Η πολιορκία του Χάνδακα το 960-961 ήταν το επίκεντρο της εκστρατείας του στρατηγού και μελλοντικού αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορία, Νικηφόρου Φωκά, για την ανάκτηση του νησιού της Κρήτης, το οποίο από τη δεκαετία του 820 είχε πέσει στους Μουσουλμάνους Άραβες. Η εκστρατεία διήρκεσε από το φθινόπωρο του 960 μέχρι την άνοιξη του 961, όταν και το κύριο μουσουλμανικό φρούριο και πρωτεύουσα του νησιού, ο Χάνδακας (σημερινό Ηράκλειο) κατακτήθηκε απο τις αυτοκρατορικές δυνάμεις. Η ανακατάκτηση της Κρήτης ήταν ένα σημαντικό επίτευγμα για τους Βυζαντινούς, καθώς αποκατέστησε τον έλεγχο στις ακτές του Αιγαίου και μείωσε την απειλή των Σαρακηνών πειρατών, για τους οποίους η Κρήτη αποτελούσε βάση.
Η Κρήτη υπό μουσουλμανική κυριαρχία
Η κατάκτηση της Κρήτης δεν έγινε απο τους Αραβες της Μ. Ασίας, αλλα απο τους Σαρακηνούς της Δύσης, υπό τις ακόλουθες συνθήκες: στις αρχές του 9ου αιώνα ξέσπασαν στο χαλιφάτο της Ισπανίας επαναστάσεις. Ο χαλίφης αλ-Χακάμ (796-822) πέτυχε να αποκαταστήσει την τάξη στη χώρα του και έδιωξε τους επαναστατημένους πληθυσμούς, που κατέφυγαν στις ακτές της Μεσογείου, στη βόρεια Αφρική και στην Αίγυπτο. Στην Αίγυπτο κατόρθωσαν τελικά να καταλάβουν την Αλεξάνδρεια το 816 και να ιδρύσουν κράτος με αρχηγό τον Abou Hafs (Απόχαψ τον ονομάζουν οι βυζαντινές πηγές). Εκείνη την περίοδο οι Βυζαντινοί μαστίζονταν από εσωτερικές έριδες κι επιπλέον είχαν στραμμένη την προσοχή τους στους πολέμους με τους Βούλγαρους, έτσι οι Άραβες που είχαν καταφύγει στην Αίγυπτο επιχείρησαν και κατόρθωσαν να καταλάβουν την Κρήτη.
Ο χρόνος της κατάκτησης της μεγαλονήσου αμφισβητείται, γιατί οι ελληνικές και οι αραβικές πηγές παραδίδουν διαφορετικές χρονολογίες: άλλες χρονολογούν το γεγονός στο έτος 823, άλλες στο 824, 827 η 828. Όπως παρατηρεί ο Διον. Ζακυθηνός, φαίνεται ότι η κατάκτηση συντελέστηκε σταδιακά και οτι άρχισε το 823 και ολοκληρώθηκε το 828, οπότε μόνο μια πόλη από όλο το νησί μαρτυρείται ότι είχε παραμείνει ελεύθερη. Με την πτώση της Κρήτης, το Βυζάντιο έχασε ένα πολύ σημαντικό στρατιωτικό έρεισμα.
Όλες οι προσπάθειες των Βυζαντινών να ανακτήσουν τη μεγαλόνησο απέτυχαν. Η Κρήτη έγινε για ενάμιση σχεδόν αιώνα το ορμητήριο των Αράβων για τις επιδρομές τους στην ανατολική Μεσόγειο. Οι Αραβες απέκτησαν επίσης μια δεύτερη σημαντική βάση στη Μεσόγειο. Την ίδια εποχή που οι Σαρακηνοί της Αιγύπτου κατέκτησαν την Κρήτη, οι Αγλαβίδες της βόρειας Αφρικής επιχείρησαν να καταλάβουν τη Σικελία. Το 827 αποβιβάστηκαν στο νησί και κατέλαβαν την πόλη Μάζαρα. Σύμφωνα με την παράδοση, τους Αραβες κάλεσε ο τότε διοικητής του βυζαντινού στόλου στη Σικελία Ευφήμιος, που είχε επαναστατήσει και αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτορας.
Οι Αραβες είχαν και παλαιότερα ενεργήσει πειρατικές επιθέσεις εναντίον της Σικελίας, αλλά τώρα για πρώτη φορά επιχείρησαν συστηματικά να κατακτήσουν το σημαντικότατο αυτό κέντρο. Δεν κατόρθωσαν βέβαια να καταλάβουν τις Συρακούσες, αλλά το 831 κατέλαβαν την Πάνορμο (το Παλέρμο) και εδραίωσαν τη θέση τους κατακτώντας τη μια μετά την άλλη τις σικελικές πόλεις: στα τέλη της βασιλείας του Μιχαήλ Γ΄ απο τα αστικά κέντρα απέμεναν στο Βυζάντιο μόνο οι Συρακούσες και το Ταυρομένιο (Taormina). Η κατάκτηση της Σικελίας έπληξε καίρια τις βυζαντινές κτήσεις στην Ιταλία και τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας στη Δύση.
Διαβάστε Επίσης: Μάχη του Ποταμού Γιαρμούκ: Η ολοκληρωτική Μουσουλμανική νίκη που τερμάτισε τη Βυζαντινή κυριαρχία στη Συρία
Απόβαση στην Κρήτη και πρώτες συμπλοκές
Η εξέλιξη της οικονομικής ζωής στις βυζαντινές πόλεις και ιδιαίτερα το διαμετακομιστικό εμπόριο υπέφεραν απο τους άραβες πειρατές, οι οποίοι είχαν γίνει ο τρόμος της ναυσιπλοΐας αλλά και των παραλίων οικισμών της αυτοκρατορίας. Με ορμητήριο την Κρήτη, οι άραβες πειρατές αποτελούσαν συνεχή κίνδυνο για τις θαλάσσιες μετακινήσεις στην ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο. Επανειλημμένες εκστρατείες των Βυζαντινών για την ανάκτηση της μεγαλονήσου είχαν αποτύχει οικτρά. Ωστόσο, η προσπάθεια δεν ήταν δυνατό να εγκαταλειφθεί, προ πάντων γιατί η ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνικής παραγωγής κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα με την υποστήριξη του Κωνσταντίνου επέβαλε την ύπαρξη ναυτιλιακών δρομολογίων απαλλαγμένων απο κάθε κίνδυνο.
Το 949 ο Κωνσταντίνος Ζ΄ εξαπέλυσε μια ακόμη εκστρατεία κατά της «θεολέστου Κρήτης», όπως την έλεγαν. Για την εκστρατεία αυτή, όπως και για την εκστρατεία του 911 εναντίον της Κρήτης, υπάρχουν οι σπουδαιότατες ιστορικές μαρτυρίες του Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου. Στο έργο του «Περί βασιλείου τάξεως» σώζεται η λεπτομερής καταγραφή των ναυτικών και στρατιωτικών δυνάμεων που έλαβαν μέρος στην αποστολή, καθώς και σαφείς πληροφορίες για την προέλευση της στρατολογίας τους, για το είδος και την προέλευση του εξοπλισμού τους και τέλος για το ποσό της πληρωμής τους. Ογδόντα οκτώ πλοία του βασιλικού και του θεματικού «πλωίμου» ήρθαν στην Κρήτη, από τα οποία μόνο είκοσι ήταν βαρείς δρόμωνες.
Αλλες μονάδες του στόλου στάλθηκαν σε ειδικές αποστολές στην αφρικανική ακτή η στην Ιταλία για να προλάβουν ενδεχόμενη αποστολή ενισχύσεων απο αλλα αραβικά κράτη. Ο στρατός ξηράς, που μεταφέρθηκε στο νησί, ανερχόταν σε 8.847 άνδρες μαζί με τους αξιωματικούς, απο τους οποίους μόνο 2.025 ήταν βαριά οπλισμένοι ιππείς των ταγμάτων των σχολών, των εξκουβιτόρων και των ικανάτων. Οι υπόλοιποι στρατιώτες προέρχονταν απο τα θέματα η απο μειονότητες της αυτοκρατορίας (Μαρδαίται, Αρμένιοι, Ρώς μισθοφόροι κλπ.).
Το εκστρατευτικό αυτό σώμα θεωρήθηκε αρκετό για να πετύχει η επιχείρηση. Η απειρία όμως του ευνούχου αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου Γογγύλη οδήγησε στην καταστροφή. Ο βυζαντινός στρατός αιφνιδιάστηκε από τους Άραβες της Κρήτης και διαλύθηκε. Σύμφωνα με τις αραβικές πηγές, μετά από τη συμφορά ο Κωνσταντίνος Ζ΄ προσπάθησε να εξασφαλίσει την ειρήνη με τους Αραβες της Κρήτης προσφέροντάς τους σημαντικό ετήσιο χρηματικό ποσό. Και άν ακόμη έγινε κάτι τέτοιο, δεν αποτελούσε παρά λύση προσωρινή. Η ανάκτηση της Κρήτης ήταν αναγκαία για την αυτοκρατορία.
Αποφασισμένος να εκδικηθεί την καταστροφή του 949, προς το τέλος της βασιλείας του ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος ανανέωσε τις προετοιμασίες για την κατάληψη του νησιού. Μετά το θάνατό του το 959, το καθήκον έπεσε στον γιο και διάδοχό του, Ρωμανό Β’ ( 959–963 ). Μετά απο πολλές συζητήσεις, στις οποίες ο Ιωσήφ Βρίγγας υποστήριξε με θέρμη την αναγκαιότητα μιάς νέας εκστρατείας, αποφασίστηκε απο τον Ρωμανό Β’ η πραγμάτωση της εκστρατείας αυτής το καλοκαίρι του 960.
Με την υποστήριξη και την προτροπή του προϊσταμένου του, Ιωσήφ Μπρίγκα, ο Ρωμανός ώθησε και διόρισε τον Δομέστικο των Σχολών της Ανατολής, Νικηφόρο Φωκά, ικανό στρατιώτη και διακεκριμένο βετεράνο των πολέμων κατά των μουσουλμάνων στην ανατολική Μικρά Ασία. Ο Φωκάς κινητοποίησε τον βυζαντινό στρατό της Μικράς Ασίας, και συγκέντρωσε μεγάλη δύναμη νότια της Εφέσου. Αυτή η εκστρατεία ήταν πολύ μεγαλύτερη από τις προηγούμενες, κυρίως λόγω της σχετικής εσωτερικής σταθερότητας που επέφεραν οι πρόσφατες νίκες στα ανατολικά σύνορα και της μακροχρόνιας ειρήνης με τους Βούλγαρους. Σύμφωνα με τον Λέοντα τον Διάκονο, ο στόλος περιελάμβανε πολλούς δρόμονες εξοπλισμένους με υγρό πύρ.
Οι αριθμοί που μας παραδίδουν οι ιστορικοί για το νέο εκστρατευτικό σώμα είναι απίστευτοι: 3.300 πλοία, πολεμικά και μεταγωγικά, και 77.000 άνδρες, από τους οποίους 5.000 ιππείς συγκεντρωμένοι απο όλες τις γωνιές της αυτοκρατορίας, Όσο και αν οι αριθμοί αυτοί είναι υπερβολικοί, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εκστρατεία του 960 είχε οργανωθεί σε κλίμακα πολύ μεγαλύτερη από τις προηγούμενες, Η τεράστια αυτή αρμάδα έφτασε στον Χάνδακα (Ηράκλειο) στις 13 Ιουλίου 960, αποβιβάστηκε σε γειτονική ακτή και ετοιμάστηκε από την αρχή για μακροχρόνια πολιορκία.
Χρησιμοποιώντας ράμπες, το εκστρατευτικό σώμα αποβιβάστηκε γρήγορα απο τα πλοία σε καλή τάξη. Ο εχθρός είχε προφτάσει να παραταχθεί σε κάποια απόσταση από τη θάλασσα, αλλά δεν τόλμησε να αντισταθεί στην απόβαση, επειδή φοβήθηκε εξαιτίας του καινούργιου τρόπου με τον οποίο έγινε. Διότι, σύμφωνα με το σύγχρονο Λέοντα το Διάκονο, ο οποίος περιέγραψε λεπτομερώς τα της εκστρατείας αυτής, ο Νικηφόρος έριξε κλίμακες ή καλύτερα γέφυρες και αφού τις συνέδεσε από τα πλοία με την παραλία, αποβίβασε ταχύτατα τη στρατιά, ένοπλη και έφιππη. Ύστερα από αυτό, διαίρεσε στα τρία τη φάλαγγα και, αφού ήχησε το πολεμιστήριο σάλπισμα, επιτέθηκε εναντίον των εχθρών με το τρόπαιο του σταυρού να προπορεύεται. Η μάχη δεν κράτησε πολύ. Οι εχθροί δεν μπόρεσαν να αντέξουν την ορμή των αυτοκρατορικών ταγμάτων και των ιλών, τράπηκαν σε φυγή και κατέφυγαν στο φρούριο έχοντας μεγάλες ανθρώπινες απώλειες.
Από την αφήγηση του Λέοντα και του Θεοδοσίου φαίνεται ότι ο Νικηφόρος αρχικά ήλπιζε να καταλάβει τον Χάνδακα με έφοδο, αλλά όταν αυτό απέτυχε, συμβιβάστηκε με μια μακροχρόνια πολιορκία, κατασκευάζοντας ένα οχυρό στρατόπεδο μπροστά από τον Χάνδακα και τοποθετώντας τον στόλο του σε ασφαλισμένο αγκυροβόλιο με διαταγές αποκλεισμού της πόλης και καταστροφής πλοίων που θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να την εγκαταλείψουν. Σύμφωνα με τον Λέοντα, ο Φωκάς έδωσε τότε οδηγίες στον Νικηφόρο Παστύλα , τον στρατηγό του Θρακησιακού θέματος και διακεκριμένος βετεράνος των πολέμων κατά των Αράβων στα ανατολικά, να πάρει μια «κοόρτη διαλεχτών» και να αναλάβει μια επιδρομή στην κρητική ύπαιθρο για να συγκεντρώσει προμήθειες.
Η πρόσβαση στο εσωτερικό θα μείωνε την ποσότητα των προμηθειών που έπρεπε να εισαχθούν μέσω θαλάσσης, κάτι που θα γινόταν πρόβλημα αργότερα στην εκστρατεία. Αντιλαμβανόμενοι την ύπαιθρο ως σχετικά ασφαλή, ο Παστίλας και οι άνδρες του περιφέρονταν αμέριμνοι, συγκεντρώνοντας φαγητό και κρασί. Οι Μουσουλμάνοι, που ήταν προσεκτικά κρυμμένοι και παρατηρούσαν την πρόοδό τους από τα ύψη, το είδαν ως μια εξαιρετική ευκαιρία και συγκεντρώθηκαν για μάχη. Ο Λέων υποστηρίζει ότι, αν και μεθυσμένοι, οι Βυζαντινοί έκαναν καλό αγώνα, ώσπου ο ίδιος ο Παστίλας, αφού τραυματίστηκε από πολλά βέλη, έπεσε. Στη συνέχεια, η πειθαρχία των Βυζαντινών κατέρρευσε, και καταστράφηκαν, με λίγους μόνο άνδρες που επέζησαν για να αναφέρουν την καταστροφή στον Φωκά.
Διαβάστε Επίσης: Περσικοί Πολέμοι (602-628μ.Χ): Πως ο Ηράκλειος κέρδισε τους Πέρσες και έσωσε την Αυτοκρατορία απο το χείλος της καταστροφής.
Πολιορκία του Χάνδακα
Αφού άκουσε τα νέα για το σφαγμένο τάγμα του, ο Φωκάς αποφάσισε να κινηθεί γρήγορα και να πολιορκήσει την πόλη. Επιθεώρησε το τείχος της πόλης και το βρήκε εξαιρετικά ισχυρό. Ως αποτέλεσμα, διέταξε τους άντρες του να κατασκευάσουν μια περίμετρο με οχυρώσεις μπροστά από τα τείχη της πόλης. Ωστόσο, η ατυχία του Παστιλά έδειξε επίσης στον Φωκά ότι θα έπρεπε να ασφαλίσει τα μετόπισθεν του πριν επικεντρωθεί στην πολιορκία. Επέλεξε μια μικρή ομάδα νεότερων στρατιωτών και τους οδήγησε έξω από το στρατόπεδο τη νύχτα κρυφά. Οι Βυζαντινοί πήραν λίγους αιχμαλώτους, από τους οποίους έμαθαν ότι μια δύναμη ανακούφισης, σύμφωνα με τον Λέοντα περίπου 40.000 άνδρες, συγκεντρώνονταν σε έναν κοντινό λόφο για να επιτεθούν στο βυζαντινό στρατόπεδο.
Ο Φωκάς επέτρεψε στους άντρες του να ξεκουραστούν κατά τη διάρκεια της επόμενης ημέρας, και ξεκίνησαν ξανά μόνο όταν είχε βραδιάσει, με οδηγό ντόπιους (πιθανότατα γηγενείς χριστιανούς). Γρήγορα και αθόρυβα, οι άνδρες του περικύκλωσαν το στρατόπεδο των Αράβων. Τότε ο Φωκάς διέταξε να φυσήξουν οι σάλπιγγες. Αιφνιδιασμένοι, οι Άραβες δεν σκέφτηκαν να αντισταθούν, αλλά προσπάθησαν να τραπούν σε φυγή, μόνο για να πέσουν πάνω σε άλλα βυζαντινά στρατεύματα.
Ο αραβικός στρατός ανακούφισης εξολοθρεύτηκε και ο Φωκάς έδωσε εντολή στους άνδρες του να κόψουν τα κεφάλια των πεσόντων και να τους πάρουν μαζί τους καθώς επέστρεφαν στη βάση τους, και πάλι κινούμενοι μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Την επόμενη μέρα, έβαλε τους άντρες του να καρφώσουν μερικά από τα κεφάλια μπροστά στο τείχος της πόλης και άλλα πέταξε με καταπέλτες στην ίδια την πόλη. Το θέαμα προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση και θρήνο στους κατοίκους, οι οποίοι είδαν τους συγγενείς και τους φίλους τους νεκρούς. αλλά παρέμειναν αποφασισμένοι να αντισταθούν και απέκρουσαν μια επίθεση με επικεφαλής τον Φωκά αμέσως μετά. Ο Φωκάς χρησιμοποίησε τοξότες και καταπέλτες εναντίον των υπερασπιστών ενώ προσπαθούσε να καταλάβει τα τειχη χρησιμοποιώντας σκάλες. Το φρούριο όμως κρατήθηκε κάτω από την πίεση των βομβαρδισμών και οι σκάλες συντρίφθηκαν. Ο Φωκάς διέκοψε σύντομα την πολιορκία. Τώρα αποφάσισε να αποκλείσει την πόλη για το χειμώνα, ενώ οι μηχανικοί του άρχισαν να σχεδιάζουν και να κατασκευάζουν μεγάλες πολιορκητικές μηχανές.
Οι Αραβες δεν κατόρθωσαν να λάβουν τις ενισχύσεις που ζήτησαν απο τη βόρεια Αφρική και απο τη μουσουλμανική Ισπανία. Και όταν έφτασε ο χειμώνας, πολιορκητές και πολιορκημένοι υπέφεραν απο το κρύο και κυρίως απο την έλλειψη τροφίμων. Ο Νικηφόρος Φωκάς με δυσκολία μπόρεσε να συγκρατήσει τα στρατεύματά του, τα οποία ζητούσαν την επιστροφή τους και τη διάλυση του στρατοπέδου. Εξάλλου ο Ιωσήφ Βρίγγας φρόντισε για την αποστολή τροφίμων και έτσι αποκαταστάθηκε η πειθαρχία.
Η δεύτερη επίθεση στον Χάνδακα έλαβε χώρα τον Μάρτιο του 961. Αυτή τη φορά οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν πολύ πιο αποτελεσματικές πολιορκητικές μηχανές κατά της πόλης, αλλά και πάλι δεν κατάφεραν να καταλαβουν τα τείχη. Ο Φωκάς χρησιμοποίησε σύντομα πολιορκητικούς κριούς αλλά αυτό ήταν μια προσποίηση. Ενώ οι μουσουλμάνοι επικεντρώνονταν στους πολιορκητικούς κριούς, επίλεκτα σώματα έσκαψαν κάτω από τα τείχη και φύτεψαν εύφλεκτα υλικά κάτω από τα αδύναμα σημεία. Σύντομα, κατάφεραν να καταστρέψουν ένα τεράστιο τμήμα του τείχους, όπου ο βυζαντινός στρατός άρχισε να ξεχύνεται στην πόλη. Οι αμυνόμενοι σχημάτισαν γρήγορα μια αμυντική γραμμή εντός της πόλης, αλλά ήταν πολύ αργά. Στις 6 Μαρτίου, οι μουσουλμάνοι κατατροπώθηκαν και τράπηκαν σε φυγή στους δρόμους. Στους στρατιώτες επετράπη το παραδοσιακό τριήμερο της λεηλασίας πριν ξεκινήσει και πάλι ο στρατός.
Διαβάστε Επίσης: Η Μάχη του Μαντζικέρτ – Η αρχή του τέλους της Βυζαντινής Μικράς Ασίας
Συνέπεια
Η σφαγή, η αιχμαλωσία, η λεηλασία διήρκεσαν πολλές μέρες. Ο Νικηφόρος Φωκάς κατέστρεψε εντελώς το κάστρο του Χάνδακα και έχτισε νέα οχυρή πόλη, που ονομάστηκε Τέμενος. Κατά τους θερινούς μήνες το υπόλοιπο νησί υποτάχθηκε στους Βυζαντινούς, οι οποίοι φρόντισαν για τον εποικισμό του, για τον εκχριστιανισμό των μωαμεθανών κατοίκων του και για την επαναφορά εξισλαμισθέντων στη χριστιανική πίστη.
Με την επιστροφή του Νικηφόρου Φωκά στην Κωνσταντινούπολη αρνήθηκε τον προβλεπόμενο Ρωμαϊκό θρίαμβο, αρκέστηκε μονάχα σε ένα απλό χειροκρότημα στον Ιππόδρομο.Ο Χάνδακας θα παραμείνει στη Βυζαντινή αυτοκρατορία για τα επόμενα 250 χρόνια. Μέρος από τα λάφυρα παραχώρησε στο φίλο του Αθανάσιο Αθωνίτη, ο οποίος τον είχε ακολουθήσει στην εκστρατεία της Κρήτης, για να ιδρύσει τη Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος.
Διάσημοι ασκητές, όπως ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης και ο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε εργάστηκαν με ζήλο για τον σκοπό αυτό, σε συνεργασία με τις νέες πολιτικές και στρατιωτικές αρχές που εγκαταστάθηκαν στο νησί υπό τις διαταγές στρατηγού. Η ανάκτηση της Κρήτης απο τους Άραβες είχε τεράστιο ηθικό και πολιτικό αντίκτυπο, γιατί σήμαινε την αποκατάσταση της βυζαντινής κυριαρχίας στην ανατολική Μεσόγειο. Αιώνες πολλούς το Βυζάντιο δεν είχε καταγάγει νίκη παρόμοιας σημασίας και βαρύτητας. Ο ελληνισμός της μεγαλονήσου αναζωπυρώθηκε. Οι θαλάσσιες επικοινωνίες με τη Δύση αποκαταστάθηκαν. Τα παράλια και τα νησιά κατοικήθηκαν και πάλι και νέες παραλιακές πόλεις ιδρύθηκαν η αναπτύχθηκαν. Η οικονομική ζωή, ιδιαίτερα στις πόλεις, γνώρισε σημαντική ανάπτυξη.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ενώ ο στρατός ξηράς συνέτριβε την αραβική αντίσταση στην Κιλικία, ο βυζαντινός ναύαρχος Νικήτας Χαλκούτζης κατέλαβε την Κύπρο, τερματίζοντας έτσι το ιδιότυπο καθεστώς υπό το οποίο ζούσαν οι Κύπριοι απο το 688. Η επιχείρηση αυτή εμφανίζεται από τις πηγές ώς στρατιωτικός περίπατος στην Κύπρο δεν υπήρχαν ισχυρές αραβικές δυνάμεις. Η μεγαλόνησος έγινε πάλι τμήμα της αυτοκρατορίας και τέθηκε υπό τη διοίκηση στρατηγού.
Από την άλλη πλευρά, η δέσμευση τόσων βυζαντινών δυνάμεων στην Κρήτη και την Ανατολή άφησε ανοιχτό το δρόμο για τα σχέδια των ίδιων των Φατιμιδών στις βυζαντινές κτήσεις στη δύση: οι δυνάμεις των Φατιμιδών προχώρησαν στην κατάληψη της Ταορμίνα, το κύριο βυζαντινό φρούριο στη Σικελία. Ο Νικηφόρος Φωκάς, που έγινε αυτοκράτορας το 963, έστειλε μια τεράστια αποστολή βοήθειας στο νησί το 964, συμπεριλαμβανομένων πολλών βετεράνων της κατάκτησης της Κρήτης. Ωστόσο, οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν, σηματοδοτώντας την ολοκλήρωση της μουσουλμανικής κατάκτησης της Σικελίας.
Βιβλιογραφία
Νικόλαος Οικονομίδης – Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
Kazhdan, Alexander, ed. (1991).”Nikephoros II Pho cas”
Garrood, William (2008). “The Byzantine Conquest of Cilicia and the Hamdanids of Aleppo, 959–965”.
Christides, Vassilios (1981). “The Raids of the Moslems of Crete in the Aegean Sea: Piracy and Conquest”. Byzantion.
Christides, Vassilios (1984). The Conquest of Crete by the Arabs (ca. 824): A Turning Point in the Struggle between Byzantium and Islam. Academy of Athens.
Διαβάστε Επίσης: Η Δ’ Σταυροφορία: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης και ο διαμελισμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας απο τους Σταυροφόρους (1204)