Η μάχη του Κρεσί έλαβε χώρα στις 26 Αυγούστου 1346 κοντά στο Κρεσί-αν-Ποντιέ, στη βόρεια Γαλλία και ήταν ένα από τα σημαντικότερα πολεμικά γεγονότα του Εκατονταετούς Πολέμου. Ο συνδυασμός της γενικευμένης χρήσης μεσαιωνικού τόξου (longbow) και των νέων τακτικών ώθησε πολλούς ιστορικούς να θεωρούν αυτήν τη μάχη την αρχή του τέλους της εποχής της ιπποσύνης.
Στη μάχη του Κρεσί ένας σχετικά μικρός αριθμός Αγγλων στρατιωτών, περίπου 12.000 άνδρες, υπό τις διαταγές του Εδουάρδου Γ’ της Αγγλίας, συνέτριψε μια πολύ μεγαλύτερη δύναμη Γάλλων στρατιωτών με επικεφαλής τον Φίλιππο ΣΤ’ της Γαλλίας, η οποία αριθμητικά άγγιζε περίπου τους 30.000 με 40.000 άνδρες. Η καθαρή νίκη των Αγγλων οφείλεται στην καλύτερη χρήση των όπλων και στις νέες τακτικές που εφάρμοσαν οι νικητές (παράδειγμα, η τακτική της λογχοφόρου ομάδας, που θεωρείται συνδυαστική δομή τακτικών και αποτελείται από ένα ευέλικτο πυρήνα διάφορων πολεμιστών) και κατέδειξε τη σημασία της σύγχρονης έννοιας της “δύναμης πυρός”. Η αποτελεσματικότητα του Αγγλικού (η ουαλικού) μακρύ τόξου, που χρησιμοποιήθηκε συστηματικά, αναδείχτηκε εναντίον των Γάλλων ιπποτών με τον βαρύ οπλισμό, ανατρέποντας την ιδέα ότι οι τοξότες δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν κλειστές μονάδες σιδερόφρακτων ιπποτών. Οι Γάλλοι ιππότες που έφεραν βαριές ενισχυμένες πανοπλίες, έφταναν στη μάχη σχεδόν εξαντλημένοι αφού είχαν διασχίσει έναν βάλτο, επιτέθηκαν στις εχθρικές γραμμές στον ανήφορο, κάτω από βροχή αγγλικών βελών, και κατατροπώθηκαν από τα αγγλικά μακριά τόξα. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθεί μεγάλο μέρος της γαλλικής αριστοκρατίας, ίσως περισσότερο από το ένα τρίτο (αν και οι εκτιμήσεις διαφέρουν ανάλογα με τις ιστορικές πηγές και τα χρονικά).
Η μάχη του Κρεσι ανέδειξε τη στρατιωτική υπεροχή του αγγλικού μακριού τόξου (longbow)
Η μάχη θεωρείται από πολλούς ιστορικούς η αρχή του τέλους της εποχής της ιπποσύνης. Στη διάρκεια της μάχης εκτελέστηκαν πολλοί αιχμάλωτοι και τραυματίες, κάτι που ήταν αντίθετο στον κώδικά συμπεριφοράς της ιπποσύνης, και εκ τότε οι έφιπποι ιππότες έπαψαν να είναι αήττητοι απέναντι στο πεζικό.
Ιστορικό πλαίσιο
Η μάχη του Κρεσί είναι μια από τις πρώτες μάχες του Εκατονταετούς πολέμου (1337-1453). Από το 1337 ο Άγγλος βασιλιάς Εδουάρδος Γ΄ διεκδικούσε το θρόνο της Γαλλίας, ως εγγονός του Φιλίππου του Ωραίου, και ελλείψει αρρένων απογόνων συνεχιστών της δυναστείας των Καπετιδών, καθώς ο τελευταίος βασιλιάς είχε πεθάνει άτεκνος και στο θρόνο είχε ανεβεί, με αλλαγή δυναστείας, ο εξάδελφός του Φίλιππος ΣΤ΄ Βαλουά. Το βασικό όμως πρόβλημα της σύγκρουσης ήταν η απαίτησή των Άγγλων για πλήρη κυριαρχία στη γαλλική επαρχία Γουιένη, με το δυναστικό θέμα να είναι απλά η αφορμή του προβλήματος.
Τον Οκτώβριο 1337, στο Aβαείο του Ουέστμινστερ, ο Eδουάρδος Γ΄ προκάλεσε δημόσια τον ξάδερφό του, τον βασιλιά της Γαλλίας. Αμφισβήτησε τη νομιμότητα του Φιλίππου ΣΤ ‘του Βαλουά και διεκδίκησε το στέμμα της Γαλλίας για τον εαυτό του. Αυτή η απαίτηση πυροδότησε τον Εκατονταετή πόλεμο.
Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση μετά την έναρξη του Εκατονταετούς Πολέμου, το 1337, ήταν η ναυμαχία του Σλοις, στις 24 Ιουνίου 1340. Τα επόμενα χρόνια ο Εδουάρδος επιχείρησε να κατακτήσει τη Γαλλία περνώντας από τη Φλάνδρα, αλλά απέτυχε λόγω των οικονομικών δυσκολιών και των ευμετάβλητων συμμαχιών. Έξι χρόνια αργότερα, ο Εδουάρδος ακολούθησε διαφορετικό δρόμο και επιτέθηκε στη Νορμανδία, νικώντας στην Καεν, στις 26 Ιουλίου, και στη συνέχεια στη μάχη του Μπλανστακ, στις 24 Αυγούστου. Το σχέδιο των Γάλλων να παγιδεύσουν τις αγγλικές δυνάμεις ανάμεσα στους ποταμούς Σηκουάνα και Σομ απέτυχε, καθώς ο αγγλικός στρατός κατάφερε να διασχίσει τον Σομ και να κατευθυνθεί προς τα βόρεια, προς την αγγλική φρουρά της Φλάνδρας.
Ο Αγγλικός στρατός όμως ήταν εξαντλημένος και καταπονημένος μετά τη μακρά πορεία στο νορμανδικό έδαφος και ο πιο ξεκούραστος και σαφώς πιο πολυάριθμος γαλλικός στρατός τον καταδίωκε. Τελικά οι Αγγλοι αναγκάστηκαν να σταματήσουν και να περιμένουν τη μάχη με τους Γάλλους στον λόφο του Κρεσι. Έτσι η υποχώρηση των Αγγλων οδήγησε στη μάχη του Κρεσι, τη δεύτερη μεγαλύτερη μάχη του πολέμου.
Η μάχη
Όπως και σε προηγούμενες μάχες εναντίων των Σκωτων, ο Εδουάρδος Γ’ παρέταξε τις δυνάμεις του σε πεδινό έδαφος το οποίο περιέβαλλαν φυσικά εμπόδια. Ο βασιλιάς και το επιτελείο του εγκαταστάθηκαν κοντά σε έναν μύλο, σε χαμηλό λόφο που προστάτευε τα νώτα τους και από όπου μπορούσαν να ελέγχουν την εξέλιξη της μάχης. Καθώς βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση όσον αφορά την άμυνα, ο Εδουάρδος διέταξε να πολεμήσουν όλοι πεζοί και παρέταξε τον στρατό σε τρία τμήματα, θέτοντας επικεφαλής του ενός από αυτά τον δεκαεξάχρονο γιο του (Εδουάρδος ο Μαύρος Πρίγκιπας). Οι Αγγλοι τοξότες παρατάχθηκαν σε σχηματισμούς V στην κορυφή του λόφου. Ενόσω περίμεναν, οι Αγγλοι κατασκεύασαν ένα σύστημα τάφρων και παγίδων για να προκαλέσουν φθορές και να προβάλουν εμπόδια στην επέλαση του εχθρικού ιππικού.
Ο γαλλικός στρατός υπό τις διαταγές του Φιλίππου ΣΤ’, ήταν πολύ πιο αποδιοργανωμένος λόγω της υπερβολικής αυτοπεποίθησής των Γάλλων ιπποτών. Ο Φίλιππος τοποθέτησε τους Γενουάτες μισθοφόρους του με τις βαλλίστρες μπροστά, κρατώντας πίσω τους το ιππικό. Ο Γάλλος ιστορικός Ζαν Φρουασαε δίνει μια περιγραφή της δράσης:
“ Οι Αγγλοι, παραταγμένοι σε τρία τμήματα και καθισμένοι στο έδαφος, βλέποντας τον εχθρό να προελαύνει σηκωθήκαν με ορμή και έλαβαν θέση. Πρέπει να γνωρίζετε ότι αυτοί οι βασιλείς, κομήτες, βαρόνοι και άρχοντες των Γάλλων δεν προχωρούσαν συντεταγμένα… Υπήρχαν περίπου δεκαπέντε χιλιάδες Γενουάτες χειριστές βαλλίστρας, αλλά ήταν πολύ κουρασμένοι γιατί είχαν βαδίσει εκείνη την ημέρα έξι λεύγες με πλήρη εξάρτηση και με τις βαλλίστρες τους. Αυτοί ανακοίνωσαν στον διοικητή τους ότι εκείνη την ημέρα δεν ήταν σε θέση να κάνουν σπουδαία πράγματα στη μάχη.
Ακούγοντας το αυτό, ο κόμης του Αλενσον είπε: “Αυτά παθαίνει όποιος χρησιμοποιεί τέτοιους κατεργάρηδες, που σε παρατούν όταν τους χρειάζεσαι”.
Η πρώτη επίθεση έγινε από τους στρατιώτες με τις βαλλίστρες, που έριξαν βροχή τα βέλη με στόχο να προκαλέσουν ταραχή και φόβο στο αγγλικό πεζικό. Αυτή την πρώτη κίνηση συνόδευε ο ήχος των μουσικών οργάνων που είχε φέρει μαζί του ο Φίλιππος για να τρομοκρατήσει τον εχθρό. Αλλά οι εν λόγω πολεμιστές αποδείχτηκαν απολύτως άχρηστοι. Με ταχυβολία τριών-πέντε βελών δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τους Αγγλους τοξότες, που έριχναν αντίστοιχα δέκα με δώδεκα βέλη. Επιπλέον τα όπλα τους είχαν υποστεί πολλές ζημίες από τη βροχή που είχε πέσει πριν από τη μάχη, ενώ οι τοξότες μπορούσαν απλά να μη βάζουν χορδές στα τόξα τους μέχρι να βελτιωθεί ο καιρός.Οι Γενουάτες βαλλισταριοι δεν είχαν τις μεγάλες ορθογώνιες ασπίδες τους, που είχαν μείνει με τις εφοδιοπομπές. Τρομαγμένοι και συγχυσμένοι, οι Γενουάτες υποχώρησαν αφού υπέστησαν βαριές απώλειες, ακόμη και από το γαλλικό ιππικό, που είχε πειστεί ότι ήταν δειλοί, σύμφωνα με τον Φρουασαρ, ο ίδιος ο βασιλιάς της Γαλλίας διέταξε τη σφαγή τους. Οι Αγγλοι συνέχισαν να ρίχνουν ενώ προχωρούσε το πεζικό, σκοτώνοντας πολλούς Γάλλους ιππείς.
Ήταν ένα από τα καλύτερα στρατιωτικά σώματα
ολόκληρης της Μεσαιωνικής Ευρώπης
Βλέποντας την αναποτελεσματικότητα των Γενουατών το γαλλικό ιππικό επιτέθηκε παραπεταγμένο σε ευθεία γραμμή. Ωστόσο η ανοδική πορεία και τα τεχνητά εμπόδια διέλυσαν την επίθεσή. Στο μεταξύ οι τοξότες εξαπέλυσαν εναντίον των ιππέων βροχή από βέλη. Η γαλλική επίθεση δεν κατάφερε να διαλύσει την αγγλική παράταξη, παρότι έκανε δεκαέξι απόπειρες, και οι Γάλλοι υπέστησαν τρομερές απώλειες. Ο υιός του Εδουάρδου Γ’, ο Μαύρος Πρίγκιπας, δέχτηκε επίθεση αλλά ο πατέρας του αρνήθηκε να στείλει ενισχύσεις και δήλωσε ότι ήθελε ο γιος του “να κερδίσει τα σπιρούνια του” – ο πρίγκιπας στη συνέχειά αποδείχτηκε εξαίρετος στρατιωτικός. Καθώς έπεφτε το σκοτάδι, ο Φίλιππος ΣΤ’, τραυματισμένος και ο ίδιος, διέταξε υποχώρηση.
Ήταν μια καταστροφική και ταπεινωτική ήττα για τη Γαλλία. Οι απώλειες ήταν τεράστιες. Οι Γάλλοι και οι Γενουάτες νεκροί εκτιμήθηκαν από 10.000 έως 30.000, με πιθανότερο αριθμό τους 12.000, συμπεριλαμβανομένων 11 πριγκίπων και 1200 ιπποτών. Οι Αγγλοι είχαν 150-200 νεκρούς (αν και αυτή η εκτίμηση είναι ίσως χαμηλή και μάλλον αναξιόπιστη)
Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν αρκετοί εξέχοντες ευγενείς: o Κάρολος Β’ του Αλενσον, αδερφός του Φιλίππου ΣΤ’, ο Ιωάννης Α’ της Βοημίας, βασιλιάς της Βοημίας και κόμης του Λουξεμβούργου, που ήταν τυφλός και πήγε στη μάχη προσδεμένος σε δυο ιππότες, ο Λουδοβίκος Α’ κόμης της Φλάνδρας, ο Ροδόλφος, δούκας της Λορένης.
Αφού οι Γάλλοι εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, οι Αγγλοι επιθεώρησαν τους Γάλλους τραυματίες για να δουν ποιους άξιζε να συλλάβουν αιχμαλώτους ώστε να πάρουν λύτρα. Οι πολύ βαριά τραυματισμένοι ιππείς, που δε μεταφέρονταν, αποτελειώθηκαν με επιμήκη εγχειρίδια που έφεραν την ονομασία misericordia, τα οποία περνούσαν μέσα από τις ενώσεις του θώρακα και καρφώνονταν στην καρδιά. Αυτό ήταν παράβαση του κώδικά της ιπποσύνης, γιατί οι κατώτεροι σκότωναν ιππότες επιπλέον, ιππότες είχαν σκοτωθεί και από ανώνυμα βέλη.
Η μάχη ανέδειξε τη στρατιωτική υπεροχή του αγγλικού μακριού τόξου επί του γαλλικού συνδυασμού βαλλίστρας και σιδερόφρακτων ιπποτών (λόγω της μεγαλύτερης ταχυβολίας και του μεγαλυτέρου βεληνεκούς, στα χέρια ενός έμπειρου τοξότη) και άλλαξε ριζικά τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου για μεγάλη χρονική περίοδο.Μετά τη μάχη του Κρεσι, ο Εδουάρδος Γ’ πολιόρκησε την Πόλη του Καλέ, που παραδόθηκε ύστερα από έντεκα μήνες, παρέχοντας στους Αγγλους βάση στη βόρεια Γαλλία. Στην επομένη σημαντική μάχη του Εκατονταετούς πολέμου, τη μάχη του Πουατιέ το 1356,θα σημειώνονταν και πάλι ήττα των Γάλλων, κάτω από παρόμοιες συνθήκες