Η αντεπίθεση του Βρασίδα
Το 424 π.Χ. οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να επιτεθούν σε μια ευάλωτη περιοχή της αθηναϊκής ηγεμονίας, τις ελληνικές πόλεις του βορειοανατολικού Αιγαίου, και κυρίως αυτές που βρίσκονταν στη Χερσόνησο της Χαλκιδικής. Καθώς δεν είχαν τη δυνατότητα να οργανώσουν μια ναυτική εκστρατεία, έστειλαν ένα μικρό στρατό από την Πελοπόννησο με κατεύθυνση τη βόρεια Ελλάδα. Αρχηγός του στρατού ήταν ο Βρασίδας, ο Σπαρτιάτης που είχε πολεμήσει με γενναιότητα στην Πύλο και είχε αρχίσει να αποκτά τη φήμη του ικανού στρατηγού.
Η δύναμή του αποτελούνταν από 1.000 μισθοφόρους οπλίτες από διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου και από 700 είλωτες, οι οποίοι είχαν δεχτεί να πολεμήσουν ως οπλίτες με αντάλλαγμα την ελευθερία τους. Η αποστολή χρηματοδοτήθηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας και τη νεοσύστατη συμμαχία των ελληνικών πόλεων της Χαλκιδικής, που ήθελαν να μειώσουν την επιρροή των Αθηναίων στην περιοχή τους.
Μία από τις πρώτες επιτυχίες του Βρασίδα ήταν εναντίον της Αμφίπολης. Αν και είχε ήδη πείσει τις πόλεις Άκανθο και Στάγειρα της Χαλκιδικής να αποστατήσουν από την Αθήνα, η Αμφίπολη ήταν πιο δύσκολος αλλά ταυτόχρονα και πιο ελκυστικός στόχος. Είχε ιδρυθεί το 437/436 π.Χ. από τους Αθηναίους για να ελέγχουν ένα στρατηγικής σημασίας πέρασμα του ποταμού Στρυμόνα -μια σημαντική οδό για το εμπόριο και την επικοινωνία- αλλά και για να εκμεταλλεύονται τους φυσικούς πόρους της ορεινής περιοχής του Παγγαίου (ξυλεία για την κατασκευή πλοίων, ασήμι και χρυσό).
Οι κάτοικοί της είχαν έρθει από όλα τα μέρη της Ελλάδας και είχε ελάχιστους Αθηναίους. Η αφοσίωση των πολιτών της στην Αθήνα ήταν αμφίβολη, αλλά υπήρχε μια φρουρά Αθηναίων οπλιτών την οποία διοικούσε ο στρατηγός Ευκλής. Η ξαφνική εμφάνιση του Βρασίδα, ο οποίος συνοδευόταν από δυνάμεις άλλων πόλεων ‘ της Χαλκιδικής που είχαν προσχωρήσει στο στρατό του, αιφνιδίασε τους απροετοίμαστους κατοίκους της Αμφίπολης. Πολλοί μάλιστα από αυτούς βρίσκονταν έξω από τα τείχη της πόλης και δούλευαν στα χωράφια τους. Παρ’ όλα αυτά, ο Ευκλής κατάφερε να στείλει ένα πλοίο για να ειδοποιήσει τον Αθηναίο ιστορικό Θουκυδίδη, ο οποίος εκείνη τη χρονιά εκτελούσε καθήκοντα στρατηγού διοικώντας μια δύναμη επτά τριήρων στη Θάσο, λιγότερο από μισής μέρας ταξίδι στα νοτιοανατολικά.
Τα νέα της άφιξης του Βρασίδα μεταφέρθηκαν στον Θουκυδίδη όσο πιο γρήγορα γινόταν. Η απόσταση μεταξύ της Αμφίπολης και της Θάσου είναι περίπου 50 μίλια (80 χιλιόμετρα) και το ταξίδι θα έπρεπε να ήταν σχετικά εύκολο για έμπειρους ναυτικούς. Ωστόσο, ήταν χειμώνας και το ταξίδι προς την απέναντι ενδοχώρα, κατά μήκος της ακτής και στα ανάντη του ποταμού Στρυμόνα με άσχημο καιρό, και καθώς έπεφτε το σκοτάδι, μάλλον ήταν αρκετά επικίνδυνο. Ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει πόσο δύσκολο ήταν το ταξίδι του, αλλά η αδυναμία του να καλύψει την απόσταση σε λιγότερο από έξι ώρες σίγουρα δεν αποτελεί ένδειξη ανικανότητας ή διστακτικότητας.
Αναφέρει ότι, αν και ξεκίνησε «αμέσως» με τα επτά πλοία του από τη Θάσο και έπλευσε με «μέγιστη ταχύτητα», δεν μπόρεσε να φτάσει εγκαίρως στην πόλη ώστε να αποτρέψει την παράδοσή της και ότι παραλίγο να μην κατάφερνε να σώσει και την πόλη Ηιόνα που βρίσκεται νοτιότερα στις εκβολές του Στρυμόνα. Ο Θουκυδίδης λέει ότι ακόμη και οι Αθηναίοι στην Αμφίπολη δεν περίμεναν να καταφτάσουν γρήγορα ενισχύσεις, κάτι που υποδηλώνει ότι δεν ήταν βέβαιοι πότε –ή αν- η έκκλησή τους για βοήθεια θα έφτανε σε αυτόν, παρόλο που ήταν κοντά.
Μήπως ανησυχούσαν, μεταξύ άλλων, και για το ποια θα ήταν η αντίδρασή του μόλις μάθαινε τα νέα; Θα διαπίστωναν αν είχε λάβει υπόψη του την έκκλησή τους μόνο όταν θα έβλεπαν τα πλοία του στο ποτάμι να πλησιάζουν από την Ηιόνα. Εντούτοις, ο Βρασίδας είχε αποφασίσει να προσφέρει στους κατοίκους γενναιόδωρους όρους παράδοσης, επιτρέποντάς τους να διατηρήσουν τις περιουσίες τους και τα πολιτικά τους δικαιώματα με αντάλλαγμα να αναγνωρίσουν τη σπαρτιατική κυριαρχία. Όσοι δεν επιθυμούσαν να παραμείνουν στην πόλη κάτω από αυτούς τους όρους μπορούσαν να πάρουν τα υπάρχοντά τους και να φύγουν ανενόχλητοι.
Διαβάστε Επίσης: H Μάχη της Πύλου και της Σφακτηρίας και η ταπεινωτική ήττα της Σπάρτης.
Αντίθετα, όταν το 427 π.Χ. παραδόθηκαν τελικά οι Πλαταιείς, όλοι οι άνδρες εκτελέστηκαν, εκτός από εκείνους που ήταν σε θέση να αποδείξουν ότι ήταν με το μέρος των Σπαρτιατών, ενώ οι γυναίκες που είχαν μείνει μαζί τους πουλήθηκαν ως σκλάβες. Ο Βρασίδας, σε αντίθεση με πολλούς άλλους Σπαρτιάτες διοικητές που έδρασαν στη διάρκεια του πολέμου, επιχειρούσε πολύ μακριά από τη Σπάρτη και δεν έδινε σε κανέναν αναφορά για τις ενέργειές του. Ωστόσο, η επιείκειά του απέναντι στους ντόπιους οφειλόταν στην πεποίθησή του ότι σύντομα θα κατέφθανε βοήθεια και ότι ο Θουκυδίδης θα μπορούσε εύκολα να χρησιμοποιήσει τις τοπικές του διασυνδέσεις για να συγκεντρώσει επιπλέον δυνάμεις για να τον αντιμετωπίσει.
Γιατί, λοιπόν, ο Ευκλής και οι συμπατριώτες του δεν κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα και δεν αποφάσισαν να αντισταθούν ούτε μία μέρα; Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, οι κάτοικοι της Αμφίπολης πίστευαν ότι θα ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να δεχτούν τους γενναιόδωρους όρους του Βρασίδα και να παραδοθούν παρά να υπακούσουν στον Αθηναίο διοικητή. Φαίνεται ότι η έλλειψη σίγουρων πληροφοριών σχετικά με την άφιξη βοήθειας, σε συνδυασμό με την επιεική στάση του Βρασίδα, έκανε τους κατοίκους της Αμφίπολης να χάσουν την εμπιστοσύνη τους προς τους Αθηναίους.
Ήταν πιο εύκολο να πιστέψουν στις δυνάμεις των Σπαρτιατών που βρίσκονταν μπροστά στα μάτια τους παρά στον άφαντο στόλο του Θουκυδίδη για τον οποίο μπορούσαν μόνο να υποθέσουν ότι πλησίαζε. Χωρίς κάποιο τρόπο άμεσης επικοινωνίας, οι Έλληνες διοικητές βασανίζονταν συνεχώς από αμφιβολίες και φόβους για προδοσία και εγκατάλειψη. Ο Βρασίδας κατάφερε να εκμεταλλευτεί αυτή την αδυναμία ώστε να πάρει τον έλεγχο της σημαντικής αθηναϊκής βάσης. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν οι Αθηναίοι να κατηγορήσουν τον Θουκυδίδη για την απώλεια της Αμφίπολης και να τον εξορίσουν από την πόλη του. Ωστόσο, η απώλειά του αποτέλεσε κέρδος για την αιωνιότητα, καθώς έτσι μπόρεσε να ταξιδέψει σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο και να συγκεντρώσει σημαντικές πληροφορίες για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.
Η ανακωχή του 423 π.Χ.
Ο Βρασίδας συνέχισε την εκστρατεία του στην περιοχή, αλλά συνάντησε αποφασιστική αντίσταση από την τοπική αθηναϊκή φρουρά στην πόλη της Τορώνης, μέχρι τη στιγμή που ορισμένοι από τους κατοίκους της άνοιξαν τις πύλες και οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να διαφύγουν με τα πλοία τους. Εμψυχωμένος από την επιτυχία του, αξιοποίησε κατάλληλα τους πόρους της Αμφίπολης και κατασκεύασε τριήρεις στις όχθες του ποταμού Στρυμόνα.
Οι Αθηναίοι, προφανώς, έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να σταματήσουν τον Βρασίδα, και οι Σπαρτιάτες όμηροι τους οποίους είχαν αιχμαλωτίσει το 425 π.Χ. στην Πύλο αποτελούσαν ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στις ειρηνευτικές συνομιλίες. Η Σπάρτη έπεισε τους συμμάχους της να δεχτούν μια ανακωχή ενός έτους. Η Εκκλησία του Δήμου των Αθηναίων συμφώνησε και το καλοκαίρι του 423 π.Χ. οι αντιπρόσωποι των δύο πλευρών έδωσαν όρκους. Οι όροι της συμφωνίας περιλάμβαναν και ένα άρθρο το οποίο επέτρεπε σε κάθε πλευρά να διατηρήσει τα εδάφη της, επέβαλε συγκεκριμένους περιορισμούς σε ό,τι είχε να κάνει με την επικοινωνία με στρατηγικά ευαίσθητες περιοχές και τις κινήσεις στρατευμάτων σε αυτές, ιδίως γύρω από τα Μέγαρα, περιόριζε τις κινήσεις των πελοποννησιακών δυνάμεων στη θάλασσα και απαγόρευε την αποδοχή λιποτακτών.
Αυτός ο περιορισμός, ο οποίος θα περιλάμβανε και τυχόν Μεσσηνίους που θα κατέφευγαν στην Πύλο, θα έβαζε τέλος στις αποστασίες των πόλεων της βόρειας Ελλάδας που πλήρωναν φόρο υποτέλειας στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την ανακωχή εξεγέρθηκε η Σκιώνη, μία από τις πόλεις της Χαλκιδικής. Ο Βρασίδας, ο οποίος προσεταιρίστηκε τους κατοίκους της, ισχυρίστηκε ότι αυτό δεν ήταν αντίθετο στους όρους της ανακωχής επειδή συνέβη πριν δοθούν οι όρκοι. Οι Αθηναίοι όμως οργίστηκαν με τη Σκιώνη και ο Κλέωνας έπεισε την Εκκλησία του Δήμου να ψηφίσει ως τιμωρία την καταστροφή της πόλης και την εκτέλεση των πολιτών της.
Αυτή η σκληρή απόφαση δεν αποθάρρυνε μια γειτονική πόλη της Σκιώνης, τη Μένδη, να αλλάξει επίσης στρατόπεδο, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτό συνέβη μετά την επικύρωση της ανακωχής. Ο Βρασίδας ίσως να είχε καταφέρει να κερδίσει περισσότερα αν δεν είχε στείλει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του σε μια κοινή εκστρατεία με το σύμμαχο και χορηγό του, το βασιλιά Περδίκκα της Μακεδονίας. Οι Αθηναίοι εκμεταλλεύτηκαν την απουσία του και εκστράτευσαν στην περιοχή με τους στρατηγούς Νικία και Νικόστρατο.
Κατάφεραν να ανακαταλάβουν τη Μένδη, οι κάτοικοι της οποίας άλλαξαν εγκαίρως πάλι στρατόπεδο ώστε να αποφύγουν τη σκληρή τιμωρία των οργισμένων Αθηναίων, αλλά η Σκιώνη αντιστάθηκε περισσότερο. Αν οι ενισχύσεις των Σπαρτιατών είχαν διασχίσει τη Θεσσαλία, ο Βρασίδας ίσως είχε άρει και εκεί την πολιορκία. Τις δυνάμεις του όμως τις κρατούσε καθηλωμένες ο βασιλιάς Περδίκκας, ο οποίος είχε έρθει σε προστριβή με τον Βρασίδα και τώρα συνεργαζόταν με τους Αθηναίους.
Θάνατος του Κλέωνα και του Βρασίδα
Παρά την ανακωχή, ο πόλεμος συνεχίστηκε με σποραδικές συγκρούσεις. Οι Αθηναίοι επιχείρησαν να διεκδικήσουν πάλι τα συμφέροντά τους στη Σικελία ενθαρρύνοντας κάθε αντίσταση απέναντι στις Συρακούσες, αλλά δεν σημείωσαν σημαντική πρόοδο. Μια δύναμη των Βοιωτών κατέλαβε, με προδοσία, το οχυρό Πάνακτον, στα σύνορα Αθήνας και Βοιωτίας. Η απώλεια αυτή δεν ήταν τόσο σπουδαία, αλλά έκανε πιο ευάλωτη στις επιδρομές τη βόρεια Αττική και δυσκόλευε τον ανεφοδιασμό των Αθηναίων από την Εύβοια.
Στις συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου άρχισε να εκδηλώνεται μια ολοένα και μεγαλύτερη ανυπομονησία. Οι πολίτες απαιτούσαν αποφασιστικές κινήσεις από τους στρατηγούς. Αυτή η απογοήτευση διευκόλυνε τον Κλέωνα να πείσει την Εκκλησία του Δήμου να ψηφίσει υπέρ μιας μεγάλης εκστρατείας στο βορρά εναντίον του Βρασίδα. Η Εκκλησία του Δήμου έθεσε τον Κλέωνα επικεφαλής 30 τριήρων, 1.200 Αθηναίων οπλιτών, 300 ιππέων και μιας ισχυρής δύναμης που στρατολογήθηκε από τους υποτελείς συμμάχους της Αθήνας.
Ο Κλέωνας, αφού απέσπασε και άλλες δυνάμεις από το στρατό που πολιορκούσε τη Σκιώνη, επιτέθηκε στην Τορώνη. Η πόλη καταλήφθηκε γρήγορα με συνδυασμένες επιθέσεις από την ξηρά και τη θάλασσα. Οι γυναίκες και τα παιδιά πουλήθηκαν ως σκλάβοι, ενώ οι 700 άνδρες που γλίτωσαν, μερικοί κάτοικοι της Τορώνης και άλλων πόλεων της Χαλκιδικής και λίγοι Πελοποννήσιοι, μεταφέρθηκαν στην Αθήνα όπου βρίσκονταν και οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι πολέμου.
Ο βασικός σκοπός της εκστρατείας του Κλέωνα ήταν η ανακατάληψη της Αμφίπολης. Ο Βρασίδας είχε συνειδητοποιήσει τη σπουδαιότητα της πόλης και στρατολόγησε επιπλέον μισθοφόρους από τη Θράκη προκειμένου να ενισχύσει την άμυνά του. Ο Κλέωνας χρησιμοποίησε ως βάση τη γειτονική Ηιόνα, αλλά έφερε το στρατό του αρκετά κοντά στην Αμφίπολη ώστε να παρακολουθεί τη διάταξη των δυνάμεων του Βρασίδα στο εσωτερικό της πόλης. Όταν κατάλαβε ότι ετοιμάζονταν για μάχη, διέταξε τους άνδρες του να υποχωρήσουν. Ο Βρασίδας όμως, με μια επιθετική δύναμη 150 επίλεκτων οπλιτών, βγήκε από τις πύλες και εφόρμησε εναντίον του Κλέωνα, ενώ εκείνος προσπαθούσε ακόμη να στρέψει το στρατό του και να τον οργανώσει για να επιστρέψει στην Ηιόνα.
Καθώς ολοένα και περισσότεροι άνδρες του Βρασίδα ξεχύνονταν από την πόλη, οι Αθηναίοι πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Ο Κλέωνας σκοτώθηκε από ένα Θράκα μισθοφόρο, ενώ έχασαν τη ζωή τους και 600 οπλίτες. Οι απώλειες της αντίπαλης πλευράς ήταν μόνο επτά νεκροί, αλλά μεταξύ αυτών ήταν και ο Βρασίδας, ο οποίος για μια ακόμη φορά είχε αποφασίσει να δώσει το παράδειγμα με αποτέλεσμα να τραυματιστεί θανάσιμα. Ωστόσο, πρόλαβε να μάθει τα νέα της νίκης και οι ενθουσιασμένοι πολίτες της Αμφίπολης τον κήδεψαν με μεγαλοπρέπεια και του αφιέρωσαν το βωμό του επίτιμου ιδρυτή της πόλης τους, που προηγουμένως ήταν αφιερωμένος στον πρώτο Αθηναίο ιδρυτή.
Μόλις έφτασε στη Σπάρτη το νέο του θανάτου του Βρασίδα, χαιρετίστηκε ως ο καλύτερος των Σπαρτιατών, αλλά λέγεται ότι η μητέρα του είπε: «Πράγματι, ο γιος μου ο Βρασίδας ήταν ικανός άνδρας, αλλά όχι περισσότερο από πολλούς άλλους Σπαρτιάτες». Γι’ αυτό το δείγμα μετριοφροσύνης και πατριωτισμού, οι έφοροι αποφάσισαν να την τιμήσουν δημοσίως.
Η μεγάλη ήττα των Αθηναίων και ο θάνατος των Κλεωνα και Βρασίδα είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση των φιλειρηνικών παρατάξεων μεταξύ των εμπολέμων. Έτσι, το φθινόπωρο του 422 π.Χ. άρχισαν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις οι οποίες κατέληξαν στην ειρήνη του Νικία το 421 π.Χ.
Βιβλιογραφία
Philip de Souza – The Peloponnesian War 431-404 BC
Thyucydides, Peloponnesian War
Xenophon, History of my Times
Plutarch, Parallel Lives
Bagnall, Nigel. The Peloponnesian War: Athens, Sparta, And The Struggle For Greece
Cawkwell, George. Thucydides and the Peloponnesian War
Hanson, Victor Davis. A War Like No Other: How the Athenians and Spartans Fought the Peloponnesian War
Kagan, Donald, The Archidamian War
Διαβάστε Επίσης: Πελοποννησιακός Πόλεμος: H εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία και η πανωλεθρία τους έξω από τα τείχη των Συρακουσών