηραιά», χρησιμοποιείται κάποιες φορές ως εναλλακτικό όνομα για τη Μεγάλη Βρετανία). Στο ταξίδι του Πυθέα, στο «Περί Ωκεανού», τα νησιά αναφέρονται με τον όρο «Πρεττανικές Νήσοι», από το όνομα μίας ομάδας Γαλατών, των Pritani (Πρεττανοί), με τους οποίους ο Πυθέας θεωρεί πως έχουν συγγενικές σχέσεις οι κάτοικοι του νησιού.

Αργότερα, τον 1ο π.Χ. αιώνα, κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, έγινε ρωμαϊκή επαρχία, αλλά παρά τις προσπάθειές τους, δεν μπόρεσαν να εκρωμαΐσουν τον πληθυσμό της. Άλλαξαν ελαφρά το όνομα με το οποίο περιγράφει τα νησιά ο Πυθέας σε «Britannia» και ονόμασαν τους κατοίκους «Britons». Από το 150-650 μ.Χ. αρχίζει η κατάκτηση του νησιού (εκτός από την περιοχή της Σκωτίας) από τους Άγγλους, τους Σάξονες, τους Γιούτους, που ήταν γερμανικές φυλές. Οι Κέλτες τελικά είτε έγιναν δούλοι των γερμανικών φυλών είτε μετανάστευσαν στα βόρεια του νησιού. Οι νέοι άποικοι, οι Αγγλοσάξονες, εγκαταστάθηκαν και δημιούργησαν διάφορα βασίλεια και άρχισε η συστηματική διαδικασία του εκφεουδαρχισμού της χώρας. Αργότερα, τον 9ο αιώνα μ.Χ., όλα τα αγγλοσαξονικά βασίλεια ενώθηκαν και αποτέλεσαν ένα, με το όνομα Αγγλία.

Άγγλοι, Σάξονες και Γιούτες

Τα πατρογονικά εδάφη των Αγγλοσαξόνων, 250-450 μ.Χ.

Οι εισβολές Γερμανών πολεμιστών στη Βρετανία ξεκίνησαν στα τέλη του 4ου αιώνα, κατά την περίοδο της μετανάστευσης στην Ευρώπη. Οι Ρωμαίοι συγγραφείς τους αποκαλούσαν Σάξονες, αλλά σίγουρα ήταν χωρισμένοι σε πολλαπλές εθνότητες. Σύμφωνα με τον Σεβάσμιο Βέδα, οι στρατοί των εισβολέων αποτελούνταν από πολεμιστές των «τριών πιο ισχυρών γερμανικών λαών» της εποχής: τους Άγγλους, Σάξονες και Γιούτες.

Τον 6ο αιώνα ο Προκόπιος της Καισάρειας έγραψε ότι η Βρετανία «κατοικούνταν από Άγγλους, Φρίζους και Βρετανούς, ο καθένας με τον δικό του βασιλιά».Αυτή η μαρτυρία υποστηρίζεται από τη γλωσσολογία, αφού τα παλιά αγγλικά και τα παλιά φρισικά συνδέονται στενά. Οι σύγχρονοι ερευνητές πιστεύουν ότι ένα ευρύτερο φάσμα γερμανικών λαών, συμπεριλαμβανομένων των Φράγκων, μετανάστευσε πραγματικά στη Βρετανία εκείνη την εποχή.

Οι Άγγλοι ως λαός αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Τάκιτο, ο οποίος τους κατατάσει μεταξύ των επτά φυλών που λάτρευαν τον Νέρθο ή τη Μητέρα της Γης σε ένα νησιωτικό ιερό. Η περιγραφή υποδηλώνει οτι κατοικούσαν σε παράκτιες περιοχές, αλλά δεν είναι σαφές εάν υπονοείται η Βόρεια ή η Βαλτική Θάλασσα. Ο Πτολεμαίος τοποθετεί τους Άγγλους στα δυτικά του Έλβα ποταμού. Στην αγγλοσαξονική προφορική παράδοση, όπως αντικατοπτρίζεται στο ποίημα  Widsith  (που γράφτηκε τον 9ο αιώνα), ο βασιλιάς Offa αναφέρει τα σύνορα του βασιλείου του στις εκβολές του ποταμού Eider. Όλα αυτά δείχνουν το νότιο τμήμα της χερσονήσου της Γιουτλάνδης ως το αρχικό σπίτι των Άγγλων.

Σύμφωνα με τον Βέδα, οι Γιούτες κατοικούσαν στα εδάφη που βρίσκονταν στα βόρεια των Άγγλων. Όσο για τους Σάξονες, ο Τάκιτος δεν τους αναφέρει, ενώ ο Πτολεμαίος αναφέρει ότι το σπίτι τους ήταν στον ισθμό της χερσονήσου της Γιουτλάνδης. Όπως φαίνεται, τον 3ο αιώνα οι Σάξονες μετακινήθηκαν προς τα νότια και συγχωνεύθηκαν με άλλες γερμανικές φυλές. Μαζί με τους Φριζίους κατέλαβαν όλη την επικράτεια μεταξύ του Έλβα και του Βέζερ, έτσι οι Ρωμαίοι έπρεπε να παρατάξουν τον στόλο τους στη Μάγχη για να σταματήσουν την πειρατεία των Σαξόνων στα παράκτια ύδατα. Έντεκα φρούρια ανεγέρθηκαν από το Wash έως το White Island, και στις δύο πλευρές του καναλιού, τα οποία ονομάζονταν Σαξονική ακτή ( Litus Saxonicum per Britanniam ). Επικεφαλής του ήταν ο Κόμης της Σαξονικής Ακτής ( Comes Litoris Saxonici ).

Οι Αγγλοσαξονικές εισβολές της Βρετανίας.

Αγγλοσαξονική μετανάστευση, 5ος αιώνας μ.Χ.

Όταν οι ρωμαϊκές λεγεώνες έφυγαν απο την Βρετανία λόγω των βαρβαρικών εισβολών που μάστιζαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο ντόπιος πληθυσμός έμεινε ανυπεράσπιστος. Κάτω από συνεχείς επιθέσεις Σκωτσέζων και Πίκτων, ένας βασιλιάς των Βρετανών ονόματι Βόρτιγκερν κάλεσε δύο Αγγλοσάξονες ηγέτες, τους αδελφούς Χένγκεστ και Χόρσα, να υπηρετήσουν ως μισθοφόροι. Αυτή ήταν η αρχή της αγγλοσαξονικής εισβολής.

Μετά απο κάποιο χρονικό διάστημα οι Αγγλοσάξονες μισθοφόροι στράφηκαν εναντίον των Βρετανών εργοδοτών τους. Η πρώτη ένοπλη σύγκρουση του Χένγκεστ και του Χόρσα με τον Βόρτιγκερν έλαβε χώρα το 455. Την ίδια περίπου εποχή ο Χόρσα σκοτώθηκε στη μάχη, ενώ ο Χένγκεστ διεξήγαγε τον πόλεμο στους Βρετανούς. Μέχρι το 473 ίδρυσε το πρώτο αγγλοσαξονικό βασίλειο, το βασίλειο του Κεντ. Οι διάδοχοί του ήταν οι Esc, Octa και Eormenric του Κέντ (οι σχέσεις σε αυτή τη σειρά βασιλιάδων και οι ακριβείς ημερομηνίες της διακυβέρνησής τους δεν είναι σαφείς).

Το επόμενο στάδιο της κατάκτησης ηγήθηκε ο Σάξωνας πολέμαρχος Ælle, ο οποίος αποβιβάστηκε με τους τρεις γιους του στην ακτή του Σάσεξ το 477. Το 491 πολιόρκησε και κατέλαβε το οχυρό της ακτής Αντερίδα. Ο Βέδας αναφέρει τον Ælle ως βασιλιά όλων των επαρχιών νότια του ποταμού Humber. Το Αγγλοσαξονικό Χρονικό αναφέρει τον Ælle ως τον πρώτο από τους οκτώ  bretawaldas  (ένας όρος που όριζε τον «ηγεμόνα της Βρετανίας»), που μπορεί να υποδηλώνει ότι ο βασιλιάς των Νοτίων Σαξόνων αναγνωρίστηκε ως ηγεμόνας από άλλους Αγγλοσάξονες ηγέτες. Το Ουέσσεξ  ιδρύθηκε το 495 από τον Cerdic, ο οποίος αποβιβάστηκε στο Χαμσάιρ. Το χρονικό αποδίδει επίσης στον Cerdic την κατάκτηση της Νήσου του Γουάιτ.

Κατά το πρώτο μισό του 6ου αιώνα, οι Αγγλοσάξονες επέκτειναν τα εδάφη τους δυτικά και βόρεια, αλλά οι προσπάθειές τους δεν αποδείχθηκαν πολύ επιτυχημένες, παρά την άφιξη νέων αγγλοσαξονικών στρατών από την ηπειρωτική Ευρώπη. Μεταξύ 490 και 517 οι Αγγλοσάξονες ηττήθηκαν από τους Βρετανούς στη μάχη του όρους Μπάντον. Οι Κέλτες μπόρεσαν να ενωθούν εναντίον τους και να καθυστερήσουν την προέλαση των εισβολέων για κάποιο χρονικό διάστημα. Η επίθεση των Αγγλοσάξωνων άρχισε ξανά στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα. Το 571 και το 577 σκοτώθηκαν τρεις βασιλιάδες των Βρετανών, ο Γκλόστερ, ο Σίρενστερ και ο Μπαθ αιχμαλωτίστηκαν. Κατά τη διάρκεια του 584–592 οι Κέλτες ηττήθηκαν ολοκληρωτικά στο Γουιλσάιρ. Στις αρχές του 7ου αιώνα ολοκληρώθηκε η αγγλοσαξονική κατάκτηση του νοτιοδυτικού και κεντρικού τμήματος της Βρετανίας.

Οι κυριότεροι Αγγλοσαξονικοί λαοί περίπου το 600 μ.Χ

Τουλάχιστον δώδεκα πρώιμα αγγλοσαξονικά βασίλεια υπήρχαν εκείνη την περίοδο. Στην ανατολική ακτή υπήρχε το βασίλειο του Λίντσει, που περιελάμβανε τα εδάφη μεταξύ του Χάμπερ και του Γουάς, το βασίλειο των Ανατολικών Άγγλων το οποίο αποτελούνταν από το Νόρφολκ και το Σάφολκ, το βασίλειο του Έσσεξ και το βασίλειο του Κεντ. Το βασίλειο του Σάσεξ βρισκόταν στη νότια ακτή. Το βόρειο τμήμα της κεντρικής Αγγλίας χωρίστηκε μεταξύ της Μερκίας και της Μέσης Αγγλίας. Στα νότια, κατά μήκος των συνόρων με την Ουαλία, βρίσκονταν δύο μικρά βασίλεια: το Magonsætan και το Hwicce.

Το μεγαλύτερο πρώιμο αγγλοσαξονικό βασίλειο ήταν το Ουέσεξ, το βασίλειο των Δυτικών Σαξόνων. Οι βόρειες περιοχές ήταν αργότερα γνωστές ως Νορθάμπερλαντ ή εδάφη στα βόρεια του Χάμπερ. Αυτά τα βασίλεια, απο τότε που δημιουργήθηκαν, πολεμούσαν μεταξύ τους μέχρι το πρώτο μισό του 9ου αιώνα. Αυτή η περίοδος της αγγλοσαξονικής ιστορίας έμεινε γνωστή ως Εποχή της Επταρχίας.

Κατά την διάρκεια των τεσσάρων αιώνων της Επταρχίας ο αριθμός των βασιλείων και των υποδιαιρέσεών τους μεταβαλλόταν, καθώς οι βασιλείς ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για υπερίσχυση. Σε κάποια περίοδο της ιστορίας τους τα βασίλεια του Έσσεξ, Σάσσεξ και Κεντ βρέθηκαν υπό τον έλεγχο γειτονικών τους βασιλείων. Η αποδυνάμωση της Επταρχίας οδήγησε στην σταδιακή ενοποίηση των Αγγλοσαξονικών βασιλείων και στην δημιουργία του Βασιλείου της Αγγλίας. Η διαδικασία της ενοποίησης ξεκίνησε από τον 9ο αιώνα με τον Εγβέρτο του Ουέσσεξ να αποκτά έλεγχο επί των περισσότερων Αγγλοσαξονικών βασιλείων το 829 και με την Αγγλική ενοποίηση υπό τον Αλφρέδο τον Μέγα (871 – 899) ενάντια στην εξάπλωση των Δανών Βίκινγκ στην Αγγλία. Η πολιτική ενοποίηση της Αγγλίας ολοκληρώθηκε τον 10ο αιώνα με τον βασιλιά Έθελσταν να γίνεται ο πρώτος βασιλιάς όλης της Αγγλίας το 927 μ.Χ

Επακόλουθα των εισβολών.

Τα Αγγλοσαξονικά βασίλεια που συναποτέλεσαν την “Αγγλοσαξονική Επταρχία”, 802 μ.Χ.

Ο αγγλοσαξονικός εποικισμός της Βρετανίας άλλαξε τη γλώσσα και τον πολιτισμό της περιοχής που θα γινόταν η Αγγλία από Ρωμανο-Βρετανική σε Γερμανική. Οι Γερμανόφωνοι στη Βρετανία, οι ίδιοι με διαφορετική καταγωγή, ανέπτυξαν τελικά μια κοινή πολιτιστική ταυτότητα ως Αγγλοσάξονες. Αυτή η διαδικασία συνέβη κυρίως από τα μέσα του πέμπτου έως τις αρχές του έβδομου αιώνα, μετά το τέλος της ρωμαϊκής κυριαρχίας στη Βρετανία γύρω στο έτος 410. Μετά τον εποικισμό ακολούθησε η ίδρυση των αγγλοσαξονικών βασιλείων στη νότια και ανατολική Βρετανία, αργότερα ακολούθησε η υπόλοιπη σύγχρονη Αγγλία και η νοτιοανατολική ακτή της σύγχρονης Σκωτίας. Η ακριβής φύση αυτής της αλλαγής είναι ένα θέμα συνεχιζόμενης έρευνας. Παραμένουν ερωτήματα σχετικά με την κλίμακα, το χρόνο και τη φύση των οικισμών, καθώς και για το τι συνέβη με τους προηγούμενους κατοίκους της σημερινής Αγγλίας.

Στις περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν οι Άγγλοι, δηλαδή βόρεια, βορειοανατολικά και κεντρικά της σημερινής Αγγλίας, δημιουργήθηκαν αργότερα τα βασίλεια της Μερκίας, της Νορθουμβρίας και της Ανατολικής Αγγλίας. Οι Σάξονες εγκαταστάθηκαν κυρίως στο νότιο τμήμα του νησιού, όπου αργότερα προέκυψαν τα βασίλεια Έσσεξ, Σάσσεξ και Ουέσσεξ. Τέλος, η περιοχή που κατείχαν οι Γιούτοι στο νοτιοανατολικό άκρο της Αγγλίας θα μετεξελιχθεί στο βασίλειο του Κεντ. Αυτά τα επτά βασίλεια αποτέλεσαν την επονομαζόμενη “Αγγλοσαξονική Επταρχία”.

Κατά την άφιξή τους στη Βρετανία οι αγγλοσαξονικοί λαοί έφεραν μαζί τις παγανιστικές συνήθειές τους εκτοπίζοντας τους εκχριστιανισμένους πληθυσμούς προς την περιοχή της σημερινής Ουαλίας. Ωστόσο, σύντομα η κατάσταση αναστράφηκε και ξεκίνησε η διαδικασία εκχριστιανισμού τους, η οποία ακολούθησε δύο διαφορετικές πορείες: Η πρώτη ξεκίνησε από την Κελτική Εκκλησία, η οποία με έδρα την Ιρλανδία, τη Σκωτία και την Ουαλία έδρασε ιεραποστολικά από τον 5ο έως τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Από τη μονή της Αϊόνα, που ιδρύθηκε το 563 μ.Χ. από τον Άγιο Κολούμπα, ξεκίνησαν ιεραποστολές για τον προσηλυτισμό των ειδωλολατρών Αγγλοσαξόνων με κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Στα πλαίσια των ιεραποστολών αυτών, ο βασιλιάς της Νορθουμβρίας Όσβαλντ ασπάσθηκε τον χριστιανισμό. 

Μετανάστευση των Βρετόνων στην Αρμορίκη

Η Φυγή των Βρετόνων πρός την Αρμορίκη εξαιτίας των Αγγλοσαξονικών εισβολών

Στα τέλη του 5ου αιώνα, οι Βρετόνοι της Βρετανίας, μετανάστευσαν στην Αρμορίκη, φέρνοντας μαζί τους τα έθιμα και τη γλώσσα τους, με τη μετανάστευση αυτή να έχει οργανωθεί από τους Ρωμαίους, ως άμυνα απέναντι στην εισβολή των γερμανικών φυλών. Η εικασία σύμφωνα με την οποία αυτή η μετανάστευση, είχε ως αιτία την πίεση που ασκούσαν στους Βρετόνους οι Αγγλοσάξονες, προκύπτει από το έργο De Excidio του Γκίλντας, έχει, τελευταία, αρχίσει να επικρατεί, ως άποψη μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών. Ο Αντρέ Σεντεβίλ και ο Υμπέρ Γκιλοτέλ αναφέρουν, για παράδειγμα: «Φαντάζει, πλέον, σίγουρο πως η πίεση αυτή προήλθε από τα δυτικά και όχι από τα ανατολικά και ότι προήλθε από άλλους κελτικούς λαούς, διαφορετικής, επιπλέον, γλώσσας: τους Σκώτους της Ιρλανδίας» Έδωσαν έτσι, το όνομά τους στην περιοχή, η οποία για καιρό αποκαλείτο Μικρή Βρετάνη ή Ηπειρωτική Βρετάνη, ως αντιπαράθεση στον τόπο καταγωγής τους. Η περιοχή που τώρα είναι μέρος της Γαλλίας εχει καταφέρει να διατηρήσει μέχρι και σήμερα τις Κέλτικες παραδόσεις της.

Ο εκχριστιανισμός των Αγγλοσαξόνων

Το δεύτερο κύμα εκχριστιανισμού προήλθε από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και ακολούθησε αντίθετη κατεύθυνση ξεκινώντας από το νότο. Ο πάπας Γρηγόριος Α’ έστειλε τον βενεδικτίνο μοναχό Αυγουστίνο στην αυλή του βασιλιά του Κεντ Έθελμπερτ, του οποίου η σύζυγος ήταν χριστιανή, για να προσηλυτίσει τους Αγγλοσάξονες. Η πόλη του Καντέρμπουρυ έγινε έδρα της ρωμαιοκαθολικής ιεραποστολής και έδρα αρχιεπισκοπής με πρώτο αρχιεπίσκοπο τον Αυγουστίνο, ο οποίος έμεινε γνωστός ως Αυγουστίνος του Καντέρμπερι. Ανάμεσα στα δύο ρεύματα εκχριστιανισμού δημιουργήθηκαν αρκετές διαφορές. Η Εκκλησία της Αϊόνα, αφού προσηλύτισε τους Αγγλοσάξονες, διαφοροποιήθηκε από τη Ρώμη αναπτύσσοντας δικές της θεωρίες, παρόμοιες με τα δόγματα των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Έτσι, οι Κέλτες παρέμεναν πιστοί στην αρχική παράδοση για τον εορτασμό του Πάσχα, τον οποίο είχε αναθεωρήσει η Ρώμη, και χρησιμοποιούσαν την ελληνική και όχι τη λατινική γλώσσα στις τελετουργίες τους. Η κατάσταση ξεκαθάρισε το 664 μ.Χ. στη Σύνοδο του Γουίτμπι, όπου έλαβε χώρα η μεγαλύτερη διαμάχη μεταξύ των αντιπροσώπων της Κελτικής και της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Σε αυτήν τα αγγλοσαξονικά βασίλεια απέρριψαν την Κελτική Εκκλησία και επέλεξαν τη Ρωμαϊκή, με αποτέλεσμα η ρωμαϊκή επιρροή να επεκταθεί βαθμιαία στις κελτικές χώρες: Κορνουάλη, Βρετάνη, Νήσος του Μαν, Ιρλανδία και Σκωτία.

Ο μύθος του Βασιλιά Αρθούρου

Ο Βασιλιάς Αρθούρος , αποκαλούμενος επίσης Άρθουρ Πεντράγκον , ο θρυλικός Βρετανός βασιλιάς που εμφανίζεται σε έναν κύκλο μεσαιωνικών ρομαντικών ποιημάτων ως κυρίαρχος μιας ιπποτικής συντροφιάς της Στρογγυλής Τραπέζης. Δεν είναι σίγουρο πώς προήλθαν αυτοί οι θρύλοι ή αν η φιγούρα του Αρθούρου βασίστηκε σε ένα ιστορικό πρόσωπο. Ο θρύλος πιθανώς προήλθε είτε από την Ουαλία είτε από εκείνα τα μέρη της βόρειας Βρετανίας που κατοικούνταν από Κέλτες.

Η υπόθεση ότι ένας ιστορικός Αρθούρος οδήγησε την Ουαλική αντίσταση ενάντια στην προέλαση των Σαξόνων στην Βρετανία βασίζεται σε μια σύγχυση δύο πρώιμων συγγραφέων, του Gildas και του ιστορικού Nennius, στο Annales Cambriae του τέλους του 10ου αιώνα και το Historia Brittonum , που παραδοσιακά αποδίδεται στον Nennius και  καταγράφει 12 μάχες που έδωσε ο Αρθούρος εναντίον των Σαξόνων, με αποκορύφωμα τη νίκη στο Mons Badonicus. Το αρθουριανό τμήμα αυτού του έργου, ωστόσο, προέρχεται από μια απροσδιόριστη πηγή, πιθανώς ένα ποιητικό κείμενο. Το Annales Cambriae αναφέρει επίσης τη νίκη του Αρθούρου στο Mons Badonicus (516) και καταγράφει τη Μάχη του Κάμλαν (537), «στην οποία έπεσε ο Αρθούρος και ο Μέντραουτ». Το De excidio et conquestu Britanniae (μέσα του 6ου αιώνα) του Gildas αναφέρει ότι η μάχη στο Mons Badonicus έγινε περίπου το 500 αλλά δεν το συνδέει με τον Αρθούρο.

 Σύμφωνα με τον Τζέφρεϊ Ας (Geoffrey Ashe) και τον Τόμας Τσαρλς-Έντουαρντς (Thomas Charles-Edwards) ο αρθουριανός μύθος όσες ιδιοτροπίες και αν εμφανίζει για τον ερευνητή, είναι ριζωμένος σε κάποιο γεγονός και -στο σημερινό στάδιο των ερευνών των ιστορικών- θα μπορούσε κανείς να μιλήσει δικαιολογημένα για έναν ιστορικό Αρθούρο, ακόμη και αν αυτός ήταν ο Ρωμαίος έπαρχος Αρτόριος (Artorius). Αυτό που δεν μπορεί, ωστόσο, να γίνει είναι μια αποτίμηση του υποθετικού του έργου και η προσφορά του στην εθνική ολοκλήρωση των αγγλικών νησιών. Ο Τζον Ντέιβις (John Davies) στο έργο του Μια Ιστορία της Ουαλίας θεωρεί ότι ακόμα και αν ορισμένοι ιστορικοί πιστεύουν πως ο Αρθούρος δεν είναι ιστορική μορφή, είναι λογικό πλέον να θεωρεί κανείς αποδεδειγμένα ότι υπήρξε κάποιος Αρθούρος ηγέτης των Βρετόνων, ίσως ως Dux Britanniarum, των προηγούμενων αιώνων. Είναι επίσης αποδεδειγμένο ιστορικά ότι κέρδισε μια σημαντική μάχη το 496 και ότι σκοτώθηκε ή εξαφανίστηκε το 515 μετά τη μάχη του Κάμλαν.

Διαβάστε επίσης: Η Νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας. Ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής διασχίζει τη Μάγχη και κατακτά το Αγγλοσαξονικό βασίλειο.

Το Έπος του 40’: Η Ελληνική αντεπίθεση και η κατάληψη της Βορείου Ηπείρου

Η Ελληνική αντεπίθεση. Μετά την αποτυχημένη Ιταλική επίθεση στον τομέα της Ηπείρου οι ελληνικές δυνάμεις οδήγησαν τον εχθρο πίσω στις αρχικές του θέσεις και...

Β’ Βαλκανικός Πόλεμος: Η Ελληνική προέλαση στο Βουλγαρικό έδαφος, οι μάχες της Κρέσνας και Σιμιτλί και το τέλος του Πολέμου

Οι Μάχες Κρέσνας - Σιμιτλί - Τζουμαγιάς (27 - 31 Ιουλίου 1913, 14-18 Ιουλίου σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο) αποτέλεσαν την τελευταία φάση της...