Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας έλαβε χώρα στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ, στα Στενά της Σαλαμίνας μεταξύ της συμμαχίας των ελληνικών πόλεων-κρατών και της Περσικής Αυτοκρατορίας. Η ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτέλεσε τη σημαντικότερη σύγκρουση και την αρχή του τέλους της δεύτερης περσικής εκστρατείας στην Ελλάδα.
Αρχικά, οι Έλληνες σχεδίαζαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο (ξηρά και θάλασσα αντίστοιχα). Στη μάχη των Θερμοπυλών, οι Πέρσες εξολόθρευσαν τις περιορισμένες Ελληνικές δυνάμεις που είχαν παραταχθεί στο ομώνυμο στενό, εξαιτίας της προδοσίας του Εφιάλτη. Στο Αρτεμίσιο, ο συμμαχικός στόλος έχασε περίπου τα μισά πλοία του, ενώ ο περσικός στόλος έχασε το 1/4 των πλοίων του. Μόλις οι Σύμμαχοι πληροφορήθηκαν για την καταστροφή στις Θερμοπύλες αποφάσισαν να υποχωρήσουν. Αυτό επέτρεψε στους Πέρσες να καταλάβουν τη Βοιωτία και την Αττική.
Οι Πελοποννήσιοι ήθελαν να σταματήσουν τον περσικό στόλο στον Ισθμό της Κορίνθου. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός Θεμιστοκλής έπεισε τους Έλληνες να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στη Σαλαμίνα, ελπίζοντας ότι μια νίκη θα εμπόδιζε τους Πέρσες να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Ο Θεμιστοκλής ανάγκασε τον Ξέρξη να επιτεθεί στα Στενά της Σαλαμίνας, όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών ήταν άχρηστη και προβληματική. Ο βασιλιάς Ξέρξης, βέβαιος για τη νίκη, ανέβηκε σε μία πλαγιά του βουνού Αιγάλεω για να παρακολουθήσει τη ναυμαχία. Στη ναυμαχία, ο ελληνικός στόλος πέτυχε μια σημαντική νίκη, αφού κατέστρεψε 300 περσικά πλοία.
Προετοιμασία των στόλων.
Αφού βοήθησε στη μεταφορά του πληθυσμού της Αθήνας στη Σαλαμίνα, ο ελληνικός στόλος συγκεντρώθηκε στον όρμο που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του νησιού και περίμενε τις αποφάσεις των διοικητών του για το αν θα υποχωρούσε προς την περιοχή του Ισθμού της Κορίνθου, που προσφερόταν περισσότερο για άμυνα από την ξηρά. Πολλές από τις πόλεις της Πελοποννήσου είχαν ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή η στενή λωρίδα γης αποτελούσε το καλύτερο σημείο αντίστασης στην περσική προέλαση.
Μόλις έφτασε η είδηση για την πτώση των Θερμοπυλών, οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Πελοποννήσιοι, που είχαν μόλις ολοκληρώσει τις γιορτές των Ολυμπιακών Αγώνων, συγκεντρώθηκαν αμέσως στον ισθμό και άρχισαν να χτίζουν ένα τείχος στο στενότερο σημείο του. Την ώρα που οι Πέρσες εισέρχονταν στην Αττική, οι διοικητές του ελληνικού στόλου εξέταζαν τις διάφορες εναλλακτικές λύσεις. Ύστερα από μια ολόκληρη μέρα άκαρπων συζητήσεων, διέκοψαν τη σύσκεψή τους προκειμένου να προετοιμαστούν για τη διανυκτέρευσή τους.
Την επόμενη μέρα εμφανίστηκε ο περσικός στόλος, που αγκυροβόλησε στο Φαληρικό Όρμο, ανατολικά της Σαλαμίνας. Ο αριθμός των περσικών πλοίων είχε μειωθεί από τις ναυμαχίες και τις θαλασσοταραχές, αλλά είχαν έρθει κάποιες ενισχύσεις από ελληνικές πόλεις που υποχρεώθηκαν να συμπαραταχθούν με τους Πέρσες. Συνολικά, ο περσικός στόλος πρέπει να αριθμούσε τουλάχιστον 700 πολεμικά πλοία.
Ο ελληνικός στόλος, που μόλις ξεπερνούσε τις 300 τριήρεις, δεν έβγαινε στα ανοιχτά να συγκρουστεί μαζί του. Οι Έλληνες διοικητές συνέχιζαν να εκφράζουν διάφορες επιφυλάξεις για το τι έπρεπε να γίνει, όταν έφτασε η είδηση πως οι Πέρσες κατέλαβαν την Ακρόπολη και πως ένα μεγάλο μέρος του περσικού στρατού κατευθυνόταν προς τον Ισθμό της Κορίνθου. Οι εξελίξεις αυτές απλώς ώθησαν τους περισσότερους ναυτικούς διοικητές στην απόφαση να εγκαταλείψουν τη Σαλαμίνα πριν τους απέκλειε ο περσικός στόλος.
Ο Θεμιστοκλής και οι άλλοι Αθηναίοι έκαναν έκκληση στον Ευρυβιάδη, το Σπαρτιάτη που εξακολουθούσε να έχει τη διοίκηση του ελληνικού στόλου, αλλά εκείνος επέμεινε ότι η υποχώρηση στον ισθμό ήταν η καλύτερη λύση. Έδωσε, λοιπόν, εντολή στους διοικητές των πλοίων να ετοιμαστούν για απόπλου μέσα στη νύχτα. Λίγο αργότερα όμως ο Ευρυβιάδης άλλαξε γνώμη και το επόμενο πρωί ο ελληνικός στόλος βρισκόταν ακόμη στη Σαλαμίνα, έτοιμος να αναμετρηθεί με τους Πέρσες.
Τι προκάλεσε μια τόσο δραστική αλλαγή στα ελληνικά σχέδια; Κάθε στόλος ήξερε καλά τις θέσεις του αντιπάλου, αν και κανείς δεν είχε άμεση οπτική επαφή με τον εχθρό. Επιπλέον, οι δύο στόλοι απείχαν τόσο, ώστε ήταν αδύνατο να κάνουν οποιονδήποτε ελιγμό χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Οι διοικητές τους έπρεπε να συγκεντρώσουν περισσότερες πληροφορίες πριν αποφάσιζαν την επόμενη κίνηση. Αυτό που ενδιέφερε κυρίως τους Πέρσες ήταν αν ο ελληνικός στόλος θα έμενε στη Σαλαμίνα ή θα υποχωρούσε προς τα δυτικά, περνώντας από τα Στενά των Μεγάρων.
Σε κάποιο βαθμό, αυτό μπορούσαν να το διαπιστώσουν παρατηρώντας τις ελληνικές θέσεις από τη στεριά απέναντι από τη Σαλαμίνα, αν και η νησίδα του Αγίου Γεωργίου εμπόδιζε κάπως το οπτικό τους πεδίο. Ωστόσο, οι Έλληνες θα μπορούσαν να ξεγλιστρήσουν και μέσα στη νύχτα, αν το θεωρούσαν αναγκαίο. Από τη σκοπιά των Ελλήνων, αυτό που κυρίως τους αποσχολούσε ήταν αν είχαν κάποια ρεαλιστική οδό διαφυγής. Ο περσικός στρατός κινούνταν κατά μήκος των ακτών του Κόλπου της Ελευσίνας και σύντομα θα έθετε υπό τον έλεγχό του την περιοχή βόρεια της Σαλαμίνας, μέχρι το Στενό των Μεγάρων.
Διαβάστε Επίσης: Η Μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ.)
Αν ένα τμήμα του περσικού στόλου περιέπλεε τη Σαλαμίνα και εισερχόταν στο στενό από τα δυτικά, ενώ ο κύριος όγκος του ελληνικού στόλου βρισκόταν ακόμη στην ανατολική τους πλευρά, θα απέκλειε εντελώς τους Έλληνες από την Πελοπόννησο. Οι Πέρσες είχαν ήδη επιχειρήσει κάτι παρόμοιο στο Αρτεμίσιο. Αν δεν υπήρχε θαλασσοταραχή, θα μπορούσαν κάλλιστα να τους έχουν παγιδέψει εκεί. Ο Ηρόδοτος λέει ότι αυτό ακριβώς έκαναν οι Πέρσες και ότι υπεύθυνος για την ενέργειά τους ήταν ο Θεμιστοκλής.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Θεμιστοκλής έστειλε ένα μυστικό μήνυμα στον Ξέρξη, με έναν έμπιστο δούλο του, τον Σίκιννο, με το οποίο του έλεγε πως οι Έλληνες ετοιμάζονταν να φύγουν και τον παρακινούσε να μην αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη και να τους προλάβαινε με μια επίθεση. Υποστήριζε ότι ο Ξέρξης θα τους έβρισκε ανοργάνωτους, απροετοίμαστους για μάχη και θα νικούσε πολύ εύκολα. Το βέβαιο είναι ότι οι Πέρσες άρχισαν να παίρνουν θέσεις μάχης εκείνο το βράδυ, όμως, αν αυτό έγινε μετά την άφιξη κάποιου αγγελιαφόρου του Θεμιστοκλή, ή επειδή ο μεγάλος βασιλιάς είχε ήδη αποφασίσει να επιτεθεί εκείνη τη νύχτα, είναι δύσκολο να το γνωρίζουμε.
Οι Πέρσες έστειλαν μια μοίρα με 200 αιγυπτιακά πλοία στη δυτική πλευρά της Σαλαμίνας για να αποκλείσουν τη θαλάσσια οδό προς τον ισθμό μέσω του Στενού των Μεγάρων. Μια δεύτερη μοίρα ανέλαβε να ελέγχει τις οδούς προσέγγισης του νησιού από τα νότια και τα ανατολικά. Ο υπόλοιπος στόλος άρχισε να κινείται προς το στενό που χωρίζει τη Σαλαμίνα από τη στεριά, πλησιάζοντας τις ελληνικές θέσεις. Μια μικρή δύναμη επιλεκτων του περσικού πεζικού κατέλαβε τη νησίδα της Ψυττάλειας, ώστε να πέσουν στα χέρια των Περσών όσα ελληνικά πλοία θα προσάραζαν εκεί στη διάρκεια της ναυμαχίας.
Θα πρέπει να χρειάστηκε αρκετός χρόνος για να έρθουν τα περσικά πλοία από το Φάληρο και να λάβουν θέσεις στην είσοδο του στενού. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν άρχισαν να κινούνται το σούρουπο, δεν θα ήταν όλα τη θέση τους πριν τα μεσάνυχτα. Οι διοικητές των περισσότερων περσικών πλοίων δεν ήξεραν τα νερά γύρω από τη Σαλαμίνα, ενώ ο Ηρόδοτος λέει ακόμη ότι οι κινήσεις των πλοίων έπρεπε να είναι «αθόρυβες». Φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι οι Πέρσες ήλπιζαν να οδηγήσουν τα ελληνικά πλοία μακριά από το στενό όπου βρίσκονταν, στα πιο ανοιχτά νερά του Κόλπου της Ελευσίνας.
Μάλλον δεν περίμεναν ότι οι Έλληνες θα επιχειρούσαν μια νικηφόρα σύγκρουση με τον κύριο όγκο του περσικού στόλου, αλλά πίστευαν ότι θα προσπαθούσαν να διαφύγουν προς τα δυτικά διασπώντας τον αποκλεισμό των πολύ λιγότερων αιγυπτιακών πλοίων. Ανεξάρτητα από το μήνυμα του Θεμιστοκλή, τα περσικά πλοία έπρεπε να αποπλεύσουν νωρίς, γιατί ο κλοιός τους ήταν ανάγκη να κλείσει πριν έπεφτε το σκοτάδι, που θα ευνοούσε τις προσπάθειες των Ελλήνων να διαφύγουν. Επομένως, ο Ξέρξης σίγουρα δεν υποκινήθηκε από το μήνυμα του Σίκιννου.
Το χρονοδιάγραμμα των περσικών κινήσεων θα ήταν σε κάθε περίπτωση το ίδιο, αφού ούτε οι παρατηρητές τους από τη στεριά ούτε τα πλοία ανίχνευσης στη θάλασσα ήταν βέβαιο ότι θα μπορούσαν να δουν τους Έλληνες αν αποφάσιζαν να φύγουν μέσα στη νύχτα ή ακόμη και μέσα στο σούρουπο. Αποκλείοντας τις πιθανές οδούς διαφυγής καθώς σκοτείνιαζε, θα ήταν βέβαιοι πως δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Οι Έλληνες πληροφορήθηκαν τις κινήσεις αυτές από δύο διαφορετικές πηγές.
Η μία ήταν το πλήρωμα ενός ακόμη ελληνικού πλοίου που είχε αυτομολήσει από τους Πέρσες, αυτή τη φορά από το νησί της Τήνου. Οι Έλληνες ναυτικοί αποκάλυψαν το περσικό σχέδιο στον Ευρυβιάδη, αλλά τα λεγόμενά τους έγιναν δεκτά με καχυποψία. Αργότερα το ίδιο βράδυ όμως ένας από τους εξόριστους Αθηναίους που είχαν επιστρέψει, ο Αριστείδης, γύρισε από μια περιπολία φέρνοντας την είδηση ότι οι Πέρσες περικύκλωναν τις ελληνικές θέσεις και ότι η υποχώρηση στον ισθμό ήταν πια αδύνατη χωρίς μάχη.
Έτσι, ο Θεμιστοκλής επανέλαβε τις πιέσεις του να ναυμαχήσουν με τον περσικό στόλο, υποστηρίζοντας ότι η θέση τους στο στενό ανατολικά της Σαλαμίνας ήταν ευνοϊκότερη για τον ελληνικό στόλο από ό,τι ο Κόλπος της Ελευσίνας ή τα πιο ανοιχτά νερά γύρω από τον ισθμό. Στην τελική απόφαση ίσως λήφθηκε υπόψη και η απειλή του Θεμιστοκλή και των άλλων Αθηναίων να εγκαταλείψουν τους υπόλοιπους Έλληνες και να μεταναστεύσουν με τις οικογένειές τους στην Ιταλία. Τα αθηναϊκά πλοία αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στόλου, άρα η παρουσία τους θα είχε καθοριστική σημασία σε οποιαδήποτε ναυτική σύγκρουση με τους Πέρσες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι διόλου περίεργο που ο Ευρυβιάδης άλλαξε γνώμη και συμφώνησε να οδηγήσει τον ελληνικό στόλο στη μάχη. Κάθε ελπίδα διαφυγής μέσα στη νύχτα είχε χαθεί εξαιτίας των έγκαιρων κινήσεων του περσικού στόλου. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή παρά μόνο η σύγκρουση, ελπίζοντας ότι ο περσικός στόλος δεν θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την αριθμητική υπεροχή του.
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Αδημονώντας να απολαύσει μια θριαμβευτική νίκη, ο Ξέρξης ζήτησε να του βρουν μια κατάλληλη θέση για να παρακολουθήσει την εξέλιξη της ναυμαχίας. Η θέση αυτή ήταν απέναντι από την πόλη της Σαλαμίνας και είχε καλή θέα στην Ψυττάλεια, τη νησίδα όπου στη διάρκεια της νύχτας είχαν αποβιβαστεί περσικά στρατιωτικά τμήματα. Ωστόσο, αντί να γίνει μάρτυρας του ολοκληρωτικού ναυτικού θριάμβου του επί των Ελλήνων, ο Ξέρξης είδε μια αληθινή καταστροφή να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του.
Τα πλοία του περσικού στόλου ήταν παρατεταγμένα καθ᾿ όλο το πλάτος του στενού σε επάλληλες σειρές, και σε αυτοτελείς μοίρες ανάλογα με την εθνική προέλευση. Δεξιά, πλησιέστερα στο σημείο όπου βρισκόταν ο Ξέρξης, είχαν παραταχθεί τα φοινικικά πλοία, ενώ οι Ίωνες είχαν καταλάβει την αριστερή πτέρυγα, προς τη Σαλαμίνα. Καθώς τα περσικά πλοία κινήθηκαν προς το εσωτερικό του στενού, πλησίασαν τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε στάθηκε αδύνατο να διατηρήσουν τους σχηματισμούς τους. Τα πληρώματα είχαν μείνει ξύπνια όλο το βράδυ, ήταν κουρασμένα και, το χειρότερο, μια έντονη φουσκοθαλασσιά δυσκόλευε ακόμη περισσότερο τις κινήσεις τους.
Ο Θεμιστοκλής, οποίος γνώριζε πολύ καλά τα νερά και τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή, είχε προβλέψει κάτι τέτοιο και, από ό,τι φαίνεται, είχε πείσει τους άλλους Έλληνες διοικητές να καθυστερήσουν την επίθεσή τους μέχρι την πλήρη αποδιοργάνωση των Περσών. Αυτό εξηγεί και τη φαινομενική υποχώρηση των Ελλήνων, που, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, προηγήθηκε της πρώτης σύγκρουσης. Κάτι τέτοιο μπορεί να συνέβη όταν άλλαξε η διάταξη των πλοίων από αμυντική σε περισσότερο επιθετική, με τους Αθηναίους και τους Αιγινήτες στις δύο πτέρυγες του ελληνικού στόλου να ηγούνται της επίθεσης για τη διάσπαση των εχθρικών γραμμών και να εμβολίζουν όσα μεμονωμένα περσικά πλοία προσπαθούσαν απεγνωσμένα να κάνουν ελιγμούς.
Οι Πέρσες από τη σκοπιά τους μπορεί να νόμισαν ότι τα ελληνικά πλοία γύριζαν προς τα πίσω, προφανώς υποχωρώντας, όπως ακριβώς είχαν προβλέψει και οι ίδιοι. Ο τραγικός ποιητής Αισχύλος αναφέρει στην τραγωδία Πέρσες κάποιο σάλπισμα που άκουσαν οι Έλληνες, το οποίο μπορούσε κάλλιστα να είναι προσυμφωνημένο και να σήμανε πότε ακριβώς έπρεπε οι καπετάνιοι των πλοίων να αλλάξουν ρότα και να επιτεθούν. Σήματα είχαν χρησιμοποιηθεί και για το συντονισμό των ενεργειών του ελληνικού στόλου στο Αρτεμίσιο.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι και οι δύο πλευρές είχαν σε κάποιο βαθμό προαποφασίσει πώς ακριβώς θα διεξαγόταν η ναυμαχία. Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε όλες τις μάχες, μόλις άρχισε η αληθινή σύγκρουση ήταν αδύνατο να ακολουθήσει κανείς κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο και ο διοικητής κάθε πλοίου έπρεπε να λάβει αποφάσεις την ώρα της μάχης. Η κύρια απόφαση που πήραν οι διοικητές των περσικών πλοίων όταν δέχτηκαν την ελληνική επίθεση ήταν να κινηθούν προς τα πίσω. Αυτό όμως προκάλεσε μεγαλύτερη σύγχυση στις περσικές γραμμές, γιατί όσα πλοία οπισθοχωρούσαν συναντούσαν άλλα περσικά πλοία που κινούνταν αποφασιστικά προς την πρώτη γραμμή, θέλοντας να εντυπωσιάσουν το μεγάλο βασιλιά με την ανδρεία τους.
Στο χάος που επικράτησε οι Έλληνες πλοίαρχοι εμψύχωσαν τα πολύ πιο ξεκούραστα πληρώματά τους και συνέχισαν τις επιθέσεις τους με μεγάλη επιτυχία. Η υπόλοιπη αφήγηση του Ηροδότου για τη ναυμαχία αφορά κυρίως επεισόδια ανεκδοτολογικού χαρακτήρα σχετικά με τα ανδραγαθήματα ενός ή περισσότερων ανθρώπων. Τα επεισόδια αυτά, όπως τόσο πολλές αφηγήσεις στις Ιστορίες του, αποτελούν εκδοχές των γεγονότων που πληροφορήθηκε από συγκεκριμένους ανθρώπους ή ομάδες ανθρώπων, γι’ αυτό συχνά δεν είναι καθόλου αντικειμενικές. Κατά συνέπεια, δεν έχουμε μια αξιόπιστη συνολική εικόνα της ναυμαχίας.
Ο Ηρόδοτος επαναλαμβάνει την ιστορία ότι, την τελευταία στιγμή, τα 70 κορινθιακά πλοία έκαναν μεταβολή και τράπηκαν σε φυγή προς τον Κόλπο της Ελευσίνας. Είναι πολύ πιθανό αυτή η άνανδρη –υποτίθεται– υποχώρηση προς βορρά, την οποία ο Ηρόδοτος παρουσιάζει ως συκοφαντία των Αθηναίων κατά των Κορινθίων, να ήταν μια σκόπιμη προσπάθεια εμπλοκής της αιγυπτιακής μοίρας στην όλη σύγκρουση, ώστε να μην μπορέσει να επιτεθεί στον ελληνικό στόλο από τα νώτα.
Διαβάστε Επίσης: Μάχη του Μαραθώνα: Η πρώτη νικηφόρα μάχη των Ελληνων εναντίων των Περσών.
Οι Κορίνθιοι υποστήριξαν ότι τα πλοία τους δεν συνάντησαν κανένα αιγυπτιακό και επέστρεψαν στη μάχη, κάνοντας το καθήκον τους όπως όλοι οι άλλοι Έλληνες. Ένα από τα πιο γλαφυρά επεισόδια που αφηγείται ο Ηρόδοτος αφορά την Αρτεμισία, η οποία κυβερνούσε την Αλικαρνασσό, την ιδιαίτερη πατρίδα του, που ήταν υποτελής στους Πέρσες. Η Αρτεμισία κυβερνούσε το δικό της πλοίο στην πρώτη γραμμή του περσικού στόλου. Όταν όρμησε πάνω της μια αθηναϊκή τριήρης, προσπάθησε να ξεφύγει, όμως της έκλειναν το δρόμο άλλα περσικά πλοία.
Απελπισμένη, διέταξε τον τιμονιέρη να εμβολίσει ένα από αυτά. Ήταν το πλοίο που κυβερνούσε ο βασιλιάς της Κάλυνδας της Λυκίας, το οποίο βυθίστηκε αύτανδρο. Ο κυβερνήτης του επιτιθέμενου αθηναϊκού πλοίου θεώρησε ότι η τριήρης της Αρτεμισίας πολεμούσε στο πλευρό των Ελλήνων και επιτέθηκε σε άλλο περσικό πολεμικό. Ο Ξέρξης και η ακολουθία του είδαν το περιστατικό και αναγνώρισαν το πλοίο από τα εμβλήματά του, αλλά πίστεψαν ότι η τριήρης που εμβολίστηκε ήταν ελληνική, κάτι που γέμισε θαυμασμό τον Πέρση βασιλιά για την Αρτεμισία.
Λέγεται επίσης ότι στο σημείο αυτό ο Ξέρξης παρατήρησε: «Οι άνδρες μου έχουν πολεμήσει σαν γυναίκες και οι γυναίκες μου σαν άνδρες».
Μια άλλη ιστορία αφορά τους Πέρσες στρατιώτες στην Ψυττάλεια. Τους είχαν τοποθετήσει εκεί προβλέποντας ότι ο κύριος όγκος του ελληνικού στόλου θα απωθούνταν προς τα βόρεια και τα δυτικά, μακριά από το νησί. Έτσι όπως εξελίχθηκε η ναυμαχία, όμως, οι άνδρες αυτοί βρέθηκαν απομονωμένοι από τα περσικά πλοία, ευάλωτοι σε ενδεχόμενη επίθεση από τις γειτονικές ακτές της Σαλαμίνας. Ο Αριστείδης, ο οποίος είχε εκλεγεί μεταξύ των Αθηναίων στρατηγών μετά την εσπευσμένη ανάκλησή του από την εξορία, επίταξε μερικές βάρκες και με μια ομάδα Αθηναίων οπλιτών βγήκε στο νησί.
Εκεί, μπροστά στα μάτια του Ξέρξη, οι επίλεκτοι άνδρες του, μεταξύ αυτών και τρία ανίψια του, σφαγιάστηκαν από τους Αθηναίους. Την ίδια ώρα άλλοι Πέρσες που κατάφερναν να γλιτώσουν από τα βυθιζόμενα πλοία τους και να φτάσουν στις ακτές της Σαλαμίνας σκοτώνονταν επιτόπου ή πιάνονταν αιχμάλωτοι. Ορισμένα από τα φοινικικά πλοία, τα οποία βρίσκονταν πολύ κοντά στη θέση του βασιλιά, συνάντησαν λιγότερα προβλήματα στην προώθησή τους προς τα ελληνικά και συγκρούστηκαν μαζί τους νωρίτερα από ό,τι οι Ίωνες στην άλλη πτέρυγα της περσικής παράταξης.
Απέναντί τους βρίσκονταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι κατατρόπωσαν τους Φοίνικες και ανάγκασαν αρκετά πληρώματά τους να αναζητήσουν καταφύγιο στη στεριά, στο σημείο ακριβώς όπου βρισκόταν το βασιλικό άρμα, από το οποίο ο Ξέρξης παρακολουθούσε τη ναυμαχία. Οι άνδρες αυτοί πλησίασαν το βασιλιά και προσπάθησαν να απολογηθούν για την αποτυχία τους κατηγορώντας τους Ίωνες ότι τους πρόδωσαν και ότι ήταν υπεύθυνοι για τη σύγχυση που επικράτησε στον περσικό στόλο. Ωστόσο, για κακή τους τύχη, όσο βρίσκονταν ενώπιόν του, ο Ξέρξης είδε ένα πλοίο των Ιώνων, από τη Σαμοθράκη, να εμβολίζει μια αθηναϊκή τριήρη και κατόπιν να εμβολίζεται από μια τριήρη της Αίγινας.
Το πλήρωμα του ιωνικού πλοίου σκαρφάλωσε αμέσως και κατέλαβε το σκάφος των Αιγινητών, αποδεικνύοντας στο βασιλιά τόσο την αξία όσο και την αφοσίωσή του. Ο βασιλιάς εξοργίστηκε με το συμβάν και διέταξε να αποκεφαλίσουν τους Φοίνικες που είχε μπροστά του. Στο τέλος της μέρας ο περσικός στόλος υποχώρησε όπως όπως στο Φαληρικό Όρμο, έχοντας χάσει τουλάχιστον 200 πλοία και έχοντας αποτύχει στον κύριο στόχο του να εκδιώξει τους Έλληνες από τη Σαλαμίνα.
Οι Έλληνες δεν είχαν χάσει περισσότερα από 40 πλοία και είχαν αναγκάσει τον εχθρό να επιστρέψει στη βάση του κακήν κακώς. Η αναπάντεχη νίκη αποδόθηκε από πολλούς σε παρέμβαση των θεών και θεωρήθηκε ότι εκπλήρωνε το χρησμό που είχε δώσει το δελφικό μαντείο στους Αθηναίους στην αρχή του χρόνου. Σύντομα άρχισαν να κυκλοφορούν ιστορίες για την εμφάνιση θεών στη διάρκεια της ναυμαχίας, για τη λάμψη που ξεχύθηκε από το Ναό της Δήμητρας στην Ελευσίνα και για τον ήχο της ουράνιας χορωδίας που ακούστηκε να ψάλλει. Κυκλοφόρησε επιπλέον η φήμη ότι ο Ξέρξης εγκατέλειψε αμέσως το στρατό του και αναζήτησε καταφύγιο στην Ασία.
Διαβάστε Επίσης: Η Μάχη των Πλαταιών: Ο Ελληνικός συνασπισμός εξολοθρεύει την περσική απειλή και περνάει στην αντεπίθεση.
Στην πραγματικότητα, αν και η εποχή του έτους δεν προσφερόταν πια για στρατιωτικές επιχειρήσεις και ο καιρός γινόταν ολοένα και λιγότερο ευνοϊκός, ο Ξέρξης μάλλον επιχείρησε να συνεχίσει την εκστρατεία του αρκετές μέρες ακόμη. Προσπάθησε να κατασκευάσει ξανά μια πλωτή γέφυρα, στο Στενό της Σαλαμίνας, και διέταξε το στόλο του να ετοιμαστεί για περαιτέρω δράση. Οι Πέρσες εξακολουθούσαν να έχουν στη διάθεσή τους πολύ περισσότερα πλοία από τους Έλληνες, ενώ η μοίρα των αιγυπτιακών πλοίων θα πρέπει να επέστρεψε άθικτη μόλις έγινε φανερό ότι οι Έλληνες δεν σκόπευαν να κινηθούν προς τη δική τους πλευρά, κινδυνεύοντας να παγιδευτούν.
Ο περσικός στρατός είχε διασχίσει ολόκληρη τη Μεγαρίδα, προελαύνοντας μέχρι το Ναό του Ποσειδώνα στον ισθμό, που ήταν η έδρα του Συνεδρίου των Ελλήνων. Οι Πέρσες λεηλάτησαν και πυρπόλησαν το ναό και στη συνέχεια έφτασαν στις ελληνικές οχυρώσεις, δυτικότερα, αλλά δεν επιχείρησαν να επιτεθούν. Από ό,τι φαίνεται, στο σημείο αυτό ο Ξέρξης άλλαξε γνώμη και ο περσικός στόλος απέπλευσε για τα παράλια της Μικράς Ασίας. Οι Έλληνες τον καταδίωξαν μέχρι την Άνδρο, αλλά μετά εγκατέλειψαν την προσπάθεια και επέστρεψαν στη Σαλαμίνα.
Εν τω μεταξύ, ο Ξέρξης διέσχισε με το στρατό του τη Βοιωτία, επιστρέφοντας στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία, όπου θα μπορούσε να διαχειμάσει χωρίς επισιτιστικά προβλήματα για τους ανθρώπους και τα ζώα του. Ένα μέρος του στρατού όμως επέστρεψε μαζί του στην Περσία. Οι Έλληνες οπωσδήποτε σκέφτηκαν ότι ο Ξέρξης έχασε απλώς το κουράγιο του και έφυγε εσπευσμένα για την πατρίδα, ωστόσο υπήρχαν και άλλοι λόγοι που τον ανάγκασαν να υποχωρήσει και να επιστρέψει στην Περσία.
Σε κάποιο βαθμό η εκστρατεία είχε στεφθεί με επιτυχία. Παρόλο που ο στόλος του δεν είχε κανένα λόγο να αισθάνεται υπερήφανος, ο στρατός του είχε νικήσει στην πρώτη μεγάλη μάχη που έδωσε, αν και με βαριές απώλειες. Οι Πέρσες είχαν εξοντώσει έναν από τους πιο σπουδαίους ηγέτες του εχθρού και είχαν καταλάβει την πόλη των μισητών Αθηναίων. Ακόμη και μετά την υποχώρηση στη Θεσσαλία, η Περσική Αυτοκρατορία είχε επεκταθεί σημαντικά προς τη δύση και θα μπορούσε να πει κανείς ότι η παρουσία του μεγάλου βασιλιά δεν ήταν πια τόσο αναγκαία για την ολοκλήρωση της εκστρατείας, η οποία υπήρχε η δυνατότητα να συνεχιστεί τον επόμενο χρόνο.
Στις αρχές Οκτωβρίου έγινε έκλειψη Ηλίου, την οποία οι Πέρσες ενδεχομένως εξέλαβαν ως οιωνό ότι ο προστάτης θεός του Ξέρξη, ο Αχούρα Μάζντα, δεν θα ήταν για κάποιο διάστημα ευνοϊκά διακείμενος για περαιτέρω ενέργειες.
Διαβάστε Επίσης: Η Μάχη της Μυκάλης: Η Ελληνική καταδρομική επίθεση στη Μικρά Ασία και ο αφανισμός των τελευταίων Περσικών δυνάμεων της μεγάλης στρατιάς του Ξέρξη.
Ωστόσο, σοβαροί πολιτικοί λόγοι υπαγόρευαν στον Ξέρξη να μη μείνει μεγάλο διάστημα στο δυτικό άκρο της αυτοκρατορίας του, όπως, π.χ., ο κίνδυνος εξέγερσης σε κάποια σημαντική σατραπεία. Το 479 π.Χ. ο Ξέρξης κατέπνιξε άλλη μια σοβαρή εξέγερση στη Βαβυλωνία. Είναι πολύ πιθανό να αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ελλάδα χωρίς να έχει ολοκληρώσει την ενσωμάτωση των νέων εδαφών, όταν έμαθε για το ξέσπασμα της εξέγερσης αυτής.
Η σημασία της νίκης στην Σαλαμίνα
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτελεί σημείο καμπής στους Περσικούς Πολέμους. Χάρη στη νίκη τους, οι Έλληνες κατάφεραν να επιβιώσουν, ενώ οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρές υλικές ζημιές. Στις μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης, η απειλή για την κατάληψη της Ελλάδος διαλύθηκε και οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση. Στις επόμενες τρεις δεκαετίες, οι Αθηναίοι, χάρη στους πολέμους της Δηλιακής Συμμαχίας, κατάφεραν να απελευθερώσουν τη Θράκη, τη Μακεδονία, τα νησιά του Αιγαίου, την Ιωνία, και βοήθησαν τους Αιγύπτιους στην εξέγερση τους κατά των Περσών – αυτά τα γεγονότα μείωσαν το γόητρο των Περσών.
Οι μάχες στις Θερμοπύλες, στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα θεωρούνται σήμερα «θρυλικές», λόγω των δυσμενών συνθηκών για τους Έλληνες και της μεγάλης ανισότητας των δυνάμεων. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν ότι η ναυμαχία της Σαλαμίνας είναι μια από τις πιο σημαντικές μάχες στην ιστορία. Για να υποστηρίξουν αυτή την άποψη, δηλώνουν ότι αν οι Έλληνες είχαν ηττηθεί στη ναυμαχία, η πιθανή κατάληψη της Ελλάδας από τους Πέρσες θα σταματούσε την ανάπτυξη του ελληνικού και του μετέπειτα δυτικού πολιτισμού. Αυτή η οπτική γωνία βασίζεται στην προϋπόθεση ότι το μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, όπως η φιλοσοφία, η επιστήμη, η ατομική ελευθερία και η δημοκρατία έχουν τις ρίζες τους στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Παρόλα αυτά, ο Χόλλαντ υποστηρίζει ότι ο ελληνικός πολιτισμός μπορούσε να αναπτυχθεί και υπό την περσική κυριαρχία – και φέρνει ως παράδειγμα τους Ίωνες που είχαν διατηρήσει τον πολιτισμό τους, παρόλο που αυτός ο πολιτισμός δεν ήταν δημοκρατικός και στερείται πολλών χαρακτηριστικών (ατομική ελευθερία, δημοκρατία) για τα οποία φημίζεται ο αθηναϊκός πολιτισμός. Η πολιτιστική ακμή της Αθήνας σημειώθηκε αμέσως μετά τη νίκη στους Περσικούς Πολέμους.
Όσον αφορά τον στρατιωτικό τομέα, oι Έλληνες επέλεξαν το χώρο όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών ήταν άχρηστη και προβληματική, αλλά αυτή τη φορά βασίστηκαν και στην άσκοπη επίθεση των Περσών. Πάντως, θεωρείται ότι το πιο σημαντικό μάθημα είναι η εξαπάτηση των Περσών από τον Θεμιστοκλή.
Βιβλιογραφία
Philip de Souza – The Greek and Persian Wars 499-386 BC
History Volume 4: Persia, Greece and the Western Mediterranean c. 525 to 479 BC
Andrew Robert, Persia and the Greeks. The Defence of the West c. 546-478 BC
Green, Peter, The Year of Salamis 480-479 BC
Plutarch, The Rise and Fall of Athens
The Persian Empire from Cyrus Il to Artaxerxes I