Σύννεφα πολέμου
Οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας άρχισαν να ψυχραίνονται στο τέλος της δεκαετίας του 1930. Στις 7 Απριλίου 1939, ιταλικές δυνάμεις κατέλαβαν την Αλβανία. Έτσι η Ιταλία απέκτησε ουσιαστικά κοινά χερσαία σύνορα με την Ελλάδα. Η πράξη αυτή οδήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία να εγγυηθούν για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Ο Μεταξάς προσπάθησε να κρατήσει την ουδετερότητα της Ελλάδας αλλά όλα τα γεγονότα έδειχναν οτι ο πόλεμος ήταν κοντά.
Ενόσω η παρουσία του ιταλικού στρατού στην Αλβανία πύκνωνε το καλοκαίρι του 1940 και οι αξιωματούχοι του πίστευαν ότι η επίθεση εναντίον της Ελλάδας θα εύκολη, το ελληνικό ΓΕΣ αξιοποιούσε ορθά κάθε πληροφορία για τις κινήσεις των Ιταλών και προσάρμοζε ταχύτατα τα σχέδια άμυνας. Τον Αύγουστο του 1940 ήταν προφανές ότι οι Ιταλοί συγκέντρωναν δυνάμεις στον μεσαίο τομέα της Ηπείρου με πρόθεση την κύρια εισβολή στην Κακαβιά και τη Μεσογέφυρα, χωριά διαμέσου των οποίων περνούσαν οι αμαξιτοί οδοί προς τα Ιωάννινα, ενώ στη μεθόριο με την Καστοριά απασχολούνταν με οχυρώσεις.
Έλαβε χώρα τότε σοβαρή επιστράτευση στη ΒΔ Μακεδονία και δόθηκαν αμυντικές και επιθετικές εντολές στις μονάδες: σταθερή θέση αντίστασης στην Ήπειρο, ιδιαίτερα στα στενά της Ελαίας (Καλπακίου), αφού αποσύρονταν πρώτα τα Τμήματα Προκάλυψης που θα επιβράδυναν τον εχθρό χωρίς να φθαρούν. Στον τομέα όμως της Κορυτσάς τα ελληνικά στρατεύματα θα λάμβαναν επαφή με τις βάσεις των Ιταλών μέσα στην Αλβανία και θα τους εξεδίωκαν, ενώ ταυτόχρονα το Απόσπασμα Πίνδου θα εμπόδιζε ή και θα διέκοπτε τη συγκοινωνία Κορυτσάς-Ερσέκας-Μεσογέφυρας θέτοντας την οδό αρχικά κάτω από τα πυρά του Πυροβολικού.
Οι Έλληνες, τον Οκτώβριο του 1940, παρά τις σύγχρονες των γεγονότων ή τις σημερινές φήμες, ήταν έτοιμοι για την αντιμετώπιση των Ιταλών. Ενισχυμένη η 8η Μεραρχία Ηπείρου διέθετε ισοδύναμες σχεδόν δυνάμεις με τον εχθρό στο Καλπάκι, αλλά λιγότερες στον υπόλοιπο τομέα. Στον χώρο του Αποσπάσματος Πίνδου η αναλογία ως προς τον αριθμό και την εμπειρία μάχης με τους ιταλούς Αλπινιστές ήταν αποθαρρυντική, 1 προς 3.
Στο βόρειο μέτωπο της 9ης Μεραρχίας Μακεδονίας οι Έλληνες υπερτερούσαν, αλλά έπρεπε να κινηθούν επιθετικά σε ομαλό σχετικά έδαφος, βατό στα τεθωρακισμένα του εχθρού. Παρόλο που ο βαρύς οπλισμός, τα άρματα μάχης και η αεροπορία έλειπαν από τον ελληνικό στρατό, περίσσευε η διάθεση για υπεράσπιση της πατρίδας μέχρις εσχάτων, η καλή προετοιμασία και η άριστη γνώση του εδάφους.
Στα μέσα Αυγούστου του 1940 οι Ιταλοί βιάζονταν να καταλάβουν εν πρώτοις τη ΒΑ Θεσπρωτία (Τσαμουριά), αλλά, απασχολημένοι με τη μάχη της Βρετανίας κι επειδή επιθυμούσαν ταυτόχρονη κατάληψη της Κρήτης, οι Γερμανοί τούς είχαν αποτρέψει. Μετά από άλλη μία αναβολή η επίθεση των Ιταλών προγραμματίστηκε για την 26η Οκτωβρίου 1940. Ως αρχικοί σκοποί προβλήθηκαν η κατάληψη της Ηπείρου και των Ιονίων νήσων, ενώ δευτερεύοντες στόχοι ορίστηκαν πρώτα η Θεσσαλονίκη κι έπειτα η Αθήνα.
Καθώς όμως δεν είχε αποσαφηνιστεί η στάση της Γιουγκοσλαβίας, ώστε να καταληφθεί χωρίς πρόβλημα από τη βόρεια πλευρά η Θεσσαλονίκη, η αβεβαιότητα μεταφραζόταν σε αμυντικά έργα των Ιταλών στον τομέα της Κορυτσάς. Παράλληλα βολιδοσκοπήθηκε από τους Ιταλούς η Βουλγαρία για μια ταυτόχρονη επίθεση εναντίον της Ελλάδας, αλλά οι Βούλγαροι καιροσκοπώντας και προβληματιζόμενοι με τη στάση της Τουρκίας αρνήθηκαν κάθε συμμετοχή.
Το Ιταλικό τελεσίγραφο
Λόγω όμως της κακοκαιρίας στη θάλασσα η ιταλική επίθεση αναβλήθηκε ακόμη μία φορά για την 28η Οκτωβρίου 1940. Μέσα στον βαθύ όρθρο της ίδιας ημέρας επισκέφτηκε τότε τον Ιωάννη Μεταξά ο ιταλός πρεσβευτής παραδίδοντας τελεσίγραφο, μέσα στο οποίο εκτοξεύονταν μομφές εναντίον της Ελλάδας: ότι είχε δεχτεί τις συμμαχικές εγγυήσεις το 1939, πως φιλοξενούσε στα λιμάνια της τον βρετανικό στόλο, ότι ευνοούσε τον ανεφοδιασμό των βρετανικών αεροσκαφών, πως επέτρεπε την κατασκοπία στο Αιγαίο εναντίον των Ιταλών κι ότι εφάρμοζε τρομοκρατική πολιτική στη ΒΔ Ήπειρο εναντίον των Αλβανών.
Ζητούσε παράλληλα από την Ελλάδα στρατηγικές θέσεις εντός της χώρας (χωρίς να τις καθορίζει) και αεροπορικές βάσεις στη Θεσσαλία και Μακεδονία. Ο Μεταξάς αρνήθηκε το τελεσίγραφο με τα λόγια: «Alors, c’est la guerre» (γαλλικά:«Λοιπόν, έχουμε πόλεμο») Ο Μεταξάς δάκρυσε, αλλά δεν πτοήθηκε. Όπως είχε φανεί σε όλη την πενταετία της διακυβέρνησής του, αλλά κι όπως είχε εκμυστηρευτεί στον γερμανό πρόξενο λίγους μήνες νωρίτερα, πίστευε (ανεξάρτητα από τα προσωπικά του αισθήματα) ότι στην Ανατολική Μεσόγειο κυριαρχούσε η Βρετανία, εναντίον της οποίας ο Άξονας δεν διέθετε αξιόλογες πιθανότητες να αντιταχθεί για πολύ.
Ο κύριος της θαλάσσης ήτανε και κύριος της Ευρώπης, ήτανε και κύριος του Κόσμου είχε γράψει στο ημερολόγιό του έναν σχεδόν χρόνο νωρίτερα ο οξύνους επιτελικός αξιωματικός. Όχι πολλά χρόνια αργότερα αποδείχτηκε ότι για δεύτερη τουλάχιστον φορά δεν είχε πέσει έξω.
Εντός ολίγων ωρών, ξεκίνησε η ιταλική επίθεση, ενώ ο Μεταξάς απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό, στο οποίο κατέληγε με τα εξής λόγια: « Ὅλον τό Ἔθνος ἄς ἐγερθῆ σύσσωμον. Ἀγωνισθῆτε διά τήν Πατρίδα, τάς γυναίκας, τά παιδιά σας καί τάς ἱεράς μας παραδόσεις. Νύν ὑπέρ πάντων ὁ ἀγών. » Κατόπιν αυτού, ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια και αντι-ιταλικά συνθήματα, διαδηλώσεις νέων εισέβαλαν σε ιταλικά γραφεία και επιχειρήσεις, ενώ συνελήφθησαν πολλά άτομα ιταλικής υπηκοότητας. Εθελοντές σε ολόκληρη την επικράτεια, άνδρες και γυναίκες, έσπευσαν στα στρατολογικά γραφεία για να καταταγούν. Ολόκληρο το έθνος ενώθηκε ενάντια στην ιταλική επιθετικότητα.
Οι δυνάμεις και τα σχέδια των αντιπάλων
Το ιταλικό σχέδιο πολέμου, το επονομαζόμενο Emergenza G («Επείγουσα Ελλάς») προέβλεπε την κατάληψη της χώρας σε τρεις φάσεις. Η πρώτη ήταν η κατάληψη της Ηπείρου και των Ιονίων Νήσων. Στη δεύτερη φάση θα καταλαμβάνονταν η Δυτική Μακεδονία. Με την ενίσχυση νέων δυνάμεων που θα αποβιβάζονταν στην Ήπειρο και στα νησιά, θα ακολουθούσε η προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα με σκοπό την κατάκτηση της χώρας. Το σχέδιο είχε συνταχθεί με την ελπίδα της ουδετερότητας της Γιουγκοσλαβίας.
Οι Ιταλοί διέθεσαν στο μέτωπο της Αλβανίας δύο Σώματα Στρατού, ένα ανεπτυγμένο στην οροθετική γραμμή από τη Θεσπρωτία ως την Κόνιτσα και το έτερο στη ΒΔ Μακεδονία. Ενδιάμεσα, με κατεύθυνση τον τομέα της Πίνδου, ανέπτυξαν την 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια». Το σύνολο του στρατού τους έφτανε στους 97.000 περίπου άνδρες, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και αλβανοί στρατιώτες ή άτακτοι.
Για την αντιμετώπισή τους είχαν ήδη προσέλθει η 8η ενισχυμένη Μεραρχία με έδρα τα Ιωάννινα, το ΤΣΔΜ στην Κοζάνη, ενώ ετοιμάζονταν το Β΄ Σώμα Στρατού στη Λάρισα και το Γ΄ με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Ενδιάμεσα αυτών, στο χωριό Επταχώρι του Γράμμου, βρισκόταν το Απόσπασμα Πίνδου, έφεδρη μονάδα που είχε επιστρατευτεί τον Αύγουστο του 1940.
Ο ελληνικός στρατός που βρισκόταν στα σύνορα της Αλβανίας δεν ξεπερνούσε αρχικά τους 35.000 άνδρες. Ο υπόλοιπος είχε αναπτυχθεί έναντι της Βουλγαρίας, ήτοι το Δ΄ και Ε΄ Σώμα Στρατού. Όσον αφορά στον στόλο οι Ιταλοί διέθεταν συντριπτική υπεροχή, όπως επίσης και στην αεροπορία με αναλογία 400 προς 143 αεροσκάφη.
Στα πλεονεκτήματα των Ελλήνων συγκαταλέγονταν η αριθμητική αναλογία ανά μεραρχία, αφού οι ιταλικές διέθεταν 2 συντάγματα, ενώ οι ελληνικές αντίστοιχες 3. Τα ατομικά τυφέκια των Ιταλών είχαν μικρότερο βεληνεκές και μικρότερες ξιφολόγχες. Η ένδυση και οι κουβέρτες τους ήταν λεπτότερες. Επιπλέον, στο επίπεδο του τάγματος, οι Ιταλοί διέθεταν 8 πολυβόλα εν αντιθέσει με τους Έλληνες που είχαν 12.
Μάλιστα τα ιταλικά οπλοπολυβόλα ήταν ποιοτικά κατώτερα των ελληνικών. Αυτές οι μικροδιαφορές έπαιξαν σπουδαίο ρόλο κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, λόγω του ορεινού εδάφους όπου κυριαρχούσε το πεζικό και των καιρικών συνθηκών που δεν είχαν υπολογιστεί εκ μέρους των Ιταλών. Ακόμη, ο ελληνικός στρατός πολεμούσε για την πατρίδα του σε έδαφος που γνώριζε άριστα και που σε αρκετά μέρη ήταν δύσβατο κι απρόσιτο στα μηχανοκίνητα και τον βαρύ οπλισμό των Ιταλών, εξαιτίας της ανυπαρξίας πολλών οδικών αρτηριών. Έτσι η υπερτίμηση των ιταλικών αρμάτων και η υποτίμηση του έλληνα αντιπάλου έμελλε να έχουν τραγικές συνέπειες για τους επιτιθέμενους.
Το τελευταίο ιταλικό σχέδιο επιχειρήσεων τοποθέτησε την κύρια προσπάθεια στην κατεύθυνση των αμαξιτών οδών προς Καλπάκι-Ιωάννινα. Υποβοηθητικά θα δρούσαν μία μεραρχία Ιππικού στην παραλιακή ζώνη της Θεσπρωτίας που θα συνέκλινε μετά προς τα Ιωάννινα και η Μεραρχία Αλπινιστών, η οποία μέσω Σαμαρίνας θα έφτανε στο Μέτσοβο για να αποκόψει τόσο τον ερχομό ενισχύσεων όσο και τη διαφυγή του ελληνικού στρατού. Ο ιταλικός στόλος δεν πραγματοποίησε καμία αποβατική ενέργεια, επειδή δόθηκε προτεραιότητα στις μεταφορές προς το μέτωπο της Λιβύης.
Το ελληνικό σχέδιο ήταν αμυντικό. Προέβλεπε αρχική άμυνα με τις κατά τόπους υπάρχουσες δυνάμεις κι έπειτα, μετά τη συγκέντρωση των επιστρατευμένων (χρειάζονταν 22 ημέρες για το αλβανικό και 15 για το βουλγαρικό μέτωπο), ενέργειες ανάλογα με την κατάσταση, διότι ως μέτωπο λογιζόταν και η οροθετική προς τη Βουλγαρία. Ο στόλος θα βοηθούσε στην παράκτια άμυνα και τις μεταφορές, ενώ υποβρύχια θα διέκοπταν τη συγκοινωνία Ιταλίας-Αλβανίας.
Η αεροπορία θα εκτελούσε αποστολές πληροφοριών, βομβαρδισμούς εναντίον αεροδρομίων στην Αλβανία κι εχθρικών πλοίων στη Μεσόγειο και γενική αντιμετώπιση των ιταλικών αεροπλάνων που θα προσπαθούσαν να καταστρέψουν νηοπομπές, τεχνικά έργα ή τη φίλια αεροπορία – εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι ο ρόλος της ήταν σχετικά ασήμαντος λόγω της αστοχίας των Ιταλών, της κακοκαιρίας και των υψηλών οροσειρών, που δεν επέτρεπαν την ελεύθερη δράση της.
Η πρώτη μεγάλη μάχη θα γινόταν λίγες μέρες μετά, στην θέση Ελαία-Καλαμά οπου ο Ελληνικός στρατός θα ανέκοπτε την ιταλική προέλαση τις πρώτες μέρες του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Θανάσης Καλλιανιώτης
Εμείς οι Έλληνες–Η Ελλάδα κατά την περίοδο 1940 -1941