Η Μάχη του Γρανικού: Η Πρώτη Μεγάλη Νίκη του Αλεξάνδρου εναντίον των Περσών.

Η Μάχη του Γρανικού τον Μάιο του 334 π.Χ. ήταν η πρώτη από τις τρεις μεγάλες μάχες που διεξήχθησαν μεταξύ του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της Περσικής Αυτοκρατορίας . Η μάχη έγινε στο πέρασμα του Γρανικού στην περιοχή της Τρωάδας. Στη μάχη ο Αλέξανδρος νίκησε τον στρατό των Περσών σατραπών της Μικράς Ασίας, που υπερασπίστηκε τη διάβαση του ποταμού. Μετά από αυτή τη μάχη ο Αλέξανδρος κυριάρχησε σε ολόκληρη την Μικρά Ασία, οι Πέρσες αναγκάστηκαν μόνο σε άμυνα στις πόλεις που παρέμεναν υπό τον έλεγχό τους.


Τα τμήματα του στρατού 

Το εκστρατευτικό σώμα με το οποίο ξεκίνησε ο Αλέξανδρος ήταν άριστα οργανωμένο και εξαιρετικά ισχυρό, αν και αριθμητικά πολύ κατώτερο από τους στρατούς τους οποίους επρόκειτο να αντιμετωπίσει. Οι αριθμοί που δίνουν οι αρχαίοι συγγραφείς κυμαίνονται μεταξύ 34.000 (30.000 πεζοί και 4000 ιππείς) και 48.500 (43.000 πεζοί και 5500 ιππείς). 

Η Μακεδονική φάλαγγα αποτελούσε τον χαρακτηριστικό τρόπο παράταξης μάχης, αρχικά των Μακεδόνων και στη συνέχεια όλων των κρατών των Διαδόχων και Επιγόνων, επί δύο αιώνες (μέσα 4ου – μέσα 2ου αιώνα π.Χ.)

Η μακεδονική φάλαγγα των 9000 πεζέταιρων καθώς και οι 3000 υπασπιστές αποτελούσαν την κύρια δύναμη του πεζικού που πλαισιώνονταν από συμμαχικά σώματα Ελλήνων, Θρακών αλλά και μισθοφόρων. Οι ισχυρότερες μονάδες του ιππικού ήταν οι 8 ίλες των 1800 Μακεδόνων εταίρων και οι 1800 Θεσσαλοί ιππείς. Παράλληλα, οι τεχνικές και άλλες υπηρεσίες ήταν οργανωμένες με αξιοθαύμαστο για την εποχή τρόπο και συνέβαλαν ουσιαστικά στην επιτυχία της εκστρατείας. 

Το ναυτικό, αποτελούμενο από συμμαχικά πλοία, έπαιξε δευτερεύοντα ρόλο στις πολεμικές επιχειρήσεις, Το Επιτελείο του Αλέξανδρου με τους σωματοφύλακες (Εταίρους) και τη Βασιλική Φρουρά βοηθούσε τον βασιλέα στην εκτέλεση των σχεδίων και των αποφάσεων του. Βαθμιαία οργανώθηκε επίσης και αυτοτελής Διπλωματική υπηρεσία. Τέλος ένας αρκετά μεγάλος αριθμός επιστημόνων ακολουθούσε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του, πραγματοποιώντας αξιόλογο επιστημονικό έργο, καθώς και πλήθος καλλιτεχνών.

Η διάβαση του Ελλησπόντου 

Τον Απρίλιο του 334 π.Χ. ο Αλέξανδρος διέσχισε τον Ελλήσποντο.

Είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουμε μέχρι ποιο σημείο έφταναν οι φιλοδοξίες του Αλεξάνδρου. Το σίγουρο όμως είναι ότι πίστευε πως έπρεπε να εδραιώσει την κυριαρχία του πριν προχωρήσει σε νέες κατακτήσεις. Ο πρώτος προφανής στόχος του ήταν η απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Ασίας. Αργότερα, ενώ ακόμη πολιορκούσε τις φοινικικές πόλεις της συριακής και της παλαιστινιακής ακτής, έγραψε στον Δαρείο ότι ήθελε να πάρει εκδίκηση για τις παλαιότερες περσικές εισβολές στην Ελλάδα. 

Τον Απρίλιο του 334 π.Χ. ο Αλέξανδρος διέσχισε τον Ελλήσποντο. Ενώ τα στρατεύματά του διάβαιναν τον πορθμό, εκείνος προχώρησε μπροστά και επισκέφθηκε την αρχαία Τροία για να προσφέρει θυσίες στους θρυλικούς Έλληνες ήρωες, που, όπως και εκείνος, είχαν πολεμήσει σε ασιατικό έδαφος ενάντια σε μια ασιατική δύναμη. 

Διαβάστε Επίσης: Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο

Για τη διάβαση του Ελλησπόντου χρησιμοποίησε πολλές φορτηγίδες συνοδευμένες από 160 πολεμικά πλοία (τριήρεις). Αρχικός στόχος του ήταν η απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Ασίας από την περσική κυριαρχία, γι’ αυτό έπρεπε να κατευθυνθεί νότια, κατά μήκος της ανατολικής ακτής του Αιγαίου. Μια μεγάλη περσική δύναμη, που δεν είχε προλάβει να τον εμποδίσει να διαβεί τον Ελλήσποντο, τον περίμενε στα ανατολικά της Τρωάδας.

Ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να αφήσει τους Πέρσες και να φύγει. Εξάλλου, η προοπτική μιας μάχης σε παράταξη πάντα τον ενθουσίαζε. Οι περσικές δυνάμεις στρατοπέδευσαν στη Ζέλεια και ο Αλέξανδρος για να τις συναντήσει διέσχισε την Τρωάδα, μια περιοχή γεμάτη ποταμούς που κυλάνε προς βορρά εκβάλλοντας στην Προποντίδα. Ένας από αυτούς, ο Γρανικός, αποτέλεσε την αμυντική τάφρο των περσικών στρατευμάτων. Ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Γ΄ βρισκόταν στη μακρινή πρωτεύουσά του, τα Σούσα, και είχε εμπιστευθεί το μικρασιατικό στρατό του στους σατράπες (κυβερνήτες) των δυτικών επαρχιών. 

Η διάβαση του Ελλήσποντου και η πορεία προς τον Γρανικό

Στον περσικό στρατό υπήρχε και ένα σώμα Ελλήνων μισθοφόρων με αρχηγό τον Μέμνονα τον Ρόδιο, έναν αξιωματικό που είχε ήδη αποδείξει τις πολεμικές ικανότητές του ενάντια στις μακεδονικές δυνάμεις. Το σώμα το οποίο διοικούσε είχε δύναμη σχεδόν 20.000 ανδρών, περίπου ίση με το περσικό ιππικό, και περιορισμένη υποστήριξη από το περσικό πεζικό. Δεδομένου ότι οι Πέρσες ήταν σχεδόν πάντα πολυάριθμοι, φαίνεται ότι το περσικό πεζικό δεν είχε ακόμη πλήρως κινητοποιηθεί. Σε γενικές γραμμές, στη μάχη του Γρανικού η περσική στρατιωτική αντίδραση καθυστέρησε πολύ να εκδηλωθεί.

Ο υπασπιστής ήταν είδος αρχαίου πολεμιστή. Στον Όμηρο, ο Δηίφοβος προχωράει «ὑπασπίδια» ή υπό την κάλυψη της ασπίδας του. Από τον 4ο αιώνα π.Χ, η λέξη είχε ερμηνευθεί ως στρατιώτης υψηλού κύρους

Ο Αλέξανδρος πλησίασε το Γρανικό ποταμό από ένα σημείο που επέτρεπε από νωρίς μερική ανάπτυξη του στρατού. Το κύριο σώμα με το βαρύ πεζικό προχώρησε σε δύο δίδυμες φάλαγγες, ενώ το ιππικό προάσπιζε τα πλευρά τους και ακολουθούσε ο κινητός εξοπλισμός. Ένα μεικτό σώμα ανιχνευτών από έφιππους σαρισοφόρους και 500 ελαφρά οπλισμένους πεζούς («ψιλοί») με επικεφαλής τον αξιωματικό Ηγέλοχο προχώρησε μπροστά για να κάνει αναγνώριση εδάφους.

Ο μακεδονικός στρατός βρισκόταν αρκετά κοντά στο Γρανικό ποταμό όταν έφτασαν οι αγγελιαφόροι του Ηγέλοχου και ανέφεραν ότι ο εχθρός ήταν πλέον ορατός σε σχηματισμό μάχης στην απέναντι όχθη. Ο Αλέξανδρος πλησίασε το Γρανικό τόσο ώστε να μπορέσει να απλώσει το στρατό του, που βρισκόταν ήδη σε ημιανάπτυξη, και να σχηματίσει ένα μέτωπο μάχης. Λέγεται ότι εκείνη τη στιγμή ο υπαρχηγός του Παρμενίωνα πρότεινε να περιμένουν, υποστηρίζοντας ότι ήταν καλύτερα να στρατοπεδεύσουν εκεί για τη νύχτα.

Ο ορμητικός ποταμός με τις κακοτράχαλες όχθες αποτελούσε ένα σοβαρό εμπόδιο ανάμεσα στα δύο στρατεύματα. Ο Παρμενίωνας πίστευε πως, αν ο Αλέξανδρος έπαιρνε την πρωτοβουλία να διασχίσει τον ποταμό, οι άνδρες του θα έβγαιναν στην απέναντι όχθη διεσπαρμένοι ή σε φάλαγγα κατ’ άνδρα και θα ήταν εκτεθειμένοι σε μια πολύ επικίνδυνη αντεπίθεση. Ο στρατηγός προφανώς υπογράμμισε το γεγονός ότι το πεζικό των Περσών ήταν κατώτερο αριθμητικά και δεν θα διακινδύνευαν να στρατοπεδεύσουν κοντά στην όχθη, όπου θα ήταν εκτεθειμένοι σε πιθανό νυχτερινό αιφνιδιασμό. 

Οι Μακεδονικές φάλαγγες αποτελούνταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από πεζεταίρους, η αποτελεσματικότητα των οποίων βασιζόταν στις μακρές τους σάρισες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να σταματήσουν τις κατά μετώπου επιθέσεις κλονισμού από ιππικό ή να κρατήσουν το πεζικό του εχθρού σε απόσταση.

Αν οι Μακεδόνες περίμεναν μέχρι την αυγή και σιγουρεύονταν ότι η απέναντι όχθη ήταν ελεύθερη, θα μπορούσαν να αδράξουν την ευκαιρία και να διασχίσουν το Γρανικό πριν κινηθούν οι Πέρσες. Κάπως έτσι ίσως μίλησε ο Παρμενίωνας ή ίσως αυτή είναι η δραματοποιημένη εκδοχή του πολεμικού διλήμματος όπως αποδόθηκε από κάποιον αρχαίο ιστορικό. Σε κάθε περίπτωση, ο Αλέξανδρος φαίνεται πως απέρριψε την ιδέα με περιφρόνηση.

Τον ενδιέφερε το ηθικό των ανδρών του· μια ξαφνική επίθεση θα γέμιζε κουράγιο και αυτοπεποίθηση τους Μακεδόνες και θα τρομοκρατούσε τον εχθρό. Για κάποιο διάστημα οι δύο στρατοί περίμεναν στις όχθες τους, διστάζοντας να κινηθούν. Οι Πέρσες βρίσκονταν ψηλότερα και μπορούσαν να παρατηρούν τη θέση του ίδιου του Αλεξάνδρου, αφού ξεχώριζε από τη λαμπρή πανοπλία και τη συνοδεία του. 

Σε ένα πολεμικό συμβούλιο των στρατηγών του Δαρείου που είχε λάβει χώρα λίγο νωρίτερα, ο Μέμνονας είχε διαφωνήσει πλήρως με την ανάληψη δράσης. Πρότεινε να υποχωρήσουν ακολουθώντας την τακτική της καμένης γης και να εμποδίσουν με αυτό τον τρόπο τον ανεφοδιασμό του Αλεξάνδρου. Τότε θα μπορούσαν να υπερασπιστούν τις ελληνικές πόλεις της μικρασιατικής ακτής εφαρμόζοντας καθαρά ναυτική στρατηγική και ο Αλέξανδρος θα βρισκόταν απομονωμένος τόσο από την Ασία όσο και από την Ευρώπη. 

Όμως, οι Πέρσες στρατηγοί ζήλευαν την εμπιστοσύνη που έδειχνε ο Δαρείος στον Μέμνονα και εμφανίστηκαν απρόθυμοι να προχωρήσουν στις θυσίες που απαιτούσε η τακτική της καμένης γης. Ο Αλέξανδρος βέβαια είχε πολλούς λόγους να επιθυμεί μια άμεση επίθεση. Εκτός από το θέμα τού ηθικού του στρατού του, σε περίπτωση που καθυστερούσε, οι Πέρσες μπορεί να ενισχύονταν από τεράστιες δυνάμεις και θα έχανε το πλεονέκτημα του υπεράριθμου πεζικού που διέθετε εκείνη τη στιγμή.


Παράταξη των αντιπάλων

Σύμφωνα με τις εντολές του Αλεξάνδρου στο κέντρο της δύναμης βρίσκονταν οι έξι τάξεις της φάλαγγας με στρατηγούς τον Περδίκκα, τον Κοίνο, τον Αμύντα, τον Φίλιππο, τον Μελέαγρο και τον Κρατερό. Δεξιά της φάλαγγας ήταν παρατεταγμένοι οι υπασπιστές υπό τον Νικάνορα του Παρμενίωνα. Κατόπιν έρχονταν οι σαρισοφόροι, οι Παίονες και η ίλη των συμμάχων από την Απολλωνία υπό τον Σωκράτη, και όλων αυτών στρατηγός ο Αμύντας του Αρραβαiου. Μαζί τους ήταν συνταγμένοι οι υπόλοιποι σύμμαχοι, οι τοξότες και οι Αγριάνες ακοντιστές, όλοι υπό τον Φιλώτα, διαμορφώνοντας το δεξιό κέρας της παράταξης. Οι αριστερές πλευρές της φάλαγγας προστατεύονταν από τρεις διαφορετικές μοίρες του ιππικού. Πρώτοι συντάχθηκαν οι Θράκες υπό τον Αγάθωνα, κατόπιν οι σύμμαχοι ιππείς υπό τον Φίλιππο του Μενέλαου και τέλος οι Θεσσαλοί ιππείς υπό τον Κάλλα του Αρπάλου, διαμορφώνοντας το αριστερό κέρας. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος ανέλαβε τη στρατηγία της δεξιάς πτέρυγας, και έδωσε την αριστερή στον Παρμενίωνα.

Διαβάστε Επίσης: Η Μάχη της Ισσού: Ο θρίαμβος του Αλεξάνδρου που του άνοιξε τις πύλες για τη Συρία και η πανωλεθρία του Δαρείου.

Οι Εταίροι ήταν το επίλεκτο βαρύ ιππικό του Μακεδονικού στρατού από την εποχή του Φιλίππου Β΄ και πιο πριν, και απέκτησαν την μεγάλη τους φήμη με τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έχουν αναφερθεί ως το πιο αξιόπιστο ιππικό του αρχαίου κόσμου το οποίο ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό στην κατά μέτωπο επίθεση και διάνοιξη διαδρόμων ανάμεσα στις τάξεις του εχθρού.

Έχει επίσης ειπωθεί πως αν η Μακεδονική φάλαγγα ήταν το αμόνι πάνω στο οποίο έσπαγαν οι σχηματισμοί των αντιπάλων, οι Εταίροι ήταν το σφυρί που τους χτυπούσε. Οι επίλεκτοι των Εταίρων γίνονταν μέλη της περιορισμένης προσωπικής σωματοφυλακής του Αλέξανδρου.

Στην αντίπερα όχθη παρατάχθηκε κατά μήκος του ποταμού το περσικό ιππικό δεξιά οι Μήδοι και οι Βακτριανοί υπό τον Ρεομίθρη, αριστερά ο Μέμνων και οι γιοι του, μαζί με τον Αρσαμένη και τους ιππείς τους και στο μέσο οι Παφλαγόνες και οι Υρκανοί, υπό την αρχηγία του Αρσίτη και του Σπιθριδάτη. Το περσικό, το ασιατικό και το ελληνικό πεζικό παρατάχθηκαν λίγο πιο πίσω, ως επιφυλακή, γιατί οι εχθροί ήθελαν κυρίως με το ιππικό να αντιταχθούν στη διάβαση του Αλέξανδρου. Η τακτική δύναμη των Περσών 20.000, περίπου, συγκροτείτο από ιππείς Μήδους, Βακτριανούς, Υρκανούς, Καππαδόκες και Παφλαγόνες ιππείς και άλλους τόσους έλληνες μισθοφόρους. Ως προς το πλήθος βέβαια το ιππικό ήταν υπέρτερο του ελληνικού, ενώ αντίθετα το πεζικό, συγκροτημένο κυρίως από έλληνες μισθοφόρους, ήταν κατώτερο του ελληνικού, τουλάχιστον κατά τον Αρριανό, σύμφωνα με τον οποίο το μεν ιππικό έφθανε συνολικά στους 20.000, το δε πεζικό άλλες 20.000

Η Μάχη

Σε όλες τις πολεμικές αναμετρήσεις του ο Αλέξανδρος ακολούθησε τις τακτικές που είχε μάθει από τον πατέρα του, τον Φίλιππο. Όμως, ήταν αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο τις εφάρμοζε, προσαρμόζοντάς τες κάθε φορά, με την ευελιξία και την επινοητικότητα που τον διέκριναν, στις απαιτήσεις της στιγμής και της τοποθεσίας. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτέλεσε η μάχη του Γρανικού.

Το τυπικό μακεδονικό σχέδιο μάχης βασιζόταν στο συντονισμό της αρκετά δυσκίνητης φάλαγγας πεζικού και της ταχύτατης πτέρυγας ιππικού που ξεπρόβαλε από δεξιά για να υπερφαλαγγίσει και να περικυκλώσει τον εχθρό, προκειμένου να τον οδηγήσει απέναντι στη φάλαγγα. Από αυτή την άποψη, η λειτουργία της φάλαγγας θυμίζει αμόνι παρά σφυρί. Ωστόσο, στο Γρανικό δεν υπήρχε μια μεγάλη πεδιάδα, που θα ήταν ιδανική για την εφαρμογή μιας τέτοιας τακτικής. 

Σχέδιο της μάχης

Οι δύο αντίπαλοι στρατοί χωρίζονταν μόνο από την απόκρημνη όχθη ενός ποταμού που λόγω της εποχής ήταν άνοιξη– είχε φουσκωμένα νερά. Ο Αλέξανδρος, ως συνήθως, ήταν επικεφαλής της δεξιάς πτέρυγας του ιππικού και πάλευε κόντρα στο ορμητικό ρεύμα. Όπως πάντα, ήταν αποφασισμένος να προλάβει να πλαγιοκοπήσει πρώτος τον εχθρό. Τις ώρες που προηγήθηκαν της συμπλοκής οι Πέρσες παρακολουθούσαν από ψηλά τις κινήσεις του. Όταν όμως ξεκίνησε η επίθεση εν μέσω σαλπισμάτων και δυνατών πολεμικών κραυγών και η μακεδονική εμπροσθοφυλακή βούτηξε στον ποταμό, ο Αλέξανδρος και το επίλεκτο σώμα των Εταίρων ιππέων που διοικούσε καλύφθηκαν πίσω από τις υπερυψωμένες όχθες, τους μαιάνδρους του ποταμού και τα δέντρα που υπήρχαν στις όχθες του.

Ο Παρμενίωνας διοικούσε την αριστερή πτέρυγα, ενώ ο Αλέξανδρος είχε την ευθύνη του υπόλοιπου στρατεύματος και τελικά πήρε θέση δεξιά μαζί με το ιππικό των Εταίρων. Ο Αμύντας, γιος του Αρραβαίου, ήταν επικεφαλής της επιθετικής δύναμης που ξεκίνησε τη μάχη διασχίζοντας τον ποταμό. Κατά τη διάβαση μια μονάδα πεζικού, που μάλλον είχε αποσπαστεί από τους διπλανούς υπασπιστές, ενώθηκε με το τμήμα του Αμύντα. Πάντως, στις πρώτες φάσεις της σύγκρουσης ο ρόλος της αριστερής πτέρυγας πρέπει να ήταν καθαρά αμυντικός. Η αριθμητική υπεροχή του περσικού ιππικού ενείχε πάντα τον κίνδυνο ανατροπής της κατάστασης σε βάρος του Αλεξάνδρου. 

Οι Πέρσες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την κυκλωτική του κίνηση με μια εφόρμηση της δεξιάς τους πτέρυγας στην άλλη πλευρά του πεδίου της μάχης. Θα ακολουθούσαν διάβαση του ποταμού, επίθεση στον κινητό εξοπλισμό και αιφνιδιασμός του μακεδονικού κέντρου με απειλή από τα νώτα. Ίσως ο Παρμενίωνας, επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας με το θεσσαλικό ιππικό στο απώτατο αριστερό άκρο, είχε λάβει τη διαταγή να κρατήσει τη γραμμή του ποταμού ενάντια σε μια πιθανή περσική αντεπίθεση μέχρι τη στιγμή που η επίθεση του μακεδονικού κέντρου θα απορροφούσε ολοκληρωτικά την προσοχή του εχθρού. 

Διαβάστε Επίσης: Πολιορκία της Τύρου (332 π.Χ.): Η σπουδαιότερη πολιορκητική επιχείρηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Τότε θα μπορούσαν και αυτοί να διασχίσουν τον ποταμό. Πράγματι, η πολεμική τακτική των Μακεδόνων απαιτούσε πάντα μια ισχυρή αριστερή πτέρυγα προκειμένου να εξισορροπούνται και να διασφαλίζονται οι παράτολμες εφορμήσεις από δεξιά. Στο Γρανικό ποταμό οι πεζοί σαρισοφόροι της μακεδονικής φάλαγγας βρίσκονταν, ως συνήθως, στο κέντρο. Αυτή τη φορά όμως όρμησαν πρώτοι στη μάχη – ένα προνόμιο που μέχρι τότε διατηρούσε το έφιππο σώμα των Εταίρων του Αλεξάνδρου στη δεξιά πτέρυγα. 

Την επίθεση ξεκίνησε η ίλη Εταίρων με αρχηγό τον Σωκράτη, γιο του Σάθωνα, στο δρόμο προς τη Ζέλεια, που παρέμενε ανοιχτός από τις περσικές αρχές για να εξυπηρετεί το εμπόριο και τις μετακινήσεις. Ο Σωκράτης είχε στο τμήμα του και μια μονάδα Παιόνων ιππέων, καθώς και ένα απόσπασμα πεζικού. Οι έφιπποι σαρισοφόροι πρόδρομοι, οι οποίοι ακολουθούσαν πίσω, αναπτύχθηκαν αμέσως για να αναζητήσουν και άλλα πιθανά σημεία διάβασης στην όχθη του ποταμού.

Όμως, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση η αιχμή του δόρατος της επίθεσης κατά τη διάβαση του ποταμού ήταν ένα σώμα ιππικού μπροστά από τη φάλαγγα, που φαινόταν πως είχε ξεπροβάλει από τη δεξιά πτέρυγα. Όταν αυτές οι μονάδες έφτασαν στην απέναντι όχθη, δέχτηκαν ριπές από ακόντια και σε λίγη ώρα συγκρούστηκαν με την αφρόκρεμα του περσικού ιππικού και το βαρύ πεζικό του Μέμνονα, που περίμενε τους επιτιθέμενους από θέση ισχύος. 

Οι απώλειες των Μακεδόνων ήταν φυσικά μεγάλες. Οι αξιωματικοί του Αλεξάνδρου στο κεντρικό τμήμα μάλλον γνώριζαν ότι η επιχείρηση ήταν μια μάχη με το χρόνο. Γι’ αυτό ακολουθούσαν πιστά τις εντολές του, αποδεικνύοντας την εμπιστοσύνη και την αφοσίωσή τους στο πρόσωπό του. Το ρεύμα του ποταμού ήταν μάλλον ορμητικότερο από όσο είχε υπολογίσει ο Αλέξανδρος, ωστόσο δεν σταμάτησε μπροστά στον κίνδυνο ούτε αυτή τη φορά.

Ο ελιγμός του ιππικού των Εταίρων για την αποτροπή μιας πιθανής πλαγιοκόπησης από τον εχθρό ήταν μια κίνηση μεγάλη και χρονοβόρα, που θα απομάκρυνε πολύ τον Αλέξανδρο από το κέντρο της μάχης. Οι Πέρσες βέβαια αιφνιδιάστηκαν όταν ο Αλέξανδρος εμφανίστηκε στα αριστερά τους, όπως αποδεικνύεται από την εσπευσμένη αντίδραση των διοικητών τους να στρέψουν την προσοχή από το κέντρο προς τη νέα απειλή. Μια αρχαία περιγραφή αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος συνάντησε λυσσαλέα αντίσταση τη στιγμή που ανέβαινε στην απέναντι όχθη, αλλά μάλλον προερχόταν από κάποιο μικρό απόσπασμα που φρουρούσε εκείνο το θεωρούμενο απομακρυσμένο και ακίνδυνο σημείο πρόσβασης. 

Το πεζικό των Περσών ήταν ως επί το πλείστον ελαφρά οπλισμένοι  λογχοφόροι, οι οποίοι ήταν συνήθως στρατεύματα μικρής μαχητικής ικανότητας.

Οι περσικές δυνάμεις ήταν τόσο πολυάριθμες ώστε το ιππικό είχε τη δυνατότητα να αντεπιτεθεί καθώς ο Αλέξανδρος προήλαυνε, αλλά τα κοντά δόρατα των Περσών ιππέων δεν συγκρίνονταν με τη μακριά μακεδονική σάρισα. Εξάλλου, η απόσπαση δυνάμεων για την αντιμετώπιση του Αλεξάνδρου ελάττωσε την πίεση προς τη μακεδονική εμπροσθοφυλακή που πιεζόταν ασφυκτικά στην όχθη του Γρανικού.

Όσοι επέζησαν σταμάτησαν την επίθεση και οπισθοχώρησαν ελαφρά προκειμένου να επωφεληθούν από την αναστάτωση που είχε προκαλέσει ο Αλέξανδρος με τους Εταίρους του στα δεξιά τους. Στο μεταξύ, καθώς τα υπόλοιπα περσικά στρατεύματα επικεντρώθηκαν στη σύγκρουσή τους με την πτέρυγα του Αλεξάνδρου, οι όχθες του ποταμού έμειναν σχεδόν αφύλακτες. Οι Μακεδόνες άρχισαν να διασχίζουν τον ποταμό κατά κύματα σε διάφορα σημεία.

Η ραχοκοκαλιά των Περσών ήταν το βαρύ ιππικό της, γνωστοί ως Καταφράκτες

Η κατάσταση ήταν πλέον στα χέρια του Αλεξάνδρου. Το περσικό ιππικό είχε παγιδευτεί στα σαγόνια μιας κυκλωτικής συσφιγκτικής κίνησης. Εδώ, όμως, οι πολύ κοντινές αποστάσεις μεταξύ των αντιπάλων στέρησαν σε κάποιο βαθμό το πλεονέκτημα από τους Μακεδόνες σαρισοφόρους. Τα μακριά δόρατα μπερδεύονταν και έσπαγαν πολύ εύκολα. Η αναμέτρηση γινόταν σώμα με σώμα και έμοιαζε πιο πολύ με μάχη πεζικού παρά με έφιππη σύγκρουση. Οι δύο αντίπαλοι τράβηξαν τα ξίφη τους και η εξέλιξη της μάχης καθορίστηκε από τη λεπίδα του ξίφους και όχι από τη λόγχη του δόρατος. 

Η πρώτη νίκη

Τη στιγμή που η μάχη ήταν σε πλήρη εξέλιξη, οι στρατηγοί των αντίπαλων δυνάμεων βρέθηκαν αντιμέτωποι. Τότε ο Αλέξανδρος είχε την ευκαιρία να ζήσει μία από εκείνες τις δραματικές στιγμές που μόνο οι επικές αναμετρήσεις επιφυλάσσουν, και οι οποίες τόσο του άρεσαν Κάποια στιγμή το δόρυ του έσπασε και φώναξε στον Αρέτη, έναν αξιωματικό της προσωπικής φρουράς του, να του δώσει άλλο. Το δόρυ του Αρέτη είχε επίσης σπάσει, αλλά ο Κορίνθιος φρουρός Δημάρατος του βρήκε ένα καινούργιο. 

Ο Κλείτος κόβει το χέρι του Σπιθριδάτη και σώζει τη ζωή του Αλεξάνδρου.
Μετά το θάνατο του Μιθριδάτη και του Σπιθριδάτη, η περσική αριστερή πτέρυγα υποχώρησε μπροστά στην επέλαση του Αλεξάνδρου. Οι τοξότες και οι Αγριάνες αναμείχθηκαν με το ιππικό και προκάλεσαν απώλειες στον εχθρό.
Ο Αλέξανδρος είχε πια ανακουφίσει το κεντρικό τμήμα του και ο μακεδονικός στρατός κατάφερε να διασχίσει τον ποταμό και να επιτεθεί στο περσικό ιππικό και στο ελληνικό μισθοφορικό πεζικό.
Η περσική αριστερή πτέρυγα τράπηκε σε φυγή, ενώ οι Έλληνες μισθοφόροι υποχώρησαν στο ύψωμα, όπου περικυκλώθηκαν και εξολοθρεύτηκαν. Ο Μέμνονας δραπέτευσε και ο Σωκράτης επέζησε.

Ο οπλισμένος Αλέξανδρος όρμησε στη μάχη ξανά, γιατί είχε δει τον Μιθριδάτη, το γαμπρό του Δαρείου, που εκείνη τη στιγμή οδηγούσε ένα σφηνοειδή σχηματισμό του περσικού ιππικού στην καρδιά της μάχης. Ο Μιθριδάτης προπορευόταν των ανδρών του και ήταν αρκετά εκτεθειμένος. Ο Αλέξανδρος θεώρησε ότι ήταν η ευκαιρία για μια προσωπική αναμέτρηση. Χίμηξε καταπάνω του και η λόγχη του δόρατός του διαπέρασε το κεφάλι του Πέρση πρίγκιπα, που έπεσε αμέσως νεκρός.

Ο Ροισάκης, αδερφός του Πέρση διοικητή Σπιθριδάτη, έτρεξε καθυστερημένα για να σώσει τον πεσμένο στρατηγό. Διψούσε για εκδίκηση και χτύπησε δυνατά με το ξίφος του (κοπίδα) το κεφάλι του Αλεξάνδρου, ραγίζοντας το λαμπρό κράνος, το οποίο έσωσε τον Μακεδόνα. Ο Αλέξανδρος έκανε μεταβολή και κατάφερε στον Ροισάκη με το δόρυ του ένα θανάσιμο χτύπημα.

Διαβάστε Επίσης: Η κατάκτηση της Αιγύπτου απο τον Αλέξανδρο: H στέψη του ώς Φαραώ, η επισκεψή του στο μαντείο του Άμμωνος και η ίδρυση της Αλεξάνδρειας

Αμέσως έσπευσε στο σημείο εκείνο ο Σπιθριδάτης. Ο Αλέξανδρος δεν είχε καταφέρει να τραβήξει το δόρυ του από το νεκρό αντίπαλο ή δεν είχε προλάβει να το στρέψει εναντίον του όταν ο Πέρσης διοικητής βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής δίπλα του, σήκωσε τη σπάθη για να του καταφέρει ένα θανάσιμο πιθανόν πλήγμα. Πριν όμως κατεβάσει το χέρι του, ο πιστός αξιωματικός του Αλεξάνδρου, ο Κλείτος, του το έκοψε με το σπαθί του. Υπάρχουν και άλλες εκδοχές για το συγκεκριμένο επεισόδιο. Ωστόσο,όλες καταλήγουν στο θάνατο των Σπιθριδάτη, Ροισάκη και Μιθριδάτη.

Το ιππικό και το πεζικό των Μακεδόνων πέρασαν τον ποταμό με σχετική ευκολία και οι Πέρσες άρχισαν πλέον να πιέζονται ασφυκτικά. Υποχώρησαν άτακτα από την όχθη του ποταμού μέσα σε έναν καταιγισμό βλημάτων από τους τοξότες και τους ακοντιστές που ο Αλέξανδρος είχε διασπείρει ανάμεσα στο ιππικό των Εταίρων του. Οι Μακεδόνες ιππείς που έφτασαν τελευταίοι συντάχθηκαν γύρω από τον Αλέξανδρο και άρχισαν να χτυπούν με τα δόρατα τους εχθρούς στο πρόσωπο και τα άλογά τους στο κεφάλι. 

Σε λίγο οι Πέρσες άρχισαν να χάνουν έδαφος, ιδιαίτερα στην περιοχή όπου μαχόταν ο Αλέξανδρος. Ακολούθησε η πλήρης υποχώρηση. Ήταν το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι Πέρσες για να μη συνθλιβούν ανάμεσα στο ιππικό του Αλεξάνδρου και στη συντεταγμένη φάλαγγα του πεζικού. Οι Πέρσες είχαν ήδη χάσει 1.000 ιππείς και θα έχαναν περισσότερους αν ο Αλέξανδρος δεν είχε στρέψει την προσοχή του προς την ελληνική δύναμη του Μέμνονα.

Το σώμα των Ελλήνων μισθοφόρων είχε υποχωρήσει σε ένα ύψωμα και υπεράσπιζε τη θέση του με επαγγελματική ευσυνειδησία. Ο Αρριανός, ο καλύτερα ενημερωμένος ιστορικός αυτής της μάχης, δεν διστάζει να αναφέρει ότι οι μισθοφόροι δεν ακολουθούσαν κανένα σχέδιο, αλλά απλώς είχαν μείνει κατάπληκτοι από την απροσδόκητη καταστροφή. Φαίνεται πως κάποια στιγμή προσπάθησαν να εξασφαλίσουν κάποιους ευνοϊκούς όρους για την αποχώρησή τους, αλλά ο Αλέξανδρος δεν συμφώνησε. 

Ο Μέμνων ο Ρόδιος υπήρξε στρατηγός της Περσικής αυτοκρατορίας επί Αρταξέρξη και Δαρείου, με καταγωγή από τη Ρόδο. Ήταν επικεφαλής στο αριστερό κέρας της περσικής στρατιάς κατά τη Μάχη του Γρανικού (334 π.Χ.).
Στη συνέχεια διορίζεται από το Δαρείο αρχηγός του ναυτικού, της Μικράς Ασίας και των μεσογειακών παραλίων, ώστε να εμποδίσει την προέλαση του Αλεξάνδρου. Με προδοσία κατέλαβε τη Χίο και ακολούθως κατέπλευσε στη Λέσβο.
Δυστυχώς, όμως, για τους Πέρσες και ευτυχώς για τους εκστρατεύοντες Έλληνες, ο μοναδικός-ίσως-ικανός να ανακόψει το πανελλήνιο στράτευμα αιφνιδίως πεθαίνει κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Μυτιλήνης (333 π.Χ.).

Τελικά, το μισθοφορικό απόσπασμα περικυκλώθηκε και όλοι οι άνδρες του σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, εκτός από λίγους που γλίτωσαν παριστάνοντας τους νεκρούς. Ο Μέμνονας δραπέτευσε, υπηρέτησε τον Πέρση βασιλιά έναν ακόμη χρόνο και πέθανε απροσδόκητα νωρίς, γλιτώνοντας έτσι τον Αλέξανδρο από τα σοβαρά προβλήματα που θα μπορούσε να του δημιουργήσει.

Οι πηγές αναφέρουν ότι στη διάρκεια της μάχης σκοτώθηκαν 25 έφιπποι Εταίροι του Αλεξάνδρου, 60 άλλοι ιππείς και 60 πεζοί. Οι αριθμοί είναι πάρα πολύ μικροί σε σύγκριση με τη βιαιότητα της μάχης. Ο Αλέξανδρος έθαψε τους νεκρούς και των δύο πλευρών με τις αρμόζουσες τιμές και αποζημίωσε τις οικογένειες των σκοτωμένων στρατιωτών του, ενώ τις απάλλαξε από την καταβολή φόρων και άλλες αγγαρείες. Επισκέφθηκε προσωπικά όλους τους τραυματισμένους και άκουσε υπομονετικά τις περιπέτειές που είχαν στη μάχη.

Οι 2.000 Έλληνες μισθοφόροι που αιχμαλωτίστηκαν γύρισαν στη Μακεδονία αλυσοδεμένοι και καταδικασμένοι σε καταναγκαστικά έργα. Ο Αλέξανδρος τους θεώρησε προδότες του ελληνισμού και τον εαυτό του ηγέτη των Ελλήνων. Φαίνεται πως οι άνδρες του Μέμνονα δεν είχαν σκεφτεί ποτέ το ενδεχόμενο μιας ενωμένης Ελλάδας. Ο Αλέξανδρος έστειλε στην Αθήνα περσικά όπλα και πανοπλίες, ως ανάθημα στο Ναό της θεάς Αθηνάς. Η επιγραφή που συνόδευε τα αφιερώματα έγραφε: «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων». 

Η πικρόχολη αναφορά στους Σπαρτιάτες υπογράμμιζε την πεισματική αποχή τους από το Συνέδριο της Κορίνθου και τον περσικό πόλεμο που είχε αποφασιστεί εκεί. Ο Αλέξανδρος συγχώρησε τους κατοίκους της Ζέλειας για την παροχή καταλυμάτων στον εχθρικό στρατό ώστε να στρατοπεδεύσει εκεί, γιατί καταλάβαινε πως δεν είχαν άλλη επιλογή. Οι άλλες πόλεις της περιοχής, προφανώς αναθαρρημένες με την επιείκειά του, υποδέχτηκαν θερμά τους Μακεδόνες αξιωματικούς. 

Η περσική φρουρά στο Δασκύλιο, ένα σημαντικό διοικητικό κέντρο της Φρυγίας, είχε ήδη τραπεί σε φυγή και ο Παρμενίωνας κατέλαβε την πόλη. Ο Αλέξανδρος τώρα ήταν ελεύθερος να προχωρήσει νότια και να εισέλθει στις Σάρδεις, το αρχηγείο του Σπιθριδάτη και αρχαία λυδική πρωτεύουσα, που ήλεγχε τις ελληνικές πόλεις του Ανατολικού Αιγαίου.

Βιβλιογραφία

John Warry – Alexander 334-323 BC Conquest of the Persian Empire
Diodorus Siculus (90–30 BC). Bibliotheca Historica.
Arrian (AD 86–146). Anabasis Alexandri.

Διαβάστε Επίσης: Μάχη των Γαυγαμήλων: Η πιό αποφασιστική μάχη του Αλεξάνδρου και η ήττα της Περσικής Αυτοκρατορίας.

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821

Η Ελληνική Επανάσταση, συνέπεια ως ένα βαθμό της ωριμάνσεως των αντικειμενικών συνθηκών, αλλά προπαντός συνέχιση και κορύφωση της εθνικής επαναστατικής παράδοσης, με την επίδραση...

H μάχη της Βιέννης: Το Πολωνικό Ιππικό σώζει την πόλη και διαλύει τον Οθωμανικό στρατό.

Η δεύτερη πολιορκία της Βιέννης από τους Τούρκους ήταν σημαντικός σταθμός στη γεωπολιτική εξέλιξη της Ευρώπης. Η Βιέννη πολιορκήθηκε από τους Τούρκους και γλύτωσε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή ως...