Με την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου, ο στρατός της Θεσσαλίας πέρασε τα σύνορα με στόχο την κατάληψη της Μακεδονίας. Στην πορεία του βρέθηκε αντιμέτωπος με μικρές τουρκικές δυνάμεις, καθώς ο κύριος όγκος του τουρκικού στρατού επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση των βουλγαρικών δυνάμεων στη Θράκη.
Στις 6 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις, υπό την αρχηγία του διαδόχου Κωνσταντίνου, μπήκαν στην Ελασσόνα και την επομένη βρέθηκαν μπροστά στα στενά του Σαρανταπόρου, τα οποία υπερασπίζονταν ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Η ελληνική επίθεση άρχισε το απόγευμα της 9ης Οκτωβρίου και ολοκληρώθηκε την επομένη με την αποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων, οι οποίες εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης ολόκληρο το πυροβολικό τους. Οι ελληνικές δυνάμεις μπήκαν στα Σέρβια και την επομένη έφτασαν μέχρι τον Αλιάκμονα.
Στις 12 Οκτωβρίου κατελήφθη η Κοζάνη, όπου εγκαταστάθηκε το Γενικό Στρατηγείο. Το Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε να κινηθεί στη συνέχεια βόρεια, με κατεύθυνση προς το Μοναστήρι με στόχο να συναντήσει της σερβικές δυνάμεις που κατευθύνονταν νότια προς τη μακεδονική αυτή πόλη. Η κυβέρνηση, αντίθετα, έκρινε επιτακτική την ανάγκη ο στρατός να κινηθεί με κάθε σπουδή προς τη Θεσσαλονίκη, προς την οποία κατευθύνονταν δυνάμεις του βουλγαρικού στρατού από τα βορειοδυτικά.
Η έγκαιρη είσοδος στη Θεσσαλονίκη ήταν ζωτικής σημασίας ζήτημα για την Ελλάδα. Γι’ αυτό και σε τηλεγράφημά του με εντονότατο ύφος ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος επέβαλε στον Κωνσταντίνο να κινηθεί προς τη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος ο βασιλιάς Γεώργιος έφτασε στο Γενικό Στρατηγείο και με τη δική του πρόσθετη παρέμβαση εκδόθηκαν οι σχετικές διαταγές για πορεία προς τη Βέροια και τη Θεσσαλονίκη.
Η επόμενη μεγάλη μάχη δόθηκε στις 19-20 Οκτωβρίου στη λίμνη των Γιαννιτσών, όπου οι Τούρκοι είχαν παρατάξει ισχυρές δυνάμεις για να προστατεύσουν τη Θεσσαλονίκη. Η ελληνική επίθεση ήταν επιτυχής και το πρωί της 20ής ο ελληνικός στρατός μπήκε στην πόλη των Γιαννιτσών. Στη συνέχεια, αφού επισκεύασε τις γέφυρες που είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι, ο ελληνικός στρατός πέρασε στην ανατοική όχθη του Αξιού και άρχισε να προετοιμάζει την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
Η Μάχη των Γιαννιτσών
Η ελληνική Στρατιά, μετά τον Σαραντάπορο, συνεχίζοντας την προέλασή της προς Θεσσαλονίκη, συνάντησε τον όγκο των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή των Γιαννιτσών. Εκεί τα τουρκικά στρατεύματα είχαν εγκατασταθεί αμυντικά, με σκοπό την ανακοπή της ελληνικής προέλασης και την απαγόρευση κατάληψης της Θεσσαλονίκης.
Η περιοχή των Γιαννιτσών, που το τουρκικό επιτελείο επέλεξε ως αμυντική τοποθεσία, παρά το μειονέκτημα ότι είχε ένα μεγάλο φυσικό κώλυμα στα νώτα της, τον Αξιό ποταμό, προσφερόταν για άμυνα με μέτωπο προς τα δυτικά, καθώς έφραζε την κύρια οδική αρτηρία προς Θεσσαλονίκη, στήριζε ικανοποιητικά τα πλευρά της στο όρος Πάικο και στη λίμνη των Γιαννιτσών και η επάνδρωσή της απαιτούσε περιορισμένες σχετικά δυνάμεις. Στην υπόψη περιοχή, οι Τούρκοι εγκατέστησαν τη 14η Μεραρχία Σερρών, ενισχυμένη με τις δυνάμεις που συμπτύχθηκαν από τον Σαραντάπορο.
Η έλλειψη πληροφοριών για τον εχθρό, ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της μάχης των Γιαννιτσών. Το γεγονός αυτό, ανάγκασε το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο να προχωρήσει σε μάχη εκ συναντήσεως, χρησιμοποιώντας κατά την προέλασή του 6 μεραρχίες.
Στις 19 Οκτωβρίου άρχισε η ελληνική προέλαση με τις 1η, 2η, 3η, 4η και 6η Μεραρχίες στον άξονα από βόρεια της λίμνης και την 7η Μεραρχία, την Ταξιαρχία Ιππικού και το απόσπασμα ευζώνων Κωσταντινοπούλου, στον άξονα από νότια της λίμνης.
Μέχρι το μεσημέρι, η 6η Μεραρχία κατάφερε να φτάσει στο χωριό Αμπελιές, η 4η Μεραρχία στο χωριό Μυλοπόταμο, η 1η και η 2η Μεραρχία στο χωριό Καρυώτισσα και η 3η Μεραρχία στο Χωριό Μελίσσι. Από τις θέσεις αυτές, οι Μεραρχίες που δρούσαν βόρεια της λίμνης εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον της εχθρικής τοποθεσίας,
Τις τελευταίες απογευματινές ώρες, τα ελληνικά τμήματα κατάφεραν να διασπάσουν την εχθρική τοποθεσία και να φτάσουν έξω από την πόλη των Γιαννιτσών. Οι δυνάμεις που δρούσαν νότια της λίμνης δεν μετακινήθηκαν καθόλου. Κατά την νύκτα διακόπηκαν οι επιχειρήσεις, οι οποίες συνεχίστηκαν από το πρωί της 20ής Οκτωβρίου. Οι τουρκικές δυνάμεις, βλέποντας την αρνητική για αυτές έκβαση της μάχης, άρχισαν να συμπτύσσονται.
Στο μεταξύ, τα ελληνικά τμήματα νότια της λίμνης δεν κατάφεραν να διαβούν έγκαιρα τον Λουδία ποταμό, με αποτέλεσμα οι τουρκικές δυνάμεις να συμπτυχθούν ανενόχλητες και να περάσουν τον Αξιό. Οι κακές καιρικές συνθήκες αλλά και η συγκέντρωση πολλών ελληνικών μονάδων στην περιοχή, δεν επέτρεψαν την επιτυχή καταδίωξη του εχθρού.
Οι απώλειες του ελληνικού στρατού στη μάχη των Γιαννιτσών σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, ανήλθαν σε 188 νεκρούς και 785 τραυματίες, στην πραγματικότητα όμως ο αριθμός αυτός πρέπει να ήταν μεγαλύτερος. Οι τουρκικές δυνάμεις είχαν πολλαπλάσιους νεκρούς στο πεδίο της μάχης, περίπου 3.000.
Η επιτυχία της μάχης των Γιαννιτσών άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Κεντρικής Μακεδονίας.