Η Μάχη της Ηράκλειας έλαβε χώρα το 280 π.Χ. μεταξύ των Ρωμαίων υπό τη διοίκηση του προξένου Πούμπλιου Βαλέριου Λαιβίνου και των συνδυασμένων δυνάμεων των Ελλήνων από την Ήπειρο , τον Τάραντα, τους Θούριους , το Μεταπόντιον και την Ηράκλεια υπό τη διοίκηση του Πύρρου , βασιλιά της Ηπείρου. Αν και η μάχη ήταν μια νίκη για τους Έλληνες και οι απώλειές τους ήταν λιγότερες από τους Ρωμαίους, είχαν χάσει πολλούς βετεράνους στρατιώτες που θα ήταν δύσκολο να αντικατασταθούν σε ξένο έδαφος.
Ιστορικό
Ο Τάραντας ήταν ελληνική αποικία που ίδρυσαν οι Σπαρτιάτες, και ήταν μέρος της Μεγάλης Ελλάδας στην Κάτω Ιταλία. Τα μέλη της ηγετικής παράταξης στον Τάραντα, οι δημοκράτες υπό τον Φιλόχαρη ή τον Αινησία, ήταν εναντίον της Ρώμης, γιατί γνώριζαν ότι αν οι Ρωμαίοι έμπαιναν στον Τάραντα οι Έλληνες θα έχαναν την ανεξαρτησία τους. Οι Έλληνες της πόλης είχαν αρχίσει να φοβούνται τη ρωμαϊκή επέκταση μετά τον Τρίτο Σαμνιτικό Πόλεμο .
Μετά την παράδοση των Σαμνιτών το 290 π.Χ., οι Ρωμαίοι ίδρυσαν πολλές αποικίες στην Απουλία και τη Λουκανία , η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η Βενυσία . Το 282 π.Χ., μετά από μάχη κατά των Σαμνιτών, των Λουκανίων , των Βρούτιων και των Θούριων, τα ρωμαϊκά στρατεύματα εισήλθαν στις ιταλικές ελληνικές αποικίες του Κρότωνα , των Λοκρών και του Ρήγου . Οι Δημοκρατικοί από τον Τάραντα γνώριζαν ότι μόλις η Ρώμη τελείωνε τον πόλεμο με τους Γαλάτες, τους Λουκάνιους, τους Ετρούσκους, τους Σαμνίτες και τους Βρούτιους, θα ήταν οι επόμενοι που θα δέχονταν επίθεση. Ένα άλλο γεγονός που αφορούσε τους Ταρεντίνους ήταν ότι η αριστοκρατική φατρία των Θούριων που είχε πάρει την εξουσία είχε προσκαλέσει μια ρωμαϊκή φρουρά στην πόλη τους. Οι Ταρεντίνοι, οι οποίοι εκείνη την εποχή είχαν την μεγαλύτερη δύναμη όλων των αποικιών της Μεγάλης Ελλάδας, ανησυχούσαν βαθιά για αυτό το γεγονός.
Η δεύτερη παράταξη στον Τάραντα ήταν οι αριστοκράτες, με επικεφαλής τον Άγη, οι οποίοι δεν αντιτάχθηκαν στην παράδοση της πόλης τους στη Ρώμη, καθώς αυτό θα οδηγούσε στην επιστροφή της αριστοκρατικής παράταξης στην εξουσία. Οι αριστοκράτες όμως δεν μπορούσαν να παραδοθούν άμεσα και να γίνουν αντιδημοφιλείς στον πληθυσμό. Το φθινόπωρο του 282 π.Χ., ενώ ο Τάραντας γιόρταζε τη γιορτή του Διονύσου στο θέατρό τους μπροστά στη θάλασσα, είδαν δέκα ρωμαϊκά πλοία, με στρατιώτες και προμήθειες για τη ρωμαϊκή φρουρά των Θούριων, να μπαίνουν στον κόλπο του Τάραντα. Τότε η αριστοκρατία του Τάραντα ζήτησε από τους Ρωμαίους διοικητές, Πούμπλιο Κορνήλιο και Λούσιο Βαλέριο να συλλάβουν και να εκτελέσουν τους δημοκράτες και τους οπαδούς τους, κάτι που θα επέτρεπε στους αριστοκράτες να πάρουν τον έλεγχο της πόλης και στην συνέχεια να την παραδόσουν στους Ρωμαίους. Οι Ταρεντίνοι όμως ήταν θυμωμένοι, επειδή οι Ρωμαίοι είχαν υπογράψει συμφωνία να μην πλεύσουν στον κόλπο του Τάραντα, και ετοίμασαν το ναυτικό τους για να επιτεθούν στα ρωμαϊκά πλοία. Μερικά από τα πλοία βυθίστηκαν και ένα αιχμαλωτίστηκε.
Οι Ταρεντίνοι γνώριζαν ότι είχαν λίγες πιθανότητες νίκης κόντρα στη Ρώμη. Τότε αποφάσισαν να καλέσουν σε βοήθεια τον Πύρρο, βασιλιά της Ηπείρου. Ο στρατός και ο στόλος του Τάραντα κινήθηκαν προς τους Θούριους και βοήθησαν τους δημοκράτες εκεί να εξορίσουν τους αριστοκράτες. Η ρωμαϊκή φρουρά που είχε τοποθετηθεί στην πόλη αποσύρθηκε.
Οι Ρωμαίοι έστειλαν διπλωματική αποστολή για να διευθετήσει το θέμα και να πάρει πίσω τους αιχμαλώτους αλλά οι διαπραγματεύσεις έληξαν απότομα, έτσι η Ρώμη κήρυξε τον πόλεμο στον Τάραντα. Το 281 π.Χ., ρωμαϊκές λεγεώνες υπό τη διοίκηση του Λούσιου Εμίλιου Βάρβουλα μπήκαν στον Τάραντα και τον λεηλάτησαν. Στην συνέχεια ο Τάραντας μαζί με ενισχύσεις Σαμνιτών και Σαλεντίνων, έχασε σε μια μάχη εναντίον των Ρωμαίων. Μετά τη μάχη οι Έλληνες επέλεξαν τον Άγη για να υπογράψουν ανακωχή και να ξεκινήσουν διπλωματικές συνομιλίες. Αυτές οι συνομιλίες διακόπηκαν επίσης όταν 3.000 στρατιώτες από την Ήπειρο υπό τη διοίκηση του Μίλωνα εισήλθαν στην πόλη. Ο Ρωμαίος πρόξενος αποσύρθηκε και οι Ρωμαίοι υπέστησαν μεγάλες απώλειες από τις επιθέσεις των ελληνικών πλοίων.
Ο Πύρρος αποφάσισε να βοηθήσει τον Τάραντα επειδή τους χρωστούσε — τον είχαν βοηθήσει νωρίτερα να κατακτήσει το νησί της Κέρκυρας . Πίστευε επίσης ότι μπορούσε να βασιστεί σε βοήθεια από τους Σαμνίτες, τους Λουκάνους, τους Ετρούσκους, τους Ούμπριους και τους Βρούτιους, καθώς και από ορισμένες ιλλυρικές φυλές, όλους τους λαούς με ιστορία σύγκρουσης με τη Ρώμη. Ο απώτερος στόχος του ήταν να ξανακατακτήσει τη Μακεδονία που είχε χάσει το 285 π.Χ., αλλά δεν είχε αρκετά χρήματα για να στρατολογήσει στρατιώτες. Σχεδίαζε να βοηθήσει τον Τάραντα και μετά να πάει στη Σικελία και να επιτεθεί στην Καρχηδόνα. Πίστευε οτι αφού κέρδιζε έναν πόλεμο εναντίον της Καρχηδόνας και καταλάμβανε τη νότια Ιταλία, θα είχε αρκετά χρήματα και δύναμη για να οργανώσει έναν ισχυρό στρατό και να καταλάβει τη Μακεδονία.
Προετοιμασίες
Πριν φύγει από την Ήπειρο , ο Πύρρος συνήψε συμμαχία και δανείστηκε στρατιώτες και χρήματα από τον διεκδικητή του μακεδονικού θρόνου, Πτολεμαίο Κεραυνό. Ο επί χρόνια φίλος και σύμμαχός του Πτολεμαίος Β’ Φιλάδελφος , βασιλιάς της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου, υποσχέθηκε επίσης να στείλει 9.000 στρατιώτες και 50 πολεμικούς ελέφαντες. Επιστράτευσε επίσης ιππικό από τη Θεσσαλία, τοξότες και σφενδονιστές από τη Ρόδο — καθώς οι ηγεμόνες τους ήθελαν να αποφύγουν έναν πόλεμο με την Ήπειρο. Την άνοιξη του 280 π.Χ. ο Πύρρος αποβιβάστηκε χωρίς απώλειες στην Ιταλία.
Αφού άκουσαν την άφιξη του Πύρρου στην Ιταλία, οι Ρωμαίοι κινητοποίησαν οκτώ λεγεώνες, συνολικά περίπου 80.000 στρατιώτες. Τις χώρισαν σε τέσσερις στρατούς:
- Ένας στρατός υπό τη διοίκηση του Βάρβουλα , με εντολή να αποσπάσει την προσοχή των Σαμνιτών και των Λουκανίων, ώστε να μην μπορούν να ενταχθούν στο στρατό του Πύρρου. Τοποθετήθηκαν στη Βενούσια.
- Ένας δεύτερος στρατός που έμεινε πίσω για να φυλάει τη Ρώμη.
- Ένας τρίτος στρατός υπό τη διοίκηση του προξένου Τιβέριου Κορουνκάνιου βάδισε εναντίον των Ετρούσκων, για να αποφύγει μια συμμαχία μεταξύ αυτών και του Πύρρου.
- Ένας τέταρτος στρατός υπό τη διοίκηση του Πούμπλιου Βαλέριου Λαιβίνου βάδισε προς τον Τάραντα και λεηλάτησαν τη Λουκανία.
Ο Πούμπλιος Λαιβίνος κινήθηκε προς την Ηράκλεια, μια πόλη που ίδρυσαν οι Ταρεντίνοι, με σκοπό να αποκόψει τον Πύρρο από τις ελληνικές αποικίες της Καλαβρίας, αποφεύγοντας έτσι την εξέγερσή τους κατά της Ρώμης.
Οι αντίπαλοι στρατοί
Ήπειρος
Ο Πύρρος παρέταξε στο πεδίο της μάχης 3.000 υπασπιστές υπό τη διοίκηση του Μίλωνα, 20.000 φαλαγγίτες , Ηπειρώτες συμπεριλαμβανομένων 5.000 Μακεδόνων στρατιωτών που έδωσε ο Πτολεμαίος, 6.000 οπλίτες εισφοράς του Τάραντα, 4.000 ιππείς, συμπεριλαμβανομένου του Θεσσαλικού στρατεύματος και 1.000 ιππέων του Τάραντα, 2.000 τοξότες, 500 ροδίτες σφενδόνιστες και 20 πολεμικούς ελέφαντες με πύργους.
Ρωμαϊκή Δημοκρατία
Ο Πούμπλιος Βαλέριος Λαιβίνος παρέταξε 8 λεγεώνες χωρισμένες σε: 4 λεγεώνες Ρωμαίων πολιτών που η καθεμία αποτελείται από 4.200-5.000 πεζούς σε ένα σύνολο 20.000 πεζών. 4 λεγεώνες των Συμμάχων: alae of socii (Ιταλοί σύμμαχοι, που τοποθετήθηκαν στα άκρα της παράταξης) σύνολο 16.800 άντρες. Τους σύμμαχους Βρούτους καθώς και άλλους σύμμαχους της Καμπανίας με ενα σύνολο 2400 αντρών. 600 ιππείς (Ρωμαϊκό ιππικό) και 1.800 συμμαχικούς Ιταλούς ιππείς, που ανέρχονται συνολικά σε 2.400 άντρες, μερικοί από τους οποίους τοποθετήθηκαν για την υπεράσπιση του στρατοπέδου (castrum) και δεν έλαβαν μέρος στην αρχική μάχη.
Η Μάχη
Ο Πύρρος δεν βάδισε εναντίον των Ρωμαίων όσο περίμενε τις ενισχύσεις των συμμάχων του. Όταν κατάλαβε ότι δεν έρχονταν οι ενισχύσεις, αποφάσισε να πολεμήσει τους Ρωμαίους σε μια πεδιάδα κοντά στον ποταμό Σίρη ανάμεσα στην Πανδοσία και την Ηράκλεια. Ο Πύρρος πήρε θέση εκεί και περίμενε. Πριν από την μάχη έστειλε διπλωμάτες στον Ρωμαίο πρόξενο, προτείνοντάς του να σταματήσει τις συγκρούσεις μεταξύ της Ρώμης και του πληθυσμού της νότιας Ιταλίας. Ισχυρίστηκε ότι οι σύμμαχοί του τον αναγνώρισαν ως τον ανώτατο δικαστή της κάτω Ιταλίας και ζήτησε την ίδια αναγνώριση από τους Ρωμαίους. Οι Ρωμαίοι αρνήθηκαν το αίτημά του και μπήκαν στην πεδιάδα στα δεξιά του ποταμού Σίρη, όπου έστησαν στρατόπεδο.
Είναι άγνωστο πόσα στρατεύματα είχε αφήσει ο Πύρρος στον Τάραντα, υπολογίζεται ότι είχε περίπου 25–35.000 στρατιώτες μαζί του στην Ηράκλεια. Πήρε θέση στην αριστερή όχθη του ποταμού, ελπίζοντας ότι οι Ρωμαίοι θα δυσκολεύονταν να διασχίσουν τον ποταμό, κάτι που θα του εξασφάλιζε περισσότερο χρόνο για να προετοιμάσει την επίθεσή του. Έστειλε μερικές ελαφριές μονάδες πεζικού κοντά στο ποτάμι για να τον ενημερώσουν πότε θα άρχισαν οι Ρωμαίοι να το διασχίζουν και σχεδίασε πρώτα να τους επιτεθεί με το ιππικό και τους ελέφαντες του πρίν προλάβουν να παραταχθούν σωστά στην απέναντι όχθη. Ο Βαλέριος Λαιβίνος είχε υπό τις διαταγές του περίπου 42.000 στρατιώτες, μεταξύ των οποίων ιππείς, βελίτες και ακοντιστές. Θα ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που θα συγκρούονταν δύο πολύ διαφορετικοί τύποι πολεμιστών: η Ρωμαϊκή Λεγεώνα και η Μακεδονική Φάλαγγα .
Τα ξημερώματα οι Ρωμαίοι άρχισαν να διασχίζουν τον ποταμό. Στα πλάγια το ρωμαϊκό ιππικό επιτέθηκε στους ανιχνευτές και το ελαφρύ πεζικό του Πύρρου, οι οποίοι αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή. Όταν ο Πύρρος έμαθε ότι οι Ρωμαίοι είχαν αρχίσει να διασχίζουν τον ποταμό, διέταξε το Μακεδονικό και Θεσσαλικό ιππικό του να επιτεθεί στο Ρωμαϊκό ιππικό. Τότε το βαρύ πεζικό των φαλαγγιτών μαζί με πελταστές και τους τοξότες, ξεκίνησε την πορεία σύγκρουσης με τους Ρωμαίους λεγαιωνάριους. Το Ηπειρώτικο ιππικό διέλυσε επιτυχώς τον ρωμαϊκό σχηματισμό μάχης και στη συνέχεια αποχώρησε. Οι σφενδονιστές και οι τοξότες του Πύρρου άρχισαν να βάλλουν και οι σαρισσοφόροι του άρχισαν να επιτίθενται. Ο Πύρρος αν και είχε λιγότερους στρατιώτες η γραμμή του πεζικού του ήταν σχεδόν ίσο με το μήκος της γραμμής των Ρωμαίων.
Οι Ελληνικές φάλαγγες έκαναν επτά επιθέσεις, αλλά δεν κατάφεραν να πλήξουν σημαντικά τις ρωμαικές λεγεώνες. Οι φαλαγγιτες είχαν συναντήσει έναν εχθρό που ήταν πιο δυνατός από οποιονδήποτε άλλο είχαν συναντήσει ποτέ. Οι Ρωμαίοι επίσης έκαναν επτά επιθέσεις, αλλά δεν μπόρεσαν να σπάσουν τη φάλαγγα και η μάχη είχε καταλήξει σε αδιέξοδο. Κάποια στιγμή, η μάχη έγινε τόσο σκληρή που ο Πύρρος, ο οποίος πολεμούσε στην πρώτη γραμμή, συνειδητοποίησε ότι αν έπεφτε στη μάχη, οι στρατιώτες του θα έχαναν το κουράγιο τους και θα υποχωρούσαν. Τότε άλλαξε πανοπλία με έναν από τους σωματοφύλακές του. Ομως αυτός ο σωματοφύλακας που φορούσε την πανοπλία του Πύρρου σκοτώθηκε και η είδηση διαδόθηκε στις τάξεις ότι ο Πύρρος είχε πέσει.
Οι Ελληνικές δυνάμεις τότε άρχισαν να υποχωρούν και οι Ρωμαίοι άρχισαν να πιέζουν ολο και περισσότερο. Ο Πύρρος τότε αντιλήφθηκε την καταστροφή που ερχόταν και έκανε κάτι πολύ παρακινδυνευμένο ώστε να σώσει τον στρατό του. Πέταξε το κράνος του και κάλπασε με το άλογο του μπροστά απο τις Ελληνικές γραμμές για να δείξει στους άντρες του οτι ζούσε. Αυτή η επίδειξη γενναιότητας ενίσχυσε την αποφασιστικότητά τους. Ολόκληρη η ελληνική γραμμή άρχισε να φωνάζει το όνομα του Πύρρου και όρμησε ξανά εναντίον των ρωμαίων.
Με τη φάλαγγα μη μπορώντας να κάνει σημαντικά κέρδη, ο Πύρρος ανέπτυξε τους πολεμικούς ελέφαντες του, που κρατούνταν ως εφεδρεία μέχρι τώρα. Το ρωμαϊκό ιππικό απειλούσε πολύ έντονα τα πλευρά του. Έκπληκτοι στη θέα αυτών των παράξενων και τεράστιων πλασμάτων που κανένας δεν είχε ξαναδεί, το ρωμαικό ιππικό κάλπασε μακριά και άφησε εκτεθειμένη τη ρωμαϊκή λεγεώνα. Στη συνέχεια ο Πύρρος εξαπέλυσε το θεσσαλικό ιππικό του ανάμεσα στις αποδιοργανωμένες λεγεώνες τις οποίες εξολόθρευσαν και έτσι ολοκληρώθηκε η ήττα των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι έτρεξαν πίσω απο τον ποταμό και ο Πύρρος κέρδισε την μάχη.
Κατά τον Διονύσιο, οι Ρωμαίοι έχασαν 15.000 στρατιώτες ενώ αιχμαλωτίστηκαν χιλιάδες. Ο Ιερώνυμος αναφέρει 7.000. Ο Διονύσιος επίσης αναφέρει οτι οι απώλειες του Πύρρου ήταν περίπου 11.000 στρατιώτες, ενώ σύμφωνα με τον Ιερώνυμο 3.000. Παρά την νίκη του οι απώλειες του Πύρρου ήταν μεγάλες, ειδικά σε βετεράνους φαλαγγίτες οι οποίοι ήταν πολύτιμοι στο στράτευμα και πολύ δύσκολο να αντικατασταθούν. Με τόσες απώλειες αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί η πρώτη από τις πύρρειες νίκες του εναντίον της Ρώμης.
Συνέπειες
Μετά τη μάχη, οι ενισχύσεις από τη νότια Ιταλία εντάχθηκαν στον στρατό του Πύρρου. Οι Έλληνες του Ρήγιου που ήθελαν να ενωθούν μαζί του σφαγιάστηκαν από Ρωμαίους στρατιώτες υπό τη διοίκηση του Δέκιου Βιμπέλιου, ο οποίος ανακηρύχθηκε άρχοντας της πόλης. Τότε ο Πύρρος άρχισε να βαδίζει προς τη Ρώμη. Κατέλαβε πολλές μικρές πόλεις στην Καμπανία και οι δυνάμεις του λεηλάτησαν το Λάτιο . Η πορεία του σταμάτησε στο Ανάνη, δύο μέρες από τη Ρώμη, όταν συνάντησε τον άλλο ρωμαϊκό προξενικό στρατό υπό τον Τιβέριο Κορουνκάνιο. Ο Πύρρος φοβόταν ότι δεν είχε αρκετούς στρατιώτες για να πολεμήσει και ήξερε ότι ο Λαιβίνος και ο Μπάρμπουλας πιθανώς να βαδίζουν πίσω του. Εκεί, κρίνοντας πως η κατάληψη της Ρώμης ήταν ανέφικτη με τις δυνάμεις που είχε, έστειλε τον ρήτορα Κινέα στη Ρώμη για διαπραγματεύσεις ενώ ο ίδιος πέρασε τον χειμώνα στην Καμπανία. Έτσι, αποσύρθηκαν και οι Ρωμαίοι και δεν τον ακολούθησαν. Θα ακολουθήσουν οι μάχες στο Άσκλον και στο Μπενεβέντο.