Α Βαλκανικός Πόλεμος: Το Μέτωπο της Ηπείρου- Η Απελευθέρωση της Πρέβεζας και οι Μάχες στα Πέντε Πηγάδια – Αγίους Σαράντα – Μέτσοβο

Κατά την έναρξη του Α Βαλκανικού Πολέμου η Ήπειρος είχε δευτερεύουσα σημασία για την ελληνική Διοίκηση, η οποία επικεντρώθηκε στις ενέργειες του “Στρατού της Θεσσαλίας”, στο πλαίσιο των επιχειρήσεων του διαδόχου Κωνσταντίνου προς τη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη. Ως εκ τούτου, η αναλογία δυνάμεων στην περιοχή ήταν σαφώς κατά των Ελλήνων. Στην πράξη η “Στρατιά Ηπείρου” είχε σκοπό να απασχολήσει τις τουρκικές δυνάμεις και να εκμεταλλευτεί παραλείψεις τους, περισφίγγοντας όσο μπορούσε την πόλη των Ιωαννίνων.

Ο στρατός της Ηπείρου, που συγκεντρώθηκε στην περιοχή της Αρτας, όπου έδρευε το στρατηγείο του, απαρτιζόταν από τα τρία τάγματα πεζικού του 15ου συντάγματος, 1 τάγμα εθνοφρουρών, 4 τάγματα ευζώνων (το 3ο, το 3ο ανεξάρτητο, το 7ο και το 10ο) και μία ίλη ιππικού. Είχε δηλαδή περίπου τη δύναμη μιάς μεραρχίας. Οι 282 αξιωματικοί του και οι 7.915 μάχιμοι οπλίτες του υποστηρίζονταν από μια ορεινή και μία πεδινή μοίρα πυροβολικού (σύνολο 24 πυροβόλα), ενώ στήν περιοχή Άρτας βρισκόταν μέσα σε οχυρά και μία τοπομαχική μοίρα με 18 βαριά πυροβόλα των 155 και 105. Ο διοικητὴς του στρατού Ηπείρου αντιστράτηγος Κ. Σαπουντζάκης έφτασε στην Αρτα στις 2 Οκτωβρίου, με τις διαταγές του Γενικού Επιτελείου για την αποστολὴ των μονάδων που είχε κάτω από τις διαταγές του. 

Οι κινήσεις του Ελληνικού Στρατού στα Μέτωπα της Ηπείρου, Μακεδονίας και Αιγαίου

Σύμφωνα με αυτές, ο στρατός Ηπείρου θα χρησίμευε ως δυτική πλαγιοφυλακή στον κύριο όγκο του ελληνικού στρατού («Στρατός Θεσσαλίας»), που θα προήλαυνε στη Μακεδονία. Θα τηρούσε αμυντική στάση και η μόνη επιθετική κίνηση του θα ήταν να καταλάβει τα υψώματα του Γριμπόβου, στη δυτική όχθη του Αράχθου, από όπου οι Τούρκοι είχαν βομβαρδίσει την Άρτα στόν πόλεμο του 1897, και να οχυρωθεί εκεί απασχολώντας τον τουρκικό στρατό.

Οι Τούρκοι γιά την υπεράσπιση της Ηπείρου διέθεταν την 23η ανεξάρτητη μεραρχία Ιωαννίνων, με διοικητή τον Εσάτ πασά. Στους 2.602 άνδρες της είχαν προστεθεί με την επιστράτευση 9.922 έφεδροι και 2.590 εθνοφρουροί, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί και μια δεύτερη μεραρχία, η 23η μεραρχία εφέδρων («Ρεντίφ») από 7.000 εφέδρους και εθνοφρουρούς, ενώ οι υπόλοιποι έφεδροι (5.500 περίπου) συμπλήρωσαν την 23η μόνιμη («Νιζάμ») μεραρχία. Οι Τούρκοι διέθεταν επίσης μία ίλη ιππικού, ένα σύνταγμα πεδινού πυροβολικού (24 πυροβόλα) και μία ορειβατική μοίρα (8 πυροβόλα).

Το υψίπεδο νοτίως των Ιωαννίνων είναι πεταλοειδές και από τη φύση του οχυρό: σχηματίζεται από βραχώδη και δυσπρόσιτα υψώματα που το περιβάλλουν. Στην τοποθεσία είχαν κατασκευασθεί μόνιμα οχυρωματικά έργα με την επίβλεψη Γερμανών αξιωματικών, που είχαν αναλάβει τον εκσυγχρονισμό των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Τα οχυρά ήταν τα απόρθητα φρούρια των Τούρκων που κατασκευάστηκαν κατά τα έτη 1909-1912 αλλά και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Προφανώς οι Τούρκοι ανέμεναν τον πόλεμο αυτό και είχαν λάβει τα μέτρα τους

Ο κυριότερος λόγος, που υπαγόρευσε στο ελληνικό Γενικό Ἐπιτελείο να περιορίσει σε αμυντικό ρόλο το στρατό της Ηπείρου, δέν ήταν η αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων του, αλλά η απόλυτη αδυναμία του να εκπορθήσει τα οχυρά του Μπιζανίου χωρίς σημαντικές ενισχύσεις. Ο ορεινός όγκος του Μπιζανίου, που δέσποζε σε όλα τα περάσματα που οδηγούσαν από τα νότια στά Ιωάννινα, αποτελούσε απο τη φύση του εξαιρετικά ισχυρή αμυντική τοποθεσία, που επιπλέον είχε ενισχυθεί πρόσφατα με πέντε μόνιμα πυροβολεία, κατασκευασμένα κάτω απο την επίβλεψη της γερμανικής οργανωτικής αποστολής του τουρκικού στρατού, στις θέσεις Γαρδίκι, Σαδοβίτσα, Βοδιβίτσα, Μεγάλο Μπιζάνι και Καστρίτσι, ενώ πρόχειρα πυροβολεία είχαν στηθεί στην Τσούκα, στον Αγ. Νικόλαο και στη Μανωλιάσα, στα δυτικά του δρόμου από την Πρέβεζα στα Ιωάννινα. 

Ο Εσάτ πασάς είχε διαθέσει 966 πυροβολητές, ώς μόνιμη φρουρά του Μπιζανίου, γιά να χειρίζονται τα 112 τοπομαχικά πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων, που είχαν ταχθεί εκεί. Η φύση του εδάφους και η δύναμη πυρός των τουρκικών πυροβόλων απέκλειαν μια κατά μέτωπο επίθεση εναντίον του Μπιζανίου, εκτός άν συνδυάζοταν και με κυκλωτική κίνηση, πράγμα όμως που θα απαιτούσε δυνάμεις αριθμητικά πολύ ανώτερες από τις δυνάμεις των αντιπάλων.

Η αμυντική φάση (5 -20 Οκτωβρίου 1912)

Το μεσημέρι της 6ης Οκτωβρίου απόσπασμα του στρατού Ηπείρου, αποτελούμενο από το 7ο τάγμα ευζώνων, ένα τάγμα πεζικού και μία ορεινή πυροβολαρχία πέρασε το «γιοφύρι» της Άρτας και μέχρι το βράδυ, αφού διέλυσε τις τουρκικές περιπόλους των συνόρων, κατέλαβε τα υψώματα του Γριμπόβου. Το άλλο πρωί τα ελληνικά τμήματα δέχτηκαν εχθρικά πυρά πυροβολικού που προέρχονταν από τα υψωματα της Στρεβίνας στα δυτικά του Γριμπόβου. Εκεί βρίσκονταν τμήματα της νεοσύστατης 23ης τουρκικής μεραρχίας εφέδρων και τρείς πυροβολαρχίες. Ολόκληρες η 7η και η 8η Οκτωβρίου καταναλώθηκαν σε ανταλλαγές πυρών με την ελληνική ορεινή πυροβολαρχία, ενώ τμήμα του ελληνικού στρατού κατέλαβε το χωριό Κουμτζάδες και ένα άλλο τμήμα εκτέλεσε κυκλωτική κίνηση πρός τα βόρεια, με κατεύθυνση το Ανώγι και την Κιάφα. 

Το πρωί της 9ης Οκτωβρίου τα ελληνικά τμήματα του 7ου τάγματος, που βρισκόταν στους Κουμτζάδες, δέχτηκαν επίθεση απο τουρκική δύναμη 3.000 ανδρών περίπου στη θέση Αμμότοπος και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν πρός το Γρίμποβο. Εκεί, τη νύχτα της 10ης πρός την 11η, δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση των Τούρκων, με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν άτακτα πρός την κατεύθυνση της Άρτας. Αφού ανασυντάχθηκαν, ξαναπέρασαν τον Άραχθο το πρωί της 12ης Οκτωβρίου και βρήκαν κενή από τον τουρκικό στρατό όλη την περιοχή μέχρι και τη Φιλιππιάδα, την οποία κατέλαβαν το ίδιο απόγευμα. Η 23η μεραρχία εφέδρων είχε εκκενώσει την Φιλιππιάδα, μετά απο διαταγή του Εσάτ πασά, ο οποίος είχε ανησυχήσει απο την κυκλωτική κίνηση του ελληνικού τμήματος στο Ανώγι, αγνοούσε όμως την ακριβή δύναμη των ελληνικών τμημάτων και επιπλέον είχε επηρεαστεί από φήμες ότι η εφεδρεία της μεραρχίας αυτής είχε ουσιαστικά διαλυθεί εξαιτίας της απειθαρχίας των επιστράτων, με αποτέλεσμα να διατάξει τη σύμπτυξη στη γραμμή Χάνι Εμίν Αγά – Πεστά. 

Από εκεί επιχείρησε μόνο μιά αποτυχημένη απόπειρα, στις 18 Οκτωβρίου, εναντίον των ελληνικών τμημάτων στο Ανώγι. Στο μεταξύ ο στρατός της Ηπείρου, ενισχυμένος με δύο τάγματα του ανεξάρτητου συντάγματος Κρητών, που έφτασαν στην Άρτα στις 17 Οκτωβρίου, και απο σώματα Κρητών και Ηπειρωτών προσκόπων (εθελοντών), απελευθέρωσε ολόκληρη την περιοχή της Φιλιππιάδας και απέκοψε την επικοινωνία της τουρκικής φρουράς της Πρέβεζας με το εσωτερικό. Στις 19 Οκτωβρίου συγκροτήθηκε απόσπασμα απο ένα τάγμα πεζικού, τη μοίρα πεδινού πυροβολικού, ουλαμό ιππικού και τα σώματα προσκόπων και βάδισε πρός την κατεύθυνση της Πρέβεζας. Την επομένη έφτασε εγκριτική διαταγή του υπουργείου Στρατιωτικών για την επιχείρηση πρός κατάληψη της Πρέβεζας, πρός την οποία είχε πλησιάσει και η μοίρα Ιονίου του ελληνικού ναυτικού. 

Στήν ίδια διαταγή περιλαμβανόταν και γενική εντολή καταλήψεως του μεγαλύτερου δυνατού μέρους της Ηπείρου και υπόσχεση αποστολής σημαντικών ενισχύσεων μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Ο καθαρά αμυντικός ρόλος του στρατού της Ηπείρου είχε λήξει.

Η κατάληψη της Πρέβεζας και η μάχη των Πέντε Πηγαδιών

Στίς 20 Οκτωβρίου το απόσπασμα που είχε διατεθεί γιά τήν εκστρατεία τής Πρέβεζας έτρεψε σε φυγή την τουρκική φρουρά της πόλης, που είχε σχηματίσει γραμμή άμυνας πάνω στην ακρόπολη της αρχαίας Νικοπόλεως με προχωρημένα τμήματα στο ύψωμα Φλάμπουρα, στα βόρεια του αρχαιολογικού χώρου. Τα ελληνικά τμήματα βλήθηκαν και απο εξοπλισμένη με πολυβόλα Μαξίμ τουρκική βενζινάκατο, αλλά μιά εύστοχη βολή ελληνικού πυροβόλου την βύθισε. Την ίδια μέρα το φρούριο της Πρέβεζας βομβαρδίστηκε με 43 βολές απο την ελληνική μοίρα Ιονίου. Τα τουρκικά τορπιλοβόλα «Antalia» και «Tokat» βυθίστηκαν από τα πληρώματά τους για να μην καταληφθούν από τους Έλληνες. (Το «Antalia» είχε βυθιστεί από τους Ιταλούς στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας στόν ιταλοτουρκικό πόλεμο, αλλά είχε ανελκυστεί από τους Τούρκους και επισκευαστεί. 

Ανελκύστηκε και πάλι, αυτή τη φορά απο τους Έλληνες, μετά την απελευθέρωση της Πρέβεζας και εντάχθηκε στον ελληνικό στόλο με το όνομα «Νικόπολις» σε ανάμνηση της ομώνυμης μάχης της 20ης Οκτωβρίου). Το πρωί της 21ης Οκτωβρίου έφτασε στις ελληνικές γραμμές επιτροπή απο τούς πρόξενους που έδρευαν στήν Πρέβεζα, και έναν Τούρκο αξιωματικό, που μετέφεραν τους όρους του Τούρκου διοικητή γιά την παράδοση της πόλης. Οι όροι (που περιλάμβαναν την άμεση παράδοση της φρουράς από 810 άνδρες και τον αφοπλισμό τους, ενώ οι αξιωματικοί θα διατηρούσαν τα ξίφη τους, καθώς και την είσοδο στην πόλη μόνο τακτικού ελληνικού στρατού και όχι προσκόπων) έγιναν δεκτοί και έτσι στις 2 το μεσημέρι της ίδιας μέρας το 111/15 τάγμα κατέλαβε την Πρέβεζα. 

H μάχη της Νικόπολης είχε στοιχίσει στον ελληνικό στρατό 10 νεκρούς και 54 τραυματίες. Στο μεταξύ ο Εσάτ πασάς εξαπέλυσε επίθεση την 23η Οκτωβρίου με πέντε τάγματα εναντίον του 10ου και του 3ου τάγματος ευζώνων, που βρίσκοταν στο Ανώγι. Κέντρο εξορμήσεως των Τούρκων ήταν τα Πέντε Πηγάδια, όπου βρισκόταν ο ίδιος ο διοικητής των Ιωαννίνων και κατηύθυνε τις επιχειρήσεις. Η κακοκαιρία και το πρώιμο χιόνι μετέβαλαν την αρχική επίθεση των Τούρκων σε ένα σύνολο υποτονικών αψιμαχιών, που κράτησαν επτά μέρες (24-30 Οκτωβρίου).

Οι συνολικές απώλειες των Ελλήνων στη μάχη των Πέντε Πηγαδιών ανήλθαν σε 26 νεκρούς και 222 τραυματίες. Μέχρι τις 29 Νοεμβρίου καμιά άλλη σημαντική συμπλοκή δεν έγινε στο κύριο μέτωπο επιχειρήσεων του στρατού Ηπείρου και οι δύο αντίπαλοι στρατοί περίμεναν ενισχύσεις : οι Τούρκοι τη φρουρά του Μοναστηρίου, που υποχωρούσε προς τα Ιωάννινα, και οι Έλληνες τη 2η μεραρχία που θα ερχόταν με πλοία από τη Θεσσαλονίκη. Η 2η μεραρχία (εκτός απο το σύνταγμα που είχε διατεθεί για την απελευθέρωση της Χίου) αποβιβάστηκε στην Πρέβεζα στις 20 Νοεμβρίου. Εκεί όμως έλαβε διαταγή να αποστείλει το 1ο σύνταγμα για απόβαση αντιπερισπασμού στην Αυλώνα.

Ετσι το σύνταγμα αυτό με δύναμη δυο ταγμάτων, γιατί το τρίτο ήταν στη Χίο) και μια ορειβατική πυροβολαρχία επιβιβάστηκε και πάλι στα πλοία. Στο ταξίδι, όμως, έλαβε νέες διαταγές : ο αντικειμενικός σκοπός θα ήταν οι Άγιοι Σαράντα και όχι η Αυλώνα. Εκεί αποβιβάστηκε στις 24 Νοεμβρίου και στις 28 ξεκίνησε με κατεύθυνση το Δέλβινο. Λίγα χιλιόμετρα έξω απο τους Αγίους Σαράντα, στις όχθες του Καλασιώτικου ποταμού, δέχθηκε πυρά από εχθρικές δυνάμεις. Ο αιφνιδιασμός των Τούρκων πέτυχε και το 1ο σύνταγμα υποχώρησε άτακτα αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 50 νεκρούς, τους περισσότερους πνιγμένους μέσα στο ποτάμι. Την ίδια μέρα επιβιβάστηκε πάλι στα πλοία και στις 30 Νοεμβρίου επέστρεψε στην Πρέβεζα για να ενωθεί με τη μεραρχία του. 

Στο μεταξύ, στίς 25 Νοεμβρίου το στρατηγείο του στρατού Ηπείρου, που είχε πρόσφατα ενισχυθεί και με μία μοίρα αεροπλάνων, μεταφέρθηκε στη Φιλιππιάδα για να κατευθύνει απο πιό κοντά τη γενική επίθεση πρός την κατεύθυνση των Ιωαννίνων που είχε προγραμματιστεί για τις 29 Νοεμβρίου. Συγχρόνως ο στρατός Ηπείρου επέκτεινε τη ζώνη κατοχής του πρός τα δυτικά: το απόσπασμα του Ὀλύτσικα, αποτελούμενο από τα σώματα προσκόπων, ένα λόχο ευζώνων και ένα λόχο πεζικού, απελευθέρωσε στις 26 Νοεμβρίου τη Σκάλα της Παραμυθιάς, συλλαμβάνοντας με αιφνιδιασμό ολόκληρη την τουρκική φρουρά από 250 άνδρες.

Τα δευτερεύοντα μέτωπα

Οι Γαριβαλδινοί ήταν Ιταλοί πολεμιστές που συγκρότησαν εθελοντικό στρατιωτικό σώμα το λεγόμενο «Τάγμα Γαριβαλδινών» Καταστατική αρχή του εθελοντικού αυτού σώματος ήταν να σπεύδουν και να μάχονται στο πλευρό των υπέρ της ελευθερίας πολεμούντων. Έτσι κατά καιρούς τμήματα αυτού του σώματος πολέμησαν υπό τον Γαριβάλδη και τους απογόνους του στον πόλεμο κατά της Αυστρίας το 1866, κατά της Ρώμης το 1867 και στο Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870.
Κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ο γιος του Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι, ο Ριτσιότι Γκαριμπάλντι έσπευσε στην Ελλάδα στο πλευρό των Ελλήνων με δύναμη 800 ανδρών οι οποίοι και έλαβαν μέρος στη μάχη του Δομοκού (5-5-1897). Επίσης κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο του 1912 ο από του 1897 Έλληνας λοχαγός των Γαριβαλδινών Αλέξανδρος Ρώμας σχημάτισε «φάλαγγα εξ Ελλήνων ερυθροχιτώνων» που θα ενώνονταν με αντίστοιχο τάγμα Ιταλών Γαριβαλδινών που έσπευδαν και πάλι στην Ελλάδα.
Μετά τη συγκρότηση της νέας φάλαγγας αυτή προωθήθηκε στο μέτωπο όπου και διακρίθηκε στη μάχη του Δρίσκου, στην Ήπειρο, εναντίον μεγαλύτερης εχθρικής πίεσης. Στη διάρκεια όμως της υποχώρησης η φάλαγγα υπέστη μεγάλες απώλειες, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Κερκυραίος εθελοντής τότε ποιητής Λορέντζος Μαβίλης που έπεσε υπέρ της πατρίδας.

Ο Χιμαριώτης συνταγματάρχης της χωροφυλακής Σπύρος Σπυρομίλιος, ο «Καπετάν Μπούας» του Μακεδονικού αγώνα, βρισκόταν, όταν άρχισε ο πόλεμος, στην Κέρκυρα. Εκεί, με την έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης, στρατολόγησε εθελοντικά σώματα από συμπατριώτες του, τα οποία ενισχύθηκαν και από 200 περίπου Κρητικούς εθελοντές, και στις 5 Νοεμβρίου αποβιβάστηκε στην πατρίδα του. Γρήγορα απελευθέρωσε όλη την περιοχή της Χιμάρας και παρέμεινε εκεί, σχεδόν ανενόχλητος, μέχρι το τέλος τών επιχειρήσεων. Στα ανατολικά, το Μέτσοβο απελευθερώθηκε στις 27 Οκτωβρίου από απόσπασμα 330 ανδρών που είχε ξεκινήσει απο την Καλαμπάκα. Στις 9 Νοεμβρίου το απόσπασμα αυτό απέκρουσε στα Τρία Χάνια την επίθεση δύο τουρκικών ταγμάτων (ατάκτων), που προσπαθούσαν να ανακαταλάβουν το Μέτσοβο.

Σκοπός της κατάληψης του Μετσόβου απο τους Έλληνες ήταν να συνδυαστεί επίθεση πρός τα Ιωάννινα από τα ανατολικά με τη γενική επίθεση που σχεδίαζε ο στρατός Ηπείρου απο τα νότια. Ετσι στίς 17, 18 και 19 Νοεμβρίου συγκεντρώθηκαν στο Μέτσοβο ένα τάγμα των μετόπισθεν, το σώμα Ελλήνων ερυθροχιτώνων και το σώμα Ιταλών Γαριβαλδινών υπό τον Riccioti Garibaldi. Η συνολική δύναμη του αποσπάσματος Μετσόβου έφτασε στις 20 Νοεμβρίου τους 3.800 άνδρες. Στις 23 Νοεμβρίου κατέλαβαν το Συρράκο και στις 26 τα υψώματα του Δρίσκου και το Κοντοβράκι, αφού έτρεψαν σε φυγή τα δύο τουρκικά τάγματα που είχαν υποχωρήσει εκεί από τις 9 Νοεμβρίου.

Την επομένη όμως οι Τούρκοι αντεπιτέθηκαν, ενισχυμένοι με τμήματα της 19ης τουρκικής μεραρχίας, που είχε διαφύγει από το θύλακα της Κορυτσάς, και μια πεδινή πυροβολαρχία που απαρτιζόταν απο πυροβόλα τα οποία ανήκαν αρχικά στην ελληνική 5η μεραρχία και είχαν περιέλθει στούς Τούρκους κατά την αποχώρησή της από το Αμύνταιο. Το απόσπασμα Μετσόβου μπόρεσε να κρατήσει τις θέσεις του μέχρι το μεσημέρι της 28ης Νοεμβρίου. Τότε μόνο, εξαιτίας της αριθμητικής υπεροχής του εχθρού και επειδή δε διέθετε πυροβολικό για την κάλυψή του, αναγκάστηκε να υποχωρήσει πρός τα ανατολικά. Στο μεταξύ είχαν φτάσει στο Μέτσοβο και τα πρώτα τμήματα του αποσπάσματος ευζώνων Νεαπόλεως – Σιάτιστας, που είχε διαταχθεί να προστεθεί στη δύναμη του αποσπάσματος Μετσόβου.


Με τις ελληνικές ενισχύσεις να καταφθάνουν απο τα νικηφόρα μέτωπα της Μακεδόνιας ο κλοιός εναντίων των Τούρκων έσφιγγε μέρα με τη μέρα στην Ήπειρο και μέσα στις επόμενες ημέρες θα άρχιζε ο σκληρός αγώνας για την εκπόρθηση των φρουρίων του Μπιζανίου και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.

Μάχη της Μιλβίας Γέφυρας: To όραμα του Κωνσταντίνου και η μεταστροφή της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας προς τον Χριστιανισμό.

Η Μάχη της Μιλβίας Γέφυρας  έλαβε χώρα μεταξύ των Ρωμαίων στρατηγών Κωνσταντίνου Α και Μαξέντιου στις 28 Οκτωβρίου 312. Πήρε το όνομά της από...

Αλέξιος Α΄ Κομνηνός – Ένας από τους σπουδαιότερους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες.

Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1048/1056 - 15 Αυγούστου 1118) ήταν Βυζαντινός Αυτοκράτορας από το 1081 ως το 1118. Εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική μορφή, ήταν...