Η πρώτη μεγάλη εισβολή που πραγματοποίησαν οι μογγολικές στρατιές στη Ρωσία ήταν κυρίως μια εξερευνητική επιδρομή. Κατά τη μεγάλη εκστρατεία για την καταστροφή της αυτοκρατορίας του Χουαρέζε το διάστημα 1219-1922, ο Τζένγκις Χαν ανέθεσε σε ένα μογγολικό στράτευμα υπό τη διοίκηση των Τζέμπε και Σουμπουτάι να καταδιώξει τον σάχη Μωχάμετ, ο οποίος αφότου είδε το βασίλειό του να καταστρέφεται από τη μογγολική επίθεση προσπάθησε να δραπετεύσει με μια φρουρά, που διαρκώς συρρικνωνόταν, σε κάποιο μέρος που οι ανελέητοι διώκτες του δεν κατάφεραν να εντοπίσουν.
Τον Φεβρουάριο του 1221 ξεκίνησε η αποστολή. Το πρώτο κράτος που συνάντησε ο μογγολικός στρατός κατά την προέλασή του ήταν το χριστιανικό βασίλειο της Γεωργίας, που τον στρατό του συγκροτούσαν γενναίοι στρατιώτες με επικεφαλής τον Γεώργιο Δ’ Λάσα. Οι Γεωργιανοί είχαν ενημερωθεί για τις κτηνώδεις μεθόδους τις οποίες μετέρχονταν οι Μογγόλοι στις κατακτήσεις τους και αντιστάθηκαν δυναμικά. Δυστυχώς, δεν είχαν μάθει καλά τη μογγολική τακτική της προσποιητής υποχώρησης, με αποτέλεσμα σε δύο διαδοχικές μάχες το ιππικό τους να καταστραφεί βάναυσα από τις μογγολικές δυνάμεις.
Αλλά για καλή τους τύχη, οι Μογγόλοι δεν είχαν πρόθεση να κατακτήσουν τη Γεωργία κατευθύνθηκαν προς το Ντερμπέντ, εξασφαλίζοντας τη συνεργασία του ντόπιου σάχη για να πάρουν ανιχνευτές που θα τους οδηγούσαν πέρα από την οροσειρά του Καυκάσου. Από ό,τι φαίνεται, όμως, ο σάχης έπαιξε διπλό παιχνίδι, δίνοντας οδηγίες στους ανιχνευτές να οδηγήσουν τους Μογγόλους από όσο πιο ελικοειδή περάσματα γινόταν, ενώ έστειλε εν τω μεταξύ αγγελιοφόρους από πιο σύντομο δρόμο για να προειδοποιήσουν τους λαούς πέρα από τον Καύκασο για την άφιξη των εισβολέων.
Έτσι οι Μογγόλοι, αφού διάβηκαν με μεγάλα βάσανα τον Καύκασο, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια ισχυρή εχθρική στρατιά παραταγμέvn στην είσοδο της κοιλάδας από όπου κατέρχονταν, δίπλα στον ποταμό Τέρεκ. Λόγω του δύσβατου εδάφους, οι Moγγόλοι δεν μπόρεσαν να πολεμήσουν τον στρατό του αντιπάλου με τις συνήθεις τακτικές τους. Φαίνεται ακόμη ότι η μετωπική σύγκρουση δεν θα έφερνε κανένα αποτέλεσμα. Μπροστά τους είχαν μια ετερόκλητη συμμαχία που αποτελούνταν από Τούρκους, Κουμάνους (Κιπτσάκ), Λέζγκιους, Κιρκάσιους και Αλανούς.
Αυτοί οι λαοί δεν έτρεφαν συμπάθεια ο ένας για τον άλλον και ενώνονταν μόνον απέναντι στον κοινό εχθρό. Οι διαπραγματεύσεις με τους αρχηγούς των Κουμάνων επειδή θα εγκατέλειπαν τους συμμάχους τους ήταν λιγότερο δύσκολες από το αναμενόμενο. Παρά τις διαστάσεις των απόψεων και τις αμοιβαίες διαφορές ανάμεσα στους ηγεμόνες, κατόρθωσαν να φτάσουν σε συμβιβασμό, για να ενώσουν τα στρατεύματά τους σε μια στρατιά που είχε πάρει τα όπλα την άνοιξη του 1223.
Ευτυχώς για τους Ρώσους, οι Μoγγόλοι από τις ουκρανικές στέπες κατηύθυναν τις επιδρομές τους προς τη νότια Ουκρανία, κατά μήκος των παραλίων της Αζοφικής Θάλασσας. Σύμφωνα με τα όσα γράφει ο Ρίτσαρντ Γκάμπριελ (Gabriel) στη βιογραφία του Σουμπουτάι, ο Μογγόλος στρατιωτικός αρχηγός είχε επαφές με τους εμπόρους της Βενετίας που δημιούργησαν ένα μικρό εμπορικό προκεχωρημένο φυλάκιο. Ο Σουμπουτάι συνειδητοποίησε ότι οι Βενετοί θα μπορούσαν να του παρέχουν πληροφορίες σχετικές με όλους τους λαούς με τους οποίους βρίσκονταν σε επαφή, προσφέροντάς του ίσως έτσι τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις δυνάμεις των κρατών που θα μπορούσαν να αντιταχθούν στους Μογγόλους, τον πλούτο κάθε χώρας, τα γεωγραφικά και κλιματικά χαρακτηριστικά τους, τη θέση των οχυρώσεών τους και ούτω καθεξής.
Οι Βενετοί είδαν τον πλούτο της μογγολικής στρατιάς, τα κινεζικά τεχνουργήματα και τα υφαντά, και κατάλαβαν αμέσως πόσο σημαντικό ήταν να αναπτύξουν φιλικές σχέσεις με τους νεοφερμένους. Τους τροφοδοτούσαν με κάθε πληροφορία που διέθεταν, αποσπώντας από τους Μογγόλους την υπόσχεση ότι θα κατέστρεφαν όλους τους εμπορικούς σταθμούς των ανταγωνιστών της Βενετίας, κυρίως εκείνους των Γενουατών. Αυτό εξηγεί επαρκώς την επιδρομή των Μογγόλων στην Κριμαία και τη λεηλασία της εμπορικής βάσης της Σουγδαίας (Σουντάκ), που κατ’ όνομα ανήκε στη δημοκρατία της Γένουας.
Οι ενετικές εμπορικές βάσεις στην Κριμαία, αντίθετα, διασώθηκαν. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ Βενετών και Μογγόλων διαψεύδεται από άλλες μελέτες, ανάμεσά τους και εκείνη του Γκρουσέ (Grousset). Οι Ρώσοι ηγεμόνες που έστειλαν στρατεύματα για την εκστρατεία ήταν: ο Μέγας Ηγεμόνας του Κιέβου Μστίσλαβ Ρομανόβιτς, ο ηγεμόνας του Τσέρνιγκοφ Μοτίσλαβ Σβιατοσλάβιτς, ο ηγεμόνας της Γαλικίας Μοτίσλαβ Μστίσλαβιτς, ο ηγεμόνας της Βολυνίας Ντανίλ Ρομανόβιτς, ο ηγεμόνας του Κουρσκ Ολέγκ, ενώ ο μέγας δούκας Γιούρι του Βλαντίμιρ-Σούζνταλ πρέπει να έστειλε ένα απόσπασμα υπό τη διοίκηση του εγγονού του, βασιλικού πρίγκιπα του Ροστόφ, που ωστόσο δεν εμφανίστηκε εγκαίρως για να συμμετάσχει στην εκστρατεία.
Οι ποικίλες στρατιωτικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στα τέλη Απριλίου κοντά στην πόλη του Ζαρούμπ, 50 με 60 χιλιόμετρα νότια του Κιέβου. Η συναθροισμένη στρατιά ξεπερνούσε επισήμως τους 80.000 άντρες και υπερέβαινε σαφώς σε μέγεθος το μογγολικό στράτευμα. Ωστόσο, ο οπλισμός και οι ικανότητες δεν ήταν ίδια για όλους τους στρατιώτες. Το πρωινό της 31ης Μαΐου, στη δυτική όχθη του Κάλκα, οι συμμαχικές δυνάμεις κέρδισαν μια ακόμα μικρή μάχη με τις μογγολικές εμπροσθοφυλακές, που αποσύρθηκαν πέρα από τον ποταμό. Τα πρώτα συμμαχικά στρατεύματα που διέσχισαν τον ποταμό ήταν οι δυνάμεις των Κουμάνων Πολόβτσι και του ηγεμόνα της Βολυνίας Ντανίλ, ακολουθούμενες αμέσως μετά από τους στρατιώτες του Μοτίσλαβ Μοτίσλαβιτς της Γαλικίας.
Βρέθηκαν αντιμέτωποι με αποσπάσματα του ελαφρού μογγολικού ιππικού, εμπροσθοφυλακές της στρατιάς που είχε παραταχθεί πέρα από τον ποταμό. Ο Σουμπουτάι παρατάχθηκε στο κέντρο με το βαρύτερο ιππικό, ο Τζέμπε στα δεξιά και ο Τσουγκίρ Χαν στα αριστερά. Το μογγολικό ιππικό άρχισε αμέσως να παρενοχλεί τα πλευρά των Πολόβτσι, ενώ το απόσπασμα της Βολυνίας εξαπέλυσε επίθεση υποστηριζόμενο από τις δυνάμεις του Μστίσλαβ της Γαλικίας. Το ελαφρύ ιππικό των Μογγόλων διαλύθηκε με σκοπό να καταφέρει να ενωθεί ξανά με τα κύρια στρατεύματα που ανέλαβαν δράση εκείνη ακριβώς τη στιγμή.
Το βαρύ ιππικό του Σουμπουτάι επιτέθηκε στους ατάκτους Πολόβτσι, ενώ οι Μογγόλοι που συγκροτούσαν το ελαφρύ ιππικό επιτέθηκαν με λύσσα στα πλευρά των στρατευμάτων της Βολυνίας. Οι Πολόβτσι δεν άντεξαν την επίθεση και διέφυγαν· οι Μογγόλοι μπήκαν ανάμεσα σε αυτούς και τις δυνάμεις από τη Βολυνία, που δέχθηκαν πλήγμα από το βαρύ ιππικό των Μογγόλων και κατέληξαν να σφυροκοπούνται ανηλεώς από έφιππους τοξότες. Ο πρίγκιπας Ντανίλ τραυματίστηκε σοβαρά και είδε να πέφτουν οι πιο ισχυροί αξιωματικοί του.
Οι σύμμαχοι από τη Βολυνία τράπηκαν σε άτακτη υποχώρηση και έπεσαν πάνω στα τμήματα της Γαλικίας, με αποτέλεσμα ολόκληρη η ρωσική εμπροσθοφυλακή να γίνει μια άμορφη μάζα που τρεπόταν σε φυγή. Ο στρατός του ηγεμόνα του Τσερνίγκοφ, που διέσχιζε τον ποταμό, είδε να έρχεται καταπάνω του η συγχυσμένη μάζα των φυγάδων, κυνηγημένη από τους Μογγόλους. Σαν να μην έφτανε αυτό, μπήκαν στο σκηνικό οι άλλες δύο τουμέν (μονάδες 10.000 ανδρών) της στρατιάς του Σουμπουτάι, η δεξιά ρωσική πτέρυγα διώκονταν και σφαγιάζονταν ανηλεώς από τους Μογγόλους, που συνέχισαν την καταδίωξη σε απόσταση 200 χλμ. από την τοποθεσία της μάχης.
Κάποιοι προσπάθησαν να φτάσουν στις οχυρωμένες πόλεις για να ξεφύγουν απο τη μανία των Μογγόλων, όμως χωρίς επιτυχία, ενώ οι στρατιώτες από τη Γαλικία και από τη Βολυνία επέστρεψαν εσπευσμένα στον Δνείπερο, από όπου κατάφεραν να αποπλεύσουν χάρη στον ρωσικό στόλο που φρουρούσε τον ποταμό. Ο Μστίσλαβ Μστίσλαβιτς και ο Ντανίλ Ρομανόβιτς κατάφεραν έτσι να γλιτώσουν το μακελειό. Έδωσαν εντολή να καεί ολόκληρος ο στόλος από φόβο μήπως τον κυριεύσουν οι Μογγόλοι και συνέχισαν τη φυγή μέχρι να φτάσουν στις χώρες τους.
Ο ηγεμόνας του Σμολένσκ με 1.000 άντρες κατάφερε να κρατήσει μακριά τους Μογγόλους διώκτες και να διασωθεί κοντά στον μεγάλο ποταμό, ενώ ο πρίγκιπας του Τσερνίγκοφ Μοτίσλαβ Σβιατοσλάβιτς και ο γιος του έπεσαν στην προσπάθειά τους να επιστρέψουν στην πόλη τους· ο στρατός τους κυριολεκτικά αποδεκατίστηκε στις ουκρανικές στέπες. Έμειναν οι δυνάμεις του Κιέβου, που βρέθηκαν πολιορκούμενες πίσω από τις άμαξές τους. Ο Μστίσλαβ Ρομανόβιτς ηγήθηκε της αντίστασης επί τρεις ημέρες, υπό συνεχή βροχή βελών, μέχρι που η έλλειψη νερού ανάγκασε τους επιζώντες να παραδοθούν, με την υπόσχεση ότι δεν θα χυνόταν αίμα αιχμαλώτων.
Οι Μογγόλοι έφθασαν μέχρι τον ποταμό Δνείπερο καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους, όμως η εξερευνητική επιδρομή τους είχε πλέον επιτύχει τον σκοπό της. Με μήνυμά του ο Τζένγκις Χαν τους ζητούσε να επιστρέψουν στα ανατολικά, να επανασυνταχτούν και να ξεκινήσουν εκστρατεία εναντίον των Βουλγάρων του ποταμού Βόλγα. Η μογγολική νίκη ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Οι Ρώσοι ευγενείς, οι καλύτεροι πολεμιστές, εφοδιασμένοι με τα πλέον αποτελεσματικά όπλα, εξολοθρεύτηκαν σχεδόν ολοσχερώς – θα χρειάζονταν δεκαετίες για να συνέλθουν από τις απώλειες.
Όταν οι Μογγόλοι θα επέστρεφαν το 1237, μόνον ο πρίγκιπας του Βλαντίμιρ θα ήταν σε θέση να τους αντιμετωπίσει στην πεδιάδα κοντά στον ποταμό Σίτι, με έκβαση όχι καλύτερη από εκείνη της σύγκρουσης στον Κάλκα.
Εκείνο τον καιρό οι Ρώσοι χρονικογράφοι έγραφαν: «Το έτος 6732 (είναι ο υπολογισμός των ετών σύμφωνα με το βυζαντινό ημερολόγιο, που αντιστοιχεί στο δικό μας 1223-1224) λόγω των κριμάτων μας ήρθαν ξένοι ειδωλολάτρες (στο κείμενο λέει «τα τέκνα της Άγαρ», δηλαδή της δούλης του Αβραάμ από την οποία προήλθαν οι Άραβες). Κανείς δεν γνωρίζει καλά ποιοι είναι κι από πού έρχονται, ούτε τι γλώσσα μιλούν, ούτε τι καταγωγής είναι ή ποια είναι η πίστη τους. Τους ονομάζουν Τατάρους άλλοι όμως τους ονομάζουν … Πετσενέγκους. Κάποιοι άλλοι, ανάμεσά τους ο επίσκοπος των Πατάρων Μεθόδιος, μαρτυρούν ότι όλοι αυτοί προέρχονται από την έρημο του Γιέτρεμπ.
… Ο Θεός ξέρει ποιοι είναι κι από πού έρχονται. Οι σοφοί, αυτοί που ξέρουν να ερμηνεύουν τα βιβλία, γνωρίζουν ποιοι είναι, εμείς, όμως, το αγνοούμε και για να το θυμούνται οι Ρώσοι ηγεμόνες, γράφουμε εδώ για αυτούς και για τις δυστυχίες που βρήκαν τους ηγεμόνες εξαιτίας τους. Ξέρουμε ότι όντως έχουν κατακτήσει τα εδάφη πολλών λαών…».