Μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) – Όταν οι Ρωμαϊκές Λεγεώνες νίκησαν την Μακεδονική Φάλαγγα και υπέταξαν οριστικά την Ελλάδα

Η Μάχη της Πύδνας ήταν η τελευταία αποφασιστική μάχη του Τρίτου Μακεδονικού πολέμου (171 – 168 π.Χ.) μεταξύ Ρωμαίων και Μακεδόνων και έγινε στις 22 Ιουνίου του 168 π.Χ. Η έκβαση της μάχης αυτής σήμανε και την οριστική υποταγή της Ελλάδας στους Ρωμαίους.

Ιστορικό

Η ρωμαϊκή νίκη στην Πυδνα το 168 π.Χ. έφερε το τέλος της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πέρα από την καθιέρωση της Ρώμης ως σημαντικότερης δύναμης στη Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή, η μάχη αυτή απέδειξε την ανωτερότητα των πιο ευέλικτων ρωμαϊκών λεγεώνων που ήταν οπλισμένες με το βραχύ ξίφος έναντι της μακεδονικής φάλαγγας με τα δόρατα.

Η Μεσόγειος πρίν το ξέσπασμα του Τρίτου Μακεδονικού Πολέμου

Το 338 π.Χ. οι Μακεδόνες υπό τον βασιλιά Φίλιππο Β’ κυριάρχησαν επί των ελληνικών πόλεων-κρατών με τη νίκη τους στη Χαιρώνεια. Στη μάχη πήρε μέρος και ο γιος του Φιλίππου, Αλέξανδρος, ο οποίος δύο χρόνια αργότερα ανέλαβε την αρχηγία του ελληνικού στρατού μετά τη δολοφονία του πατέρα του. Την επόμενη δεκαετία ο Αλέξανδρος κέρδισε τον τίτλο του «Μεγάλου» όταν νίκησε την Περσία και επεξέτεινε την αυτοκρατορία του στην Ανατολή.

Στο διάστημα αυτό ο Αλέξανδρος τελειοποίησε έναν τακτικό σχηματισμό τον οποίο είχε αναπτύξει ο πατέρας του, τη φάλαγγα, μια πυκνή ομάδα στρατιωτών οπλισμένων με δόρατα μήκους άνω των πέντε μέτρων, που έγιναν γνωστά με την ονομασία σάρισσα. Για την υποστήριξή τους υπήρχαν εξαιρετικά ευκίνητες μονάδες ελαφρού πεζικού και ιππικού που εκμεταλλεύονταν τα κενά ή τα ρήγματα στις εχθρικές γραμμές.

Οι φάλαγγες του Αλεξάνδρου σημείωσαν τη μια νίκη μετά την άλλη και άνοιξαν τον δρόμο για την εξάπλωση του πολιτισμού και του πνεύματος των Ελλήνων σε όλη την Εγγύς Ανατολή. Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος το 323 π.Χ. σε ηλικία 33 ετών, ο στρατός του παρέμεινε ισχυρός και η ελληνική παιδεία εξακολούθησε να επηρεάζει την περιοχή, αλλά η αυτοκρατορία άρχισε να φθίνει χωρίς διάδοχο.

Η Μακεδονική φάλαγγα αποτελούσε τον χαρακτηριστικό τρόπο παράταξης μάχης, αρχικά των Μακεδόνων και στη συνέχεια όλων των κρατών των Διαδόχων και Επιγόνων, επί δύο αιώνες (μέσα 4ου – μέσα 2ου αιώνα π.Χ.). Κύρια αποστολή της Μακεδονικής Φάλαγγας στο πεδίο της μάχης, ήταν να καθηλώσει τα αντίπαλα στρατεύματα, να τα αγκιστρώσει, παίζοντας έτσι αμυντικό ρόλο, ή να τα πιέσει δημιουργώντας μια τακτική βάση ανάπτυξης επιχειρησιακών κινήσεων για το υπόλοιπο στράτευμα. Στην επίτευξη αυτού του στόχου, ασφαλώς συνέβαλλε και η καθίζηση του ηθικού που προκαλούσε στους αντιπάλους.

Ενώ η Ελλάδα βρισκόταν σε παρακμή, εμφανίστηκαν άλλες αυτοκρατορίες: η Ρώμη στην Ιταλική χερσόνησο και η ΚαρχηδώνΑ στη βόρεια Αφρική άρχισαν να ανταγωνίζονται για την απόκτηση ισχύος. Εκατό χρόνια μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου οι Μακεδόνες, υπό τον βασιλιά Φίλιππο Ε’, τάχθηκαν εναντίον των Ρωμαίων και έδωσαν βοήθεια στον Αννίβα και στους Καρχηδόνιους μεταξύ 215-205 π.Χ. Στο τέλος του πολέμου πολλές ελληνικές πόλεις-κράτη έκαναν χωριστές συμφωνίες ειρήνης με τη Ρώμη και δεν έγινε καμιά σημαντική μάχη μεταξύ Μακεδόνων και Ρωμαίων. Τελικά οι Ρωμαίοι νίκησαν τους Καρχηδονίους στη μάχη της Ζάμας το 202 π.Χ. (11).

Μια δεύτερη σύγκρουση μεταξύ Μακεδονίας και Ρώμης άρχισε το 200 π.Χ., όταν ο Φίλιππος συμμάχησε με τη Συρία εναντίον των Ρωμαίων. Ο ρωμαϊκός στρατός εισέβαλε στην Ελλάδα και κατατρόπωσε τον στρατό του Φιλίππου στις Κυνός Κεφαλές το 197 π.Χ. Μετά την αποτυχία του, ο Φίλιππος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον στόχο του σχετικά με την ένωση των ελληνικών πόλεων και να υποστηρίξει για λίγο τη Ρώμη στον νέο πόλεμό της εναντίον της Καρχηδόνας. Ο Φίλιππος πέθανε το 179 π.Χ. αφήνοντας τον θρόνο στον γιο του, Περσέα.

Όταν εκείνος έκανε συμμαχίες για να ενώσει και πάλι τις ελληνικές πόλεις, οι Ρωμαίοι θεώρησαν τις ενέργειές του απειλή για τις διεκδικήσεις τους στην περιοχή. Το 171 π.Χ. οι δυο αντίπαλοι άρχισαν τον Γ’ Μακεδονικό Πόλεμο. Λίγο μετά την έναρξη των συγκρούσεων ο Περσεύς απέκρουσε μια ρωμαϊκή εισβολή στη Λάρισα, αλλά δεν εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία του. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να συνάψει συμμαχίες με συμφωνίες και έδωσε χρήματα για να ενισχύσει τον στρατό του, αλλά η καθυστέρηση επέτρεψε στους Ρωμαίους να ισχυροποιηθούν. 

Στις καταστροφικές για το βασίλειο της Μακεδονίας μάχες στις Κυνός Κεφαλαί και στην Πύδνα, αντίθετα, η φάλαγγα χρησιμοποιήθηκε ως “οδοστρωτήρας”. Οι Ρωμαίοι διέθεταν την ψυχραιμία και την ποιότητα να οπισθοχωρήσουν μετά την πρώτη φονική για αυτούς επαφή, να παρασύρουν την φάλαγγα σε καταδίωξη και να της αντεπιτεθούν μόλις αυτή εξέθεσε τα πλευρά της και παρουσίασε ρήγματα στο μέτωπό της. Κατόπιν αυτού ακολούθησε σφαγή καθώς οι λεγεωνάριοι είχαν ασύγκριτο πλεονέκτημα στις κοντινές επαφές.

Το 168 π.Χ. η Ρώμη όρισε τον Λούκιο Αιμίλιο Παύλο επικεφαλής μιας εκστρατείας εναντίον της Μακεδονίας. Πολλές αντιγνωμίες ανέκυψαν στη Ρώμη σχετικά με το μέγεθος του στρατού του Παύλου και με τον τρόπο που έπρεπε να διεξαχθεί η εκστρατεία. Τελικά εκείνος ανακοίνωσε ότι, όποιος ήθελε να τον ακολουθήσει, μπορούσε να το κάνει· οι υπόλοιποι έπρεπε να σιωπήσουν και να μείνουν στην άκρη.

Ο Παύλος έφθασε στον κόλπο της Θεσσαλονίκης στις αρχές του θέρους του 168 π.Χ. με 25.000 άνδρες. Οι στρατιώτες του ήταν οργανωμένοι σε τέσσερεις λεγεώνες με ασπίδες και κοντά αμφίστομα ξίφη. Κάθε λεγεώνα, πλήρως εκπαιδευμένη, είχε την ικανότητα να διασπάται σε μικρότερες ομάδες που ονομάζονταν κοόρτεις ή σπείρες. Αυτές οι πολύ ευκίνητες λεγεώνες είχαν αποδειχτεί επιτυχείς στην αντιμετώπιση των μακεδονικών φαλάγγων πριν από 30 χρόνια στις Κυνός Κεφαλές, αλλά ο Περσεύς δεν είχε κάνει έκτοτε τίποτα για να εκσυγχρονίσει τον στρατό του. Ο Μακεδόνας ηγέτης θεωρούσε ότι, αν η φάλαγγα ήταν καλή για τον Μέγα Αλέξανδρο, θα αρκούσε και στον ίδιο για τη νίκη.

Η Μάχη

Διάταξη της Μάχης της Πύδνας (168 π.Χ)

Ο Περσεύς πλεονεκτούσε σε αριθμό με τους 40.000 πεζούς και τους 4.000 ιππείς του. Ο Παύλος γνώριζε την αριθμητική ανωτερότητα του αντιπάλου του και γι’ αυτό έκανε αρκετούς πλευρικούς ελιγμούς και μια αψιμαχία εναντίον των μακεδονικών εφοδιοπομπών, ώστε να πιέσει τον εχθρό να μετακινηθεί σε μια τοποθεσία που ευνοούσε τη ρωμαϊκή επίθεση. Τελικά οι Ρωμαίοι ανάγκασαν τον Περσέα να φθάσει στην Πύδνα κοντά στον ποταμό Λεύκο, όπου οι Μακεδόνες παρατάχθηκαν σε μια πεδιάδα απέναντι από τις ρωμαϊκές λεγεώνες, οι οποίες βρίσκονταν σε μερικούς χαμηλούς λόφους στα δυτικά.

Ο μακεδονικός στρατός αποτελούνταν από 30.000 φαλαγγίτες, 9.000 ελαφρά οπλισμένους («ψιλοί») και 4.000 ιππείς με αρχηγό το Βασιλιά Περσέα, ο οποίος έμελλε να είναι ο τελευταίος Βασιλιάς της Μακεδονίας. Η Ρώμη είχε να αντιτάξει 23.800 λεγεωνάριους, 9.600 ελαφρά οπλισμένους και 4.200 ιππείς, με αρχηγό τον ύπατο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο. Στη μάχη έλαβαν επίσης μέρος οπλίτες από πόλεις της υπόλοιπης Ελλάδας (Αιτωλίας, Θεσσαλίας, Αχαΐας, Ηπείρου, καθώς και από την Πέργαμο), πόλεις που είχαν συμμαχήσει με τους Ρωμαίους, εναντίον του Περσέα. Η καθοριστική σύγκρουση έλαβε χώρα στην πεδιάδα μεταξύ των ποταμών Αίσονα (Μαυρονέρι) και Λεύκου (Πέλεκα), στην Πιερία.

Το απόγευμα της 22ης Ιουνίου του 168 π.Χ. στην Αρχαία Πύδνα επιτέθηκαν πρώτοι οι Μακεδόνες. Οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν αρχικά σε υποχώρηση. Αργότερα όμως προχώρησαν σε αιφνιδιαστική αντεπίθεση, έχοντας στη μάχη και ελέφαντες. Αρχικά οι Μακεδόνες σημείωσαν κάποιες επιτυχίες και απώθησαν τους αντιπάλους τους. Ο ενθουσιασμός του μακεδονικού στρατού από την ευνοϊκή εξέλιξη της πρώτης αυτής συγκρούσης παρέσυρε τον Περσέα και διέταξε γενική επίθεση του στρατού του. Οι Ρωμαίοι υποχώρησαν προς τα υψώματα, όπου διασπάστηκε η συνοχή της μακεδονικής φάλαγγας. Αυτό το γεγονός οδήγησε και στη μεγάλη ήττα. 

 Όταν η μάχη μεταφέρθηκε στους λόφους και στους ξεροπόταμους, οι φάλαγγές τους αποδιοργανώθηκαν. Οι ευέλικτες λεγεώνες διασπάστηκαν σε μικρές ομάδες και άρχισαν τη μάχη σώμα με σώμα, στην οποία τα ξίφη τους εξουδετέρωσαν τη δύναμη των μακεδονικών σχηματισμών και των μακρών δοράτων τους.

Όταν χωρίστηκαν οι φάλαγγες, οι Ρωμαίοι σπαθοφόροι κατέσφαξαν τον εχθρό. Στο τέλος της ημέρας πάνω από 20.000 Μακεδόνες κείτονταν νεκροί στο πεδίο της μάχης και άλλοι 10.000 ήταν αιχμάλωτοι. Λιγότεροι από 100 Ρωμαίοι σκοτώθηκαν στη σύγκρουση και μόλις 400 τραυματίστηκαν. 

Συνέπεια

Η Μεσόγειος μετά την Μάχη της Πύδνας. Οι Ρωμαίοι κατέκτησαν το Μακεδονικό Βασίλειο και υπέταξαν τις υπόλοιπες Ελληνικές Πόλεις-Κράτη.

Οι Ρωμαίοι εκμηδένισαν πολιτικά και στρατιωτικά τη Μακεδονία, την ισχυρότερη ελληνική δύναμη ενάντια στον ρωμαϊκό επεκτατισμό. Η μάχη της Πύδνας ήταν η τελευταία νικηφόρα μάχη των Ρωμαίων στη Μακεδονία, η οποία και υποτάχτηκε στο σύνολό της. 

Ο Περσεύς διέφυγε προσωρινά με το ιππικό του, αλλά οι Ρωμαίοι τον συνέλαβαν και τον έστειλαν στην Ιταλία, όπου πέθανε τελικά στην αιχμαλωσία. Ο Παύλος κατέκτησε τη Μακεδονία και τις ελληνικές πόλεις-κράτη, όπου φυλάκισε ή εκτέλεσε τους Έλληνες ηγέτες – ακόμη και εκείνους που είχαν υποστηρίξει προηγουμένως τη Ρώμη. 

Εκτός από μια σύντομη και ανεπιτυχή επανάσταση μεταξύ 149-148 π.Χ., οι Έλληνες δεν ανησύχησαν ποτέ πλέον τη Ρώμη. Με τις νίκες στην Πύδνα επί των Ελλήνων και στη Ζάμα επί των Καρχηδονίων, η Ρώμη ήταν τώρα η μοναδική σημαντική στρατιωτική δύναμη στην Εγγύς Ανατολή. Η μάχη της Πύδνας εξαφάνισε τις τελευταίες εστίες της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ωστόσο, δεν τερμάτισε την επιρροή των Ελλήνων. Ενώ η Ρώμη κυριάρχησε στην περιοχή τους επόμενους αιώνες, οι Ρωμαίοι συνέχισαν να υιοθετούν στοιχεία του πολιτισμού, της μηχανικής και της φιλοσοφίας των Ελλήνων στην καθημερινή ζωή τους. 

Η Πύδνα ανύψωσε τη Ρώμη στο απόγειο της ισχύος της, αλλά η νίκη επέτρεψε επίσης στους Ρωμαίους να ωφεληθούν από την ελληνική γνώση και τους έδωσε την ικανότητα να κάνουν την αυτοκρατορία τους ακόμη μεγαλύτερη.

Η κατάκτηση της Αραβίας από τον Μωάμεθ και η γέννηση του Ισλάμ

Η νίκη του Μωάμεθ στη Μέκκα το 630 του έδωσε τον έλεγχο της δυτικής Αραβίας και την ευκαιρία να εξαπλώσει τις θρησκευτικές δοξασίες του....

Η Μάχη της Ηράκλειας: Ο Πύρρος αποβιβάζεται στην Ιταλία και αντιμετωπίζει τις Ρωμαικές λεγεώνες για πρώτη φορά.

Η Μάχη της Ηράκλειας έλαβε χώρα το 280 π.Χ. μεταξύ των Ρωμαίων υπό τη διοίκηση του προξένου Πούμπλιου Βαλέριου Λαιβίνου και των συνδυασμένων δυνάμεων...