Μυκηναϊκός πολιτισμός: Απο την επικράτηση του στον Ελλαδικό χώρο μέχρι τελική κατάρευση του.

O Μυκηναϊκός πολιτισμός άκμασε κατά τη τελευταία φάση της Εποχής του Χαλκού στην Αρχαία Ελλάδα , η οποία εκτείνεται από το 1750 έως το 1050 π.Χ. περίπου. Αντιπροσωπεύει τον πρώτο προηγμένο ελληνικό πολιτισμό στην ηπειρωτική Ελλάδα με τις ανακτορικές πολιτείες, την αστική οργάνωση, τα έργα τέχνης και το σύστημα γραφής. Οι Μυκηναίοι ήταν λαοί της ηπειρωτικής Ελλάδας που πιθανώς παρακινήθηκαν από την επαφή τους με τη νησιωτική μινωική Κρήτη και άλλους μεσογειακούς πολιτισμούς να αναπτύξουν μια πιο εξελιγμένη κοινωνικοπολιτική κουλτούρα. Η πιο σημαντική τοποθεσία ήταν οι Μυκήνες, από τις οποίες πήρε το όνομά του ο πολιτισμός αυτής της εποχής. Άλλα κέντρα εξουσίας που εμφανίστηκαν ήταν η Πύλος, η Τίρυνθα, η Μιδέα στην Πελοπόννησο, ο Ορχομενός, η Θήβα, η Αθήνα στη Στερεά Ελλάδα και η Ιωλκός στη Θεσσαλία. Μυκηναϊκοί οικισμοί εμφανίστηκαν επίσης στην Ήπειρο, την Μακεδονία, σε νησιά του Αιγαίου, στη νοτιοδυτική ακτή της Μικράς Ασίας, την Κύπρο, ενώ οικισμοί επηρεασμένοι από τη Μυκηναϊκή επιρροή εμφανίστηκαν στο Λεβάντε, και στην Ιταλία.  

Οι Μυκηναίοι Έλληνες εισήγαγαν αρκετές καινοτομίες στους τομείς της μηχανικής, της αρχιτεκτονικής και των στρατιωτικών υποδομών, ενώ το εμπόριο σε τεράστιες περιοχές της Μεσογείου ήταν απαραίτητο για τη μυκηναϊκή οικονομία. Η συλλαβική τους γραφή, η Γραμμική Β, προσφέρει τις πρώτες γραπτές καταγραφές της ινδοευρωπαϊκής ελληνικής γλώσσας και η θρησκεία τους περιλάμβανε ήδη αρκετές θεότητες που μπορούν επίσης να βρεθούν στο Ολυμπιακό Πάνθεον. Στην μυκηναϊκή Ελλάδα κυριαρχούσε μια κοινωνία πολεμιστών και αποτελούνταν από ένα δίκτυο ανακτοροκεντρικών κρατών που ανέπτυξαν άκαμπτα ιεραρχικά, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά συστήματα. Επικεφαλής αυτής της κοινωνίας ήταν ο βασιλιάς, γνωστός ως άναξ (ϝάναξ).

Η έκταση του Μυκηναϊκού Πολιτισμού

Η Μυκηναϊκή Ελλάδα χάθηκε με την κατάρρευση του πολιτισμού της Εποχής του Χαλκού στην ανατολική Μεσόγειο, για να ακολουθήσει ο ελληνικός σκοτεινός αιώνας, μια άνευ καταγραφής μεταβατική περίοδος που οδήγησε στην Αρχαϊκή Ελλάδα όπου σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές από τις ανακτορικές σε αποκεντρωμένες μορφές κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης (συμπεριλαμβανομένης της εκτεταμένης χρήσης σιδήρου ). Διάφορες θεωρίες έχουν προταθεί για το τέλος αυτού του πολιτισμού, μεταξύ των οποίων η εισβολή των Δωριέων ή καταστροφές που συνδέονται με τους « Λαούς της Θάλασσας ». Πρόσθετες θεωρίες όπως οι φυσικές καταστροφές και η κλιματική αλλαγή έχουν επίσης προταθεί. Η μυκηναϊκή περίοδος έγινε το ιστορικό σκηνικό πολλών έργων στην Ελληνική λογοτεχνία και μυθολογία, με πιο γνωστό τον Τρωικό Επικό Κύκλο

Διαβάστε επίσης: Μινωικός Πολιτισμός: Η Άνοδος και η Πτώση του πρώτου προηγμένου πολιτισμού της Ευρώπης.

Άνοδος

Οι μελετητές έχουν προτείνει διαφορετικές θεωρίες για την προέλευση των Μυκηναίων. Παρά τις ακαδημαϊκές διαφωνίες, η κυρίαρχη συναίνεση μεταξύ των σύγχρονων ερευνητών είναι ότι ο μυκηναϊκός πολιτισμός ξεκίνησε γύρω στο 1750 π.Χ., νωρίτερα από τους τάφους, προερχόμενος και εξελισσόμενος από το τοπικό κοινωνικο-πολιτιστικό τοπίο της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα με επιρροές από τη μινωική Κρήτη. Προς το τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού (περ. 1700/1675 π.Χ.), σημειώθηκε σημαντική αύξηση του πληθυσμού και του αριθμού των οικισμών. Διάφορα κέντρα εξουσίας εμφανίστηκαν στη νότια ηπειρωτική Ελλάδα που κυριαρχούνταν από μια ελίτ της κοινωνίας των πολεμιστών ενώ οι τυπικές κατοικίες εκείνης της εποχής ήταν ένας πρώιμος τύπος κτηρίων-μεγάρων, ορισμένες πιο σύνθετες κατασκευές ταξινομούνται ως πρόδρομοι των μεταγενέστερων ανακτόρων. Σε μια σειρά από τοποθεσίες υψώθηκαν επίσης αμυντικά τείχη.

Χάρτης της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής κατά το τέλος της εποχής του Χαλκού

Την περίοδο αυτή, τα μυκηναϊκά κέντρα γνώρισαν αυξημένη επαφή με τον έξω κόσμο, ιδιαίτερα με τις Κυκλάδες και τα μινωικά κέντρα στο νησί της Κρήτης. Η μυκηναϊκή παρουσία φαίνεται να απεικονίζεται επίσης σε μια τοιχογραφία στο Ακρωτήρι, στο νησί της Θήρας, η οποία πιθανώς εμφανίζει πολλούς πολεμιστές με κράνη από χαυλιόδοντες κάπρου, χαρακτηριστικό γνώρισμα του μυκηναϊκού πολεμιστή. Στις αρχές του 15ου αιώνα π.Χ., το εμπόριο εντάθηκε με τη μυκηναϊκή κεραμική να φτάνει στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας, συμπεριλαμβανομένης της Μιλήτου, της Τροίας, της Κύπρου του Λιβάνου, της Αιγύπτου και σε πολλά άλλα μέρη της Ανατολικής Μεσογείου. 

Η έκρηξη της Θήρας, που σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα σημειώθηκε περίπου το 1500 π.Χ., είχε ως αποτέλεσμα την παρακμή του μινωικού πολιτισμού της Κρήτης. Κατά πάσα πιθανότητα η έκρηξη συνέβη κάποια στιγμή μεταξύ 1612 και 1538 π.Χ. Αυτή η τροπή των γεγονότων έδωσε την ευκαιρία στους Μυκηναίους να εξαπλώσουν την επιρροή τους σε όλο το Αιγαίο. Γύρω στο 1450 π.Χ., είχαν τον έλεγχο της ίδιας της Κρήτης, συμπεριλαμβανομένης της Κνωσού, και αποίκησαν αρκετά άλλα νησιά του Αιγαίου, φτάνοντας μέχρι τη Ρόδο. Έτσι οι Μυκηναίοι έγιναν η κυρίαρχη δύναμη της περιοχής, σηματοδοτώντας την αρχή της μυκηναϊκής εποχής, ενός ιδιαίτερα ομοιόμορφου πολιτισμού που εξαπλώθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα και το Αιγαίο.

Από τις αρχές του 14ου αιώνα π.Χ., το μυκηναϊκό εμπόριο άρχισε να εκμεταλλεύεται τις νέες εμπορικές ευκαιρίες στη Μεσόγειο μετά τη μινωική κατάρρευση. Οι εμπορικοί δρόμοι επεκτάθηκαν περαιτέρω, φτάνοντας στην Κύπρο, το Αμμάν στην Εγγύς Ανατολή, την Απουλία στην Ιταλία και την Ισπανία.

Εξάπλωση

Το εμπόριο σε τεράστιες περιοχές της Μεσογείου ήταν απαραίτητο για την οικονομία της μυκηναϊκής Ελλάδας. 
Τα μυκηναϊκά ανάκτορα εισήγαγαν πρώτες ύλες, όπως μέταλλα, ελεφαντόδοντο και γυαλί, και εξήγαγαν επεξεργασμένα προϊόντα και αντικείμενα από αυτά τα υλικά, εκτός από τοπικά προϊόντα: λάδι, άρωμα, κρασί, μαλλί και αγγεία.

Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός εξαπλώθηκε σταδιακά προς νότια και ανατολικά μέσω των θαλάσσιων δρόμων, ώστε μέχρι την εποχή ακμής του, το 13ο αι. π.Χ, μπορεί να αναγνωριστεί μια ομοιογενής πολιτισμική σφαίρα επιρροής του Μυκηναϊκού Πολιτισμού τουλάχιστον στον χώρο του Αιγαίου, η λεγόμενη «Μυκηναϊκή Κοινή». Τα άφθονα ευρήματα εισηγμένης μυκηναϊκής κεραμικής στα νησιά του Αιγαίου και σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, καθώς και η ανάπτυξη επιτόπιων απομιμήσεων, δίνουν τα σημαντικότερα στοιχεία. Ωστόσο από μόνη της η κεραμική δεν αποδεικνύει και την παρουσία Μυκηναίων εποίκων ούτε και διαφωτίζει τη σχέση πιθανών τέτοιων εποίκων με τους ιθαγενείς πληθυσμούς. Η παρουσία σε μια περιοχή ξένων ταφικών ή λατρευτικών εθίμων, που είναι στενά συνδεδεμένα με ένα λαό, και η γραφή, ως ενδεικτική της γλώσσας του, δίνουν πιο ισχυρές ενδείξεις. Με βάση αυτά τα δεδομένα θεωρείται σχεδόν βέβαιη η παρουσία Μυκηναίων στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη από την ΥΕ ΙΙΒ (περ. 1420 π.Χ), στις Κυκλάδες από την ΥΕ ΙΙΙΑ1, στην Κύπρο από την ΥΕ ΙΙΙΑ1 (περ. 1400 π.Χ) τα Δωδεκάνησα και τα παράλια της Μ. Ασίας λίγο αργότερα. Η εξάπλωση των Μυκηναίων στα νησιά του Αιγαίου, όπου προηγουμένως κυριαρχούσαν οι Μινωίτες, σχετίζεται ασφαλώς με τη μυκηναϊκή κυριαρχία στην Κρήτη.

Στις Βόρειες περιοχές του ελλαδικού χώρου (Ήπειρο, Μακεδονία, Ανατολική και Δυτική Θράκη) η εγκατάσταση των Μυκηναίων καθυστέρησε κάπως. Οι περισσότερες μετακινήσεις πληθυσμών έγιναν από την Παλαιά Ελλάδα (όπως αποκαλείται στα νεότερα χρόνια) μετά τη λεγόμενη Κάθοδο των Δωριέων, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Ελληνικού Αποικισμού. Γραπτές πηγές των Χετταίων μιλούν για τo βασίλειο Αχιγιάβα, το οποίο οι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν ότι ταυτίζεται με τον μυκηναϊκό κόσμο (Αχαιούς) ή τουλάχιστον με τμήμα του. Επιπλέον, η Μιλλάβαντα των Χετταιικών πηγών έχει ταυτιστεί με τη Μίλητο, η οποία εμφανίζεται στα σχετικά κείμενα ως τμήμα της επικράτειας Αχιγιάβα. 

Η Κύπρος φαίνεται να είναι ο κύριος ενδιάμεσος σταθμός μεταξύ της Μυκηναϊκής Ελλάδας και της Μέσης Ανατολής, με βάση τις πολύ μεγαλύτερες ποσότητες μυκηναϊκών αγαθών που βρέθηκαν εκεί. Από την άλλη πλευρά, το εμπόριο με τα εδάφη των Χετταίων στην κεντρική Ανατολία φαίνεται να ήταν περιορισμένο. 
Το εμπόριο με την Τροία είναι επίσης καλά πιστοποιημένο, ενώ οι μυκηναϊκοί εμπορικοί δρόμοι επεκτάθηκαν περαιτέρω στον Βόσπορο και τις ακτές της 
Μαύρης Θάλασσας. Μυκηναϊκά ξίφη έχουν βρεθεί μέχρι τη Γεωργία στην ανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας. 

Πληθυσμιακές ομάδες μυκηναϊκής καταγωγής είναι πιθανόν να εγκαταστάθηκαν στην Κιλικία της Μικράς Ασίας, στη νότια συροπαλαιστινιακή ακτή και στην Ιταλία κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ (τέλη 12ου αι. π.Χ). Το φαινόμενο συνδέεται ίσως με την αναστάτωση και την παρακμή που επικράτησε μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων στη μητροπολιτική Ελλάδα. Μακρινούς απόηχους αυτών των μετακινήσεων μπορεί να διασώζουν και οι αναφορές της Παλαιάς Διαθήκης στους Φιλισταίους, αν προέρχονται πράγματι από το Αιγαίο. Η «ξαφνική» ίδρυση νέων οικισμών (ή ο εξοπλισμός παλαιών) με οχυρωματικά τείχη μυκηναϊκού τύπου στις Κυκλάδες και στην Κύπρο είναι άλλη μια ένδειξη αναταραχών στη διάρκεια του 12ου αι. π.Χ.

Πέρα από τις περιοχές με επαρκή στοιχεία για μόνιμη εγκατάσταση και κυριαρχία των Μυκηναίων, είναι γνωστές συστηματικές επαφές με σημαντικά ναυτικά και εμπορικά κέντρα της εποχής. Σε αυτά συγκαταλέγονται η Τροία στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, η Ουγκαρίτ στη Συρία, η Σαρδηνία και η Ιβηρική Χερσόνησος. Τα μυκηναϊκά ευρήματα στην Αίγυπτο είναι σπάνια, υπάρχουν όμως αιγυπτιακές γραπτές πηγές και αιγυπτιακά ευρήματα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, που φανερώνουν επαφές με τη χώρα των φαραώ, και μάλιστα σε ανώτατο διπλωματικό επίπεδο. Μυκηναϊκά ευρήματα και αντικείμενα με γραμμική Β έχουν όμως βρεθεί και στη Γερμανία στη Γεωργία, στην Ιρλανδία και στην Μεγάλη Βρετανία.

Διαβάστε επίσης: Μινωική έκρηξη: Η καταστροφική ηφαιστειακή έκρηξη που έφερε τον όλεθρο στο Αιγαίο και βύθισε τον Μινωικό Πολιτισμό

Εμπλοκή στη Μικρά Ασία

Η παρουσία των Αχιγιάβα στη δυτική Ανατολία αναφέρεται σε διάφορες μαρτυρίες των Χετταίων περίπου απο το 1400 έως το 1220 π.Χ. Οι Αχιγιάβα είναι γενικά αποδεκτό ως χεττιτικός όρος για τη μυκηναϊκή Ελλάδα ( Αχαιοί στα ομηρικά ελληνικά), αλλά ένας ακριβής γεωγραφικός ορισμός του όρου δεν μπορεί να διακριβωθεί από τα κείμενα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι βασιλιάδες της Αχιγιάβα ήταν προφανώς ικανοί να αντιμετωπίσουν τους Χετταίους ομολόγους τους τόσο σε διπλωματικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Επιπλέον, οι Αχιγιάβα πέτυχαν σημαντική πολιτική επιρροή σε μέρη της Δυτικής Ανατολίας, συνήθως ενθαρρύνοντας εξεγέρσεις κατά των Χετταίων, συνεργαζόμενοι με τοπικούς υποτελείς ηγεμόνες.

Ο Μυκηναϊκός κόσμος όπως την αποτυπώνει ο Όμηρος στην Ιλιάδα

Γύρω στο 1400 π.Χ., τα αρχεία των Χετταίων αναφέρουν τις στρατιωτικές δραστηριότητες ενός πολέμαρχου των Αχιγιάβα, του Attarsiya, που πιθανώς να σχετίζεται με τον μυθικό χαρακτήρα του Ατρέα. Ο Attarsiya επιτέθηκε σε υποτελείς Χετταίους στη δυτική Ανατολία. Αργότερα, περίπου το 1315 π.Χ., μια εξέγερση κατά των Χετταίων με επικεφαλής τους Arzawa, ένα υποτελές κράτος των Χετταίων, έλαβε υποστήριξη από τους Αχιγιάβα. Εν τω μεταξύ, οι Αχιγιάβα φαίνεται να ελέγχουν μια σειρά από νησιά στο Αιγαίο, μια ένδειξη που υποστηρίζεται και από αρχαιολογικά στοιχεία. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Χετταίου βασιλιά Hattusili III(περίπου 1267–1237 π.Χ.), ο βασιλιάς των Αχιγιάβα αναγνωρίζεται ως «Μεγάλος Βασιλιάς» και ισότιμος με τους άλλους σύγχρονους μεγάλους ηγεμόνες της Εποχής του Χαλκού: τους βασιλείς της Αιγύπτου, της Βαβυλωνίας και της Ασσυρίας. Εκείνη την εποχή, ένα άλλο κίνημα κατά των Χετταίων ξέσπασε και υποστηρίχθηκε από τον βασιλιά της Αχιγιάβα. Το κίνημα αυτό προκάλεσε μεγάλη αναταραχή που μπορεί να επεκτάθηκε στην περιοχή Wilusa (πιθανότατα το Ίλιον η αλλιώς Τροία), και αργότερα εισέβαλε στο νησί της Λέσβου, το οποίο στη συνέχεια πέρασε στον έλεγχο των Αχιγιάβα

Οι μελετητές έχουν υποθέσει ότι η μυθική παράδοση του Τρωικού Πολέμου θα μπορούσε να έχει μια ιστορική βάση στην πολιτική αναταραχή αυτής της εποχής. Ως αποτέλεσμα αυτής της αστάθειας, ο βασιλιάς των Χετταίων ξεκίνησε αλληλογραφία προκειμένου να πείσει τον ομόλογό του Βασιλιά των Αχιγιάβα να αποκαταστήσει την ειρήνη στην περιοχή.  

Μεγάλα Μυκηναϊκά Κέντρα

Καλλιτεχνική απεικόνιση της ακρόπολης των Μυκηνών

Οι Μυκηναίοι ήταν αυτόχθονες Έλληνες που πιθανώς παρακινήθηκαν από την επαφή τους με τη Μινωική Κρήτη και άλλους μεσογειακούς πολιτισμούς να αναπτύξουν μια πιο εξελιγμένη κοινωνικοπολιτική κουλτούρα. Τα κυριότερα μυκηναϊκά κέντρα περιλάμβαναν τις Μυκήνες (παραδοσιακό παλάτι του Αγαμέμνονα), την Τίρυνθα (ίσως το παλαιότερο κέντρο), την Πύλο (παραδοσιακή πατρίδα του Νέστορα), τη Θήβα, τη Μιδέα, το Γλα, τον Ορχομενό, το Άργος ,τη Σπάρτη, την Αθήνα και πολλές άλλες πόλεις. Με τον καιρό, οι Μυκηναίοι θα εγκατασταθούν ακόμη και στην Κρήτη και ιδιαίτερα στην Κνωσό, αντικαθιστώντας έτσι τους Μινωίτες ως κυρίαρχο πολιτισμό στο νότιο Αιγαίο από το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα π.Χ.

Η μεγαλύτερη πόλη ήταν οι Μυκήνες, χτισμένη πάνω σε μια εντυπωσιακή ακρόπολη σε υψόμετρο 278 μέτρα. Εκεί στέκονται ακόμα τα ερείπια των μεγάλων κτιρίων «ανακτόρων» και έχουν ανακαλυφθεί εκατοντάδες τάφοι, συμπεριλαμβανομένων εννέα μεγάλων πέτρινων θολωτών τάφων (1600-1300 π.Χ.). Άλλα εντυπωσιακά κατάλοιπα περιλαμβάνουν τμήματα των οχυρωματικών τειχών και την περίφημη Πύλη των Λεόντων (1250 π.Χ.) με το εραλδικό ζευγάρι λιονταριών πάνω από την είσοδο.

Πέρα από τις εμπορικές σχέσεις, η ακριβής πολιτική σχέση μεταξύ των πάνω από 100 μυκηναϊκών κέντρων που ήταν απλωμένα σε όλη την Ελλάδα δεν είναι σαφής. Δεν είναι καν σαφές ποια ήταν η σχέση μεταξύ ενός και μόνο παλατιού και του γύρω πληθυσμού του, καθώς ο πρώτος φαίνεται να ειδικευόταν στην κατασκευή ειδών πολυτελείας και ο δεύτερος στην παραγωγή τροφίμων, μερικά από τα οποία στη συνέχεια αποθηκεύονταν στο παλάτι. Η πολιτική σχέση μεταξύ ενός παλατιού και του χωριού του ή μεταξύ διαφορετικών ανακτόρων δεν είναι γνωστή. Παρά αυτή την έλλειψη σαφήνειας, υπήρχαν πολλά κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά μεταξύ των τοποθεσιών, γεγονός που εντάσει όλες αυτές τις τοποθεσίες στον μυκηναϊκό πολιτισμό. Τέτοια κοινά χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν την αρχιτεκτονική, τις τοιχογραφίες, την κεραμική, τα κοσμήματα, τα όπλα και φυσικά την ελληνική γλώσσα και γραφή με τη μορφή της Γραμμικής Β.(διασκευή της Μινωικής Γραμμικής Α ).

Διαβάστε επίσης: Τρωικός Πόλεμος: Μύθος η πραγματικότητα; Τα ιστορικά γεγονότα πίσω απο τον μύθο του πιο γνωστού πολέμου της αρχαιότητας.

Μυκηναϊκή Αρχιτεκτονική

Το Μέγαρο

Το κράτος διοικούνταν από έναν βασιλιά, τον Άναξ, του οποίου ο ρόλος ήταν θρησκευτικός και ίσως επίσης στρατιωτικός και δικαστικός. 
Ο Άναξ επέβλεπε σχεδόν όλες τις πτυχές της ανακτορικής ζωής, από τα θρησκευτικά γλέντια και τις προσφορές μέχρι τη διανομή αγαθών, τεχνιτών και στρατευμάτων. 

Μεγάλα ανακτορικά συγκρότημα έχουν βρεθεί σε πολλά μυκηναϊκά κέντρα. Αυτά τα συγκροτήματα, ενώ παρουσιάζουν κάποιες μοναδικές τοπικές διαφορές, εμφανίζουν πολλά σημαντικά κοινά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά. Τα συγκροτήματα χτίζονταν γύρω από μια μεγάλη ορθογώνια κεντρική αίθουσα ή Μέγαρο. Το Μυκηναϊκό Μέγαρο ήταν ο πρόδρομος των μεταγενέστερων αρχαϊκών και κλασικών ναών του ελληνικού κόσμου και αποτελούνταν από την είσοδο, έναν προθάλαμο και την ίδια την αίθουσα. Αυτή ήταν η καρδιά του παλατιού και περιείχε μια μεγάλη κυκλική εστία (συνήθως μεγαλύτερη από 3 μέτρα σε διάμετρο) με τέσσερις ξύλινους κίονες που στήριζαν μια οροφή με άνοιγμα. Ήταν επίσης η αίθουσα του θρόνου του ηγεμόνα (Άναξ). Υπήρχε συνήθως μια δεύτερη, μικρότερη αίθουσα (συχνά αποκαλούμενη «Μέγαρο της Βασίλισσας»), πολλά ιδιωτικά διαμερίσματα και πρόσθετοι χώροι που διατίθενταν για διαχείριση, αποθήκευση και κατασκευή. Τα δωμάτια ήταν πλούσια διακοσμημένα με τοιχογραφίες στους τοίχους και γύψινα δάπεδα. Όσον αφορά τα υλικά, τα δωμάτια στο ανάκτορο κατασκευάστηκαν με λίθους και χώμα με εγκάρσια δοκάρια και στη συνέχεια καλύπτονταν με σοβά εσωτερικά και ασβεστολιθικούς λίθους εξωτερικά. Οι κολώνες και οι οροφές ήταν συνήθως από βαμμένο ξύλο, μερικές φορές με μπρούτζινες προσθήκες.

Κυκλώπεια Τείχη

Η κατασκευή αμυντικών κατασκευών συνδέθηκε στενά με την ίδρυση των ανακτόρων στην ηπειρωτική Ελλάδα. 
Τα κύρια μυκηναϊκά κέντρα ήταν καλά οχυρωμένα και συνήθως βρίσκονταν σε υπερυψωμένο έδαφος, όπως στην Ακρόπολη των Αθηνών, στην Τίρυνθα και στις Μυκήνες ή σε παράκτιες πεδιάδες, στην περίπτωση του Γλα 

Ολόκληρο το ανακτορικό συγκρότημα περιβαλλόταν από ένα οχυρωματικό τείχος από μεγάλους ακατέργαστους ογκόλιθους (ονομαζόταν Κυκλώπειο καθώς πίστευαν ότι μόνο ο γίγαντας Κύκλωπας θα μπορούσε να έχει μετακινήσει τόσο ογκώδεις πέτρες). Τέτοιοι τοίχοι θα μπορούσαν να φτάσουν τα 13 μέτρα σε ύψος και να έχουν πάχος έως και 8 μέτρα. Τέτοια τείχη τα βλέπουμε καλύτερα στις Μυκήνες, την Τίρυνθα και τη Θήβα και έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα απροστάτευτα ανάκτορα της Μινωικής Κρήτης.

Στοές και τοξωτοί διάδρομοι που δημιουργούνται από προοδευτικά επικαλυπτόμενους πέτρινους ογκόλιθους, κυκλικούς πέτρινους θολωτούς τάφους και μνημειώδεις πύλες είναι επίσης κοινά χαρακτηριστικά των μυκηναϊκών τοποθεσιών. Άλλες μυκηναϊκές αρχιτεκτονικές κατασκευές περιλαμβάνουν αρδρευτικά κανάλια γεωργικών εκτάσεων, φράγματα για τη διαχείριση των πλημμυρών (ιδιαίτερα εμφανή στην Τίρυνθα) και μικρές γέφυρες χτισμένες από μεγάλους χοντροκομμένους λίθους, πάλι, φαινομενικά έργο των Κυκλώπων. Σε αντίθεση με αυτές τις μεγάλες δομές που ζούσε η ελίτ και οι άρχοντες της μυκηναϊκής κοινωνίας, ο απλός κόσμος ζούσε σε λιτά σπίτια από πλίνθους λάσπης που είχαν πέτρινα θεμέλια.

Μυκηναϊκό Εμπόριο

Το ότι ο μυκηναϊκός πολιτισμός είχε εμπορική επαφή με άλλους πολιτισμούς του Αιγαίου αποδεικνύεται από την παρουσία ξένων αγαθών στους μυκηναϊκούς οικισμούς όπως ο χρυσός, το ελεφαντόδοντο, ο χαλκός και το γυαλί και από την ανακάλυψη μυκηναϊκών αγαθών όπως κεραμική σε μέρη πολύ μακριά όπως η Αίγυπτος, η Μεσοποταμία το Λεβάντε, η Ανατολία, η Σικελία και την Κύπρο. Αναμφίβολα τα ευπαθή αγαθά όπως το ελαιόλαδο, το αρωματικό λάδι και το κρασί ήταν επίσης σημαντικές μυκηναϊκές εξαγωγές, αλλά, δυστυχώς, η έλλειψη των γραπτών αρχείων που σώζονταν – περιορίστηκε, για παράδειγμα, μόνο σε περίπου 70 πήλινες πινακίδες Γραμμικής Β που βρέθηκαν στις Μυκήνες. Το ναυάγιο του Ουλούμπουρουν, ένα σκάφος του 14ου αιώνα π.Χ. που ανακαλύφθηκε στα ανοικτά των ακτών της Τουρκίας , μετέφερε εμπορικά αγαθά πρώτης ύλης, όπως πλινθώματα χαλκού και κασσίτερου, ελεφαντόδοντο και γυάλινους δίσκους και πιθανότατα πήγαινε σε εργαστήρια στη μυκηναϊκή Ελλάδα πριν βυθιστεί.

Διαβάστε επίσης: Mάχη της Μεγιδδούς (15ος αιώνας π.Χ): Η αρχαιότερη μάχη της ιστορίας

Μυκηναϊκή Τέχνη

Μυκηναικό βάζο που απεικνίζει πολεμιστές

Στην τέχνη, όπως εκφράζεται στην τοιχογραφία, την κεραμική και τα κοσμήματα, η μινωική αγάπη για τις φυσικές μορφές υιοθετήθηκε επίσης από τους Μυκηναίους τεχνίτες, αλλά με μια τάση για πιο σχηματική και λιγότερο ζωντανή αναπαράσταση. Αυτό το νέο στυλ θα γινόταν το κυρίαρχο σε όλη τη Μεσόγειο. Τα γεωμετρικά σχέδια ήταν δημοφιλή, όπως και τα διακοσμητικά μοτίβα όπως οι σπείρες και οι ροζέτες. Τα σχήματα αγγειοπλαστικής μοιάζουν πολύ με τα μινωικά. Τα πήλινα ειδώλια ζώων και ιδιαίτερα οι γυναικείες μορφές ήταν δημοφιλή, όπως και μικρά γλυπτά από ελεφαντόδοντο, λαξευτά λίθινα αγγεία και περίπλοκα χρυσά κοσμήματα. Οι τοιχογραφίες απεικόνιζαν φυτά, γρύπες, λιοντάρια, ταυροπηδήματα, σκηνές μαχών, πολεμιστές, άρματα, ασπίδες και κυνήγι κάπρου, μια ιδιαίτερα δημοφιλής μυκηναϊκή δραστηριότητα.

Μυκηναϊκή Θρησκεία

Ελάχιστα είναι γνωστά με βεβαιότητα για τις μυκηναϊκές θρησκευτικές πρακτικές πέρα ​​από τη σημασία που δίνεται στη θυσία ζώων, στα κοινοτικά γλέντια, και στις προσφορές τροφίμων. Η παρουσία σκαλισμάτων με διπλό τσεκούρι και κέρατων καθαγιασμού στην τέχνη και την αρχιτεκτονική υποδηλώνουν ισχυρούς δεσμούς με τη μινωική θρησκεία, αν και αυτά τα σύμβολα μπορεί να έχουν υιοθετηθεί λόγω της πολιτικής τους απήχησης. Αρχιτεκτονικά στοιχεία όπως βυθισμένες λεκάνες και τοιχογραφίες βωμών υποδηλώνουν ότι το Μέγαρο μπορεί να είχε θρησκευτική λειτουργία. Πολλά κέντρα είχαν επίσης συγκεκριμένους χώρους ιερού για λατρεία, συνήθως κοντά στο συγκρότημα των ανακτόρων. Είναι σαφές ότι η ταφή ήταν μια σημαντική τελετουργία όπως αποδεικνύεται από την παρουσία μεγάλων θολωτών τάφων και την ποσότητα των πολύτιμων αντικειμένων που θάφτηκαν μαζί με τους νεκρούς – χρυσές μάσκες, διαδήματα, κοσμήματα και τελετουργικά ξίφη και στιλέτα.

Κατάρρευση & Κληρονομιά

Οι Λαοί της Θάλασσας ήταν μια ομοσπονδία ναυτικών επιδρομέων που λυμαίνονταν τις παράκτιες πόλεις της Μεσογείου, μεταξύ περίπου 1276-1178 π.Χ., επικεντρώνοντας τις επιχειρήσεις τους κυρίως στην Αίγυπτο. Θεωρούνται ως ένα από τα σημαντικότερα αίτια της κατάρρευσης των πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού (π. 1250 – 1150 π.Χ.) και κάποτε θεωρήθηκαν ως η πρωταρχική αιτία. Η εθνικότητα των Λαών της Θάλασσας παραμένει ένα μυστήριο

Οι λόγοι για την πτώση του μυκηναϊκού πολιτισμού, που συνέβη σταδιακά από το 1230 π.Χ. έως το 1100 π.Χ., συζητούνται πολύ και είναι πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των ιστορικών. Γνωρίζουμε ότι αρκετές τοποθεσίες καταστράφηκαν μεταξύ 1250 και 1200 π.Χ., ξεκινώντας έτσι τη λεγόμενη Μετα-ανακτορική περίοδο, όταν το κεντρικό σύστημα ελέγχου του παλατιού παρήκμασε. Υπάρχουν ενδείξεις διαφορετικού βαθμού καταστροφής μεταξύ των τοποθεσιών, και ορισμένα μέρη διέφυγαν εντελώς από το χάος. Μερικές τοποθεσίες στη συνέχεια κατοικήθηκαν εκ νέου, αλλά μερικές φορές φαινομενικά σε μικρότερη κλίμακα και με λιγότερο πλούτο από πριν, ενώ άλλες τοποθεσίες έγιναν στην πραγματικότητα μεγαλύτερες και πιο ευημερούσες από ποτέ. Γύρω στο 1100 π.Χ., ωστόσο, οι περισσότερες μυκηναϊκές τοποθεσίες είχαν περιοριστεί σε απλά χωριά.

Προτάσεις από μελετητές για να εξηγήσουν τη γενική κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού (και άλλων σύγχρονων στη Μεσόγειο) περιλαμβάνουν φυσικές καταστροφές (σεισμοί, ηφαιστειακές εκρήξεις και τσουνάμι), υπερπληθυσμό, εσωτερικές κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές, εισβολές από ξένες φυλές όπως των Λαών της Θάλασσας, περιφερειακή κλιματική αλλαγή ή συνδυασμός ορισμένων ή όλων αυτών των παραγόντων. Με το μυστηριώδες τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού και τη λεγόμενη κατάρρευση της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο και την ευρύτερη Μεσόγειο, ήρθαν οι «Σκοτεινοί Αιώνες» 

Ο μυκηναϊκός πολιτισμός θα ενέπνεε τόσο τους μεταγενέστερους Αρχαϊκούς και Κλασικούς Έλληνες από τον 8ο αιώνα π.Χ. και μετά, έτσι ώστε η εποχή του Χαλκού θα έμενε στην μνήμη των λαών ως μια χρυσή εποχή, όταν οι άνθρωποι σέβονταν τους θεούς, οι πολεμιστές ήταν πιο γενναίοι και η ζωή ήταν γενικά λιγότερο περίπλοκη και πιο αξιοπρεπής. Θρυλικά ονόματα όπως ο Αγαμέμνονας, ο Μενέλαος , ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας – όλοι Μυκηναίοι Έλληνες – θα έδιναν αθάνατη ζωή στη γλυπτική , ζωγραφική, κεραμική και στην επική λογοτεχνία, όπως την Ιλιάδα του Ομήρου, που διηγείται την ιστορία του μεγάλου Τρωικού Πολέμου, ένας μύθος για μια πιθανότατα πραγματική σύγκρουση ή σειρά συγκρούσεων μεταξύ Μυκηναίων και Τρώων.

Διαβάστε επίσης: Η Μάχη του Καντές (1274 π.Χ.)

Κρήτες τοξότες: Η ιστορία των πιο φημισμένων Ελλήνων τοξοτών απο την Μινωική εποχή εώς το τέλος του Μεσαίωνα

"δώσε τόξο σε έναν κρητικό, και θα αξίζει το βάρος του σε ασήμι." Από την Μινωική εποχή εώς το τέλος του Μεσαίωνα Οι Κρήτες τοξότες ήταν...

Β΄Καρχηδονιακός Πόλεμος: Μάχη του Μέταυρου Ποταμού 207 π.Χ – Η Ρώμη αντεπιτίθεται

Ιστορικό Η κομβική  μάχη στον ποταμό Μέταυρο το 207 π.Χ. ήταν η πρώτη σημαντική ρωμαϊική νίκη επί των Καρχηδονίων εισβολέων. Η επιτυχία αυτή οδήγησε στη...