Α’ Βαλκανικός Πόλεμος: Ο αγώνας για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων και ολόκληρης της Ηπείρου

 

Η μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ήταν η σημαντικότερη μάχη μεταξύ της Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Ηπειρωτικό μέτωπο κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (5 Οκτωβρίου 1912- 18 Μαΐου 1913). Οι μάχες για την κατάληψη των Ιωαννίνων κράτησαν 85 μέρες (29 Νοεμβρίου 1912 – 21 Φεβρουαρίου 1913) όταν οι οθωμανικές δυνάμεις παραδόθηκαν στον διάδοχο Κωνσταντίνο, τότε επικεφαλής του ελληνικού στρατού. Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, οι IV και VI Μεραρχίες της Στρατιάς Ηπείρου μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Η Μάχη του Μπιζανίου (4-6 Μαρτίου, παλ. ημ. 19-21 Φεβρουαρίου 1913), υπήρξε η σημαντικότερη σύγκρουση στο μέτωπο της Ηπείρου. 

Η τοποθεσία Μπιζάνι με τις γειτονικές τοποθεσίες νότια των Ιωαννίνων, αποτέλεσε σημαντικό φυσικό σημείο άμυνας και το επέλεξαν οι Τούρκοι για να καθηλώσουν τον ελληνικό στρατό. Με τον κυκλωτικό ελιγμό όμως, που τελικά κατάφεραν οι Έλληνες, ανάγκασαν τον αντίπαλο σε άμεση παράδοση. Η νίκη στο Μπιζάνι αποτέλεσε το κλειδί για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, καθώς και ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου.

Η πρώτη επίθεση και ο πόλεμος θέσεων (29 Νοεμβρίου 11 Δεκεμβρίου 1912)

Για τη γενική επίθεση προς την κατεύθυνση των Ιωαννίνων ο στρατός Ηπείρου είχε χωριστεί σε τρία τμήματα. Τη 2η μεραρχία (που είχε μόνο 4 τάγματα πεζικού, την ημιλαρχία της και 5 πυροβολαρχίες), το Α΄ μικτό απόσπασμα, αποτελούμενο απο 4 τάγματα ευζώνων, 1 τάγμα πεζικού και μια πυροβολαρχία, και το Β΄ μικτό απόσπασμα, απο το σύνταγμα Κρητών, το 15ο σύνταγμα πεζικού (συνολικά δηλαδή 5 τάγματα), ουλαμό ιππικού και 4 πυροβολαρχίες. Στην εφεδρεία του στρατού παρέμεναν η ίλη ιππικού (εκτός απο τον ουλαμό που είχε ενταχθεί στο Β΄ απόσπασμα), η μοίρα πεδινού πυροβολικού της 2ης μεραρχίας, η βαριά τοπομαχική πυροβολαρχία των 155 και 105 που είχε μεταφερθεί στο μέτωπο των επιχειρήσεων απο τα οχυρά του Αράχθου, το μηχανικό του στρατού και η μοίρα αεροπλάνων. 

Χάρτης της πορείας του Ελληνικού στρατού κατα τη διάρκεια του Α Βαλκανικού Πολέμου

Σύμφωνα με το σχέδιο επίθεσης το Α΄ μικτό απόσπασμα θα πρόσβαλλε το αριστερό πλευρό του εχθρού, προσπαθώντας να παραβιάσει τον αυχένα του Μπριάσκοβου, η 2η μεραρχία θα πρόσβαλλε το δεξιό του πρός την κατεύθυνση του Μελιχόβου, ενώ το Β΄ μικτό απόσπασμα θα διατηρούσε τις θέσεις του στο κέντρο της παράταξης, απασχολώντας τον εχθρό που ήταν τοποθετημένος στο μέτωπο των Πεστών. Επίσης το απόσπασμα Μετσόβου είχε διαταχθεί να προσπαθήσει να ανακαταλάβει τα υψώματα Δρίσκος – Κοντοβράκι. Οι δυνάμεις των Τούρκων που θα αντιμετώπιζαν την επίθεση απαρτίζονταν απο την 23η μόνιμη μεραρχία Ιωαννίνων, με συνολική δύναμη 9 ταγμάτων (Ενα τάγμα της είχε αιχμαλωτιστεί στην Πρέβεζα) και την 23η μεραρχία εφέδρων με την πλήρη σύνθεσή της απο 9 τάγματα.

Όλο το πρωί της 29ης Νοεμβρίου το Α΄ απόσπασμα με ορμητική επίθεση των ταγμάτων ευζώνων προσπάθησε να εκπορθήσει τα υψώματα, που έλεγχαν την είσοδο του αυχένα του Μπριάσκοβου, και τις πρώτες απογευματινές ώρες κατάφερε να καταλάβει όλους τους αντικειμενικούς στόχους του.Αντίθετα, η επίθεση της 2ης μεραρχίας υπήρξε υποτονική και τα τουρκικά τάγματα της «Ρεντίφ» κράτησαν τις θέσεις τους. Επειδή όμως ο Εσάτ πασάς φοβήθηκε υπερκέραση της γραμμής του απο τα αριστερά εξαιτίας της επίθεσης του Α΄ αποσπάσματος, διέταξε το ίδιο απόγευμα σύμπτυξη ολόκληρης της παράταξης του πρός την κατεύθυνση του Μπιζανίου. Η διαταγή του εκτελέστηκε τη νύχτα της 29ης πρός την 30η Νοεμβρίου και το άλλο πρωί ο στρατός Ηπείρου έχασε την επαφή με τον αντίπαλό του. Έτσι προέλασε σε όλη τη γραμμή και ως το βράδυ έφτασε στις πρώτες αμυντικές θέσεις του Μπιζανίου και δέχτηκε για πρώτη φορά πυρά απο τα πυροβόλα των οχυρωμάτων του. 

Διαβάστε Επίσης: Μάχη του Σαρανταπόρου: Η πρώτη νικηφόρα μάχη του Α΄Βαλκανικού Πολέμου που άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

Το Α΄ απόσπασμα ελευθέρωσε τα Κατσανοχώρια, που είχαν εκκενωθεί απο τουρκικές δυνάμεις, το Β΄ απόσπασμα έφτασε μέχρι τον Πύργο Φουάτ και η 2η μεραρχία προσέγγισε τις νότιες υπώρειες της Μανωλιάσας. Το ίδιο βράδυ το Β΄ απόσπασμα ενισχύθηκε με τα δύο τάγματα της 2ης μεραρχίας που είχαν επιστρέψει απο τους Αγίους Σαράντα και έλαβε διαταγή να αναπτύξει τις δυνάμεις του σε τρόπο ώστε να καλύπτει τις εξόδους του στενού πρός το Χάνι Φουάτ μπέη και του μονοπατιού που οδηγούσε πρός την αρχαία Δωδώνη. Οι διαταγές που εξέδωσε το Στρατηγείο για την 1η Δεκεμβρίου προς τα άλλα τμήματα ήταν οι εξής : το Α΄ απόσπασμα θα καταλάμβανε το ύψωμα της Αετορράχης και, καλυπτόμενο απο τμήμα, που θα εγκαθιστούσε εκει, θα προέλαυνε προς τα Λεσσιανά, η 2η μεραρχία ενισχυμένη και με σώματα Κρητών προσκόπων θα καταλάμβανε το οχύρωμα της Μανωλιάσας και το απόσπασμα Ολύτσικα θα πρόσβαλε απο τα δυτικά το οχύρωμα της Τσούκας.

Πρός το απόσπασμα Μετσόβου στάλθηκε διαταγή να απασχολήσει την αντιμέτωπη του 19η τουρκική μεραρχία Moναστηρίου. Στο μεταξύ ο Εσάτ πασάς είχε ενισχυθεί σημαντικά με δύο μεραρχίες ακόμη της στρατιάς του Μοναστηρίου, η ανασύνταξη των οποίων είχε ολοκληρωθεί εκείνες τις μέρες. Επίσης είχε τεθεί υπό τις διαταγές του και η 13η μεραρχία «Νιζάμ», που πρίν έδρευε στη βόρεια Ήπειρο. Δεν ήταν όμως έτοιμος ακόμη για αντεπίθεση και έτσι την 1η Δεκεμβρίου τα ελληνικά τμήματα κατέλαβαν με σχετική ευκολία τους αντικειμενικούς στόχους τους : το Β΄ απόσπασμα κάλυψε τις θέσεις του σύμφωνα με τις διαταγές, η 2η μεραρχία με επίθεση των Κρητών προσκόπων κατέλαβε τη Μανωλιάσα και το Α΄ απόσπασμα την Αετορράχη. 

Το απόσπασμα του Ολύτσικα παραπλανήθηκε και, αντί να επιτεθεί στην Τσούκα, βρέθηκε το πρωί, στις 2 Δεκεμβρίου, στα ερείπια της Δωδώνης, στα νώτα του τουρκικού στρατού. Στο μεταξύ, το απόσπασμα του Μετσόβου βρισκόταν σε πλήρη διάλυση, εξαιτίας των καιρικών συνθηκών αλλα κυρίως της απειθαρχίας των Γαριβαλδινών, με αποτέλεσμα να αδρανήσει όλες αυτες τις μέρες. Η ανασύνταξή του άρχισε στις 3 Δεκεμβρίου με τη διάλυση του σώματος των Ιταλών Γαριβαλδινών, ύστερα απο αίτηση του ίδιου του R. Garibaldi προς το Στρατηγείο.

Στο Μέτσοβο παρέμενε μόνο ένα ελληνικό σώμα ερυθροχιτώνων απο 300 άνδρες. Στις 2 Δεκεμβρίου το πρωί εκδηλώθηκε τουρκική αντεπίθεση σε όλα τα προκεχωρημένα σημεία της ελληνικής γραμμής. Οι επιτιθέμενοι ανήκαν στην 21η μεραρχία Μοναστηρίου που απαρτιζόταν απο 10 τάγματα πεζικού εξοπλισμένα με 8 πολυβόλα και 4 ορειβατικά πυροβόλα. Η μάχη κράτησε όλη τη μέρα, αλλα τελικά τα ελληνικά τμήματα έμειναν στις θέσεις τους. Η υποχώρηση των Τούρκων υπήρξε άτακτη· στην προσπάθεια να συγκρατηθούν οι φυγάδες, σκοτώθηκε ο διοικητής της 21ης μεραρχίας υποστράτηγος Τζαβίτ πασάς. Οι ελληνικές απώλειες στο τετραήμερο απο 29 Νοεμβρίου ως τις 2 Δεκεμβρίου το βράδυ είχαν ανέλθει σε 76 νεκρούς και 467 τραυματίες.

Στις 3 Δεκεμβρίου το Α΄ απόσπασμα συνέχισε την προέλασή του, καλυπτόμενο απο την ᾿Αετορράχη. Όταν όμως έφτασε σε απόσταση βολής απο τα τουρκικά οχυρώματα του Μπιζανίου, καθηλώθηκε απο τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού. Την ίδια νύχτα οι Τούρκοι με αιφνιδιαστική επίθεση κατέλαβαν το ύψωμα του Αγίου Ηλία, που το κατείχε ως τότε το αριστερό της 2ης μεραρχίας. Το άλλο πρωί όμως, τμήματα της μεραρχίας, καλυπτόμενα απο το πυροβολικό που με εύστοχες βολές διέλυσε τουρκικές φάλαγγες ενισχύσεων, κατέλαβαν και πάλι τον Άγιο Ηλία. Ήταν φανερό για το ελληνικό Στρατηγείο, οτι η κύρια επιθετική προσπάθεια των Τούρκων τις επόμενες μέρες θα εκδηλωνόταν στον τομέα της 2ης μεραρχίας, με σκοπό την ανακατάληψη των οχυρωμάτων της Μανωλιάσας. 

Γι᾿ αυτό έδωσε διαταγή πρός το Α΄ απόσπασμα να συμπτυχθεί στην περιοχή της Αετορράχης και να διαθέσει δύο τάγματά του για ενίσχυση του Β΄ αποσπάσματος, έτσι ώστε, αν παρουσιαζόταν ανάγκη, να μπορέσει το Β΄ απόσπασμα να ενισχύσει τη 2η μεραρχία χωρίς να αποδυναμώσει το κέντρο της ελληνικής παρατάξεως. Αλλά τη νύχτα της 4ης προς την 5η Δεκεμβρίου οι Τούρκοι επιτέθηκαν και πάλι αιφνιδιαστικά στον τομέα της Μανωλιάσας, ενώ ταυτόχρονα αλλα τμήματά τους έκαναν επίθεση εναντίον του Α΄ αποσπάσματος στον τομέα της Αετορράχης.

Ὁ νυκτερινός αιφνιδιασμός δεν απέδωσε ουσιαστικά αποτελέσματα και ολόκληρη η 5η Δεκεμβρίου καταναλώθηκε σε ανταλλαγὲς πυρών πεζικού. Την ίδια μέρα η μοίρα αεροπλάνων εκτέλεσε αναγνωριστική πτήση πάνω απο τα οχυρά του Μπιζανίου και ανέφερε σχετικά στο Στρατηγείο. Οι επόμενες μέρες μέχρι και τις 11 Δεκεμβρίου χαρακτηρίζονται απο υποτονικὲς επιθέσεις των Τούρκων και απο επίσης υποτονικές αντεπιθέσεις του ἑλληνικού στρατού. Το μόνο σημαντικό κέρδος των Τούρκων ήταν το ύψωμα του Αγίου που ανακατέλαβαν στις 6 Δεκεμβρίου. Στις 9 εκδηλώθηκε σφοδρή τουρκική επίθεση στην Αετορράχη και επίθεση της 2ης μεραρχίας για ανακατάληψη του Αγ. Ηλία, αλλά καμιά δεν πέτυχε τους αντικειμενικούς σκοπούς της.

Μετά τις 10 Δεκεμβρίου σταμάτησαν οι τουρκικές επιθέσεις και ο ελληνικός στρατός ολοκλήρωσε τη σύμπτυξή του στην ευθεία Αετορράχης – Μανωλιάσας. Ο πόλεμος θέσεων και οι κακουχίες απο τον ηπειρωτικό χειμώνα είχαν κουράσει και τους δύο αντιπάλους.

Ο χειμώνας της πολιορκίας και η δεύτερη επίθεση (11 Δεκεμβρίου 1912-19 Φεβρουαρίου 1913)

Χάρτης των οχυρών των Ιωαννίνων

Η αποτελμάτωση των επιχειρήσεων στο ηπειρωτικό μέτωπο ειχε ανησυχήσει σοβαρά την ελληνική κυβέρνηση. Οι Τούρκοι πληρεξούσιοι στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, απέρριπταν κάθε σκέψη ανακωχής με τον ελληνικό στρατό, με το επιχείρημα της αποτυχίας των ελληνικών επιχειρήσεων στην Ηπειρο. Το υπουργείο Στρατιωτικών έλαβε στις 8 Δεκεμβρίου την απόφαση της σταδιακής αποστολής της 4ης και της 6ης μεραρχίας απο τη Μακεδονία στην Ηπειρο και ενημέρωσε σχετικά τον Ελ. Βενιζέλο στο Λονδίνο. Η 4η μεραρχία, με συνολική δύναμη 10.000 περίπου άνδρες, αποβιβάστηκε στην Πρέβεζα στις 14 Δεκεμβρίου και η 6η μεραρχία, που ειχε ελλιπή σύνθεση (κάθε σύνταγμα είχε μόνο δύο τάγματα) και συνολική δύναμη περίπου 7.000 άνδρες, στις 28 Δεκεμβρίου.

Διαβάστε Επίσης: Μάχη των Γιαννιτσών: Το τελευταίο εμπόδιο του Ελληνικού Στρατού πρίν την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.

Την επομένη έφτασε στην Πρέβεζα και το σύνταγμα της 2ης μεραρχίας που είχε διατεθεί για την κατάληψη της Χίου. Αλλά ήδη ειχε δημιουργηθεί θέμα αντικαταστάσεως του Σαπουντζάκη. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος του πρός το υπουργείο με τηλεγράφημά στις 9 Δεκεμβρίου  χαρακτήριζε το διοικητή του στρατού «αδέξιο» και ζητούσε την αντικατάστασή του. Το ίδιο βράδυ το Υπουργικὸ Συμβούλιο αποφάσισε να διορίσει τον Κωνσταντίνο διοικητή στρατού Ηπείρου και να παραμείνει και ο Σαπουντζάκης στην Ηπειρο κάτω απο τις διαταγές του νέου διοικητή. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ όμως αντιδρούσε στο διορισμό του γιού του στη νέα αυτή διοίκηση, γιατί πίστευε οτι, σε περίπτωση που θα επιχειρούνταν εκπόρθηση των οχυρών της Τσατάλτζας λίγο έξω απο την Κωνσταντινούπολη με κοινό εκστρατευτικό σώμα όλων των βαλκανικών συμμάχων, ο διάδοχος θα έπρεπε να είναι διαθέσιμος για τη διοίκηση του σώματος αυτού. 

Ο Κωνσταντίνος πάλι, αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες που παρουσίαζε η ολη επιχείρηση εκπόρθησης του Μπιζανίου, δεχόταν να αναλάβει τη διοίκηση του στρατού Ηπείρου, με τον όρο όμως να μεταφερθεί εκεί απο τη Μακεδονία ακόμη μια μεραρχία. Τελικά, επικράτησε η αρχική γνώμη της κυβέρνησης και ο βασιλιάς και ο διάδοχος πείστηκαν στα επιχειρήματα του Ελ. Βενιζέλου, σύμφωνα με τα οποία η κοινή εκστρατεία εναντίον της Τσατάλτζας δε φαινόταν πιθανή για το προσεχές μέλλον και πάντως, σε περίπτωση που θα γινόταν, διοικητής θα ήταν κάποιος Βούλγαρος στρατηγός· οτι επιπλέον οι βουλγαρικές βλέψεις για επέκταση της ζώνης κατοχής στη Μακεδονία δεν επέτρεπαν την ακόμη μεγαλύτερη αποδυνάμωση των ελληνικών τμημάτων της Θεσσαλονίκης. 

Ετσι στις 3 Ιανουαρίου 1913 έφτασε στο Στρατηγείο Ηπείρου διαταγή του υπουργού Στρατιωτικών, σύμφωνα με την οποία ο Κωνσταντίνος αντικαθιστούσε το Σαπουντζάκη, που θα παρέμενε, μετά την παράδοση της διοικήσεως, στη διάθεση του νέου διοικητή.

Μετά την άφιξη των δύο νέων μεραρχιών η δύναμη του στρατού Ηπείρου ειχε αυξηθεί σημαντικά. Μπορούσαν πλέον να παραταχθούν 41 τάγματα πεζικού και ευζώνων, 6 λόχοι μηχανικού, δυόμισι ίλες ιππικού και διάφορες βοηθητικές μονάδες, ενισχυμένες με 12 πεδινές πυροβολαρχίες, 91, ορειβατικές και δύο βαριές (των 105 και 155 με 6 πυροβόλα η καθεμιά). Συνολικά δηλαδή η παρατακτική δύναμή ανερχόταν σε 762 αξιωματικούς και 41.000 περίπου μάχιμους οπλίτες, που η δύναμη πυρός τους ενισχυόταν με 93 πυροβόλα και 48 πολυβόλα. Σύμφωνα με τα καινούρια αυτα αριθμητικά δεδομένα ο στρατός Ηπείρου αναδιαρθρώθηκε με γενική διαταγή του Σαπουντζάκη στις 20 Δεκεμβρίου 1912. 

Με τη διαταγή αυτη συγκροτούνταν μεραρχία Ηπείρου αποτελούμενη απο τα 4 τάγματα ευζώνων, τα δύο τάγματα του ανεξάρτητου συντάγματος Κρητών, το 15ο σύνταγμα πεζικού και τα δύο τάγματα του Μετσόβου. Η μεραρχία Ηπείρου, μαζί με 3 τάγματα της 6ης μεραρχίας, θα ειχε ως τομέα ευθύνης το δεξιό της ελληνικής παράταξης απο τον Αραχθο μέχρι και το χωριό Κρύφοβο. Στο κέντρο, απο το Κρύφοβο μέχρι το δρόμο Πρέβεζας – Ιωαννίνων, έπρεπε να παραταχθεί η 2η μεραρχία. Το αριστερό της παράταξης, απο το δρόμο μέχρι τον Τόμαρο, θα την αποτελούσαν τάγματα της 6ης μεραρχίας με το πυροβολικό της 4η μεραρχία.

Τέλος, με την ίδια διαταγή συγκροτούνταν πυροβολικό ταγμένο στην Κανέτα και αποτελούμενο απο τις δύο βαριές πυροβολαρχίες, τη μοίρα πεδινού πυροβολικού και το 2ο σύνταγμα πεδινού πυροβολικού, που μέχρι τότε ανήκε στη 2η μεραρχία. Αλλα και ο τουρκικός στρατός της Ηπείρου ειχε σημαντικά ενισχυθεί με την άφιξη της 13ης μεραρχίας «Νιζάμ» και των τριών (19ης, 21ης, και 28ης) μεραρχιών απο το Μοναστήρι. Οι τελευταίες αυτές όμως είχαν πολύ ελαττωμένη δύναμη, λόγω των απωλειών και των λιποταξιών.

Ετσι και ο Εσάτ πασάς αναγκάστηκε να αναδιαρθρώσει τις μονάδες που είχε κάτω απο τις διαταγές του. Απο τις τρείς μεραρχίες του Μοναστηρίου συγκρότησε δύο νέες, τη 2η έκτακτη (με δύναμη 16 ταγμάτων) και την 3η έκτακτη (με δύναμη 9 ταγμάτων). Ενίσχυσε επίσης την 23η μεραρχία «Νιζάμ» με ένα τάγμα (σύνολο 10 τάγματα) και την 23η μεραρχία «Ρεντίφ» με τρία τάγματα (σύνολο 12 τάγματα). Η 13η μεραρχία παρέμενε με τα αρχικά 9 τάγματά της. Η 3η έκτακτη ήταν παραταγμένη στον τομέα Αετορράχης-Ελληνικού. 

Στον κεντρικό τομέα πάνω στο Μπιζάνι βρίσκονταν 2 συντάγματα της 23ης «Νιζάμ» και 2 τάγματα της «Ρεντίφ» και μπροστά απο τα οχυρώματα, στην πεδιάδα, τρία τάγματα εφέδρων. Στο δυτικό τομέα, της Μανωλιάσας, είχε τοποθετηθεί η 2η έκτακτη μεραρχία. Στην ανατολική πτέρυγα της τουρκικής παρατάξεως στα υψώματα Αγίου Νικολάου και Τσούκας ειχε παραταχθεί το 68ο σύνταγμα της 23ης μεραρχίας «Νιζάμ» και ενα τάγμα της «Ρεντίφ» και στη δυτική (Καστρίτσα – Δρίσκος -Κοντοβράκι) υπήρχαν 4 τάγματα της «Ρεντίφ» και ενα τάγμα της «Νιζάμ». Δύο, τέλος, τάγματα της «Ρεντὶφ» παρέμεναν στα Ιωάννινα. Η 13η μεραρχία, ενισχυμένη και με απροσδιόριστο αριθμό ατάκτων Τσάμηδων, βρισκόταν στην περιοχή Φιλιατών για να αποτρέψει μια ενδεχόμενη αποβατική η, γενικά, κυκλωτική κίνηση ελληνικού στρατού απο τα δυτικά. 

Ετσι ο Τούρκος διοικητής Ηπείρου ειχε στη διάθεσή του, στην περιοχή Ιωαννίνων, 47 τάγματα πεζικού με συνολική δύναμη 30.000 περίπου άνδρες και στην περιοχή Φιλιατών αλλα 9 τάγματα με συνολική δύναμη, χωρίς τους ατάκτους, 6.000 περίπου άνδρες. Στα αρχικά του 32 πυροβόλα ειχαν προστεθεί και αλλα 18 απο το Μοναστήρι (χωρίς φυσικά να υπολογίζονται και τα τοπομαχικά του Μπιζανίου). Ετσι, στις αρχές του 1913, οι Ελληνες είχαν αποκτήσει στην Ηπειρο αριθμητική υπεροχή σε άνδρες (αφού η 13η τουρκική μεραρχία βρισκόταν μακριά απο τη ζώνη επιχειρήσεων), αλλα υστερούσαν ακόμη σε αριθμό πυροβόλων (93 απέναντι σε 162 τουρκικά).

Η ευκινησία όμως του ελληνικού ελαφρού πυροβολικού και η ευστοχία της βαριάς μοίρας θα κάλυπταν τη διαφορά, όπως θα αποδειχθεί απο τις επιχειρήσεις που ακολούθησαν. Η εγκατάσταση των μονάδων του ελληνικού στρατού στις θέσεις, που είχαν καθοριστεί με τη διαταγή της 20ης Δεκεμβρίου, ολοκληρώθηκε τις πρώτες μέρες του 1913 και ολα ήταν έτοιμα για μια νέα απόπειρα εκπορθήσεως του Μπιζανίου, σύμφωνα με τα σχέδια του Στρατηγείου, που πρόβλεπαν μετωπική επίθεση σε ολο το μήκος της γραμμής με ταυτόχρονες επιθετικές ενέργειες των αποσπασμάτων Ολύμπου

Η ορεινή πυροβολαρχίᾳ, που κάλυπτε την επίθεση της 4ης μεραρχίας, δὲν ειχε απο το σημείο τάξεώς της αρκετό βεληνεκές εναντίον των υψωμάτων που κατείχαν οι εχθροί και έτσι δεν μπόρεσε να δράσει αποτελεσματικά. Στον τομέα της μεραρχίας Ηπείρου, οι ευζωνοι κατέλαβαν και αυτοί την πρώτη εχθρική γραμμή και οι Τούρκοι υποχώρησαν προς το Μπιζάνι. Η 2η μεραρχία αδράνησε ολο το πρωὶ και μόλις το απόγευμα κινήθηκε και κατέλαβε το ύψωμα Αυγό. Τέλος, οι ευζωνοι της 6ης μεραρχίας ανέτρεψαν τους απέναντί τους Τούρκους στον τομέα της Αετορράχης και τους καταδίωξαν μέχρι το χωριό Κυπαρίσσια. Τη νύχτα της 7ης πρός την 8η Ιανουαρίου η θερμοκρασία έπεσε σε πολύ χαμηλά επίπεδα· το χιόνι κάλυψε τα υψώματα και η ομίχλη περιόρισε σημαντικά την ορατότητα. Ετσι, η επίθεση σταμάτησε για τρείς μέρες και ο ελληνικός στρατός καθηλώθηκε στις θέσεις που ειχε καταλάβει στις 7 Ιανουαρίου.

Το απόγευμα της 10ης Ιανουαρίου έφτασε, μετά απο τετραήμερο ταξίδι, στη Φιλιππιάδα ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Συναντήθηκε με τον Σαπουντζάκη και, αφού ενημερώθηκε για την κατάσταση, το αλλο πρωί έδωσε γενική διαταγή σύμφωνα με την οποία η επίθεση, εξαιτίας των συνθηκών, έπρεπε να σταματήσει. Μόνο η 6η μεραρχία θα συνέχιζε την επίθεσή της στο δυτικό τομέα. Με την ίδια διαταγή ο Σαπουντζάκης διοριζόταν διοικητής τμήματος στρατιάς, που την απάρτιζαν η 6η και η 8η μεραρχία (έτσι μετονομάστηκε η μεραρχία Ηπείρου).

Η 6η μεραρχία συνέχισε το πρωί της 11ης Ιανουαρίου την επίθεσή της. Μετά απο μάχη, που κράτησε όλη τη μέρα, κατάφερε να καταλάβει λωρίδα εδάφους πλάτους περίπου 500 μέτρων. Την επομένη ο διοικητής της υπέβαλε αναφορά, στην οποία υποστήριζε οτι θεωρούσε ασύμφορη τη συνέχιση των επιχειρήσεων απο μόνη τη μεραρχία του, και οτι οι απώλειές της, που ανέρχονταν για την περίοδο 7-12 Ιανουαρίου σε 125 νεκρούς και 922 τραυματίες, αλλα και η δριμύτητα του χειμώνα είχαν κλονίσει το ηθικό των ανδρών.

Διαβάστε Επίσης: Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος: H πορεία πρός τη Θεσσαλονίκη και η απελευθέρωσή της.

Το περιεχόμενο της αναφοράς αυτης εγκρίθηκε απο τον Κωνσταντίνο και έτσι στις 16 Ιανουαρίου οι επιχειρήσεις σταμάτησαν σε ολο το μήκος του μετώπου.

Ενώ στο κύριο θέατρο των επιχειρήσεων επικρατούσε απόλυτη απραξία και των δύο αντιπάλων, οι Τούρκοι εκδήλωσαν αυξημένη ενεργητικότητα στις πτέρυγες. Το ελληνικό απόσπασμα του Ολύτσικα ειχε πρόσφατα ενισχυθεί σημαντικά με το τάγμα εθνοφρουρών και με δύο τάγματα εμπέδων απο το εσωτερικό. Σκοπός της ενίσχυσης του ήταν η σταθεροποίηση της ελληνικής κατοχής στην περιοχή μεταξύ του Αχέροντα και των παραλίων του Ιονίου. Ετσι στίς αρχές του 1913 χωρίστηκε σε δύο μέρη: στο απόσπασμα Ολύτσικα, που οπως προαναφέρθηκε αποτελούσε το αριστερό άκρο της κύριας ελληνικής παρατάξεως, και το απόσπασμα Αχέροντος, που ειχε ως αποστολή τη φρούρηση των δυτικά του ποταμού περιοχών. Το τελευταίο δέχτηκε στις 14 Ιανουαρίου επίθεση αριθμητικά ισχυρότερων τμημάτων της 13ης τουρκικής μεραρχίας και αναγκάστηκε να υποχωρήσει ανατολικά του Αχέροντα. 

Τα σώματα των προσκόπων, που αποτελούσαν τον κύριο όγκο της δύναμης του, ουσιαστικά διαλύθηκαν κατά την υποχώρηση. Το γεγονός αυτο επισημοποιήθηκε απο τον Κωνσταντίνο, ο οποίος στις 17 Ιανουαρίου εξέδωσε διαταγή διάλυσης των σωμάτων προσκόπων σε όλη την Ηπειρο. Πάντως, απο το Στρατηγείο δεν κρίθηκε απαραίτητη η ενίσχυση της αριστερής πτέρυγας, γιατί ήταν φανερό οτι η 13η τουρκική μεραρχία δε σκόπευε να απομακρυνθεί απο τη βάση της στις Φιλιάτες· πραγματικά, μετά την εκδίωξη του ελληνικού αποσπάσματος ειχε σταματήσει την προέλασή της. Αλλά και το απόσπασμα Μετσόβου δέχτηκε τουρκική επίθεση στις 2 Φεβρουαρίου και αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς το Μέτσοβο. Την επομένη οι Έλληνες περίμεναν συνέχιση της επίθεσης εναντίον της κωμόπολης και το υπουργειο Στρατιωτικών είχε διατάξει το απόσπασμα να αμυνθεί όσες μέρες μπορούσε, περιμένοντας την άφιξη του 4ου συντάγματος πεζικού της 1ης μεραρχίας, που απο τη Θεσσαλονίκη ειχε μεταφερθεί στο Βόλο και απο εκεί θα μεταφερόταν σιδηροδρομικώς στην Καλαμπάκα. 

Με την ίδια διαταγή συγκροτούνταν ταξιαρχία Μετσόβου που θα την αποτελούσαν το 4ο σύνταγμα. Αλλα οι Τούρκοι δε συνέχισαν την επίθεσή τους. Αυτο οφειλόταν στο γεγονός οτι ο διοικητής του 68ου συντάγματος Σαδάν μπέης είχε διαπληκτιστεί με το διοικητή του τάγματος εφέδρων Μπεκήρ Αγά, με αποτέλεσμα ο πρώτος να τραυματίσει το δεύτερο και έτσι, λόγω του κλονισμού της πειθαρχίας, να ματαιωθεί η επιχείρηση. Ο χειμώνας του 1912-1913 ήταν ένας απο τους βαρύτερους που ειχε γνωρίσει η Ηπειρος τα τελευταία χρόνια. Ενώ οι απώλειες του ελληνικού στρατού απο τις μάχες ήταν σχετικά χαμηλές, οι μονάδες του είχαν κυριολεκτικά αποδεκατιστεί απο ψύξεις, κρυοπαγήματα και την υπερκόπωση των ανδρών.

Στα μέσα του Ιανουαρίου υπολογίστηκε απο το Στρατηγειο οτι οι μάχιμοι άνδρες είχαν περιοριστεί σε 28.000. Ο Κωνσταντίνος θεωρούσε ανεπαρκή τη δύναμη αυτή να επιχειρήσει γενική υπουργείο, στις 30 Ιανουαρίου, ζητούσε την αποστολή ολόκληρης της 1ης μεραρχίας στην Ηπειρο. Ο Βενιζέλος τότε επισκέφθηκε το μέτωπο και ζήτησε πληροφορίες για τη δύναμη του ελληνικού στρατού που ειχε μείνει στη Μακεδονία. Μόνο το 4ο σύνταγμα θα μεταφερόταν στο Μέτσοβο και ο Κωνσταντίνος θα ειχε στη διάθεσή του και την 3η μεραρχία, που βρισκόταν στην Κορυτσά, για μια απο τα νώτα επίθεση εναντίον των Τούρκων, σε περίπτωση που και η νέα επίθεση θα αποτύγχανε, όπως και οι προηγούμενες. 

Στο μεταξύ, ο στρατός Ηπείρου ειχε λάβει και άλλες ενισχύσεις : στις 14 Ιανουαρίου αποβιβάστηκαν στην Πρέβεζα δύο ίλες ιππικού και στις 12 Φεβρουαρίου έφτασαν και δύο πυροβολαρχίες του 4ου συντάγματος πεδινού πυροβολικού.

Η τελευταία επίθεση και η άλωση των Ιωαννίνων (19-22 Φεβρουαρίου 1913)

Χάρτης του σχεδίου της Ελληνικής επίθεσης

Μια απο τις κυριότερες μέριμνες του στρατηγείου Ηπείρου την εποχή εκείνη ηταν ο σχηματισμός αποθεμάτων πυρομαχικών για τα 105, συνολικά, πυροβόλα που είχε στη διάθεσή του. Σαν ελάχιστο ορίστηκε να εχει κάθε πυροβόλο 400 διαθέσιμα βλήματα. Στις αρχές Φεβρουαρίου η προσπάθεια αυτη είχε πετύχει : είχαν συγκεντρωθεί 54.000 βλήματα, αντιστοιχούσαν δηλαδή κατά μέσο όρο 515 βολές για κάθε πυροβόλο. Επίσης, με διαταγή του Κωνσταντίνου, έγινε κατανομή του ρόλου του πυροβολικού : το πεδινό και βαρύ θα έβαλλε μόνο κατά των μόνιμων στόχων, δηλαδή του Μπιζανίου, ενώ το ορειβατικό θα παρακολουθούσε το πεζικό στις κινήσεις του για να το καλύπτει.

Πρίν προετοιμάσει την επίθεσή του ο Κωνσταντίνος έστειλε στον Εσάτ πασά στις 17 Ιανουαρίου επιστολή, στην οποία του ζητούσε να παραδώσει τα Ιωάννινα για λόγους κυρίως ανθρωπιστικούς, μια και η Τουρκία είχε οπωσδήποτε χάσει τον πόλεμο. Αλλά η απάντηση του Τούρκου διοικητή υπήρξε αρνητική, Το σχέδιο, που είχε καταρτίσει το στρατηγείο, πρόβλεπε οτι η νέα γενική επίθεση θα εκδηλωνόταν στις 20 Φεβρουαρίου, με συνδυασμένη επίθεση του ελληνικού δεξιού και της ταξιαρχίας Μετσόβου εναντίον του αριστερού των αντιπάλων.

Αλλα ο φόβος οτι το σχέδιο είχε διαρρεύσει και οτι θα ήταν προβληματικός ο συνδυασμός των κινήσεων στρατού – ταξιαρχίας οδήγησε τον Κωνσταντίνο στο να αλλάξει γνώμη την τελευταία στιγμή (στις 15 Φεβρουαρίου). Σύμφωνα με το νέο σχέδιο ο στρατός Ηπείρου χωριζόταν σε δύο τμήματα στρατιάς. Το Α΄ τμήμα απαρτιζόταν απο την ταξιαρχία Μετσόβου — που θα ενεργούσε επίθεση αντιπερισπασμού στην γραμμή Μάζι – Κοντοβράκι και θα ερχόταν σε επαφή με την 6η μεραρχία στο άκρο δεξιό της κύριας παρατάξεως —, την 6η και την 7η μεραρχία, ουλαμό βαρέος πυροβολικού των 105 και 5 πυροβολαρχίες πεδινού πυροβολικού, και θα κάλυπτε το μέτωπο μέχρι το χάνι του Μπιζανίου. Η σύνθεση όλων των μεγάλων μονάδων του Α΄ τμήματος ήταν ελαττωμένη, γιατί είχαν συνεισφέρει 10 τάγματα για την ενίσχυση του Β΄ τμήματος.

Ο ρόλος του Α΄ τμήματος στη γενική επίθεση της 20ης Φεβρουαρίου θα ήταν να ενεργήσει εικονική προσβολή των απέναντι του εχθρικών θέσεων, ώστε ο εχθρός να νομίσει οτι η επίθεση θα εκδηλωνόταν στο αριστερό του, σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο. Το Β΄ τμήμα, που απαρτιζόταν απο την 4η μεραρχία, το απόσπασμα Ολύτσικα και τις ενισχύσεις απο το Α΄ τμήμα, δηλαδή απο 23 συνολικά τάγματα, θα ενεργούσε την κύρια επίθεση στον τομέα της Μανωλιάσας. Στο τμήμα αυτο είχαν διατεθεί και 6 ορειβατικές πυροβολαρχίες για να το καλύπτουν στην προέλασή του. Η 2η μεραρχία παρέμενε ανεξάρτητη στο κέντρο της παρατάξεως, απο το χάνι Μπιζανίου μέχρι τη Μανωλιάσα, και θα ενεργούσε και αυτη περιορισμένη επίθεση στον τομέα Αυγού για να καλύψει απο τα ανατολικά το Β΄ τμήμα. 

Διαβάστε Επίσης: Ο Ναυτικός Αγώνας και οι Ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου.

Η τελική Ελληνική επίθεση

Το υπόλοιπο πυροβολικό και το σύνταγμα ιππικού αποτελούσαν τη γενική εφεδρεία. Η επίθεση θα συνδυαζόταν με αποβατικές επιδείξεις του ναυτικού στους Αγίους Σαράντα, ώστε να απασχολείται η 13η τουρκική μεραρχία. Ολόκληρη η 19η Φεβρουαρίου καταναλώθηκε σε προπαρασκευή της επίθεσης απο το πεδινό πυροβολικό της γενικής εφεδρείας. Κάθε πυροβόλο έριξε 150 βολές εναντίον των μόνιμων στόχων του Μπιζανίου με αρκετή επιτυχία, αφού οι τουρκικές θέσεις ήταν πιο εμφανείς απο τις ελληνικές. Η απάντηση των τουρκικών πυροβολείων δεν υπήρξε αποτελεσματική. Την ίδια μέρα ολοκληρώθηκε η συγκέντρωση των  μονάδων του Β΄ τμήματος στα σημεία εξορμήσεως. Εκει χωρίστηκαν σε τρείς, περίπου ισοδύναμες, φάλαγγες. Η πρώτη φάλαγγα τοποθετήθηκε στο δεξιό του τμήματος, απέναντι στα υψώματα του Καστριού και του Αγίου Ηλία, η δεύτερη στο κέντρο, στη νοτιοδυτική έξοδο του στενού της Μανωλιάσας, και η τρίτη στο αριστερό, απέναντι απο τα υψώματα της Τσούκας και του Αγίου Νικολάου.

Στο μεταξύ, η ταξιαρχία Μετσόβου είχε κινηθεί σύμφωνα με το σχέδιο. Στίς 16 Φεβρουαρίου 6 τάγματα της ξεκίνησαν απο το Μέτσοβο, αφήνοντας εκει 5 λόχους για να καλύπτουν τα νώτα της. Στις 18 Φεβρουαρίου η ταξιαρχία είχε φτάσει στη γραμμή Χρυσοβίτσας – Ανθοχωρίου – Βουντονάσι, ενώ ο εχθρός κατείχε τα χωριά Τρίστενο, Πέτρα και Δεμάτι. Οι Τούρκοι υποχώρησαν χωρίς να δώσουν μάχη και έτσι το βράδυ της 19ης Φεβρουαρίου η ταξιαρχία βρισκόταν απέναντι απο το Δρίσκο και το Κοντοβράκι. Η γενική ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ης Φεβρουαρίου. Η επιχείρηση απασχολήσεως των Τούρκων απο το Α΄ τμήμα εκτελέστηκε σύμφωνα με το σχέδιο· η 2η μεραρχία κατέλαβε τις απέναντί της εχθρικές θέσεις στον τομέα του Αυγού. Η ταξιαρχία Μετσόβου συνάντησε σφοδρή αντίσταση των Τούρκων στο Δρίσκο, αλλα κατάφερε να καταλάβει το Κοντοβράκι. 

Η πρώτη και η τρίτη φάλαγγα του Β΄ τμήματος με ορμητικές επιθέσεις, με την ξιφολόγχη, κατέλαβαν τους αντικειμενικούς τους στόχους (υψώματα Καστριού, Αγίου Ηλία, Αγίου Νικολάου και Τσούκας) και σταθεροποίησαν τις θέσεις τους, έτοιμες για τη συνέχιση της επίθεσης την επομένη. Η δεύτερη φάλαγγα, αφού το πρωί εκβίασε την είσοδο του στενού της Μανωλιάσας και το κατέλαβε σε ολο του το μήκος, το απόγευμα καταδίωξε τους Τούρκους, που υποχωρούσαν απο τα υψώματα προς την κατεύθυνση των Ιωαννίνων, και αφού κατέλαβε το εχθρικό στρατόπεδο πυροβολικού στον Αγιο Ιωάννη και απέκοψε τα τηλεφωνικά καλώδια Ιωαννίνων – Μπιζανίου βρέθηκε το βράδυ στις νότιες παρυφές της ηπειρωτικής πρωτεύουσας.

Η παράδοση των Ιωαννίνων

Στις 11 τη νύχτα της ίδιας μέρας έφτασε στις προφυλακές του 9ου τάγματος ευζώνων της 2ης μεραρχίας ενα αμάξι. Σ᾿ αυτό επέβαιναν ο επίσκοπος Δωδώνης, ο υπολοχαγός Ρεούφ και ο ανθυπολοχαγός Ταλαάτ και έφερναν μαζί τους επιστολή που υπογραφόταν απο τους πρόξενους στα Ιωάννινα της Ρωσίας, Αυστρο-Οὐγγαρίας, Γαλλίας και Ρουμανίας και περιείχε πρόταση του Εσάτ πρός τον Κωνσταντίνο για άμεση και χωρίς όρους παράδοση των Ιωαννίνων και του Μπιζανίου. Το πρωί, ώρα 2, της 21ης Φεβρουαρίου οι απεσταλμένοι, συνοδευόμενοι απο το διοικητή το 9ου τάγματος Ιωάννη Βελισσαρίου, έφτασαν στο στρατηγείο της 2ης μεραρχίας. Εκεί περίμεναν την άφιξη αυτοκινήτου, που τους οδήγησε στις 4.30΄ στο Χάνι του Εμίν Αγά, όπου βρισκόταν το ελληνικό Στρατηγείο. Ο Κωνσταντίνος συμφώνησε ασυζητητί με το περιεχόμενο της επιστολής και στις 5.30΄ δόθηκε διαταγή κατάπαυσης του πυρός σε όλες τις μονάδες. Οι απεσταλμένοι οδηγήθηκαν απο τον ίδιο δρόμο, πίσω στα Ιωάννινα.

Με αλλεπάλληλα τηλεγραφήματα του στρατηγείου προς τον βασιλιά, τον πρωθυπουργό και το Υπουργείο Στρατιωτικών αναγγέλθηκε στην Αθήνα η χαρμόσυνη είδηση και το πρωί της 22ας Φεβρουαρίου 1913 οι μονάδες του Β΄ τμήματος, που είχαν εκτελέσει την κύρια επίθεση, παρέλασαν στους δρόμους των Ιωαννίνων κάτω απο τις επευφημίες των κατοίκων.

Η εκκαθάριση της Ηπείρου

Ο ελληνικός στρατός συνέλαβε αιχμαλώτους πάνω απο 20.000 Τούρκους στην περιοχή Ιωαννίνων – Μπιζανίου. Αλλα υπήρχαν πληροφορίες οτι ένας σημαντικός αριθμός εχθρών ειχε διαφύγει τη σύλληψη και υποχωρούσε μαζί με τη σχεδόν άθικτη 13η μεραρχία προς τη βόρεια Ήπειρο. Η συνολική δύναμη των υποχωρούντων εχθρών υπολογιζόταν σε τουλάχιστον 15.000 άνδρες και 15 πυροβόλα. Την ίδια μέρα που παραδόθηκαν τα Ιωάννινα στάλθηκε τηλεγραφική διαταγή στην 3η μεραρχία, που έδρευε στην Κορυτσά, να βαδίσει πρός τα δυτικά και να κόψει το δρόμο στους Τούρκους. Η 3η μεραρχία ξεκίνησε αμέσως και στις 23 Φεβρουαρίου κατέλαβε το Λεσκοβίκι και την επομένη την Κόνιτσα. Στις 27 απόσπασμα της απο 3 τάγματα κατέλαβε την Πρεμετή, όπου στὶς 2 Μαρτίου έφτασε και η υπόλοιπη μεραρχία. Το άλλο πρωί ξεκίνησε για την Κλεισούρα, αλλα λίγες ώρες μετα (ώρα 11 περίπου) δέχτηκε πυρά απο τα ὑψώματα που βρίσκονταν στα βορειοδυτικά του αμαξιτού δρόμου. Μετά απο ολιγόωρη μάχη οι εχθροί υποχώρησαν και το ίδιο βράδυ η εμπροσθοφυλακή της μεραρχίας έμπαινε στην Κλεισούρα. Εκεί την επομένη, 4 Μαρτίου, συγκεντρώθηκε ολόκληρη η μεραρχία και ανασυντάχτηκε.

Σύμφωνα με πληροφορίες κατοίκων της περιοχής οι Τούρκοι είχαν κατορθώσει να διαφύγουν προς το Τεπελένι και την προηγούμενη μέρα η μεραρχία ειχε δώσει μάχη με την οπισθοφυλακή τους. Με διαταγή του στρατηγείου της 7ης Μαρτίου η Κλεισούρα ορίστηκε έδρα της 3ης μεραρχίας. Στο μεταξύ το «Απόσπασμα Αχέροντος», που είχε συνολική δύναμη 11 λόχων, μετά την υποχώρηση της 13ης τουρκικής μεραρχίας, πέρασε και πάλι στα δυτικά του ποταμού και μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου ειχε καταλάβει το Μαργαρίτι, την Πάργα και τις Φιλιάτες. Την 1η Μαρτίου, μετά απο σχετική διαταγή του στρατηγείου, ξεκίνησε για τους Αγιους Σαράντα όπου έφτασε, μετά απο πορεία δύο ημερών, στις 3 Μαρτίου. Τις μέρες που ακολούθησαν την παράδοση των Ιωαννίνων ο στρατός Ηπείρου ασχολήθηκε με τη συγκέντρωση των αιχμαλώτων και της πολεμικής λείας καθώς και με την ανασυγκρότησή του. Η 4η και η 6η μεραρχία μεταφέρθηκαν και πάλι στη Θεσσαλονίκη και ο υπόλοιπος στρατός ετοιμάστηκε να συνεχίσει την πορεία του πρός τα βόρεια. 

Πρώτη ξεκίνησε στις 27 Φεβρουαρίου η 8η μεραρχία, ενισχυμένη με το σύνταγμα ιππικού και με κατεύθυνση το Αργυρόκαστρο θα την ακολουθούσε απο τον ίδιο δρόμο και η 2η μεραρχία, που θα ξεκινούσε απο τα Ιωάννινα στις 2 Μαρτίου. Στις 28 Φεβρουαρίου οι προφυλακές της 8ης μεραρχίας έφτασαν στο Χάνι Ελιάς κοντά στο Καλπάκι, οπου πληροφορήθηκαν απο αναγνωρίσεις του συντάγματος ιππικού, που προπορευόταν, οτι 2.500 περίπου Τούρκοι βρίσκονταν στην Κακαβιά. Εκεί η μεραρχία έδωσε στις 2 Μαρτίου ολιγόωρη μάχη με τον εχθρό, που υποχώρησε για να αποφύγει την κύκλωση. Το μεσημερι της 3ης Μαρτίου τμήματα της μπήκαν στο Αργυρόκαστρο, ενώ αλλα κατέλαβαν το Δέλβινο, ύστερα απο αίτηση των κατοίκων του. 

Διαβάστε Επίσης: Το Μέτωπο της Ηπείρου- Η Απελευθέρωση της Πρέβεζας και οι Μάχες στα Πέντε Πηγάδια – Αγίους Σαράντα – Μέτσοβο

Την επομένη, 4 Μαρτίου, το σύνταγμα ιππικού μπήκε στο Τεπελένι, οπου πληροφορήθηκε οτι οι ὑποχωρούντες Τούρκοι είχαν συγκεντρωθεί στο Βεράτι. Εκεί παρέμειναν ως την υπογραφή της ειρήνης, χωρίς καθόλου να παρενοχλήσουν τον ελληνικό στρατό. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τηλεγράφημά του προς τον Κωνσταντίνο, την 1η Μαρτίου 1913, όριζε τη γραμμή, πέρα απο την οποία δε θα έπρεπε να προελάσει ο ελληνικός στρατός πρός τα βόρεια. Η γραμμή αυτη, που αντιπροσώπευε το όριο των ελληνικών εδαφικών απαιτήσεων στην περιοχή της Ηπείρου, περνούσε βόρεια απο το Τεπελένι, το Δαγκλή – Ντάγκ και το Παναρέτι και κατέληγε στη Μοσχόπολη. Με αλλο τηλεγράφημα, στις 2 Μαρτίου, ο πρωθυπουργός απαγόρευε ρητά την κατάληψη της Αυλώνας, για την οποία ειχε εκδηλωθεί έντονο Ιταλικό ενδιαφέρον. 

Στις 5 Μαρτίου, με τηλεγράφημα και πάλι του Βενιζέλου, αναγγέλθηκε στο στρατηγείο η δολοφονία του Γεωργίου. Ο βασιλιὰς Κωνσταντίνος αναχώρησε την επομένη για την Αθήνα. Αλλα και ο στρατός Ηπείρου σταδιακά μεταφερόταν στη Μακεδονία, οπου ειχε αρχίσει να εκδηλώνεται απειλή πολέμου με τους Βουλγάρους. Την 4η και την 6η μεραρχία ακολούθησε, στις 7 Μαρτίου, και η 2η μεραρχία και στις 23 Μαρτίου επέστρεψε στην Κορυτσά η 3η μεραρχία. Στην περιοχή Κλεισούρας την αντικατέστησε η 8η μεραρχία, ενώ στη θέση της τελευταίας, στην περιοχή Αργυροκάστρου – Τεπελενίου, ἐγκαταστάθηκε μια νέα μεραρχία, η 9η, που είχε συγκροτηθεί στις 18 Μαρτίου απο την ταξιαρχία Μετσόβου, το απόσπασμα Χιμάρας και το 24ο σύνταγμα πεζικού (που είχε συγκροτηθεί πρόσφατα απο τα αποσπάσματα Αχέροντα και Ολύτσικα, και εφέδρους).

Στις 5 Ιουλίου μεταφέρθηκε στην Καβάλα και η 8η μεραρχία και έτσι η 9η έμεινε μόνη της για τη φρούρηση της Ηπείρου και την προστασία των κατοίκων απο τις επιδρομές των Αλβανών.

Μάχη των Γιαννιτσών: Το τελευταίο εμπόδιο του Ελληνικού Στρατού πρίν την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.

Με την κήρυξη του  Α΄ Βαλκανικού πολέμου, ο στρατός της Θεσσαλίας πέρασε τα σύνορα με στόχο την κατάληψη της Μακεδονίας. Στην πορεία του βρέθηκε...

Φιλική Εταιρεία: Η ίδρυση και η δράση της μυστικής εταιρείας που οργάνωσε την επανάσταση του 1821

Η Φιλική Εταιρεία ήταν μια απο τις πολλές μυστικές επαναστατικές εταιρείες που παρουσιάστηκαν σε ολόκληρη τη νότια και ανατολική Ευρώπη κατά το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα και χρησιμοποιούσαν, όπως οι Καρμπονάροι, οι Bon Cousins, οι Tugenbbund και οι Δεκεμβριστές, πολύπλοκες ιεροτελεστίες μυήσεως πο θύμιζαν πολύ τον τεκτονισμό. Αλλά αντίθετα με τους τέκτονες του 18ου αιώνα οι εταιρείες αυτές επιδίδονταν σε συνωμοτικές ενέργειες υπηρετώντας ποικίλους συνδυασμούς πολιτικών, κοινωνικών και εθνικιστικών ιδεολογιών.