Η Εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία ξεκίνησε το 415 π.Χ και ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 413 π.Χ, στα πλαίσια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στόχος της εκστρατείας ήταν η κατάλυση της ηγεμονίας των Συρακουσών στη Σικελία, την οποία οι Αθηναίοι ήθελαν να καταστήσουν ορμητήριο κατά των ελληνικών πόλεων της Κάτω Ιταλίας. Παρά τη μεγάλη εκστρατευτική δύναμη, καθώς και τις ενισχύσεις που έλαβαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι τους υπέστησαν καταστροφική ήττα από τα στρατεύματα των Συρακουσίων και των συμμάχων τους. Κύριος λόγος της αποτυχίας ήταν η προδοσία του Αλκιβιάδη, ο οποίος έπεισε τους Σπαρτιάτες να στείλουν τον Γύλιππο να ηγηθεί των Συρακουσίων. Ο Γύλιππος κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλο στράτευμα και συντόνισε την αντεπίθεση κατά των Αθηναίων. Ωστόσο, το σημείο καμπής που έκαμψε τους Αθηναίους ήταν η ήττα τους σε νυκτερινή μάχη από τους Βοιωτούς πάνω στα υψώματα των Συρακουσών.
Αθήνα και Σικελία
Την άνοιξη του 415 π.Χ. έφτασε μια αντιπροσωπεία στην Αθήνα από τη σύμμαχό της Έγεστα, μία από τις μικρότερες πόλεις της Σικελίας, που βρισκόταν στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Η συμμαχία της Αθήνας με την Έγεστα χρονολογούνταν από τη δεκαετία του 450 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι αναζητούσαν ευκαιρίες για να δημιουργήσουν συνασπισμούς με εχθρούς των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους. Την ίδια περίπου εποχή είχαν συμμαχήσει με τους Έλληνες της Σικελίας στο Ρήγιο και τους Λεοντίνους, και το 427 π.Χ. είχαν παρέμβει στη διαμάχη των Λεοντίνων με τις Συρακούσες ώστε να προλάβουν το ενδεχόμενο οι Συρακούσες και οι Σικελοί σύμμαχοί της να στείλουν βοήθεια στους Πελοποννησίους. Οι Συρακούσες είχαν ιδρυθεί από Κορινθίους αποίκους και θα ήταν φυσιολογικό να ταχθούν στο πλευρό της μητρόπολής τους εναντίον των Αθηναίων.
Οι Εγεσταίοι αναζητούσαν βοήθεια για να αντιμετωπίσουν το γειτονικό τους Σελινούντα στα νότια, συμμαχική πόλη των Συρακουσών. Συνειδητοποιώντας ότι οι Αθηναίοι δεν θα έστελναν σημαντική βοήθεια αν δεν διέθεταν τους απαραίτητους πόρους, οι Εγεσταίοι επέμειναν ότι ήταν σε θέση να καλύψουν τα έξοδα ενός μεγάλου στόλου και στρατού. Το αρχικό ενδιαφέρον των Αθηναίων μετριάστηκε καθώς ήθελαν να έχουν αποδείξεις ότι οι απαραίτητοι πόροι ήταν πράγματι διαθέσιμοι – έτσι, έστειλαν μια διερευνητική αντιπροσωπεία στην Έγεστα. Η αντιπροσωπεία επέστρεψε με 60 ασημένια τάλαντα και μια διαβεβαίωση σύμφωνα με την οποία υπήρχαν πολύ περισσότερα καθώς οι Εγεσταίοι ήταν πολύ πλούσιοι.
Στην πραγματικότητα, είχαν ξεγελαστεί από τους Εγεσταίους, οι οποίοι καλούσαν τους απεσταλμένους της Αθήνας σε διαφορετικό σπίτι κάθε βράδυ να δειπνήσουν και τους πρόσφεραν πλούσια φαγητά και άφθονο κρασί, σερβιρισμένα σε χρυσά και ασημένια πιάτα και κύπελλα. Αυτό όμως που δεν πρόσεξαν μέσα στην καλοπέρασή τους οι απεσταλμένοι της Αθήνας ήταν ότι πάντα χρησιμοποιούσαν τα ίδια ασημένια και χρυσά σερβίτσια, και ότι η εικόνα μιας ακμάζουσας πλούσιας πόλης δεν ήταν παρά ένα έξυπνο κόλπο.
Αφού άκουσαν τα νέα ότι οι Εγεσταίοι είχαν άφθονα χρήματα με τα οποία θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν μια αποστολή στη Σικελία, οι Αθηναίοι πολίτες άρχισαν να εξετάζουν το ποσοστό έμψυχου και άψυχου υλικού που θα αφιέρωναν σε αυτήν. Οι αθηναϊκές δυνάμεις οι οποίες επιχείρησαν στη Σικελία την περίοδο 427-424 π.Χ., υποτίθεται για τα συμφέροντα των Λεοντίνων, είχαν σημειώσει κάποια πρόοδο στα ζητήματα εξασφάλισης συμμάχων, εξεύρεσης πόρων, και είχαν καταφέρει να αποθαρρύνουν τις επεκτατικές φιλοδοξίες των Συρακουσών και να αποτρέψουν την αποστολή βοήθειας από τη Σικελία στην Πελοπόννησο.
Είναι πιθανό ο Αλκιβιάδης και οι φιλόδοξοι υποστηρικτές του να εκμεταλλεύτηκαν την αναζωπύρωση της ανησυχίας για μια παρέμβαση των Συρακουσών στον πόλεμο, αλλά ταυτόχρονα καλούσαν τους Αθηναίους να ξαναθυμηθούν το όνειρο της κατάκτησης της Σικελίας και της απόκτησης του πλούτου και των πόρων της δυτικής Μεσογείου. Παρουσίασαν μια εικόνα αδύναμων αντιπάλων, τόσο διχασμένων από εσωτερικές διαμάχες ώστε ήταν αδύνατον να αντισταθούν στις στρατιωτικές δυνάμεις της Αθήνας. Οι περισσότεροι Αθηναίοι δεν είχαν ιδέα πόσο μεγάλες ήταν οι πόλεις της Σικελίας ή πόσο δυνατοί και αποφασισμένοι μπορεί να ήταν οι κάτοικοί τους.
Ο Αλκιβιάδης εκμεταλλεύτηκε την άγνοιά τους για να κάνει την επιτυχία μιας εκστρατείας στη Σικελία να φαίνεται σχεδόν σίγουρη. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία και πιο συνετοί αρχηγοί, όπως ο Νικίας, υποστήριξαν την εγκατάλειψη της ιδέας και την εστίαση σε πιο κοντινά προβλήματα, και συγκεκριμένα στην ανακατάληψη των παράκτιων περιοχών της Θράκης. Αυτός ο στόχος, υποστήριξαν, ήταν πιο ρεαλιστικός και πιο σημαντικός από μια άγρια περιπέτεια στη Δύση. Ωστόσο, επικράτησαν τα φιλόδοξα, ιμπεριαλιστικά επιχειρήματα και η Εκκλησία του Δήμου ψήφισε την αποστολή 60 πλοίων υπό την κοινή διοίκηση τριών στρατηγών, του Αλκιβιάδη, του Νικία και ενός βετεράνου διοικητή, του Λαμάχου.
Επίσημα, η αποστολή των στρατηγών ήταν να βοηθήσουν την Έγεστα στη διαμάχη της με το Σελινούντα και να επανιδρύσουν την πόλη των Λεοντίνων που είχε καταστραφεί από τις Συρακούσες το 424 π.Χ. Δόθηκε επίσης μια τρίτη, πολύ ασαφής οδηγία, στους στρατηγούς: «Σε περίπτωση που ο πόλεμος εξελισσόταν ευνοϊκά γι’ αυτούς, θα έπρεπε να διαχειριστούν τα πράγματα στη Σικελία με όποιον τρόπο πίστευαν ότι θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα των Αθηναίων».
Ο Θουκυδίδης δεν είχε καμία αμφιβολία ότι αυτό σήμαινε πως ο πραγματικός σκοπός της εκστρατείας ήταν η κατάληψη της Σικελίας. Ήταν βέβαιος ότι το δέλεαρ του μυθικού πλούτου και των απεριόριστων κατακτήσεων είχε υπερνικήσει τις προειδοποιήσεις του Νικία για υπερβολικές φιλοδοξίες. Όταν ο Νικίας προσπάθησε να μεταπείσει την Εκκλησία του Δήμου επιμένοντας ότι οι δυνάμεις που αφιέρωναν ήταν πολύ μικρές και ότι για να επιτύχουν απαιτούνταν μια τεράστια, δαπανηρή εκστρατεία, περίμενε οι πολίτες να επανεξετάσουν το ζήτημα. Αντ’ αυτού, οι πολίτες αποφάσισαν να επιτρέψουν στους στρατηγούς να πάρουν όποια δύναμη θεωρούσαν ότι ήταν απαραίτητη για την εκστρατεία.
Λίγο πριν ξεκινήσουν τα πλοία της αποστολής, συνέβη ένα δυσοίωνο επεισόδιο θρησκευτικού βανδαλισμού. Σε ολόκληρη την Αθήνα, στα σταυροδρόμια, σε δημόσια ιερά και έξω από τις εισόδους πολλών οικιών, υπήρχαν αγάλματα που ονομάζονταν ερμαίκές στήλες (ερμαί). Αυτές συνήθως αποτελούνταν από έναν πεσσόμορφο μαρμάρινο κορμό στην κορυφή του οποίου υπήρχε μια προτομή του θεού των ταξιδιωτών, Ερμή, που συχνά συνοδευόταν από ένα ιθυφαλλικό ομοίωμα. Ένα βράδυ κάποιοι άρχισαν να περιφέρονται στην πόλη και να ακρωτηριάζουν αυτά τα αγάλματα. Η χρονική στιγμή και η έκταση του βανδαλισμού υποδήλωναν μια οργανωμένη προσπάθεια να θεωρηθεί σαν οιωνός, ο οποίος θα προκαλούσε καθυστέρηση ή ακόμη και ακύρωση της εκστρατείας.
Η έκκληση για πληροφορίες σχετικά με αυτό που φαινόταν να είναι μια συνωμοσία δεν βοήθησε στον εντοπισμό κάποιων υπόπτων, ωστόσο αρκετοί ευκατάστατοι πολίτες κατηγορήθηκαν για ιεροσυλία, μεταξύ των οποίων και ο Αλκιβιάδης. Κατηγορήθηκαν επίσης ότι πραγματοποιούσαν άσεμνες παρωδίες των Ελευσίνων Μυστηρίων, τα οποία ήταν αρχαϊκές τελετές γονιμότητας που τελούσαν δύο φορές το χρόνο μύστες της λατρείας της θεάς Δήμητρας και της κόρης της, Περσεφόνης, στην Ελευσίνα, Ο Αλκιβιάδης απαίτησε να γίνει αμέσως δίκη, αλλά οι Αθηναίοι αποφάσισαν να συνεχίσουν τις έρευνες και να επιτρέψουν εν τω μεταξύ στα πλοία της αποστολής να ξεκινήσουν.
Ακολούθησε μια σειρά από διστακτικές καταγγελίες και ομολογίες, μερικές από τις οποίες αφορούσαν τις παρωδίες των Ελευσίνιων Μυστηρίων, ενώ άλλες τους εξίσου μυστηριώδεις ακρωτηριασμούς των ερμαϊκών στηλών. Οι απλοί πολίτες υποπτεύονταν, χωρίς να έχουν αποδεικτικά στοιχεία, ότι μια ομάδα πλούσιων πολιτών εξύφαινε μια συνωμοσία για να ανατρέψει τη δημοκρατία και να εγκαθιδρύσει μια ολιγαρχική κυβέρνηση. Ορισμένοι εγκατέλειψαν την πόλη κρυφά και τελικά αποφασίστηκε να ανακληθεί ο Αλκιβιάδης για να δικαστεί. Όταν η αποστολή έφτασε στο συμμαχικό Ρήγιο, στο νότιο άκρο της Ιταλίας, δεν τους επέτρεψαν να μπουν στην πόλη.
Έτσι οι Αθηναίοι έστησαν το στρατόπεδό τους έξω από την πόλη και έσυραν τα πλοία τους έξω από το νερό. Τρία πλοία τα οποία είχαν στείλει στην Έγεστα επέστρεψαν φέροντας άσχημα νέα, ότι δηλαδή η συγκεκριμένη πόλη δεν μπορούσε να διαθέσει χρήματα. Οι κάτοικοι του Ρηγίου, παρά την κοινή ιωνική καταγωγή που είχαν με τους κατοίκους των Λεοντίνων, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στον πόλεμο και δήλωσαν ουδετερότητα. Οι τρεις Αθηναίοι στρατηγοί εξέτασαν τις επιλογές τους, αλλά διαφώνησαν στον τρόπο δράσης. Ο Νικίας πρότεινε να πλεύσουν δυτικά γύρω από τη Σικελία κατευθυνόμενοι προς την Έγεστα και να προσπαθήσουν να βρουν άλλους πόρους. Με ή χωρίς αυτά τα χρήματα, μπορούσαν να διευθετήσουν τη διένεξη μεταξύ της Έγεστας και του Σελινούντα, στην ανάγκη με τη βία, και στη συνέχεια να επιστρέψουν πλέοντας κατά μήκος των νότιων ακτών ώστε να βλέπουν οι πόλεις τον ισχυρό αθηναϊκό στόλο. Αν παρουσιαζόταν η ευκαιρία, θα μπορούσαν ακόμη και να διευθετήσουν τη διένεξη ανάμεσα στους Λεοντίνους και στις Συρακούσες.
Ο Αλκιβιάδης υποστήριζε ότι έπρεπε να καθυστερήσουν κάθε επιθετική ενέργεια μέχρι να έχουν συγκεντρώσει περισσότερους συμμάχους από τη Σικελία, τόσο μεταξύ των ντόπιων όσο και μεταξύ των Ελλήνων. Η πρόταση του Λαμάχου ήταν η απλούστερη: Να επιτεθούν στις Συρακούσες πριν προλάβει ο εχθρός να προετοιμαστεί κατάλληλα. Υποστήριξε ότι η έλλειψη ετοιμότητας των Συρακουσίων, σε συνδυασμό με το φόβο που θα τους προκαλούσε η θέα μιας τόσο μεγάλης αθηναϊκής δύναμης, θα τους έδινε την ευκαιρία για μια γρήγορη νίκη.
Τελικά, ο Λάμαχος πείστηκε να συμφωνήσει με το σχέδιο του Αλκιβιάδη και έτσι η άποψη του Νικία καταψηφίστηκε με ψήφους δύο προς μία. Οι Αθηναίοι ξεκίνησαν την προσπάθειά τους να πείσουν και άλλες ελληνικές πόλεις της ανατολικής Σικελίας να συμμαχήσουν μαζί τους. Στη Μεσσήνη δεν τους επέτρεψαν καν να μπουν στην πόλη, αλλά η Νάξος συμφώνησε να προσχωρήσει στη συμμαχία, το ίδιο και η Κατάνη. Ωστόσο, λίγο μετά την επιτυχία τους στην Κατάνη, έφτασε μια τριήρης από την Αθήνα με κλητεύσεις για τον Αλκιβιάδη και αρκετούς άλλους να επιστρέψουν προκειμένου να δικαστούν για τη συμμετοχή τους στη σκανδαλώδη παρωδία των Ελευσίνιων Μυστηρίων.
Ο Αλκιβιάδης ήταν απρόθυμος να επιστρέψει επειδή φοβόταν, κάπως δικαιολογημένα, ότι οι πολιτικοί αντίπαλοί του στην Αθήνα είχαν συνωμοτήσει όσο απουσίαζε και ότι δεν θα μπορούσε να περιμένει μια δίκαιη δίκη λόγω του κλίματος πανικού και καχυποψίας που είχαν καλλιεργήσει. Όταν έφτασαν στους Θουρίους στη νότια Ιταλία, διέφυγε και τελικά έφτασε στη Σπάρτη όπου τον υποδέχτηκαν με επιφύλαξη. Ο Αλκιβιάδης καταδικάστηκε ερήμην του σε θάνατο, όπως και πολλοί άλλοι.
Ο Νικίας και ο Λάμαχος επιχείρησαν να συνεχίσουν την εκστρατεία τους στη Σικελία, συγκεντρώνοντας κάποια χρήματα και πραγματοποιώντας μια ξαφνική επίθεση στις Συρακούσες νικώντας τους Συρακουσίους έξω από την πόλη τους. Έπειτα από τη μάχη έγινε αντιληπτό ότι οι αθηναϊκές δυνάμεις χρειάζονταν ιππικό και περισσότερα χρήματα για να συνεχίσουν με επιτυχία τον πόλεμο εναντίον των Συρακουσίων και, επειδή πλησίαζε ο χειμώνας, οι δύο Αθηναίοι στρατηγοί αποφάσισαν να σταματήσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις και να αποσυρθούν στην Κατάνη για να ξεχειμωνιάσουν.
Η πολιορκία των Συρακουσών
Την άνοιξη του 414 π.Χ. οι Αθηναίοι εξαπέλυσαν μια μεγάλη επίθεση εναντίον των Συρακουσών. Εν τω μεταξύ, είχαν καταφτάσει 250 ιππείς από την Αθήνα και 300 ασημένια τάλαντα για να χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις τους. Ο αθηναϊκός στόλος αποβίβασε το στρατό στα νότια των Συρακουσών και κατέλαβε τις Επιπολές, ένα υψίπεδο πάνω από την πόλη. Εκεί άρχισαν να χτίζουν πολιορκητικά τείχη. Οι Συρακούσιοι προσπάθησαν να κατασκευάσουν και εκείνοι τείχη ώστε να τους εμποδίσουν να αποκλείσουν τελείως την πόλη τους από την ξηρά.
Στη διάρκεια μιας μάχης για τον έλεγχο των τειχών των Συρακουσών ο Λάμαχος και λίγοι οπλίτες αποκόπηκαν από τις κύριες αθηναϊκές δυνάμεις. Τότε ένας Συρακούσιος αξιωματικός, ο Καλλικράτης, τον κάλεσε να μονομαχήσουν με αποτέλεσμα να αλληλοσκοτωθούν. Οι Συρακούσιοι, αφού νίκησαν με ευκολία τους συντρόφους του Λαμάχου, έβγαλαν την πανοπλία από το σώμα του και την πήραν στην πόλη. Ο Νικίας, ο οποίος ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να λάβει μέρος στη μάχη, κατάφερε να αποκρούσει μια επίθεση στα τείχη των Αθηναίων· τότε οι Συρακούσιοι αντίκρισαν με απογοήτευση τον αθηναϊκό στόλο να μπαίνει στο Μεγάλο Λιμάνι τους.
Διαβάστε Επίσης: H Μάχη της Πύλου και της Σφακτηρίας και η ταπεινωτική ήττα της Σπάρτης.
Οι Συρακούσιοι είχαν στείλει επείγοντα μηνύματα στην Πελοπόννησο ζητώντας βοήθεια, και η Κόρινθος, ως μητρόπολη των Συρακουσών, είχε πιέσει τη Σπάρτη να αναλάβει δράση. Η Κόρινθος και η Σπάρτη έστειλαν λίγα μόνο πλοία με στρατεύματα, αλλά με επικεφαλής έναν αποφασισμένο και πολυμήχανο διοικητή που έμοιαζε στο χαρακτήρα με τον Βρασίδα. Ονομαζόταν Γύλιππος. Τα νέα για την άφιξή του, ξεγλιστρώντας ανάμεσα στα αθηναϊκά πλοία, παρά τις καθυστερημένες προσπάθειες του Νικία να τον εμποδίσει, σταμάτησαν τις διαπραγματεύσεις των αποκαρδιωμένων Συρακουσίων για ανακωχή με τον Νικία. Ο Γύλιππος συγκέντρωσε μερικούς στρατιώτες από άλλες περιοχές της Σικελίας και ενθάρρυνε τους Συρακουσίους να περάσουν στην αντεπίθεση και, με επιδέξια χρήση του ιππικού, να σημειώσουν την πρώτη σημαντική επιτυχία απέναντι στους Αθηναίους.
Οι Συρακούσιοι συνέχισαν να χτίζουν τα τείχη τους και τα επέκτειναν τόσο ώστε κατάφεραν να εμποδίσουν τους Αθηναίους να περικυκλώσουν την πόλη με τα δικά τους τείχη. Και ενώ οι Συρακούσιοι άρχισαν να εκπαιδεύουν τις ναυτικές δυνάμεις τους για να επιτεθούν στους Αθηναίους, ο Γύλιππος έφυγε για να αναζητήσει περισσότερες ενισχύσεις. Και ο Νικίας όμως έκρινε ότι χρειαζόταν βοήθεια και έτσι έστειλε μια επιστολή στους Αθηναίους με την οποία ζητούσε ή να του στείλουν ισχυρές ενισχύσεις ή να του δώσουν την άδεια να επιστρέψει. Επίσης, ζήτησε να του στειλουν αντικαταστάτη επειδή υπέφερε από μια πάθηση των νεφρών που τον δυσκόλευε να εκτελεί τα καθήκοντά του.
Ήττα των Αθηναίων στη Σικελία
Λαμβάνοντας υπόψη την αποφασιστικότητα και τις φιλοδοξίες που υπήρχαν στα πρώτα στάδια του πολέμου, δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι οι Αθηναίοι απέρριψαν την ιδέα να ακυρώσουν την εκστρατεία. Ακόμη, δεν επέτρεψαν στον Νικία να παραιτηθεί, αλλά διόρισαν δύο αξιωματικούς του ως βοηθούς και, το σημαντικότερο, έστειλαν τον Δημοσθένη, τον ήρωα της Σφακτηρίας, στις Συρακούσες με ένα μεγάλο στόλο με ενισχύσεις. Πριν όμως φτάσουν αυτές οι δυνάμεις, ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι, έπειτα από μια συνδυασμένη χερσαία και θαλάσσια επιχείρηση, κατάφεραν να καταλάβουν τα κύρια τείχη και τις αποθήκες στο Πλημμύριο, στη νότια πλευρά του Μεγάλου Λιμανιού.
Επίσης, οι Συρακούσιοι τροποποίησαν τις τριήρεις τους ώστε να μπορούν να εφαρμόσουν μια νέα τακτική εναντίον των επιδέξιων Αθηναίων. Υιοθέτησαν μια ιδέα των Κορινθίων για μείωση του μήκους της πλώρης των τριήρων και τοποθέτηση πρόσθετων δοκών εγκάρσια στο κύτος στο σημείο όπου συνήθως βρίσκονταν οι άγκυρες. Το αποτέλεσμα ήταν να μετατρέψουν τα μακρόστενα μυτερά σκάφη, που ήταν σχεδιασμένα για να διαπερνούν τα ευάλωτα κύτη των εχθρικών τριήρων, σε κοντόχοντρα και με αμβλεία πλώρη σκάφη τα οποία μπορούσαν να εμβολίσουν τα ελαφρύτερα αθηναϊκά πλοία κατά μέτωπο και να τα θέσουν εκτός μάχης χωρίς να υποστούν τα ίδια σημαντικές ζημιές. Στο σχετικά περιορισμένο χώρο του Μεγάλου Λιμανιού των Συρακουσών αυτές οι τακτικές ήταν πολύ πιο αποτελεσματικές από εκείνες που εφάρμοζαν οι Αθηναίοι, οι οποίοι προτιμούσαν να κωπηλατούν γύρω από το εχθρικό πλοίο και να το εμβολίζουν από τα πλάγια ή από πίσω.
Όταν οι Συρακούσιοι ήταν έτοιμοι να δοκιμάσουν τις νέες τους τακτικές, υιοθέτησαν ένα ακόμη στρατήγημα των Κορινθίων. Προκάλεσαν τους Αθηναίους σε ναυμαχία το πρωί και έπειτα αποχώρησαν, δίνοντάς τους την εντύπωση ότι αποσύρονταν οριστικά. Ωστόσο, είχαν κανονίσει να τους φέρουν φαγητό στην ακτή, ώστε τα πληρώματα να γευματίσουν στα γρήγορα, και στη συνέχεια εξόρμησαν και πάλι ενώ οι Αθηναίοι ήταν ακόμη απροετοίμαστοι και πεινασμένοι. Στη ναυμαχία που ακολούθησε πολλές από τις αθηναϊκές τριήρεις υπέστησαν σοβαρές ζημιές από τις ενισχυμένες πλώρες των πλοίων των Συρακουσίων, ενώ επτά από αυτές καταστράφηκαν τελείως. Τη στιγμή που όλα ήταν αποθαρρυντικά για τον Νικία και τους άνδρες του, έφτασε στο Μεγάλο Λιμάνι ο Δημοσθένης με 73 πλοία, 5.000 οπλίτες και χιλιάδες ελαφρά οπλισμένους πεζικάριους. Ο Δημοσθένης, με τη χαρακτηριστική του αποφασιστικότητα, πρότεινε μια μεγάλη επίθεση εναντίον των τειχών των Συρακουσίων, η οποία όμως απορρίφθηκε.
Έπειτα οι Αθηναίοι εξαπέλυσαν μια επικίνδυνη νυχτερινή επίθεση από τα υψίπεδα του Ευρυάλου με την οποία επιχείρησαν να καταλάβουν τα τείχη από το πίσω μέρος, αλλά οι Συρακούσιοι, ενισχυμένοι με στρατεύματα από τη Λακωνία και 300 επίλεκτους Βοιωτούς οπλίτες, τους κατατρόπωσαν και τους απώθησαν για μια ακόμη φορά. Ο Δημοσθένης συμπέρανε ότι δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική από το να λύσουν την πολιορκία και να επιστρέψουν στην Αθήνα. Έπρεπε όμως να πείσει τον Νικία, που ήλπιζε ακόμη να αναγκάσει τους Συρακουσίους να παραδοθούν μέσω μιας φατρίας στο εσωτερικό της πόλης που υποστήριζε τους Αθηναίους– και φοβόταν ότι η Εκκλησία του Δήμου θα τον θεωρούσε υπεύθυνο για την αποτυχία της αποστολής.
Εντούτοις, η κατάσταση χειροτέρεψε για τους Αθηναίους με την άφιξη περισσότερων συμμάχων των Συρακουσίων και έτσι ο Νικίας συμφώνησε να αποχωρήσουν. Λίγο πριν ξεκινήσουν οι Αθηναίοι, συνέβη μια έκλειψη της Σελήνης. Ο Νικίας και πολλοί άλλοι Αθηναίοι θεώρησαν ότι αυτό ήταν σημάδι πως οι θεοί δεν επιδοκίμαζαν τα σχέδιά τους και ορισμένοι μάντεις πρότειναν να περιμένουν 27 μέρες πριν αποφάσιζαν τι θα έκαναν στη συνέχεια.
Οι Συρακούσιοι έκαναν για μια ακόμη φορά την πρώτη κίνηση. Καταρχήν προκάλεσαν τους Αθηναίους σε μάχη και κατέστρεψαν 18 από τα πλοία τους, πλήττοντας την αριθμητική υπεροχή που είχαν αποκτήσει με την άφιξη του Δημοσθένη. Στη συνέχεια έκλεισαν την είσοδο του Μεγάλου Λιμανιού, η οποία είχε πλάτος μικρότερο από ένα μίλι. Οι Αθηναίοι προσπάθησαν να περάσουν με τη βία, αλλά η ήττα τους ήταν ολοκληρωτική, και έτσι την επομένη οι Συρακούσιοι μπόρεσαν να ρυμουλκήσουν τα αθηναϊκά πλοία που είχαν γλιτώσει χωρίς καμία απολύτως αντίσταση.
Οι Αθηναίοι ήταν καταπτοημένοι, εξαντλημένοι και αντιμετώπιζαν σοβαρή έλλειψη προμηθειών. Δεν είχαν πλέον άλλη επιλογή από το να επιχειρήσουν μια υποχώρηση από την ξηρά και να κατευθυνθούν προς κάποια φιλική κοινότητα στο εσωτερικό της Σικελίας. Εγκατέλειψαν τους αρρώστους και τραυματισμένους, και ξεκίνησαν σε δύο παρατάξεις, μία με επικεφαλής τον Δημοσθένη και μία με επικεφαλής τον Νικία. Οι Συρακούσιοι όμως τους σταμάτησαν και ο Δημοσθένης γρήγορα παραδόθηκε, αφού πρώτα τον διαβεβαίωσαν ότι δεν θα εκτελούσαν τους άνδρες του και ότι θα τους έδιναν τροφή. Οι άνδρες του Νικία προσπάθησαν να συνεχίσουν, όμως, όταν τελικά έφτασαν σε ένα υδραγωγείο, έχασαν την πειθαρχία τους και έγιναν εύκολη λεία για τους Συρακουσίους και τους συμμάχους τους, οι οποίοι άρχισαν να τους σφαγιάζουν μέσα σε ένα ποτάμι.
Ο Νικίας, ο οποίος είχε προσπαθήσει τόσο πολύ να επιτευχθεί ειρήνη μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης, παραδόθηκε στον Γύλιππο, ελπίζοντας ότι οι Σπαρτιάτες θα χρησιμοποιούσαν την επιρροή τους για να μην εκτελεστεί. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν συνέβη, επειδή οι Κορίνθιοι δεν επιθυμούσαν να συλληφθεί ως όμηρος, ενώ μερικοί Συρακούσιοι ήθελαν να είναι σίγουροι ότι δεν θα αποκάλυπτε, έπειτα από βασανιστήρια, λεπτομέρειες των προηγούμενων διαπραγματεύσεων που είχαν κάνει με τους Αθηναίους για να παραδώσουν την πόλη.
Διαβάστε Επίσης: Η εκστρατεία της Αμφίπολης και ο θάνατος του Βρασίδα, του πιο γεναίου Σπαρτιάτη στρατηγού της εποχής.
Επακόλουθα
Αυτός και ο Δημοσθένης εκτελέστηκαν, ενώ οι υπόλοιποι επιζώντες φυλακίστηκαν στα γειτονικά λατομεία για 70 μέρες, όπου πολλοί από αυτούς πέθαναν από το κρύο και την πείνα. Τελικά, οι περισσότεροι από αυτούς πουλήθηκαν ως σκλάβοι, ενώ μερικοί κατάφεραν τελικά να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Το νέο της παράδοσης άργησε να φτάσει στην Αθήνα και, όταν έφτασε, οι Αθηναίοι μετά βίας μπορούσαν να πιστέψουν ότι η μεγαλειώδης εκστρατευτική δύναμή τους είχε κατατροπωθεί. Ο πρώτος που έφερε το νέο της καταστροφής φαίνεται να ήταν ένας περιοδεύων έμπορος ο οποίος αποβιβάστηκε στο λιμάνι του Πειραιά και μπήκε σε ένα κουρείο. Εκεί άρχισε να μιλάει στον κουρέα γι’ αυτό το γεγονός, υποθέτοντας ότι το γνώριζαν πλέον όλοι.
Όταν ο κουρέας συνειδητοποίησε τι έλεγε, έτρεξε στην πόλη και μπήκε στην Αγορά για να μεταφέρει στους άρχοντες αυτό που είχε ακούσει. Εκείνοι συγκάλεσαν την Εκκλησία του Δήμου και παρουσίασαν τον κουρέα που είπε την ιστορία του. Επειδή δεν μπορούσε να προσδιορίσει με σαφήνεια την προέλευση της πληροφορίας του δεν γνώριζε το όνομα του ξένου ούτε πού είχε ακούσει το νέο, υπέθεσαν ότι ήταν υποκινητής ταραχών που σκόπιμα διέδιδε κακές ειδήσεις. Μάλιστα, βασανίστηκε για να αποκαλύψει περισσότερα πράγματα για την υποτιθέμενη συνωμοσία του, μολονότι έφταναν και άλλοι αγγελιαφόροι που ανέφεραν όλες τις λεπτομέρειες των συμβάντων.
Στην περιγραφή των γεγονότων, ο Θουκυδίδης εκφράζει λύπη για τον θάνατο του Νικία, τον οποίο θεωρούσε άνθρωπο του καθήκοντος και δηλώνει πως δεν άξιζε τέτοιο τέλος. Ο ακριβής αριθμός των αιχμαλώτων είναι άγνωστος, ωστόσο, ο Θουκυδίδης υπολογίζει πως δεν ήσαν λιγότεροι των 7.000 ανδρών. Όταν τελικά στην Αθήνα επιβεβαίωσαν την είδηση, οι Αθηναίοι κινήθηκαν κατά των ρητόρων και των μαντείων: οι Αθηναίοι θεωρούσαν τους ρήτορες υπεύθυνους καθώς τους είχαν ωθήσει να αναλάβουν την εκστρατεία, ενώ οι μάντεις κατηγορήθηκαν για ψευδείς χρησμούς περί νίκης των Αθηναίων.
Η πόλη των Αθηνών αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, καθώς επίσης και έλλειψη νεαρών στρατιωτών. Οι Αθηναίων ήσαν σίγουροι πως οι Συρακούσιοι και οι Πελοποννήσιοι θα εκμεταλλευτούν την πανωλεθρία τους στη Σικελία και θα επιτεθούν εναντίον της πόλης τους, γι’ αυτό και άρχισαν να εξοπλίζουν νέο στόλο. Στον αντίποδα, η είδηση της πανωλεθρίας των Αθηναίων στη Σικελία προκάλεσε ενθουσιασμό στους Σπαρτιάτες, οι οποίοι θεώρησαν πως θα μπορούσαν να πετύχουν γρήγορη νίκη και να γίνουν ηγεμόνες της Ελλάδος. Ωστόσο, ο πόλεμος συνεχίστηκε για ακόμα 9 χρόνια και έληξε μετά την ήττα των Αθηναίων στη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς και την κατάληψη της πόλης από τους Σπαρτιάτες.
Βιβλιογραφία
Philip de Souza – The Peloponnesian War 431-404 BC
Thyucydides, Peloponnesian War
Xenophon, History of my Times
Thucydides History of the Peloponnesian War
Philip Matyszak, Expedition to Disaster
Kagan, The Peace of Nicias and the Sicilian Expedition
Διαβάστε Επίσης: Δεκελεικός Πόλεμος (413-404 π.Χ.) – Το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου και η ήττα της Αθήνας