Η Μάχη του Καντές (1274 π.Χ.)

Η αρχαιότερη καταγεγραμμένη μάχη της ιστορίας

 Η μάχη του Καντές – η Κιντζα, στη χετιτική γλώσσα, διεξήχθη το 1274 π.Χ στις όχθες του ποταμού Ορόντη, στη σημερινή Συρία, και συμμετείχαν σε αυτήν οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής στη Μέση Ανατολή: η Αίγυπτος του Ραμσή και οι Χετταίοι του Μουβαταλλι Β. Αποτέλεσε την τελευταία πράξη μιας μακράς σειράς πολέμων ανάμεσα στα δυο βασίλεια και ήταν πιθανότατα μάχη στην οποία χρησιμοποιήθηκαν τα περισσότερα ιππήλατα πολεμικά άρματα (περίπου 5000). Ήταν επίσης η πρώτη μάχη της αρχαίας ιστορίας που υπήρξε τόσο καλά τεκμηριωμένη, ώστε να είναι δυνατή η ανασύνθεση κάθε σταδίου της, ακόμη και της στρατιωτικής στρατηγικής και των όπλων. Επιπλέον, ύστερα από αυτήν τη μάχη συνήφθη η πρώτη διεθνής συνθήκη οι όροι της οποίας μας είναι γνωστοί με σαφήνεια. Δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιος πραγματικά κέρδισε, λόγω του ότι βρέθηκαν χετιτικά έγγραφα που μαρτυρούν νίκη Χετταίων αλλά και αιγυπτιακά τα οποία αναφέρουν με ποιον τρόπο ηττήθηκαν οι Χετταίοι. Οι σύγχρονοι ιστορικοί ωστόσο, θεωρούν ότι μάλλον νίκησαν οι Χετταίοι, λαμβάνοντας υπόψη τους και το γεγονός ότι η πόλη του Καντες και οι γύρω περιοχές παρέμειναν υπό την κυριαρχία τους.

Η Εγγύς Ανατολή το 1300 π.Χ

Το αιγυπτιακό κείμενο που αναφέρεται στη νίκη του Φαραώ Ραμσή Β(1279-1213 π.Χ), το οποίο είναι γνωστό ως το Έπος του Καντές , δεν αποτελεί τόσο μια αντικειμενική έκθεση της μάχης όσο ένα ιδιαίτερα προπαγανδιστικό έργο των ηρωικών πράξεων του Αιγυπτίου Φαραώ, το οποίο είχε τεράστια απήχηση σε όλο το Βασίλειο και το οποίο ενέπνευσε τους καλλιτέχνες για τη δημιουργία γλυπτών που κοσμούν πολλούς σημαντικούς ναούς της εποχής εκείνης,

Δυο γενιές πριν από την άνοδο του Ραμσή στον θρόνο, οι δυνάμεις που κυριαρχούσαν στην περιοχή δεν ήταν μόνο οι Αιγύπτιοι και οι Χετταίοι, αλλά και οι Μιταννιοι. Ο μεγάλος Χετταιος βασιλιάς Σουππιλυλιουμα Α έθεσε σε εφαρμογή ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο, αυτό της πλήρους και συστηματικής εξολόθρευσης των Μιττανιων, προσπαθώντας να καταστρέψει τις στρατιωτικές, εμπορικές και βιοτεχνικές θέσεις τους στη βόρεια Συρία.

Ο Φαραώ Τούθμωσης Γ και ο γιος του Αμενχοτέπ Β, δεν αντέδρασαν σε αυτό το γεγονός. Ο βασιλιάς των Μιταννιων, ο οποίος ήταν πεπεισμένος ότι είχε ηττηθεί, διότι στα ανατολικά της χώρας του έκαναν επιδρομές οι Χετταίοι και στον νότο είχε να αντιμετωπίσει την εχθρότητα των Αιγυπτίων, αποφάσισε να συνάψει με τους τελευταίους συνθήκη συμφιλίωσης. Η ειρηνευτική πρόταση έγινε δεκτή και οι απεσταλμένοι του βασιλιά Σωστατωρος έφτασαν στην Αίγυπτο, κατά το δέκατο έτος της βασιλείας του Αμενχοτέπ, με προσφορές και χαιρετισμούς για τον Φαραώ.

Μέσω μιας συνθήκης (που δε βρέθηκε ποτέ), ο Αρταταμα, διάδοχος του Σωστατωρος, αναγνώριζε τα δικαιώματά των Αιγυπτίων στο Βασίλειο των Αμοριτων, στην κοιλάδα του ποταμού Ελευθέρου και στην πόλη του Καντες. Ο Αμένοφις, γιος του Αμενχοτέπ Β, για να αντισταθμίσει αυτές τις παραχωρήσεις, απαρνήθηκε για πάντα τα εδάφη των Μιταννιων, τα οποία κάποτε βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Αιγυπτίων. Με την έλευση της 19ης δυναστείας, η Αίγυπτος αντέδρασε στην απειλή των Χετταίων και ο Φαραώ Σεθος Α κατάφερε να σημειώσει ορισμένες επιτυχίες. Ο Ραμσής γιος του Σεθου Α, αποφάσισε να ακολουθήσει την ίδια οδό.

Κατά τη διάρκεια του τέταρτου έτους της βασιλείας του (γύρω στο 1275 π.Χ). επιχείρησε να κατακτήσει εκ νέου εκείνες τις περιοχές τις οποίες είχε υποτάξει στο παρελθόν ο ένδοξος πρόγονος του, Τούθμωσης Γ. Οι διάφορες συγκρούσεις μετατράπηκαν γρήγορα σε πραγματικό πόλεμο. Το φρούριο του Καντες ήταν το σύμβολο της ισχύος των Χετταίων στην Εγγύς Ανατολή και, παρά τη φήμη του ως απόρθητου, ήταν ο τελικός στόχος της εκστρατείας των Αιγυπτίων. Ο αιγυπτιακός στρατός ήταν παραδοσιακά οργανωμένος σε μεγάλα σώματα, που οργανώνονταν σε τοπικό επίπεδο. Το κάθε σώμα αποτελούνταν από 5000 στρατιώτες, οι οποίοι χωρίζονταν σε 4000 πεζούς και 1000 ηνιόχους που οδηγούσαν τα 500 άρματα τα οποία διέθετε η κάθε μεραρχία. Ο Ραμσής Β, γνωρίζοντας τη δύναμή του χετιτικού στρατού, διεύρυνε και αναδιοργάνωσε τον στρατό των Αιγυπτίων. Κάθε μεραρχία είχε ως έμβλημα τη μορφή του Θεού ο οποίος προστάτευε την πόλη όπου ανήκε η μεραρχία.

Ανάγλυφο του Ραμσή στην Μάχη του Καντές

Ο Ραμσης, ξεκινώντας από των πρωτεύουσα του, την Πι-Ραμσης (ανατολικά του δέλτα του Νείλου), διέσχισε τα εδάφη της Χαναάν, της Τυρού και της Βυβλου. εισχώρησε στα εδάφη της Αιμόρροιας και συγκρούστηκε με τον Μπεντεσιαν, σύμμαχο των Χετταίων, ο οποίος παραδόθηκε στους Αιγυπτίους χωρίς να αντισταθεί. Ο Ραμσης επέστρεψε στην Αίγυπτο, στην πρωτεύουσα του, και κατά τη διάρκεια του χειμώνα οργάνωσε ένα μεγάλο επιθετικό στράτευμα, που αποτελούνταν από τις μεραρχίες του Σηθ, του Αμμωνος, του Ρα και του Φθα, καθεμιά από τις οποίες διέθετε 1900 Αιγυπτίους στρατιώτες και 2100 μισθοφόρους, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν και οι Σαρδανες (Shardana), που ενσωματωθήκαν στον στρατό μετά την επιδρομή τους ενάντιων της Αιγύπτου και αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του Ραμση. Το σύνολο των πολεμικών αρμάτων ήταν 2500. Οι μισθοφορικές δυνάμεις που συνιστούσαν κάθε μεραρχία ήταν 1600 Βεδουίνοι της δυτικής ερήμου, 880 Νουβιοι τοξότες, 100 Λίβυοι και 520 Σαρδανες. Η αποστολή, η οποία αναχώρησε τον Μάιο του 1274 π.Χ, έφτασε, μέσω των εδαφών της Χαναάν, στη Γαλιλαία και στη συνεχεία διείσδυσε έως το Καντες, στη σημερινή Συρία.

Σύμφωνα πάντοτε με τις διηγήσεις των Αιγυπτίων, ο Μουβαταλλις κατάφερε να δημιουργήσει τον μεγαλύτερο συνασπισμό που είχε υπάρξει έως τότε: υπολογίζεται ότι συγκέντρωσε περίπου 40000 ένοπλους άνδρες και 3700 πολεμικά άρματα στα οποία γίνεται αναφορά με τρόμο ακόμα και στη Βίβλο που προερχόταν από 17 επαρχίες και συμμαχικά βασίλεια. 

Το Έπος του Καντές  

Σύμφωνα με έναν αιγυπτιακό θρύλο, που αποτυπώθηκε στο ποίημα του γραφέα Πενταουρ και σε μια συλλογή πολεμικών αναμνήσεων, δυο Βεδουίνοι αφού διέσχισαν τα δάση ισχυρίστηκαν οτι ο Μουβαταλλις Β, που φοβόταν τον Ραμση, βρισκόταν ακόμα μακριά, κοντά στο Χαλέπι, στα βόρεια σύνορα της Αυτοκρατορίας των Χετταίων.

Ο Ραμσης πίστεψε την διήγηση των Βεδουίνων και, συνοδευόμενος μόνο από τη μεραρχία του Αμμωνος, εγκατέστησε το στρατόπεδο του στη δυτική όχθη του ποταμού Οροντη, κοντά στο φρούριο του Καντες, χωρίς να περιμένει τις ενισχύσεις των τριών άλλων μεραρχιών, που απείχαν πολλές ώρες δρόμο Ύστερα από ανάκριση, οι Βεδουίνοι ομολόγησαν ότι στην πραγματικότητα η στρατιά των Χετταίων βρισκόταν ακριβώς πίσω από το φρούριο, στην ανατολική όχθη του Οροντη. Ο Φαραώ συγκέντρωσε αμέσως τους πολεμικούς συμβούλους του και έστειλε αγγελιοφόρους με την διαταγή να επισπευσθεί η πορεία των στρατευμάτων που είχαν μείνει πίσω αλλά ξαφνικά οι Χετταίοι διέσχισαν τον ποταμό και επιτέθηκαν στη μεραρχία Ρα, η οποία προσπαθούσε να φτάσει στο στρατόπεδο του φαραώ.

 Αφού τη διέλυσαν, κατευθυνθήκαν προς το στρατόπεδο του Ραμση, ενώ η μεραρχία Φθα ήταν ακόμη πίσω και ετοιμαζόταν να διασχίσει την πεδιάδα του Οροντη. Την ίδια στιγμή η μεραρχία του Σηθ βρισκόταν μακριά, στο δάσος. Η μεραρχία του Αμμωνος αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει μόνη της τα 2500 άρματα και τους χιλιάδες στρατιώτες των Χετταίων. Παρά την απεγνωσμένη αντίσταση των Αιγυπτίων, ο στρατός των Χετταίων κατάφερε να εισχωρήσει στο αντίπαλο στρατόπεδο. Ο Ραμσης τότε ετοίμασε το άρμα του και έβαλε τα καλύτερα άλογα του να το σύρουν. Ο Ραμσης, ο οποίος απομονώθηκε σύντομα στο κέντρο της μάχης, απευθύνθηκε στον θεό Αμμωνα, τον πατέρα του, ζητώντας την βοήθεια του, με αντάλλαγμα την ίδρυση ναών και πραγματοποίηση θυσιών προς τιμην του.

Σύμφωνα με τον θρύλο του ποιήματος, ο Ραμσης ρίχτηκε στην μάχη και φόνευσε, χάρη στη θεικη δύναμη του Σηθ, χιλιάδες Χετταίους. Στη συνέχεια, έφτασαν οι στρατιώτες της μεραρχίας του Φθα, οι οποίοι, μαζί με τους εναπομείναντες στρατιώτες της μεραρχίας Ρα, αντιμετώπισαν ενωμένοι τους εχθρούς, σημειώνοντας μεγάλη νίκη. Την επομένη μέρα, ο Μουβαταλλις ζήτησε ανακωχή, παρακαλώντας τον Ραμση να δείξει μεγαλοψυχία.

Ο Ραμσής επέστρεψε στην Αίγυπτο ως ο νικητής της μάχης. Η αλήθεια όμως είναι ότι κανένας από τους δύο ηγεμόνες, τον Αιγύπτιο και τον Χετταίο, δεν είχε κανένα ουσιαστικό όφελος μετά τη μάχη. Κανένας από τους δύο δεν παρέταξε στο σύνολό του το στρατό που είχε μαζί του και οι Χετταίοι δεν χρησιμοποίησαν το πλεονέκτημα ότι κατείχαν σιδερένια όπλα έναντι των ορειχάλκινων των Αιγυπτίων. Μόνο ο Ραμσής διέδωσε ότι ήταν νικητής της μάχης.

Η Συνθήκη του Καντες που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.

Ο Ραμσης, αφού έκανε ανακωχή με τον Μουβαταλλι και επέστρεψε στην Αίγυπτο χωρίς να προσπαθήσει να κρατήσει το Καντες, έβαλε να χαράξουν στα τείχη διάφορων ναών (όπως σε εκείνο στο Αμπου Σιμπελ) τα ανάγλυφα που ακόμη και σήμερα διηγούνται την μεγάλη νίκη του. Τελικά συνθηκολόγησε συνθήκη ειρήνης, της οποίας βρέθηκαν αντίγραφα στις Θήβες και στη Χαττουσα, που περιλάμβανε διάφορες ρήτρες οι οποίες υποδηλώνουν πραγματική συμμαχία στα δυο βασίλεια. Το έγγραφο που επισημοποίησε την ανακωχή ανάμεσα στην Αίγυπτο και το Βασίλειο των Χετταίων, το οποίο είναι γνωστό ως Συνθήκη του Καντες, είναι το πρώτο κείμενο συνθήκης ειρήνης στην ιστορία. 

Το κείμενο αυτό αναπαράχθηκε σε πολυάριθμα αντίγραφα, πάνω σε φύλλα αρφυρου και στην επίσημη γλώσσα της διπλωματίας της εποχής, τη χαλδαικη-βαβυλωνιακη. Διάφορα δείγματα βρέθηκαν στη Χαττουσα, την πρωτεύουσα των Χετταίων, ενώ ορισμένα ανακαλύφθηκαν στην Αίγυπτο. Άλλα αντίγραφα του κείμενου αυτού, τα οποία όμως γράφτηκαν επάνω σε ευτελέστερα υλικά, έφτασαν έως εμάς, όπως το σύνολο των πινάκων από αργίλιο που φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι περιέχουν την χεττιτική έκδοση της συνθήκης.

Η Μάχη της Έμεσας (1281): Οι Μαμελούκοι της Αιγύπτου ανακόπτουν την καταστροφική πορεία των Μογγόλων.

H "πρώτη μογγολική εισβολή στη Συρία αναχαιτίστηκε στο Αΐν-Τζαλούτ, όπου οι Μαμελούκοι, υπό τη διοίκηση του Κουτούζ και του Μπαϊμπάρς, νίκησαν και φόνευσαν τον...

Το Έπος του 40’: Η Ελληνική αντεπίθεση και η κατάληψη της Βορείου Ηπείρου

Η Ελληνική αντεπίθεση. Μετά την αποτυχημένη Ιταλική επίθεση στον τομέα της Ηπείρου οι ελληνικές δυνάμεις οδήγησαν τον εχθρο πίσω στις αρχικές του θέσεις και...