«Επιχείρηση Χάσκι» Η Μαχη για τη Σικελια 1943


Η απόβαση στη Σικελία το 1943 σηματοδότησε την επιστροφή των Συμμάχων στο “ευρωπαϊκό προπύργιο”. Παρά το κολασμένο έδαφος και τον σκληρό αντίπαλο, η νίκη ήρθε μέσα σε μόλις 38 ημέρες. Γιατί λοιπόν, αναρωτιέται ο Τζέιμς Χολαντ, η επιχείρηση μνημονεύεται κυρίως για τις αστοχίες της;

Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος του 1943 θα αποδεικνύονταν καθοριστικοί για τον πόλεμο στη Νότια Ευρώπη. Η ανατροπή του Μουσολίνι και η κατάληψη της Σικελίας άνοιξαν τον δρόμο για την εισβολή των Συμμάχων στην ιταλική ενδοχώρα. Όμως, παρ’όλα τα επιτεύγματα της, η επίθεση στη Σικελία θα δεχόταν συντονισμένα πυρά από ιστορικούς, οι οποίοι κατέκριναν τους Συμμάχους τόσο για το αρχικό τους σχέδιο όσο και για την αργή πρόοδο στην εκτέλεση του. Κυρίως όμως για το γεγονός ότι επιτράπηκε σε σχεδόν 40000 Γερμανούς να διαφύγουν απ το Στενό της Μεσίνα, ενισχύοντας τις άμυνες τους στην ενδοχώρα. Πάντως, οι απόψεις αυτές έχουν εδώ και καιρό αναθεωρηθεί. Η απόφαση των συμμάχων για την εισβολή στη Σικελία λήφθηκε αρχικά τον Ιανουάριο του 1943 στη συνδιάσκεψη της Καζαμπλάνκα. Μια συνάντηση της βρετανικής και της αμερικανικής πολεμικής ηγεσίας με στόχο τη χάραξη νικηφόρας στρατηγικής στο δυτικό μέτωπο.

Ήταν ήδη μια περίοδος όπου διαφαίνονταν με βεβαιότητα η νίκη των Συμμάχων στη Βόρεια Αφρική, και παρότι είχε συμφωνηθεί το εγχείρημα μιας εισβολής στη Γαλλία μέσω της Μάγνης για το 1944, υπήρχαν πολλοί λόγοι να προηγηθεί μια επιχείρηση στη Σικελία. Η οποία θα έφερνε και πάλι τα Συμμαχικά στρατεύματα σε ευρωπαϊκό έδαφος και θα έβγαζε άμεσα την Ιταλία από τον πόλεμο, σφίγγοντας παράλληλα τον κλοιό γύρω από τη ναζιστική Γερμανία. Επίσης, ο σημαντικός όγκος των στρατευμάτων που είχαν αναπτυχθεί σε Βόρεια Αφρική και Μεσόγειο δεν θα μπορούσε να παραμείνει αδρανής μέχρι την άνοιξη που θα ακολουθούσε.

Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των Συμμάχων στη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκας

Η απόφαση των συμμάχων για την εισβολή στη Σικελία λήφθηκε αρχικά τον Ιανουάριο του 1943 στη συνδιάσκεψη της Καζαμπλάνκα. Μια συνάντηση της βρετανικής και της αμερικανικής πολεμικής ηγεσίας με στόχο τη χάραξη νικηφόρας στρατηγικής στο δυτικό μέτωπο. Ήταν ήδη μια περίοδος όπου διαφαίνονταν με βεβαιότητα η νίκη των Συμμάχων στη Βόρεια Αφρική. Και παρότι είχε συμφωνηθεί το εγχείρημα μιας εισβολής στη Γαλλία μέσω της Μάγνης για το 1944, υπήρχαν πολλοί λόγοι να προηγηθεί μια επιχείρηση στη Σικελία, η οποία θα έφερνε και πάλι τα Συμμαχικά στρατεύματα σε ευρωπαϊκό έδαφος και θα έβγαζε άμεσα την Ιταλία από τον πόλεμο, σφίγγοντας παράλληλα τον κλοιό γύρω από τη ναζιστική Γερμανία. Επίσης, ο σημαντικός όγκος των στρατευμάτων που είχαν αναπτυχθεί σε Βόρεια Αφρική και Μεσόγειο δεν θα μπορούσε να παραμείνει αδρανής μέχρι την άνοιξη που θα ακολουθούσε.

Παρά τα περίπλοκα παραπλανητικά σχέδια των Συμμάχων, που σκόπευαν να δώσουν την εντύπωση ότι θα εισέβαλαν στην Σαρδηνία και την Ελλάδα, η κοινή λογική έδειχνε προς την Σικελία. Θεωρείται βέβαιο ότι αυτό περίμεναν ο Μουσολίνι μαζί με τους στρατιωτικούς ηγέτες της Ιταλίας, αλλά και ο Γερμανός αρχιστράτηγος Αλμπερτ Κεσερλινγκ. Επικεφαλής των ναζιστικών δυνάμεων της Μεσογείου.

Η σκέψη ότι η Σικελία αποτελούσε τον προφανή επόμενο στόχο των Συμμάχων βασιζόταν, καταρχήν, στο γεγονός ότι η εναέρια υπεροχή στο πολεμικό μέτωπο αποτελούσε προαπαιτούμενο για οποιαδήποτε αμφίβια εισβολή. Για την επίτευξή της δεν χρειαζόταν μόνο βομβαρδιστικά, αλλά και μαχητικά αεροπλάνα, τα οποία θα δημιουργούσαν ένα προστατευτικό κάλυμμα στον αέρα. Η παρουσία αεροπορικών βάσεων των Συμμάχων σε Μάλτα και βόρεια Τυνησία σήμαινε ότι μια τέτοια επιχείρηση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο πάνω από τη Σικελία, καθώς η Σαρδηνία και η Ελλάδα βρισκόταν αρκετά πιο μακριά.

“Χάσκυ”

Η επιχείρηση έλαβε την κωδική ονομασία “Χασκυ” και ο σχεδιασμός της ξεκίνησε αμέσως μετά τη συνδιάσκεψη της Καζαμπλάνκα. Ύστερα από οκτώ διαφορετικές παραλλαγές, το τελικό πλάνο εγκρίθηκε στις 3 Μαΐου 1943. Πέρα από την απίστευτη περιπλοκότητα του εγχειρήματος, κανείς δεν είχε την παραμικρή ιδέα σε σχέση με την πιθανή αντίδραση του εχθρού και τον όγκο των γερμανικών δυνάμεων που θα στέλνονταν στη Σικελία. Επιπλέον τα ιταλικά στρατεύματα είχαν καταφέρει να συγκρατήσουν αποτελεσματικά την 8η Βρετανική Στρατιά στη μάχη του Ενφινταβιλ στην Τυνησία, τον Απρίλιο του 1943. Υπήρχε η ανησυχία ότι θα μάχονταν με ακόμα μεγαλύτερο σθένος σε ιταλικό έδαφος, όπως η Σικελία.

Ένα άλλο δύσκολο ζήτημα, ήταν η τοποθεσία των αεροδρομίων και των λιμανιών της Σικελίας, τα οποία ήταν διάσπαρτα σε όλο το νησί. Χωρίς να έχουν διαθέσιμα τα περισσότερα από τα σικελικά λιμάνια, οι Σύμμαχοι χρειάζονταν τη μεταφορά φορτίων, συνολικού βάρους 6000 τόνων στην ξηρά σε καθημερινή βαση. Από την πλευρά τους, οι αεροπορικοί διοικητές επιθυμούσαν οι δυνάμεις της ξηράς να καταλάβουν άμεσα όλα τα αεροδρόμια, στα δυτικά, νότια και νοτιοανατολικά του νησιού. Ωστόσο ο στρατός είχε ως προτεραιότητα τη δημιουργία ενός όσο το δυνατό στενότερου μετώπου,ετσι ώστε από εκεί να ξεκινήσει με ταχύτητα ο εφοδιασμός. Με άλλα λόγια,υπηρχαν αντικρουόμενες απαιτήσεις μεταξύ των διαφορετικών Συμμαχικών σωμάτων. Στο τέλος επήλθε ένας αυτονόητος συμβιβασμός. Οι Βρετανοί και οι Καναδοι θα αποβιβάζονταν στη νοτιοανατολική ακτή και θα προχωρούσαν άμεσα προς τα λιμάνια των Συρακουσών, Αουγκούστα και Κατάνια, και από εκεί το συντομότερο δυνατό προς τη Μεσίνα, ενώ οι Αμερικάνοι θα κατέφταναν από την κέντρονότια περιοχή γύρω από την πόλη της Τζέλα. Το συγκεκριμένο σχέδιο σήμαινε ταυτόχρονα την άμεση κατάληψη των νοτιοανατολικών αεροδρομίων, αλλά όχι και των δυτικών, τα οποία η αεροπορία θα αναλάμβανε να ελέγξει μόνη της.

  ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

Με τις δεδομένες συνθήκες, το προσχέδιο που τελικά προκρίθηκε ήταν αναμφίβολα εκείνο που έδινε τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας στους Συμμάχους. Σε μια τόσο δύσκολη και πολύπλοκη επιχείρηση δεν θα πρέπει να επικρίνεται η διαμόρφωσή πολλών διαφορετικών προσχεδίων μέχρι την τελική εξέλιξη της στρατηγικής, καθώς κάτι ανάλογο συνέβη με όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις του πολέμου, από τη ναζιστική επίθεση στη Δύση το 1940 μέχρι την απόβαση στη Νορμανδία το 1944.

Ως συνήθως, πολλές από τις ανησυχίες που είχαν διατυπωθεί κατά τον σχεδιασμό απαντήθηκαν με την έναρξη σχεδόν της επιχείρησης, κυρίως χάρη στη μεγάλη αποτελεσματικότητα που έδειξε η Συμμαχική αεροπορία. Ήταν ακριβώς ένα χρονικό σημείο του πολέμου όπου επιτεύχθηκε μια νέα, προηγμένη σύζευξη μεταξύ της μεγάλης εναέριας ισχύος και των επίγειων και θαλάσσιων δυνάμεων. Τα βομβαρδιστικά αεροσκάφη σφυροκόπησαν τα αεροδρόμια, τους σιδηροδρόμους και τις γραμμές ανεφοδιασμού της Σικελίας, ενώ τα μαχητικά αντιμετώπισαν την αεροπορία του εχθρού, την οποία και ουσιαστικά εξουδετέρωσαν μέχρι τις 10 Ιουλίου 1943. Βρισκόμασταν στην πορεία ενός καλοκαιριού όπου η Λουφτβαφε θα έχανε συνολικά 3504 αεροσκάφη της στη Μεσόγειο – συγκριτικά πολύ περισσότερα από τις 702 απώλειες της στο Ανατολικό Μέτωπο. Η κυριαρχία των Συμμάχων διασφάλιζε ότι, από το ξεκίνημα της εισβολής, η απειλή από τα εχθρικά αεροδρόμια στα δυτικά του νησιού θα ήταν σημαντικά μειωμένη.

Κατά τον σχεδιασμό του όλου εγχειρήματος, η επιτυχία στον αέρα ήταν κάθε άλλο παρά δεδομένα. Στο συγκεκριμένο σημείο του πολέμου, ο σημαντικότερος παράγοντας ήταν η ασφαλής αποβίβαση των δυνάμεων της ξηράς, χωρίς καμία παλινωδία. Εφόσον αυτό συνέβαινε, θα σήμαινε ότι οι Βρετανοί στρατηγοί Χάρολντ Αλεξάντερ (διοικητής του βρετανικού στρατού σε Τυνησία, Σικελία και, αργότερα, Ιταλία) και Μπέρναρντ Μοντγκόμερι (διοικητής της 8ης Βρετανικής Στρατιάς) είχε πετύχει να αποβιβαστούν όσο περισσότερα στρατεύματα γινόταν, διασφαλίζοντας άμεσα τη δημιουργία ενός προγεφυρώματος που θα καθιστούσε αδύνατη την οποιαδήποτε απόπειρα απώθησης τους από τους εχθρούς.

Παράλληλα για την επίτευξη αυτών των στόχων θα χρειαζόταν ακόμα περισσότεροι συμβιβασμοί, καθώς η εκτενής ανάπτυξη των στρατευμάτων και του ανεφοδιασμού στη Μεσόγειο συνεπάγονταν τον περιορισμό των διαθέσιμων μέσων μεταφοράς σε στεριά και θάλασσα. Ένας τόσο μεγάλος αριθμός επίγειων δυνάμεων θα μπορούσε να επιβιβαστεί μόνο εις βάρος ενός ανάλογα μεγάλου αριθμού οχημάτων, τα οποία θα μπορούσαν να μεταφέρουν τους στρατιώτες με ταχύτητα στην Κατάνια και άλλες πόλεις. Στο τέλος αποβιβάστηκαν περίπου 160.000 άνδρες (περισσότεροι από την περίφημη D-Day στη Νορμανδία την αμέσως επομένη χρονιά) μαζί με 14.000 οχήματα, υποστηριζόμενοι από 2590 πλοία και 3462 αεροσκάφη.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΗΝ ΞΗΡΑ

Η διαδικασία των βρετανικών αποβιβάσεων εξελίχθηκε τελικά ευκολότερα απ ότι αναμενόταν, όμως οι φόβοι των Συμμάχων δικαιολογούνταν απολυτα, από τη στιγμή που το κόστος της αποτυχίας σε μια επιχείρηση τόσο μεγάλης κλίμακας θα ήταν αντίστοιχα τεράστιο και, πιθανότητα, θα παρέτεινε τον πόλεμο για πολλούς μήνες – αν όχι χρόνια.

Υπήρξαν όμως και συνέπειές. Το γεγονός του προεφοδιασμου των στρατευμάτων προκάλεσε έλλειψη επαρκών μηχανοκίνητων μέσων, με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι μονάδες της βρετανικής εμπροσθοφυλακής να μεταφερθούν γρήγορα προς τον βορρά. Έτσι οι στρατιώτες χρειάστηκε να προχωρήσουν πεζοί σε συνθήκες αφόρητης ζέστης, καθυστερώντας σημαντικά μέχρι τελικά να καταφτάσουν τα μηχανοκίνητα για να τους παραλάβουν

Τα συμμαχικά στρατεύματα υποχρεώθηκαν να αντιμετωπίσουν διαδοχικά και απίστευτα κοπιαστικά τους Γερμανούς σε κωμοπόλεις χρισμένες σε κορυφές λόφων

Παρά την αναγκαιότητα για γρήγορη μετάβαση στον βορρά, προς τις πόλεις Κατάνια και Μεσίνα, ο φόβος της αποτυχίας οδήγησε την Επιχείρηση Χασκυ να εξελιχθεί με μεγάλη προσοχή, με αποτέλεσμα οι αργοκίνητοι ρυθμοί της προέλασης των Συμμάχων να επισκιάσουν το όλο σικελικό εγχείρημα. Παρότι η ιταλική αντίσταση κατέρρεε, οι Γερμανοί κατάφεραν να ενισχύσουν σημαντικά τις δυνάμεις τους και να ανακτήσουν τις ισορροπίες, οπισθοχωρώντας σε διαδοχικές αμυντικές γραμμές, αρχικά στον άξονα δύσης-ανατολής και, στη συνέχεια, καλύπτοντας τη γωνία στα βορειοανατολικά του νησιού.

Πρώτα ο κάμπος της Κατάνια και έπειτα μια σειρά από ορεινές κωμοπόλεις εξελίχθηκαν σε θέατρα άγριων μαχών. Τα πτώματα “τουμπανιαζουν και οι μύγες καλύπτουν τις αιματοβαμμένες στολές”, έγραφε ο Χανς Τσιμπουλκα, ένας Γερμανός στρατιώτης.

Το σκηνικό στη Γέφυρα Πριμοσολε, στην πεδιάδα της Κατάνια, ήταν ακόμα πιο ανατριχιαστικό. Ο Ντέιβιντ Φενερ, υπολοχαγός του 6ου συντάγματος Πεζικού του Νταραμ, σημείωνε:”Ύστερα από τις φωτιές στα περιβόλια, ο αέρας γέμιζε με ένα δύσοσμο μυρωδιών από πτώματα, εκρηκτικά, καπνό και λεμόνια”.

Στα δυτικά και βόρεια της πεδιάδας, βρετανικά, αμερικανικά και καναδικά στρατεύματα υποχρεώθηκαν να αντιμετωπίσουν διαδοχικά και απίστευτα κοπιαστικά τους Γερμανούς σε κωμοπόλεις χτισμένες σε κορυφές των λόφων. Πέρα από τις δεδομένες δυσκολίες των μαχών, οι καταστροφές που προκλήθηκαν στο τέλος ήταν τεράστιες, με δεκάδες διαλυμένα σπίτια και εκατοντάδες νεκρούς, τραυματίες η πρόσφυγες αμάχους. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις συνεχίζονταν, από τη στιγμή που το επέτρεπαν οι προμήθειες και τα δεδομένα του εδάφους. Η αποπνικτική ζέστη, το ορεινό έδαφος, το στενό, σχεδόν πρωτόγονο οδικό δίκτυο, τα προβλήματα ανεφοδιασμού, οι αρρώστιες και οι απώλειες στις εμπροσθοφυλακές ήταν όλα τους στοιχεία που λειτουργούσαν ανασταλτικά ως προς τη γρήγορη εξέλιξή των μαχών. Την ίδια στιγμή, οι Γερμανοί αγωνίζονταν να αντεπεξέλθουν, έχοντας όλο και μικρότερη εναέρια υποστήριξη, λιγότερες προμήθειες και καταπονημένο ηθικό, καθώς γινόταν όλο και πιο φανερό ότι η μάχη για το νησί είχε χαθεί.

Το μόνο που τους απέμενε ήταν η προσπάθεια να κερδίσουν λίγο χρόνο.

Η εξέλιξη της συμμαχικής εισβολής το καλοκαίρι του 1943

Στις αρχές Αυγούστου, η βασική ναζιστική γραμμή άμυνας της Haupkampflinie είχε συντριβεί την ώρα που Αμερικάνοι και Βρετανοί προέλαυναν στις τοποθεσίες Τρονια και Τσεντουριπε αντίστοιχα. Κατά τη δεύτερή εβδομάδα του Αυγούστου, οι Ναζί υποχώρησαν πίσω από την Αίτνα, όμως το γεωγραφικό στένεμα στα βορειοανατολικά του νησιού τους επέτρεψε να διατηρήσουν κάποιες περιορισμένες αμυντικές γραμμές την ώρα που μεγάλος όγκος των στρατευμάτων τους ξεκίνησε να υποχωρεί.

Μολονότι 39.569 Γερμανοί και περίπου 62.000 Ιταλοί κατάφεραν να διαφύγουν, μονο 25.000 από τους αποχωρήσαντες Γερμανούς ήταν μάχιμοι, με αποτέλεσμα οι τέσσερις μεραρχίες που διατηρούσαν στη Σικελία να καταστραφούν ολοσχερώς. Εντούτοις, το γεγονός της διαφυγής μεγάλου τμήματος των δυνάμεων τους αποτέλεσε το σημείο όπου κυρίως επικεντρώθηκε η αρνητική κριτική απέναντί στις επιλογές των Συμμάχων.

Όπως και να έχει, η ιστορία του Β’Παγκοσμίου Πολέμου κατέδειξε ότι οι επιχειρήσεις απομάκρυνσής στρατευμάτων υπήρξαν, κατά κανόνα, επιτυχείς: περίπου 338.000 στρατιώτες των Συμμάχων διέφυγαν μέσω της Δουνκέρκης, ενώ το 1941 42.000 από τους συνολικά 46.000 άνδρες της βρετανικής δύναμης αποχώρησαν από την Ελλάδα. Την ίδια χρονιά, σχεδόν 19.000 από τους 32.000 Συμμαχικούς στρατιώτες απομακρύνθηκαν από την Κρήτη. Στο τέλος του Πολέμου, πάνω από 2 εκατομμύρια Γερμανοί εγκατέλειψαν με επιτυχία τις περιοχές της Ανατολικής Πρωσίας και του Γκντανσκ, τη στιγμή που ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε με κάθε άλλο παρά φιλικές διαθέσεις.

Βέβαια, καμία από τις πιο πάνω διαδικασίες εκκένωσης δε συνέβη σε τόσο περιορισμένη τοποθεσία όσο το στενό της Μεσίνα, το οποίο είχε πλάτος κάτι περισσότερο από 1,5 χλμ, ενώ οι αποχωρήσαντες είχαν και ισχυρή υποστήριξή από 333 αντιαεροπορικά όπλα. Ουσιαστικά, ήταν αδύνατο να αποτραπεί η έξοδος τους.

Βρετανοί στρατιώτες αποβιβάζονται στις ακτές της Σικελίας, 10 Ιουλίου 1943

Όποιος σταθεί σήμερα στην κορυφή του Τσεντουριπε, η οποιασδήποτε άλλης ορεινής τοποθεσίας όπου εκτυλίχθηκε κάποια από αυτές τις αδυσώπητες μάχες, είναι βέβαιο ότι θα αναρωτηθεί πως ήταν δυνατό οποιοσδήποτε να πολέμησει σε τέτοια μέρη. Το γεγονός ότι οι Σύμμαχοι όχι μονο πολέμησαν, αλλά και κατάφεραν να πετύχουν την πρώτη συνδυασμένη επίθεση τους στην κατεχόμενη Ευρώπη, θα πρέπει να μνημονεύεται και να τιμάται ως εκπληκτικό επίτευγμα.

Η Επιχείρηση Χασκυ προσέφερε πολύτιμα μαθήματα στους Συμμάχους ενόψει μιας ακόμα κρισιμότερης αμφίβιας επίθεσης, στις ακτές της Νορμανδίας τον Ιούνιο του 1944
Τζωρτζ Πάττον (δεξιά) και Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ. Σικελία, 28 Ιουλίου 1943

Η Επιχείρηση Χασκυ σχεδιάστηκε ενόσω η εκστρατεία στην Τυνησία βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Όντας ήδη μπαρουτοκαπνισμένοι, οι στρατιωτικοί αρχηγοί των Συμμάχων κλήθηκαν να οργανώσουν μια νέα μάχη.Η πίεση από τις πολλές δουλείες που έπρεπε να γίνουν ταυτόχρονα κατέστησε την επιτυχή τελικά έκβαση του σχεδίου της Σικελίας ακόμη πιο αξιοσημείωτη.

Το μάθημα ήταν ξεκάθαρο: για την Απόβαση στη Νορμανδία, όλοι οι επικεφαλής στρατηγοί αποσύρθηκαν από την πρώτη γραμμή, ώστε να επικεντρωθούν στην προσεχή Αποστόλη.

Ανάμεσα τους συμπεριλαμβάνονταν πολλοί αεροπορικοί και ναυτικοί διοικητές, καθώς και οι στρατηγοί Αϊζενχάουερ, Μοντγκόμερι και Πάτον, οι οποίοι είχαν εμπειρία τόσο από την Τυνησία όσο και από τη Σικελία.

Ένας από τους μεγαλύτερους γρίφους που αντιμετώπισαν οι στρατηγοί των Συμμάχων πριν από την Επιχείρησή Χασκυ υπήρξε η διαδικασία επαρκούς εφοδιασμού. Η άμεση προσέγγισή στα τρία μεγαλύτερα λιμάνια, Μεσίνα, Κατανια και Παλέρμο, στα νότια και νοτιοανατολικά ήταν αδύνατη, ενω τα υπόλοιπά, μικροτέρα σικελικά λιμάνια δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν τους 6000 τόνους εξοπλισμού που ήταν καθημερινά απαραίτητος.

Οι εξελίξεις στη διαδικασία προσγείωσης αεροσκαφών κατέδειξαν ότι τα λιμάνια έχαναν σταδιακά τη σημασία τους, καθώς τα εκπληκτικά αεροπλανοφόρα μπορούσαν να αναλάβουν μεγάλο μέρος από το βαρύ φορτίο των μεταφορών, ενώ σημαντικός υπήρξε και ο ρόλος των αυτοσχέδιων ατσάλινων πλωτών γεφυρών και των αμφίβιων οχημάτων τύπου DUKW, τα οποία μπορούσαν με τις ρόδες τους να προσεγγίζουν οποιαδήποτε παράλια και στη συνέχεια να επιστρέφουν άμεσα στη θάλασσα.

Χάρη στα αμφίβια οχήματα τύπου DUKW, όπως το εικονιζόμενο, ο εξοπλισμός μπορούσε να φτάνει στην ξηρά είτε μέσω λιμανιών είτε απλών παραλιών.

Αυτά τα μαθήματα σήμαιναν ότι η Απόβαση στη Νορμανδία μπορούσε να εκτελεστεί χωρίς την ανάγκη κατάληψης ενός λιμανιού. Αντίθετα, τα περισσότερα εφόδια θα μεταφέρονταν με οχήματά προσεδάφισης που θα προσέγγιζαν απευθείας τις ακτές.

Από το ξεκίνημα του Πολέμου, η Βρετανία και οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονταν τις τεράστιες δυνατότητες που παρείχαν οι αεροπορικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, φτάνοντας στο 1943, και παρά την άριστη εκπαίδευσή των αερομεταφερόμενων στρατευμάτων, φάνηκε πως έλειπαν ακόμα τα κατάλληλα μέσα για τη σωστή άφιξη τους στο πεδίο της μάχης.

Τόσο τα πληρώματα των αεροσκαφών που μετέφεραν αλεξιπτωτιστές όσο και οι πιλότοι μέσων, όπως τα στρατιωτικά ανεμόπτερα, εξακολουθούσαν να διαθέτουν ελάχιστη κατάρτιση, με αποτέλεσμα οι αεροπορικές επιχειρήσεις στη Σικελία να εξελιχθούν σε φιάσκο. Μόλις 4 από τα 147 συνολικά βρετανικά ανεμόπτερα κατάφεραν να προσγειωθούν στις προκαθορισμένες ζώνες, ενώ 69 από αυτά προσθαλασσωθήκαν. Επίσης, μονό 200 από τους 3400 αλεξιπτωτιστές του 505ου Τάγματος Πεζικού των ΗΠΑ προσεδαφίστηκαν στις προσχεδιασμένες περιοχές. Λίγο αργότερα, μόλις το 16% της 1ης Βρετανικής Ταξιαρχίας Αλεξιπτωτιστών συμμετείχε στη μάχη της Γέφυρας Πριμοσολε, ενώ οι υπόλοιποι σκορπίστηκαν.

Μπορεί τα πληρώματα των αεροσκαφών να παρέμεναν συγκριτικά λιγότερο αποτελεσματικά μεταξύ των Συμμαχικών εναέριων δυνάμεων, όμως μέχρι την Απόβαση στη Νορμανδία πραγματοποιήθηκε σημαντική αναβάθμιση της εκπαίδευσης των ανεμόπτερων. Έτσι, ο χειριστής Τζιμ Οουλγουορκ ολοκλήρωσε ένα από τα πιο εντυπωσιακά επιτεύγματα με ανεμόπτερο, πετυχαίνοντας να προσγειωθεί ακριβώς εκεί όπου προορίζονταν, στη νορμανδική Γέφυρα του Πηγασου.

Ο Τζέιμς Χολαντ είναι συγγραφέας και ραδιοφωνικός παράγωγός. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του Sicily 43: The First Assault on Fortress Europe εκδόθηκε το 2020 από τον Bantam Press

Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας: Ο χαρισματικός ηγέτης και πατέρας του Μέγα Αλέξανδρου που έκανε την Μακεδονία υπερδύναμη και κυριάρχησε σε ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο.

Αν και συχνά τον θυμόμαστε μόνο ως πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου , ο Φίλιππος Β' της Μακεδονίας, που βασίλεψε απο το  359 π.Χ εώς ...

Η Μάχη της Ηράκλειας: Ο Πύρρος αποβιβάζεται στην Ιταλία και αντιμετωπίζει τις Ρωμαικές λεγεώνες για πρώτη φορά.

Η Μάχη της Ηράκλειας έλαβε χώρα το 280 π.Χ. μεταξύ των Ρωμαίων υπό τη διοίκηση του προξένου Πούμπλιου Βαλέριου Λαιβίνου και των συνδυασμένων δυνάμεων...