Ο Μακεδονικός Αγώνας 1904-1908 

Η Μακεδονία στις αρχές του 20ού αιώνα

 Οικονομία και κοινωνία

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Μακεδονία βρισκόταν σε πορεία μετάβασης από την παράδοση στον εκσυγχρονισμό. Με μέσα πρωτόγονα και τιμές μη ανταγωνιστικές στη διεθνή αγορά, η παραγωγή των δημητριακών βρισκόταν σε συνεχή ύφεση. Ο αγροτικός κόσμος στρεφόταν ολοένα και περισσότερο στην καλλιέργεια του καπνού, εκμεταλλευόμενος τις υψηλές τιμές που προσέφεραν αμερικανικές εταιρείας. Η κλωστοϋφαντουργία γνώριζε κατά τόπους σημαντική ανάπτυξη, ακολουθούμενη από μερικές –λίγες ακόμη- βιομηχανικές μονάδες παραγωγής τροφίμων. Το δίκτυο των σιδηροδρόμων είχε μόλις ολοκληρωθεί και είχε καταστροφικές συνέπειες στο αντίστοιχο των εμποροπανηγύρεων. Οι πόλεις μεγάλωναν και τα καταστήματα πολλαπλασιάζονταν. Οι πιστωτικές ευκαιρίες έκαναν τους γεωργούς επιρρεπείς στην κατανάλωση ετοίμων προϊόντων και το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου μεγάλωνε. Το εμβάσματα των μεταναστών, που αναχωρούσαν σε αυξανόμενους αριθμούς, κάλυπταν μόνον ένα μέρος του.

Τα Βαλκάνια στην αρχή του 20ου αιώνα.

Ένα άλλο μέρος του ισοζυγίου κάλυπταν τα χρήματα που διοχέτευαν οι εθνικές προπαγάνδες. Ο αγώνας για την κατάκτηση των φρονημάτων των σλαβόφωνων και βλαχόφωνων πληθυσμών της Μακεδονίας εξελισσόταν σε δράμα ειδικά των πρώτων, που αποτελούσαν τον σημαντικότερο πληθυσμιακό όγκο μετά τους Μουσουλμάνους. Σχεδόν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, εκπαιδευτικοί και κληρικοί, με πίστη στην αποστολή τους, προσπάθησαν να συγκροτήσουν συμπαγή εθνικά στρατόπεδα, εκμεταλλευόμενοι τις ποικίλες κοινωνικές, οικονομικές και μικροπολιτικές διαφορές που χώριζαν τους χριστιανούς υπηκόους της Πύλης.

Όμως οι γλωσσικές ζώνες δεν αντιστοιχούσαν ούτε με εθνοτικά ούτε με εθνικά στρατόπεδα και δενμπορούσαν να μετατραπούν σε τέτοια βάσει σχεδίου. Επιπλέον οι ζώνες διακόπτονταν από αστικές και ημιαστικές νησίδες ή από ορεινούς όγκους, όπου οι συνθήκες και οι πληθυσμιακές ισορροπίες ήταν εντελώς διαφορετικές.

Το γλωσσικό κριτήριο δημιουργούσε σύγχυση. Δεν μπορούσε ούτε να αγνοηθεί ούτε να ληφθεί τοις μετρητοίς, εν όψει μάλιστα της αυξανόμενης διγλωσσίας που παρήγε η εκπαίδευση. Η θρησκεία ήταν σίγουρα ασφαλέστερο κριτήριο. Η δημιουργία μιας εξαρχικής πλειοψηφίας κατά τόπους θα άνοιγε το δρόμο για τον πολλαπλασιασμό των βουλγαρικών μητροπόλεων στη Μακεδονία. Αλλά ο προσηλυτισμός στη νεόκοπη και μάλιστα σχισματική (από το 1872) βουλγαρική εξαρχική εκκλησία δεν ήταν τόσο εύκολη υπόθεση.

Τα κομιτάτα

Οι Βουλγαρικές διεκδικήσεις στην Μακεδονία.

Το ρόλο αυτό ανέλαβαν τα κομιτάτα. Ήταν οι επιτροπές των βουλγαρομακεδόνων προσφύγων και μεταναστών που συγκροτήθηκαν με σκοπό να εξωθήσουν τη Σόφια σε δυναμικότερη πολιτική στο Μακεδονικό. Η Εσωτερική Μακεδονο-Αδριανουπολιτική Οργάνωση (ΕMEO) και το Ανώτατο Κομιτάτο, ιδρυμένα στη Θεσσαλονίκη και τη Σόφια το 1893 και το 1895 αντίστοιχα, περιλάμβαναν στους κόλπους τους επίλεκτα και δραστήρια στελέχη του στρατού και της πνευματικής ζωής, με ευρύτατα δίκτυα επαφών στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία. Αντίστοιχες επιτροπές λειτουργούσαν στο Βελιγράδι και το Βουκουρέστι με ανάλογους στόχους. Όμως ήταν τα βουλγαρικά κομιτάτα που ξεκίνησαν πρώτα τη συστηματική ένοπλη δραστηριότητα. Στον απόηχο του 1897 είχαν όλο τον απαραίτητο χρόνο για να ισχυροποιήσουν τα ερείσματά τους, ασκώντας πολιτική λελογισμένης βίας σε βάρος όλων των παραδοσιακών υποστηρικτών της ελληνικής παράταξης.

 Η εξέγερση του Ίλιντεν

Το Μάιο του 1903 η Θεσσαλονίκη συγκλονίστηκε από σειρά βομβιστικών επιθέσεων εναντίον ευρωπαϊκών στόχων. Επρόκειτο για τους «Γκεμιτζήδες», ομάδα νεαρών αναρχοσοσιαλιστών, χαλαρά συνδεδεμένων με τα βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα, που όμως κατάφεραν να τραβήξουν τη διεθνή προσοχή στη Μακεδονία. Λίγες εβδομάδες αργότερα, την ημέρα του Προφήτη Ηλία, εκδηλώθηκε ευρύτατης κλίμακας εξέγερση, που κάλυψε μεγάλο μέρος των μακεδονικών επαρχιών. Το αίτημα της μακεδονικής αυτονομίας, του αναδασμού και της παραγραφής των χρεών δεν μπορούσε να συγκαλύψει τη βουλγαρική ανάμιξη. Τα τουρκικά αντίποινα έπεσαν επί δικαίους και αδίκους, διαφημίζοντας το κίνημα παγκοσμίως και κινητοποιώντας έτσι, όπως αναμενόταν, την ευρωπαϊκή πολιτική. Η οργή του πληθυσμού για την κακοδιοίκηση και τις καταστροφές έπρεπε να κατευναστεί, ώστε η Βουλγαρία να στερηθεί οριστικά τους λόγους ανάμιξής της στα Μακεδονικά. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία πάντως δεν έπρεπε να καταρρεύσει πρόωρα.

Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας μετά το 1897

 Οι Μεγάλες Δυνάμεις

Πράγματι, το Μακεδονικό Ζήτημα δεν ήταν παρά ένα μέρος του Ανατολικού Ζητήματος, δηλαδή της διανομής της οθωμανικής κληρονομιάς. Μετά τις αναστατώσεις της περιόδου 1896-97 καμία Δύναμη δεν επιθυμούσε την αναζωπύρωση πολεμικών εστιών στην Εγγύς Ανατολή ή στα Βαλκάνια, Η Θετική έκβαση του Κρητικού Ζητήματος και η μερική ανάσχεση των γερμανικών πιέσεων κατά τη συνθηκολόγηση του 1897 ήταν το μέγιστο που η Αθήνα μπορούσε να περιμένει από τη Βρετανία και τη Ρωσία. Η πρώτη αδυνατούσε να αποκηρύξει τα στρατηγικά συμφέροντά της στην Τουρκία. Η δεύτερη είχε κάθε λόγο να ζητήσει εξισορρόπηση υπέρ της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό και η Γαλλία ήταν ήδη σύμμαχός της. Στα Βαλκάνια ο μόνος αντίπαλος της Ρωσίας ήταν η Αυστροουγγαρία, που ασκούσε ήδη ισχυρή επιρροή τόσο στη Σερβία όσο και στη Ρουμανία. Όμως, αν η Βιέννη επρόκειτο να εμπλακεί σε νοτιότερες επιχειρήσεις, θα το έκανε μόνο για να αποκομίσει ίδια οφέλη ή για να υποστηρίξει το Βερολίνο, που επίσης δραστηριοποιούνταν στην Ανατολή. Στο Μακεδονικό η Ελλάδα ήταν εντελώς μόνη της.

Σχέδια συμμαχιών

Η αλήθεια ήταν πως, μετά την καταστροφή της, η Ελλάδα είχε ελάχιστα να προσφέρει στις Δυνάμεις από μόνη της. Η συνεννόηση ακόμη και με τη Σερβία αποδείχτηκε αδύνατη. Η Γερμανία προσπάθησε τότε (1899 κ.ε.) να προσηλυτίσει την Αθήνα στην ιδέα ενός αντισλαβικού άξονα Ελλάδας, Ρουμανίας και Τουρκίας, σε βάρος της επιχειρούμενης από τη Ρωσία σερβοβουλγαρικής προσέγγισης. Θεωρητικά το σχέδιο δεν ήταν ανεφάρμοστο. Όμως, παρά τη βασιλική συνάντηση στις δαλματικές ακτές (1900), οι καρποί της ελληνορουμανικής προσέγγισης ήταν ισχνοί σε σύγκριση με τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Αθήνα έβλεπε πως βραυπρόθεσμα ήταν προτιμότερη η αστυνόμευση της Μακεδονίας από την Πύλη. Στο μεταξύ Ρωσία και Αυστρία ανέλαβαν (1902) να εισηγηθούν προτάσεις για τη βελτίωση της κατάσταση στη Μακεδονία. Τα σχέδιά τους προέβλεπαν εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση, τη φορολόγηση και την αστυνόμευση από ευρωπαίους οργανωτές. Οι υπόλοιπες Δυνάμεις προσυπέγραψαν το σχέδιο και η Ελλάδα είχε κάθε λόγο να αισιοδοξεί. Το κίνημα του Ίλιντεν, όμως, ανέτρεψε τα δεδομένα και τον εφησυχασμό.

Με νωπά τα γεγονότα της βουλγαρομακεδονικής εξέγερσης, τον Οκτώβριο του 1903, οι Δυνάμεις συμφώνησαν στο Mürzsteg της αυστριακής Στυρίας την αυστηρή εφαρμογή παλαιών και νέων μεταρρυθμιστικών μέτρων. Γινόταν επίσης σαφής αναφορά στη μελλοντική διευθέτηση των διοικητικών ορίων των οθωμανικών επαρχιών, ώστε να ρυθμιστεί η κατανομή των εθνοτήτων στη Μακεδονία. Ενώ η Πύλη δέχτηκε το σχέδιο με ανακούφιση, η Αθήνα δεν μπορούσε να μην δει ότι η διευθέτηση αυτή θα άνοιγε νέο μέτωπο συγκρούσεων. Μια λύση στο πρότυπο της Κρήτης δεν ήταν επιθυμητή, αφού ήταν εντελώς απίθανο η Σόφια να τιθασεύσει τα κομιτάτα. Πόσω μάλλον που οι Βρετανοί άρχισαν να υποστηρίζουν (Φεβρ. 1904), σε αντίθεση προς τις άλλες Δυνάμεις, την αυτονομία της Μακεδονίας ως οριστική λύση, για να εξουδετερώσουν την επιρροή Αυστριακών και Ρώσων. Το ζήτημα της αποστολής ελληνικών ενόπλων σωμάτων, που είχε ήδη τεθεί από το 1902, επανήλθε. Ήταν όμως εκ προοιμίου δεδομένο πως η Αθήνα δεν θα μπορούσε να περιμένει υποστήριξη από καμία Δύναμη. Όλοι επιθυμούσαν να καρποφορήσει η μεταρρύθμιση κι ήταν επόμενο ότι η ελληνική δράση για την εξουδετέρωση των βουλγαρικών ερεισμάτων θα προκαλούσε αντίδραση.

Η διπλωματία του Μακεδονικού Αγώνα

Η περίοδος της ελληνικής εμπλοκής συνέπεσε με ισχυρούς κλονισμούς του διεθνούς συστήματος. Γάλλοι και Βρετανοί συνέπηξαν (1904) την «Εγκάρδια Συνεννόηση», ενώ η Ρωσία ενεπλάκη σε καταστροφικό πόλεμο με την Ιαπωνία (1900). Ακολούθησε η κρίση του Μαρόκου, λόγω της γερμανικής αντίδρασης στη γαλλική διείσδυση στην περιοχή αυτή. Η «Εγκάρδια Συνεννόηση» πέρασε επιτυχώς την πρώτη δοκιμασία. Η δεύτερη σύνοδος της Χάγης (1907) για τους όρους διεξαγωγής πολέμου και η γερμανική απόρριψη του προτεινόμενου αφοπλισμού αύξησαν τη γενική καχυποψία. Μέσα σε όλα αυτά, η ελληνική ένοπλη παρουσία στη Μακεδονία ήταν καταστροφική. Η Πύλη αναγκαζόταν να διατηρεί πολυάριθμα στρατεύματα υπό τα όπλα όπως και η Βουλγαρία. Οι οικονομικές συνέπειες ήταν δυσβάσταχτες για τους

μεταρρυθμιστές και τους μεταρρυθμιζόμενους. Οι ελληνικές κυβερνήσεις –κυρίως αλλά όχι μόνο- έγιναν το 1906 και το 1907 αποδέκτες πολλαπλών συμβουλών, πιέσεων και διαμαρτυριών, κυρίως βρετανικών, για να αποσύρουν τους αξιωματικούς από τη Μακεδονία και να εμποδίσουν τη διέλευση κρητών εθελοντών. Δεν ήταν πάντοτε εύκολο να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις, μολονότι οι διωγμοί των Ελλήνων στην Ανατολική Ρωμυλία (1906) δεν ήταν αμελητέα βουλγαρική πρόκληση. Το 1907 ο Γεώργιος Θεοτόκης πρότεινε χωριστά στη Γαλλία και τη Βρετανία την ελληνική συμμαχία. Η Βρετανοί την απέρριψαν απερίφραστα, ενώ οι Γάλλοι εξέφρασαν ενδιαφέρον για την αναδιοργάνωση του ελληνικού ναυτικού. Στο μεταξύ το Λονδίνο προχώρησε ανοιχτά στην προώθηση της μακεδονικής αυτονομίας. Αυτή η λύση, βέβαια, δεν ήταν επιθυμητή ούτε από την Αθήνα ούτε από την Κωνσταντινούπολη. Καμιά τους δεν επιθυμούσε τη δημιουργία μιας νέας Ανατολικής Ρωμυλίας. 

Η εσωτερική πολιτική σκηνή την περίοδο 1902-1909

 Η Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα

Τα εξωτερικά ζητήματα και το συναφές της αναδιοργάνωσης του στρατού δεν ήταν τα μόνα που αντιμετώπιζε το ελληνικό κράτος. Το 1902-1903 το σταφιδικό ζήτημα επιδεινώθηκε, λόγω της περαιτέρω πτώσης των διεθνών τιμών ενός προϊόντος που αποτελούσε την κύρια εξαγωγή της χώρας και τη βασικότερη καλλιέργεια στην Πελοπόννησο. Το ζήτημα εκτονώθηκε τα επόμενα χρόνια, περισσότερο λόγω της μαζικής μετανάστευσης παρά των κυβερνητικών μέτρων.

Όμως, αντίθετα, το «Θεσσαλικό» επιδεινωνόταν: Λόγω της πολιτικής ισχύος των γαιοκτημόνων, οι κυβερνήσεις αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν τα σημαντικά κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα που δημιουργούσε στις τεράστιες καλλιέργειες της περιοχής αυτής το νομικό και φορολογικό καθεστώς. Ως διάλειμμα μόνον, μέσα στον κυκεώνα των εσωτερικών και των εξωτερικών προβλημάτων, μπορεί να χαρακτηριστεί η Μεσολυμπιάδα του Απριλίου 1906. Η επιτυχία της όσον αφορά τη συμμετοχή αθλητών ξεπέρασε κάθε προσδοκία, αλλά η ουσία ήταν συμβολική. Η Ελλάδα είχε μια θέση στη διεθνή κοινότητα κι οι Έλληνες ήταν ικανοί για νίκες, οι πολιτικοί της όμως απαξιώνονταν.

«Αντιπολίτευση»

Τέσσερις ήταν οι πρώτου μεγέθους αστέρες της ελληνικής πολιτικής σκηνής κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Ο Δημήτριος Ράλλης (1844-1921), γνωστός ως «Αττικάρχης», παλαιό στέλεχος του Τρικούπη, διετέλεσε τέσσερις φορές πρωθυπουργός την περίοδο 1897-1909, αρχηγός του «Τρίτου Κόμματος», με συνολική όμως διάρκεια παραμονής στην εξουσία λίγο περισσότερο από ένα χρόνο. Αντίπαλος του Τρικούπη ο Πελοποννήσιος Θεόδωρος Δηλιγιάννης (1826-1905), αρχηγός του κόμματος που έμεινε γνωστό ως «κορδόνι», ήταν κυρίως πολιτικός του 19ου αιώνα. Στον 20ό ανέλαβε δύο φορές πρωθυπουργός, για επτά μήνες το 1902 και για 14 μήνες το 1903-1905.

Απήλαυσε μεγάλης δημοτικότητας, αλλά οι τεράστιες ευθύνες του για τις εξωτερικές αποτυχίες (1885 και 1897), οι παλινωδίες του στα δημοσιονομικά και στη διοίκηση όπως και η κομματική του τακτική του στέρησαν δικαιολογημένα την αναγνώριση της Ιστορίας, Δολοφονήθηκε στην είσοδο της Βουλής από ιδιοκτήτη χαρτοπαικτικής λέσχης, μετά την απαγόρευση λειτουργίας τέτοιων καταστημάτων. Δηλιγιαννικός υπουργός ήταν ο Αλέξανδρος Ζαΐμης (1855-1936), πρωθυπουργός για ενάμισι χρόνο μετά την καταστροφή του 1897 και για ένα χρόνο το 1901-2, που ωστόσο δεν συνέπηξε κόμμα. Ο Στέφανος Δραγούμης (1842-1923), πρώην τρικουπικός υπουργός, παρέμεινε όλη την περίοδο ανεξάρτητος βουλευτής. Το 1906-1908, με το κύρος της μακεδονικής του δράσης, ηγήθηκε της άτυπης ανανεωτικής ομάδας των «Ιαπώνων».

Γεώργιος Θεοτόκης

Ο Γεώργιος Ν. Α. Θεοτόκης

Με αντιπάλους τον Ράλλη και τον Δηλιγιάννη, γνωστούς για τις παλινδρομήσεις, τις αποτελεσματικές τακτικές παρενόχλησης του κοινοβουλευτικού έργου και την πατριδοκαπηλεία, ο Κερκυραίος Γεώργιος Θεοτόκης (1844-1916) αναδείχθηκε αναμφίβολα στον σημαντικότερο πρωθυπουργό της περιόδου. Διάδοχος του Τρικούπη, πρωταγωνιστής της στρατιωτικής αναδιοργάνωσης και της καταπολέμησης του «Σταφιδικού» κατά την πρώτη του πρωθυπουργία (1899-1900), πήρε την ηγεσία την περίοδο Δεκ. 1903-Δεκ. 1904, όταν ξεκίνησε ο Μακεδονικός Αγώνας, και ξανά από τον Δεκ. του 19ος έως τον Ιούλιο του 1909. Οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο εκείνη για τη στρατιωτική υποδομή αποτέλεσαν σημαντικό βήμα για τις νίκες των Βαλκανικών Πολέμων. Ο Θεοτόκης διέθετε σημαντικές διπλωματικές και πολιτικές ικανότητες. Όμως, λόγω της διαλλακτικότητάς του και της ηπιότητας του χαρακτήρα του, αδυνατούσε να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ήταν σίγουρα ο κατάλληλος πρωθυπουργός για ένα βασιλιά όπως Ο Γεώργιος Α’, Δικαιολογημένα ο εγγονός του πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης τον αποκάλεσε «πολιτικό του μέτρου»

Το Μακεδονικό Κομιτάτο

Οι Μακεδόνες των Αθηνών

Σφραγίδα του Ελληνομακεδονικού Κομιτάτου με παράσταση του Μέγα Αλέξανδρου και του Βασίλειου Βουλγαροκτόνου.

Σε αντίθεση με το κρητικό λόμπυ των Αθηνών, το μακεδονικό δεν είχε ισχυρά ερείσματα στην πολιτική. Το αποτελούσαν κυρίως εργάτες, μερικοί εκπαιδευτικοί και φοιτητές και ελάχιστοι στρατιωτικοί. Μολονότι σύλλογοι Μακεδόνων υπήρχαν, το μέγα εκπαιδευτικό έργο στη Μακεδονία τελούσε κυρίως υπό την εποπτεία του «Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» των Αθηνών, του «Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως» και της «Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας» επίσης στην οθωμανική πρωτεύουσα.

Η ανάδειξη του ζητήματος στην Αθήνα είχε σχέση με την εξέλιξη του Ανατολικού Ζητήματος. Ο Στέφανος Δραγούμης, γαλλοσπουδαγμένος δικηγόρος και ήδη υπουργός του Τρικούπη, με απώτερη καταγωγή από το Βογατσικό της Καστοριάς, αναμεμιγμένος στα επαναστατικά κινήματα του 1878 στη Μακεδονία, ήταν ο σχεδόν φυσικός αρχηγός όλων των μακεδονικών κύκλων. Από το 1881, μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, η Μακεδονία ήταν πλέον γειτονική επαρχία και οι εξελίξεις εκεί ραγδαίες.

Η απόφαση της ένοπλης εμπλοκής

Προτάσεις για ανάληψη ένοπλης δράσης σε βάρος των Βουλγάρων χρονολογούνται τουλάχιστον από το 1900. Αφορούσαν όμως οι προτάσεις αυτές, όπως και οι πιστώσεις που χορηγήθηκαν, τη δημιουργία εντοπίων πολιτοφυλακών. Η απόφαση για την αποστολή ανδρών, αξιωματικών και σωμάτων λήφθηκε το 1903, πριν και μετά την εξέγερση του Ίλιντεν, από τις κυβερνήσεις Θεοτόκη και Ράλλη. Σε κάθε περίπτωση, ασχέτως του σημαντικού ρόλου που έπαιξαν οι ιδιώτες -κυρίως τα στελέχη της διαλυμένης πλέον Εθνικής Εταιρείας- ήταν μια κυβερνητική απόφαση. Ενθαρρύνθηκε από τους διπλωμάτες των προξενείων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου αλλά και από τον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη.

Το «Μακεδονικόν Κομιτάτον» και το «Εμπρός»

Στα τέλη Μαΐου 1904 παλαιοί εταίροι της «Εθνικής Εταιρείας» ίδρυσαν το «Μακεδονικόν Κομιτάτον» με πρόεδρο τον ιδιοκτήτη της ανερχόμενης εφημερίδας Εμπρός, τον Δημήτριο Καλαποθάκη, πρώην διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Τρικούπη. Πλαισιώθηκε από τον Γιώργο Μπαλτατζή, νεοεκλεγέντα τότε βουλευτή, τον Ιωάννη Ράλλη γιο του Δημητρίου, τον βουλευτή και πρώην υπουργό Αλέξανδρο Ρώμα, γαμπρό του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, τον Περικλή Αργυρόπουλο και τον βουλευτη Βόλου Αντώνιο Καρτάλη. Κανένας τους δεν ήταν Μακεδόνας.

Από το ιδρυτικό κείμενο του καταστατικού φαίνεται ότι το Κομιτάτο ανέλαβε ευρύτατες αρμοδιότητες, που επεκτείνονταν στους τομείς της στρατολογίας και της προπαρασκευής σωμάτων. Μολονότι η ελληνική κυβέρνηση κάλυπτε τα έξοδά του και όριζε τα μισά μέλη του Δ.Σ., το Κομιτάτο προβλήθηκε σκοπίμως ως ιδιωτική πρωτοβουλία και ο Καλαποθάκης ως ο αρχηγός. Φυσικά, το Εμπρός αξιοποίησε τις «εσωτερικές πληροφορίες» για τη δράση των σωμάτων προς ενημέρωση και παραδειγματισμό του αθηναϊκού κοινού αλλά και προς όφελος της κυκλοφορίας του.

 «Σώσωμεν την Μακεδονίαν»

Γύρω από τον Καλαποθάκη, το Κομιτάτο, τον Δραγούμη και το σύλλογο «Ελληνισμός» του καθηγητή Νεοκλή Καζάζη σχηματίστηκε ένας ευρύς κύκλος σημαντικών Αθηναίων ανδρών και γυναικών, που έσπευσαν να προσφέρουν ηθική και υλική υποστήριξη. Η Μακεδονία και οι περιπέτειές της ήταν ένα θέμα ανερχόμενο ήδη από το 1885. Ο χώρος προβλήθηκε -και ήταν- ως το τελευταίο όριο αξιοπρέπειας του ελληνισμού, ο ύστατος διάδρομος για την Πόλη. Δεν έπρεπε να χαθεί. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να δεχτεί κι άλλη ταπείνωση μάλιστα από τη Βουλγαρία. Οι ευθύνες που καταλογίζονταν στο πολιτικό σύστημα και στο θρόνο ήταν τεράστιες και απαιτούσαν ανάληψη δράσης. Μέσα από τον Τύπο, τη λογοτεχνία και το θέατρο, το ζήτημα απέκτησε τεράστιο συμβολισμό και δημοτικότητα.

 

Ο Μακεδονικός Αγώνας

Παύλος Μελάς

Κανείς άλλος δεν συνέβαλε στην υπόθεση της Μακεδονίας και στη δημοσιοποίηση του αγώνα για αυτήν όσο ο Ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς. Γιος του πρώην Δημάρχου Αθηναίων Μιχαήλ Μελά, γαμπρός του Στέφανου Δραγούμη, στέλεχος της Εθνικής Εταιρείας, άνδρας αθεράπευτα ρομαντικός, έθεσε τη Μακεδονία ως σκοπό της ζωής του και τη θυσία για την πατρίδα ως το αναγκαίο τίμημα που όφειλε να πληρώσει. Ο τυχαίος θάνατός του εν δράσει κοντά στην Καστοριά αποτέλεσε την αφετηρία του εθνικού ξεσηκωμού. Η Ελλάδα είχε έναν νέο ήρωα, εφάμιλλο των αγωνιστών του 1821.

Η πολιτική της βίας

Ο Μελάς πέθανε χωρίς να βάψει τα χέρια του με αίμα. Σίγουρα δεν ήταν ενδεδειγμένος για το είδος των επιχειρήσεων που αναπτύχθηκαν στη Μακεδονία τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Τα ελληνικά και τα βουλγαρικά σώματα σπάνια έδωσαν μονομαχίες. Σκοπός τους ήταν ο προσηλυτισμός ή η επαναφορά στις αντίστοιχες εκκλησίες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εξαρχία. Για την ευόδωση του χρησιμοποιούνταν διαδοχικά η νουθεσία και οι απειλές, αργότερα οι επιλεκτικές εκτελέσεις στελεχών και, τέλος, οι μεγάλες επιχειρήσεις εναντίον όσων χωριών αποτελούσαν στρατηγικές βάσεις των αντιπάλων. Η πυρπόλησή τους ήταν παραδειγματική τιμωρία.

Οι επιχειρήσεις εξαπλώθηκαν σε όλη την έκταση της Μακεδονίας. Δεν έλειψαν οι ατυχείς εμπλοκές με τον τουρκικό στρατό, που κόστισαν στην Ελλάδα πολύτιμα στελέχη. Παράλληλα, τα σώματα προσπαθούσαν να κρατήσουν ανοιχτές οδούς επικοινωνίας με την ελληνική επικράτεια, να εξασφαλίσουν δίκτυα υποστήριξης και να προφυλάξουν τους οπαδούς τους από τον αντίπαλο. Ο στόχος αυτός θα ήταν ακατόρθωτος χωρίς την υποστήριξη των Μακεδόνων, πολεμιστών και αμάχων.

 Τα δίκτυα των εθελοντών

Κρήτες εθελοντές.

Οι εθελοντές πολεμιστές του Μακεδονικού Αγώνα προσήλθαν από κάθε μέρος του Ελληνισμού, όμως οι βασικές δεξαμενές στρατολόγησης ήταν τρεις. Η σημαντικότερη ήταν οι Κρητικοί. Ήταν η βασική δύναμη κρούσης του Αγώνα, άριστοι σκοπευτές και ακέραιοι χαρακτήρες, αν και ιδιόρρυθμοι. Η άλλη ομάδα ήταν οι κλέφτες, φυγόδικοι, λιποτάκτες και άλλοι παράνομοι της παραμεθορίου ζώνης.

Μολονότι ανεπιφύλακτα υιοθετήθηκαν ως σύμμαχοι, οι αρετές και η χρησιμότητά τους βρήκαν πολλούς επικριτές. Είναι δύσκολο να ταξινομήσει κανείς όλους τους υπόλοιπους Μακεδόνες ως μια κατηγορία: σλαβόφωνοι κλεφταρματολοί και ιδεολόγοι αστοί, ενθουσιώδεις μαθητές, διστακτικοί αγρότες και τολμηροί κτηνοτρόφοι συνέδεσαν άρρηκτα τη μοίρα τους με τον Αγώνα, ο καθένας για τους λόγους του. Η συμμετοχή τους προσέλαβε συμβολικές διαστάσεις, αφού για τους Μακεδόνες αυτό ήταν το δικό τους ’21, ο «τρίτος απελευθερωτικός αγώνας» των Ελλήνων.

Ο ρόλος του ελληνικού κράτους

Πράγματι, παρά τη σημασία που δόθηκε στη θυσία των εθελοντών, Μακεδονικός Αγώνας χωρίς την υποστήριξη του ελληνικού κράτους δεν θα είχε εκκινήσει ούτε θα είχε τελεσφορήσει. Ο στρατός διευκόλυνε τη διαρροή στελεχών: αξιωματικών φυσικά, νεαρών, ανθυπολοχαγών κυρίως, όχι των πλέον εμπείρων αλλά σίγουρα των πλέον ενθουσιωδών. Πρόσφερε επίσης υπαξιωματικούς, με μάχιμη εμπειρία στην καταδίωξη ληστών, σε τόσο σημαντικούς αριθμούς, ώστε να δημιουργείται πρόβλημα «παράλυσης» στο στράτευμα. Πρόσφερε στρατιώτες, τέλος, κληρωτούς, κυρίως ευζώνους.

Το δημόσιο συνεισέφερε, εκτός από τα κεφάλαια, τον οπλισμό και τα πυρομαχικά. Από την άλλη πλευρά, το Υπουργείο των Εξωτερικών, σε συνεργασία με στελέχη του στρατού, ήταν αυτό που επωμίστηκε το κύριο βάρος της οργάνωσης, της κατασκοπείας, της προπαγάνδας και της υποστήριξης των δικτύων. Ο Μακεδονικός Αγώνας σε καμία περίπτωση δεν ήταν ιδιωτικός πόλεμος.

Το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα

Το κίνημα των Νεοτούρκων είχε μία ακόμη σοβαρή επίπτωση στην Ελλάδα: Ενίσχυσε την άποψη πως μια εξωκοινοβουλευτική λύση μπορούσε να τελεσφορήσει, να επιφέρει σημαντικές πολιτικές μεταβολές και να τονώσει το χειμαζόμενο εθνικό φρόνημα ειδικά αν ήταν μια στρατιωτική λύση. Το γόητρο αλλά και το ηθικό του στρατού είχαν αναστηλωθεί μετά τις επιτυχείς επιχειρήσεις και τις θυσίες του στη Μακεδονία. Όμως η απομάκρυνση από το μέτωπο αυτό δεν ήταν και τόσο ένδοξη. Το 1908 η διάσταση ανάμεσα στο Μακεδονικό Κομιτάτο και στα προξενεία είχε επιταθεί.

Ο Συνταγματάρχης Παναγιώτης Δαγκλής προσπάθησε να ομογενοποιήσει τη διοίκηση, αλλά η «αντιπολίτευση» του Καλαποθάκη δεν ήταν η ευκολότερη υπόθεση. Έτσι εξηγείται καλύτερα η ελληνική ανακούφιση από την επιτυχία των Νεοτούρκων. Οι έλληνες αξιωματικοί διατάχθηκαν αμέσως να αποσυρθούν ώστε να μην εκθέσουν την κυβέρνηση, η οποία τόσα χρόνια αρνούνταν πεισματικά την η ύπαρξή τους εκεί.

Η επικράτηση των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων δεν επέφερε ως άμεσο κέρδος τη Μακεδονία επειδή μεσολάβησε το Νεοτουρκικό κίνημα του 1908, το οποίο μετά την επικράτησή του οδήγησε στην απώλεια πολλών κεκτημένων των μειονοτήτων, εμπόδισε όμως να χαθούν οι περιοχές που αποτέλεσαν αργότερα την ελληνική Μακεδονία. Η χαμένη αυτοπεποίθηση των Ελλήνων αξιωματικών από τον πόλεμο του 1897 ανακτήθηκε.

Ο ευρωπαϊκός τύπος, όπως η Γενική Εφημερίδα της Βιέννης (Wiener Allgemeine Zeitung), εγκωμίασε τους Μακεδόνες που κατάφεραν να περιφρουρήσουν τη Μακεδονία με τις δικές τους δυνάμεις, και μέσω των Ελληνομακεδονικών ενόπλων ομάδων, απελευθέρωσαν τα χωριά από τη βουλγαρική τυραννία των κομιτατζήδων.

Ο πόλεμος του Αλή Πασά εναντίον των Σουλιωτών. Από το Κούγκι εώς τον Ζάλογγο και την καταστροφή του Σουλίου.

Οι Σουλιώτες ήταν κοινότητα Ορθόδοξων Χριστιανικών γενών, που κατοικούσε στην ιστορική περιοχή του Σουλίου στην Ήπειρο, κατά την Τουρκοκρατία. Ο πόλεμος μεταξύ των πολεμικών...

Η κατάκτηση της Αιγύπτου απο τον Αλέξανδρο: H στέψη του ώς Φαραώ, η επισκεψή του στο μαντείο του Άμμωνος και η ίδρυση της Αλεξάνδρειας

Η κατάκτηση της Αιγύπτου Η κατάκτηση της Αιγύπτου ήταν παλιό όνειρο των Ελλήνων. Ηδη απο τον 7ο αι. π.Χ., πολλοι Έλληνες της Ιωνίας είχαν υπηρετήσει...