Η εισβολή της Ιταλίας στην Ελλάδα, που ξεκίνησε με τα τμήματα του Βασιλικού Στρατού με έδρα την Αλβανία , ήταν ένα φιάσκο που χαρακτηρίστηκε από χαμηλό ηθικό και κακό σχεδιασμό: οι Ιταλοί αντιμετώπισαν απροσδόκητα επίμονη αντίσταση από τον Ελληνικό Στρατό και αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν το βουνό τη λάσπη και το ψύχος στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Αυτός ο πόλεμος ξεκίνησε τη βαλκανική εκστρατεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ των δυνάμεων του Άξονα και των Συμμάχων και τελικά μετατράπηκε στη Μάχη της Ελλάδας με Βρετανούς και Γερμανούς. Στις 10 Ιουνίου 1940, η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1940, οι Ιταλοί είχαν εισβάλει στη Γαλλία , τη Βρετανική Σομαλία και την Αίγυπτο.
Ακολούθησε μια εχθρική εκστρατεία Τύπου στην Ιταλία κατά της Ελλάδας, κατηγορούμενης ως σύμμαχος των Βρετανών. Ορισμένες προκλήσεις κορυφώθηκαν με τη βύθιση του ελληνικού ελαφρού καταδρομικού Έλλη από τους Ιταλούς στις 15 Αυγούστου. Στις 28 Οκτωβρίου, ο Μουσολίνι εξέδωσε τελεσίγραφο στην Ελλάδα απαιτώντας την παραχώρηση του ελληνικού εδάφους, το οποίο ο πρωθυπουργός της Ελλάδας , Ιωάννης Μεταξάς , απέρριψε .
Μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου, οι Έλληνες είχαν σταματήσει την ιταλική εισβολή εντός της ελληνικής επικράτειας. Καθώς τα βρετανικά βομβαρδιστικά και μαχητικά αεροσκάφη έπληξαν τις δυνάμεις και τις βάσεις της Ιταλίας, οι Έλληνες ολοκλήρωσαν την κινητοποίησή τους και αντεπιτέθηκαν με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους για να απωθήσουν τους Ιταλούς πίσω στην Αλβανία – μια προέλαση που κορυφώθηκε με την κατάληψη του Περάσματος της Κλεισούρας τον Ιανουάριο του 1941, μερικές δεκάδες χιλιόμετρα εντός των αλβανικών συνόρων.
Η ήττα της ιταλικής εισβολής και η ελληνική αντεπίθεση του 1940 έμεινε γνωστή ως «η πρώτη ήττα του Άξονα» από τον Mark Mazower και οτι οι Έλληνες «εκπλήσσουν τους πάντες με την επιμονή της αντίστασής τους».
Ιταλική επίθεση (28 Οκτωβρίου – 13 Νοεμβρίου 1940)
Οι Ιταλοί επιτέθηκαν το πρωί της 28ης Οκτωβρίου και τα τμήματα προκάλυψης στη γραμμή των συνόρων συμπτύχθηκαν και κατέλαβαν νέες θέσεις άμυνας στα μετόπισθεν στα πλαίσια του επιβραδυντικού αγώνα. Οι μεραρχίες «Φερράρα» και «Κένταυρος» κινήθηκαν προς την περιοχή του Καλπακίου (στη θέση Ελαία), το «Παραλιακό Συγκρότημα» προωθήθηκε κατά μήκος της ακτής και η Μεραρχία «Σιένα» κινήθηκε στα νοτιοανατολικά του Καλπακίου προκειμένου να διαβεί τον ποταμό Καλαμά. Οι Ιταλοί συνάντησαν σημαντικές δυσκολίες στην προώθηση τους λόγω των καταστροφών στο οδικό δίκτυο και στις γέφυρες και των συνεχών βροχοπτώσεων που είχαν μετατρέψει τις ημιονικές οδούς σε βούρκο και τα ρυάκια σε ορμητικούς χειμάρρους.
Η σύμπτυξη των τμημάτων προκάλυψης ολοκληρώθηκε τη νύκτα της 29ης προς 30η Οκτωβρίου και στις 31 Οκτωβρίου όταν το ιταλικό Γενικό Επιτελείο ανακοίνωνε ότι: «οι μονάδες μας συνεχίζουν να προελαύνουν στην Ήπειρο και έφτασαν στον ποταμό Καλαμά..», οι δυνάμεις των Μεραρχιών «Φερράρα» και «Κένταυρος» άρχισαν να συγκεντρώνονται στην περιοχή της κύριας αμυντικής τοποθεσίας στο Καλπάκι. Οι αντίξοες καιρικές συνθήκες στη θάλασσα δεν επέτρεψαν την προσχεδιασμένη απόβαση στην Κέρκυρα.
Μάχη Ελαίας – Καλαμά
Η κύρια ιταλική επίθεση στο μέτωπο του Καλπακίου ξεκίνησε στις 2 Νοεμβρίου. Αλβανικό τάγμα, κάτω από την κάλυψη μιας χιονοθύελλας, κατάφερε να καταλάβει τα υψώματα της Γκραμπάλα, αλλά ανατράπηκε με αντεπίθεση την επόμενη μέρα. Την ίδια μέρα, μια επίθεση με αιχμή του δόρατος 50–60 άρματα μάχης κατά του κύριου τομέα του Καλπακίου αποκρούστηκε επίσης. Τα ελληνικά τμήματα ανατολικά του Καλαμά αποσύρθηκαν κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Στις 5–7 Νοεμβρίου, επαναλαμβανόμενες επιθέσεις εξαπολύθηκαν εναντίον της Γκραμπάλα και άλλων υψωμάτων. τη νύχτα της 7ης, η Γκραμπάλα έπεσε για λίγο για άλλη μια φορά, αλλά ανακαταλήφθηκε γρήγορα. Στις 8 Νοεμβρίου, οι Ιταλοί άρχισαν να αποσύρονται και να αναλαμβάνουν αμυντικές θέσεις μέχρι την άφιξη των ενισχύσεων.
Πτώση της Ηγουμενίτσας
Στον παράκτιο τομέα, οι Ιταλοί σημείωσαν καλύτερη πρόοδο. Οι ελληνικές μονάδες κάλυψης αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν νότια του Καλαμά ήδη την πρώτη μέρα, αλλά η κακή κατάσταση των δρόμων καθυστέρησε την ιταλική προέλαση. Το βράδυ της 4ης/5ης Νοεμβρίου, οι Ιταλοί διέσχισαν τον ποταμό και διέρρηξαν την άμυνα του τοπικού ελληνικού τάγματος, αναγκάζοντας τον Λιούμπα να διατάξει τις δυνάμεις του να αποσυρθούν νότια του ποταμού Αχέροντα .
Η Ηγουμενίτσα καταλήφθηκε στις 6 Νοεμβρίου και την επόμενη μέρα οι Ιταλοί έφτασαν στο Μαργαρίτι . Αυτό σήμανε τη βαθύτερη προέλασή τους, καθώς ο Τομέας Θεσπρωτίας άρχισε να δέχεται ενισχύσεις από τον Κατσιμήτρο, και όπως και στους άλλους τομείς η κατάσταση είχε ήδη στραφεί προς όφελος των Ελλήνων.
Αναδιοργάνωση των Ιταλών
Καθώς άρχισε να φαίνεται η αποτυχίας της ιταλικής επίθεσης, στις 8 Νοεμβρίου, ο Visconti Prasca απαλλάχθηκε από τη γενική διοίκηση στην Αλβανία και υποβιβάστηκε στην διοίκηση των ιταλικών δυνάμεων στο μέτωπο της Ηπείρου, ενώ ο στρατηγός Ubaldo Soddu , Υφυπουργός Πολέμου, ανέλαβε τη θέση του. Η έκθεση του Soddu από την Αλβανία υπογράμμιζε την ελληνική αντίσταση στην Ήπειρο και την αυξανόμενη απειλή της ελληνικής συγκέντρωσης στη δυτική Μακεδονία και συνέστησε οι Ιταλοί να αναλάβουν αμυντικές θέσεις «εν αναμονή των ενισχύσεων που θα μας επιτρέψουν να ξαναρχίσουμε τη δράση το συντομότερο δυνατό».
Ο Μουσολίνι συναίνεσε. Με τους Ιταλούς στην άμυνα, η 8η Μεραρχία άρχισε να εξαπολύει τοπικές αντεπιθέσεις για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Στις 13 Νοεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις στάθηκαν και πάλι στον ποταμό Καλαμά σε όλο το μήκος του. Στις 12 Νοεμβρίου το Α’ Σώμα Στρατού υπό τον Αντιστράτηγο Παναγιώτη Δεμέστιχα ανέλαβε τον τομέα της Ηπείρου.
Η Μάχη της Πίνδου
Μεγαλύτερη απειλή για τις ελληνικές θέσεις αποτελούσε η προέλαση της 3ης Αλπικής Μεραρχίας «Τζούλια», υπό τον Μάριο Τζιρότι , πάνω από την οροσειρά της Πίνδου προς το Μέτσοβο, η οποία απείλησε να χωρίσει τις ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο από αυτές της Μακεδονίας. Η ελληνική δύναμη, το απόσπασμα της Πίνδου που αριθμούσε 2.000 άνδρες, συγκροτήθηκε από εφέδρους του 51ου Συντάγματος, κινητοποιήθηκε στις 29 Αυγούστου, ενώ ένα από τα τρία τάγματά του (III/51) συγκροτήθηκε μέχρι τις 15 Οκτωβρίου και βρισκόταν ακόμη στο δρόμο προς το μέτωπο.
Ο συνταγματάρχης Δαβάκης και οι άνδρες του έπρεπε να καλύψουν ένα μέτωπο πλάτους περίπου 37 χλμ. σε εξαιρετικά δύσβατο έδαφος. Η ιταλική επίθεση άρχισε κάτω από καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις και σημείωσε ραγδαία πρόοδο, αναγκάζοντας τους Έλληνες να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, ιδιαίτερα στον κεντρικό τομέα.
Οι ολιγομελείς φρουρές στα φυλάκια κατά μήκος των συνόρων γρήγορα ανατράπηκαν από τους αλπινιστές και το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου, το σύνολο των δυνάμεων του Δαβάκη αναγκάστηκε να συμπτυχθεί υπό το βάρος της ιταλικής επίθεσης. Ο ρόλος άλλωστε του αποσπάσματος ήταν προκαλυπτικός, κατά τά κρατούντα την εποχή εκείνη που όριζαν επιβραδυντικό αγώνα 2 εβδομάδων μέχρι την ολοκλήρωση της επιστράτευσης.
Οι αλπινιστές συνέχισαν τις επιθέσεις τους την επόμενη μέρα και η κατάσταση για τις ελληνικές δυνάμεις έγινε απελπιστική. Το σύνολο των ανδρών του Αποσπάσματος Πίνδου είχαν προωθηθεί στην πρώτη γραμμή και ο Δαβάκης αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια των κατοίκων της περιοχής για τον ανεφοδιασμό τους. Μέσα από δύσβατα, ολισθηρά και ανεμοδαρμένα μονοπάτια, γέροντες, γυναίκες και παιδιά, μέσα στη νύχτα, στο τσουχτερό κρύο, στο χιόνι και στη λάσπη μετέφεραν στους μαχητές που κρατούσαν τις κορυφές των υψωμάτων πυρομαχικά, εφόδια και τρόφιμα και βοηθούσαν στη μεταφορά των τραυματιών στα μετόπισθεν. Ήταν η συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού της περιοχής στο «Έπος της Πίνδου».
Το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο διέγνωσε έγκαιρα την απειλή και κατηύθηνε αμέσως όλες τις μονάδες που επιστρατεύονταν στην απειλούμενη περιοχή. Στις 31 Οκτωβρίου εκδηλώθηκε η πρώτη αντεπίθεση των Ελλήνων, η οποία σημείωσε μικρή επιτυχία. Οι Ιταλοί κατόρθωσαν στις 3 Νοεμβρίου να καταλάβουν τη Βοβούσα, 20 χιλιόμετρα βόρεια του Μετσόβου, αλλά οι δυνάμεις τους δεν ήταν αρκετές για να διαφυλάξουν το αριστερό άκρο της προώθησης τους, στο οποίο αντεπιτέθηκαν οι ελληνικές δυνάμεις που είχαν σπεύσει στην περιοχή.
Τις επόμενες μέρες όμως οι Έλληνες κατάφεραν να σταθεροποιήσουν την κατάσταση. Η διοίκηση στον τομέα της Πίνδου πέρασε στην 1η Μεραρχία και τον Υποστράτηγο Βασίλειο Βραχνό , ενώ πρόσθετες δυνάμεις -η Μεραρχία Ιππικού, 5η Ταξιαρχία και η νεοσύστατη Ταξιαρχία Ιππικού- αναπτύχθηκαν στα πλευρά των Ιταλών.
Αφού κάλυψε 40 χιλιόμετρα ορεινού εδάφους με παγωμένη βροχή και χιόνι, η Μεραρχία Τζούλια κατέλαβε το χωριό Βοβούσα , στις 2 Νοεμβρίου, αλλά δεν κατάφερε να επιτύχει τον πρωταρχικό της στόχο, το Μέτσοβο, το οποίο βρισκόταν 30 χιλιόμετρα νοτιότερα. Την ίδια μέρα ο Δαβάκης τραυματίστηκε βαριά σε αναγνωριστική αποστολή κοντά στη Φούρκα .
Ωστόσο, είχε γίνει σαφές στους Ιταλούς ότι τους έλειπε το ανθρώπινο δυναμικό και οι προμήθειες για να συνεχίσουν μπροστά στις ελληνικές εφεδρείες που έφταναν. Στις 3 Νοεμβρίου, η ιταλική αιχμή του δόρατος περικυκλώθηκε από όλες τις πλευρές. Ο διοικητής της Μεραρχίας Τζούλια ζήτησε από το ιταλικό αρχηγείο για ενισχύσεις και ιταλικές εφεδρείες ρίχτηκαν στη μάχη. Έτσι, ο Βισκόντι Πράσκα έστειλε τη Μεραρχία του Μπάρι σε βοήθειά της, αλλά δεν μπόρεσε να φτάσει στις αποκομμένες ιταλικές δυνάμεις.
Ως αποτέλεσμα της ελληνικής πίεσης η Μεραρχία Τζούλια ουσιαστικά αφανίστηκε, ενώ τα χωριά που είχαν καταληφθεί προηγουμένως από τους Ιταλούς ανακαταλήφθηκαν στις 3 και 4 Νοεμβρίου. Μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα, τα εναπομείναντα ιταλικά στρατεύματα σε αυτόν τον τομέα ήταν περίπου στις ίδιες θέσεις που κατείχαν πριν από την κήρυξη του πολέμου. Μέχρι τις 13 Νοεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις είχαν ολοκληρώσει την εκ νέου κατάληψη των οροσειρών του Γράμμου και του Σμόλικα.
Στη Δυτική Μακεδονία, ενόψει της έλλειψης δραστηριότητας από ιταλικής πλευράς και προκειμένου να ανακουφιστεί το μέτωπο της Πίνδου, το ελληνικό Γενικό Επιτελείο στις 31 Οκτωβρίου προώθησε στην περιοχή το Γ’ Σώμα Στρατού (10η και 11η Μεραρχία Πεζικού και Ταξιαρχία Ιππικού) υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου με την εντολή να επιτεθεί στην Αλβανία, επίθεση η οποία λόγω προβλημάτων ανεφοδιασμού αναβλήθηκε για τις 14 Νοεμβρίου.
Η απροσδόκητη ελληνική αντίσταση κατέλαβε εξ απήνης το ιταλικό Γενικό Επιτελείο, το οποίο περίμενε ένα «στρατιωτικό πικ-νικ». Αρκετές μονάδες στάλθηκαν εσπευσμένα στην Αλβανία, ενώ τα αρχικά σχέδια για επικουρικές επιθέσεις σε ελληνικά νησιά ματαιώθηκαν. Εξοργισμένος από την αποτελμάτωση της επιχείρησης, ο Μουσολίνι στις 9 Νοεμβρίου ανασχημάτισε τη Διοίκηση Αλβανίας, αντικαθιστώντας τον Πράσκα με τον Ουμπάλντο Σόντου (Ubaldo Soddu), τέως υφυπουργό Πολέμου. Ο νέος διοικητής, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, διέταξε τις δυνάμεις του να διακόψουν κάθε επιθετική ενέργεια και να λάβουν θέσεις άμυνας. Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι η ιταλική εισβολή είχε αποτύχει.