Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, 1939
Η εισβολή στην Πολωνία (1 Σεπτεμβρίου – 6 Οκτωβρίου 1939) ήταν μια κοινή επίθεση στη Δημοκρατία της Πολωνίας από τη Ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση που σηματοδότησε την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η γερμανική εισβολή ξεκίνησε την 1η Σεπτεμβρίου 1939, μία εβδομάδα μετά την υπογραφή του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης, και μία ημέρα αφότου το Ανώτατο Σοβιέτ της Σοβιετικής Ένωσης είχε εγκρίνει το σύμφωνο.
Οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στην Πολωνία στις 17 Σεπτεμβρίου. Η εκστρατεία έληξε στις 6 Οκτωβρίου με τη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση να διαιρούν και να προσαρτούν ολόκληρη την Πολωνία σύμφωνα με τους όρους της γερμανοσοβιετικής συνθήκης για τα σύνορα. Η εισβολή είναι επίσης γνωστή στην Πολωνία ως αμυντικός πόλεμος του 1939.
Στις 6 Οκτωβρίου, μετά την ήττα της Πολωνίας στη Μάχη του Κοκ, οι γερμανικές και σοβιετικές δυνάμεις απέκτησαν τον πλήρη έλεγχο της Πολωνίας. Η επιτυχία της εισβολής σήμανε το τέλος της Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας , αν και η Πολωνία δεν παραδόθηκε ποτέ επίσημα.
Η Μάχη για την Πολωνία
H γερμανική επίθεση εναντίον της Πολωνίας το 1939 ήταν η εναρκτήρια μάχη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Εκτός από την έναρξη του πιο μακροχρόνιου και δαπανηρού πολέμου της ιστορίας, η μάχη της Πολωνίας εισήγαγε το «μπλίτσκριγκ» ή αστραπιαίο πόλεμο, όπου οι μηχανοκίνητες δυνάμεις, σε
συνδυασμό με την υποστήριξη πυροβολικού και αεροπορίας, διέσπαζαν ταχύτατα τις αντίπαλες αμυντικές γραμμές και μετέτρεπαν ολόκληρες χώρες σε πεδίο μάχης. Η Συνθήκη των Βερσαλιών όχι μόνο δεν έδωσε επίσημο τέλος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά έθεσε τις βάσεις για μια νέα παγκόσμια σύγκρουση. Οι όροι της είχαν αποσπάσει γερμανικές περιοχές και είχαν επιβάλει τεράστιες πολεμικές αποζημιώσεις που διαίρεσαν και χρεωκόπησαν τη Γερμανία – τέλειο περιβάλλον για την άνοδο του Χίτλερ, ο οποίος έγινε καγκελάριος το 1933,
Ο Χίτλερ υποσχέθηκε να επαναφέρει την ευημερία, αρνήθηκε να καταβάλει περαιτέρω πολεμικές αποζημιώσεις και άρχισε να ανασυγκροτεί τον στρατό και το ναυτικό της Γερμανίας. Όταν αυτές οι παραβιάσεις της συνθήκης προκάλεσαν ελάχιστες αντιδράσεις από τους Δυτικούς Συμμάχους, ο Χίτλερ ἐθεσε σε εφαρμογή τα σχέδιά του για αποκατάσταση της Γερμανίας στην προηγούμενη θέση ισχύος με την αύξηση του «ζωτικού χώρου» της και με τη διεκδίκηση περιοχών όπου κυριαρχούσαν γερμανόφωνοι για το Τρίτο Ράιχ του.
Ο Χίτλερ κατέλαβε τη Ρηνανία το 1936, την Αυστρία και τη Σουδητία το 1938, και την Τσεχοσλοβακία στις αρχές του 1939. Ούτε η Αγγλία ούτε η Γαλλία εφήρμοσαν τους όρους της συνθήκης για υπεράσπιση των εδαφών που προσήρτησε η Γερμανία, αλλά τον Απρίλιο επανέλαβαν ότι θα υποστήριζαν την Πολωνία σε περίπτωση γερμανικής εισβολής. Ο Χίτλερ τις διαβεβαίωσε ότι δεν είχε άλλες εδαφικές απαιτήσεις. Εν τω μεταξύ, η Γερμανία υποστήριζε τις προσπάθειες των εθνικιστών να αποσπάσουν την Ισπανία από τους δημοκρατικούς, οι οποίοι είχαν τη συμπαράσταση της Σοβιετικής Ένωσης.
Μετά τη μάχη της Μαδρίτης η Γερμανία και η Ρωσία υπέγραψαν σύμφωνο μη επίθεσης που περιλάμβανε όρους κατάληψης ευρωπαϊκών εδαφών από αμφότερες χωρίς αντιδράσεις μεταξύ τους. Καθώς προχωρούσαν αυτές οι πολιτικές εξελίξεις, αρκετοί στρατιωτικοί αναλυτές στη Βρετανία και στη Γερμανία ανέπτυσσαν θεωρίες σχετικά με ένα νέο είδος πολέμου. Η στατική, αμυντικογενής σύγκρουση στα χαρακώματα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου είχε αποδείξει ότι τα σύγχρονα όπλα που χρησιμοποιούνταν με την παλιά τακτική προκαλούσαν τεράστιους αριθμούς απωλειών και ελάχιστα εδαφικά κέρδη. Το 1932 ο Βρετανός αξιωματικός Τζον Φούλερ δημοσίευσε το Field Regulations III, στο οποίο ανέπτυσσε την άποψη ότι οι ταχύτατες μηχανοκίνητες επιχειρήσεις θα κυριαρχούσαν στους μελλοντικούς πολέμους.
Ο Γερμανός στρατηγός Χάιντς Γκουντέριαν μελέτησε τις απόψεις του Φούλερ και έπεισε τον Χίτλερ να δημιουργήσει μια τεθωρακισμένη δύναμη και να την εκπαιδεύσει στην εφαρμογή του «μπλίτσκριγκ» ή αστραπιαίου πολέμου. Στο βιβλίο του Achtung-Panzer, ο Γκουντέριαν ανέπτυξε τη θεωρία ότι μεγάλες τεθωρακισμένες μονάδες με υποστήριξη πυροβολικού και αεροπορίας θα μπορούσαν να περάσουν μέσα από τις αντίπαλες γραμμές των πρόσω και να απλωθούν στις περιοχές των μετόπισθεν για να καταστρέψουν τις μονάδες διοίκησης, ελέγχου, εφοδιασμού και εφεδρειών του εχθρού. Κινούμενος ταχύτατα και προσπερνώντας τα εχθρικά οχυρά, αυτός ο στρατός θα μπορούσε να κερδίζει μάχες μέσα σε λίγες ημέρες αντί των μηνών ή των ετών που απαιτούνταν κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τον Αύγουστο του 1939 η Γερμανία είχε πέντε πλήρως ετοιμοπόλεμες τεθωρακισμένες μεραρχίες και αρκετές άλλες σε διάφορα στάδια προετοιμασίας. Αργότερα τον ίδιο μήνα συνένωσε πέντε γερμανικές στρατιές σε μια ενιαία δύναμη από 1.200.000 άνδρες κοντά στα πολωνικά σύνορα. Το απόγευμα της 31ης Αυγούστου ο Χίτλερ σκηνοθέτησε ένα επεισόδιο παραβίασης των γερμανικών συνόρων από Πολωνούς. Την επόμενη ημέρα άρχισε τον «μπλίτσκριγκ» κατά της Πολωνίας από τρεις κατευθύνσεις, έχοντας επικεφαλής τις θωρακισμένες δυνάμεις του Γκουντέριαν. Ο πολωνικός στρατός των 800.000 ατόμων δεν ήταν ούτε εκπαιδευμένος ούτε οπλισμένος για να αντιμετωπίσει την αστραπιαία επίθεση.
Τις δυο πρώτες ημέρες της μάχης 1.400 γερμανικά αεροσκάφη επιτέθηκαν και κατέστρεψαν τα 900 πολεμικά αεροπλάνα της Πολωνίας. Ακολούθως, η γερμανική αεροπορία χτύπησε συγκεντρώσεις στρατευμάτων και πρόσφερε εξαιρετική αεροπορική στήριξη στις προελαύνουσες χερσαίες φάλαγγες. Στο τέλος της πρώτης εβδομάδας των συγκρούσεων, οι τρεις γερμανικές φάλαγγες είχαν εισχωρήσει περισσότερο από 200 χιλιόμετρα μέσα στην Πολωνία, περικυκλώνοντας και εκμηδενίζοντας τεράστιους αριθμούς πολωνικών μονάδων. Οι Πολωνοί πολέμησαν γενναία, αλλά ήταν αδύνατον να αναχαιτίσουν τους Γερμανούς. Στις 8 Σεπτεμβρίου ο γερμανικός στρατός βρισκόταν έξω από τη Βαρσοβία και στις 17 είχε ολοκληρώσει την κύκλωση της πόλης.
Την ίδια ημέρα οι Σοβιετικοί κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Πολωνίας και τα στρατεύματά τους προωθήθηκαν μέσα σε δυο μόλις ημέρες περίπου 160 χιλιόμετρα στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Η Βαρσοβία παραδόθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου. Την επόμενη ημέρα οι Γερμανία και η Ρωσία μοιράστηκαν τα εδάφη της, ενώ η τελευταία σημαντική πολωνική αντίσταση τερματίστηκε στις 5 Οκτωβρίου. Η Γερμανία είχε περίπου 10.000 νεκρούς και η Πολωνία τουλάχιστον 65.000, ενώ άλλοι 750.000 άνδρες είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι. Ένας μικρός αριθμός ατόμων, περιλαμβανομένου του στρατηγού Βλαντισλάβ Σικόρσκι, διέφυγαν στο Λονδίνο, όπου δημιούργησαν μια εξόριστη κυβέρνηση και πρόσφεραν λίγα πολωνικά στρατεύματα στην πολεμική προσπάθεια των Συμμάχων.
Η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία τίμησαν τη συνθήκη τους με την Πολωνία και κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Γερμανίας, αλλά ήταν ανίσχυρες να προβάλουν οποιαδήποτε αντίσταση στην εισβολή. Μετά την πτώση της Πολωνίας, άλλες χώρες ευθυγραμμίστηκαν επίσης με του Συμμάχους ή τον Άξονα, μπαίνοτας έτσι στον μεγαλύτερο και φονικότερο πόλεμο της ιστορίας. Εκτός από την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η μάχη της Πολωνίας τερμάτισε την ανεξαρτησία της χώρας για τα επόμενα 50 χρόνια.
Λίγο μετά τη μάχη οι Γερμανοί στράφηκαν εναντίον των Σοβιετικών και κατέλαβαν ολόκληρη την Πολωνία. Αργότερα η Σοβιετική Ένωση αντεπετέθη και κατέλαβε με τη σειρά της τη χώρα, όπου παρέμεινε και μετά τη λήξη του πολέμου. Η Πολωνία δεν κατάφερε να ανεξαρτητοποιηθεί παρά μόνο με το επιτυχημένο εργατικό κίνημά της στη δεκαετία του 1980. Σφραγίζοντας το μέλλον της χώρας για τα επόμενα 50 χρόνια, η μάχη της Πολωνίας απέδειξε σε όλον τον κόσμο ότι ο αμυντικός πόλεμος των χαρακωμάτων ανήκε πλέον οριστικά στο παρελθόν.
Ο αστραπιαίος πόλεμος με τις ταχύτατες μηχανοκίνητες δυνάμεις και την υποστήριξη πυροβολικού και της αεροπορίας χαρακτήρισε τις σημαντικές μάχες τόσο κατά τη διάρκειά του όσο και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Κορεατικός Πόλεμος, οι αραβοϊσραηλινές συγκρούσεις και η Επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου περιέχουν στοιχεία του «μπλίτσγκριγκ» τον οποίο εφήρμοσαν πρώτοι οι Γερμανοί κατά των Πολωνών το 1939.