Η Μάχη της Αλεσίας: Η Στρατηγική ιδιοφυία του Ιούλιου Καίσαρα.

H μάχη στην Αλεσία διεξήχθη το 52 π.Χ. στη γη των Μανδουβίων (στην «καρδιά» της Πέραν των Άλπεων Γαλατίας), ανάμεσα στον ρωμαϊκό στρατό, υπό τη διοίκηση του Γάιου Ιουλίου Καίσαρα και τις γαλατικές φυλές, υπό την αρχηγία του Βερκιγγετόριγα, αρχηγού των Αρβέρνων, στο πλαίσιο της κατάκτησης της Γαλατίας από τους Ρωμαίους. Τον χειμώνα του 53-52 π.Χ. οι αναταραχές στη Γαλατία δεν είχαν ακόμη τελειώσει, παρόλο που ο Καίσαρας είχε αρχίσει πάλι να επιβάλλει τις συνήθεις διοικητικές πρακτικές στην Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία και να ελέγχει από πιο κοντά όσα συνέβαιναν στη Ρώμη εν τη απουσία του.

Το πρώτο σημάδι σχηματισμού ενός γαλατικού συνασπισμού εκδηλώθηκε όταν οι Καρνούτοι δολοφόνησαν όλους τους Ρωμαίους αποίκους στην πόλη Κενάμπουμ (ελλην. Κάναβον, σημερινή Ορλεάνη). Μόλις ο Καίσαρας πληροφορήθηκε αυτά τα γεγονότα, συγκέντρωσε γρήγορα μερικές κοόρτεις (στρατιωτικές μονάδες που αποτελούνταν από 480 λεγεωνάριους η καθεμία), τις οποίες είχε στρατολογήσει κατά τη διάρκεια του χειμώνα για να τις ενσωματώσει στον στρατό που είχε αφήσει να διαχειμάσει στη Γαλατία, και διέσχισε τις Άλπεις, οι οποίες ήταν ακόμη καλυμμένες με χιόνια. Συνέχισε την πορεία του μέχρι ναφτάσει στον στρατό που είχε αφήσει στην καρδιά της Γαλατίας, στο Αγκέντινκουμ (ελλην. Aγήδικον).

Σε αυτό το σημείο ο Καίσαρας χώρισε τις δυνάμεις του και έστειλε 4-5 λεγεώνες, υπό τη διοίκηση του Τίτου Λαβιηνού, να πολεμήσουν τους Σένονες και τους Παρισίους στον βορρά. Για τον εαυτό του κράτησε το δυσκολότερο έργο: αυτό της καταδίωξης του Βερκιγγετόριγα, του αρχηγού της επανάστασης, έως την πρωτεύουσα των Αρβέρνων. Ο Βερκιγγετόριξ, ύστερα από ορισμένες συγκρούσεις μικρής σημασίας αποφάσισε να πορευθεί προς την Αλεσία, ενώ ο Καίσαρας άφησε την εξάρτυσή του σε έναν λόφο, αναθέτοντας σε δύο λεγεώνες τη φύλαξή της, και καταδίωξε τον εχθρό του καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Αφού σκότωσε 3.000 άνδρες από την οπισθοφυλακή του, την επόμενη ημέρα στρατοπέδευσε στο Οχυρό (oppidum) των Μανδουβίων, όπου είχε προβλέψει ότι θα κατέφευγε ο αρχηγός των Αρβέρνων

Ο ρωμαϊκός στρατός, υπό τις διαταγές τον Καίσαρα, μπορούσε να βασίζεται σε τρεις ικανούς αξιωματούχους, τον Μάρκο Αντώνιο, τον Λαβιηνό και τον Γάιο Τρεμπόνιο, και σε 11 λεγεώνες (τις VI, VII, VIII, IX, X, XI, XII, XIII, XIV, XV, και την Ι, που διέθεσε στον Καίσαρα ο Πομπήιος ο Μέγας). Ο συνασπισμός των γαλατικών φυλών, αρχηγός του οποίου ήταν ο Βερκιγγετόριξ, βασιλιάς των Αρβέρνων, διέθετε, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Καίσαρας στο έργο του De bello gallico, 80.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 15.000 ιππείς, και στρατοπέδευσε κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της πόλης της Αλεσίας, αφού πρώτα διάνοιξε τάφρο και έχτισε οχυρωματικό τείχος ύψους 6 ποδών (λίγο λιγότερο από 2 μέτρα). Στο De bello gallico, ο Καίσαρας αναφέρει επίσης ότι ο γαλατικός στρατός, ο οποίος έσπευσε σε βοήθεια, αποτελούνταν από 240.000 πεζούς στρατιώτες και 8.000 ιππείς.

Η πόλη της Αλεσίας στην κορυφή του λόφου περικυκλωμένη απο τα ρωμαικά πολιορκητικά τείχη.

Επικεφαλής αυτού του τεράστιου στρατού αρωγής ήταν ένας Ατρεβάτιος, δύο Αίδουοι (ή Αίγυοι ή Άρδυες ή Αιδούσιοι) και ο Αρβέρνος Βερκασσιβελλαύνος, εξάδελφος του Βερκιγγετόριγα. Η Αλεσία βρισκόταν σε Οχυρωμένη θέση, στην κορυφή λόφου με έντονα αμυντικά χαρακτηριστικά, και περιβαλλόταν από τρεις ποταμούς. Ο Καίσαρας θεωρούσε ότι σε αυτή την περιοχή η κατά μέτωπον επίθεση δεν θα είχε αίσιο αποτέλεσμα και γι’ αυτόν τον λόγο επέλεξε την πολιορκία, ελπίζοντας ότι η ασιτία θα ανάγκαζε τους Γαλάτες να παραδοθούν. Δεδομένου ότι στην πόλη είχαν κλειστεί περίπου 80.000 στρατιώτες, εκτός από τον πληθυσμό των Μανδουβίων, ήταν θέμα χρόνου: ο λιμός αργά ή γρήγορα θα τους οδηγούσε στον θάνατο ή θα τους ανάγκαζε να παραδοθούν.

Για να εξασφαλίσει ότι ο αποκλεισμός της πόλης θα ήταν απόλυτος, ο Καίσαρας διέταξε την κατασκευή εσωτερικών και εξωτερικών οχυρωματικών έργων γύρω από την Αλεσία. Πρώτα απ’ όλα κατασκεύασε μια τάφρο στα δυτικά της πόλης, ανάμεσα σε δύο Ποταμούς, με βάθος 20 ποδών (περίπου 6 μέτρα).

Στη συνέχεια, προγραμμάτισε όλα τα οχυρωματικά έργα σε απόσταση 400 βημάτων (περίπου 600 μέτρα) δυτικά της τάφρου αυτής. Σε αυτό το σημείο κατασκευάστηκε σε διάστημα τριών εβδομάδων -χρόνος ρεκόρ για εκείνη την εποχή- το εσωτερικό τείχος, το οποίο είχε μήκος 15 χιλιομέτρων (περίπου δέκα ρωμαϊκά μίλια) και περιέβαλλε το αντίπαλο οχυρό, και το εξωτερικό τείχος, με μήκος 21 χιλιομέτρων (σχεδόν 14 μίλια).

Για την κατασκευή αυτού του έργου χρειάζονταν ιδιαίτερες γνώσεις μηχανικής, τις οποίες, βέβαια, διέθεταν οι aediles, αξιωματούχοι της Ρώμης που λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν κατασκευάσει σε δέκα ημέρες μια γέφυρα στον Ρήνο προκαλώντας τον θαυμασμό των Γερμανών.

Τα πολιορκητικά έργα περιλάμβαναν: δύο τείχη (ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό) στο επάνω μέρος των οποίων βρισκόταν οχύρωμα με πασσάλους, συνολικού ύψους 3,5 μέτρων (περίπου 12 πόδια): δύο τάφρους πλάτους 4,5 μέτρων και βάθους περίπου 1,5 μέτρου, κατά μήκος της εσωτερικής πλευράς, με τη μία εξ αυτών να γεμίζει με νερό από τους γύρω ποταμούς εκτός από τις τάφρους υπήρχαν και παγίδες και βαθιoί λάκκοι για να περιορίζουν τις συνεχείς εξόδους των Γαλατών από διάφορες πύλες της πόλης της Αλεσίας, οι οποίοι εξαπέλυαν βίαιες επιθέσεις στα εργοτάξια των Ρωμαίων περίπου 1.000 τριώροφους πύργους εποπτειας, σε ίσες αποστάσεις (περίπου 25 μέτρα μακριά ο ένας από τον άλλο), όπου Οι Ρωμαίοι τοποθέτησαν τους χειριστές όπλων που έβαλλαν σε μεγάλη απόσταση. 23 μικρά Οχυρά (castella), τα οποία επάνδρωναν την ημέρα ομάδες επιτήρησης και τη νύχτα φρουροί για να μην μπορούν Οι εχθροί να πραγματοποιούν ξαφνικές εξόδους . 4 μεγάλα στρατόπεδα για τις λεγεώνες και 4 στρατόπεδα του ιππικου των λεγεωνάριων, των εφέδρων και των Γερμανών.

Τα ρωμαικά πολιορκητικά έργα.

Τέλος, για να μην αναγκαστεί στη συνέχεια να βγει από το στρατόπεδο θέτοντας σε κίνδυνο τον στρατό του, ο Καίσαρας διέταξε να υπάρχει απόθεμα σανού και σιταριού που να επαρκεί για 30 ημέρες. Μόλις οι Ρωμαίοι τελείωσαν τα πρώτα οχυρωματικά έργα στην πεδιάδα του Λομ, δυτικά της Αλεσίας, το ιππικό του Βερκιγγετόριγα επιτέθηκε κατά τη διάρκεια των νέων εργασιών, προσπαθώντας να αποφύγει την πλήρη περικύκλωση.

Το ρωμαϊκό ιππικό, με την υποστήριξη των παρατεταγμένων απέναντι από τα Οχυρωματικά έργα λεγεώνων, και το ιπππικό των Γερμανών συμμάχων όχι μόνο απέκρουσαν το γαλατικό ιππικό, αλλά και το καταδίωξαν έως το στρατόπεδό του, καταστρέφοντας την οπισθοφυλακή του και προκαλώντας τον τρόμο στους πολιορκημένους. Πριν προλάβουν οι Ρωμαίοι να ολοκληρώσουν την οχυρωματική γραμμή, ο Βερκιγγετόριξ αποφάσισε να αφήσει να φύγουν, μέσα στη νύχτα, όλοι οι ιππείς του για να μεταβούν στις πατρίδες τους και να ζητήσουν βοήθεια από όποιον ήταν σε θέση να πολεμήσει.

Αφού πληροφορήθηκε ότι διέθετε τρόφιμα για έναν μήνα, διέταξε να του τα παραδώσουν όλα και απείλησε ότι όσοι δεν υπάκουαν στις διαταγες του θα θανατώνονταν. Κατένειμε στους άνδρες τα ζώα που είχαν συγκεντρωθεί πριν από την έναρξη της πολιορκίας και μετέφερε όλο τον στρατό εντός των τειχών της πόλης αναμένοντας τη βοήθεια που θα έφτανε από την υπόλοιπη Γαλατία και προετοιμαζόμενος για την τελική επίθεση.

Ο Καίσαρας είχε διατάξει την κατασκευή δεύτερης εξωτερικής Οχυρωματικής γραμμής προβλέποντας τον κίνδυνο της άφιξης ενός στρατού ενίσχυσης των πολιορκημένων Γαλατών. Κατά μήκος αυτής της εξωτερικής γραμμής, η οποία εκτεινόταν για σχεδόν 21 χιλιόμετρα, υπήρχαν 4 στρατόπεδα για το ιππικό κι άλλα τόσα για το πεζικό.

Αυτή η σειρά οχυρωματικών έργων είχε στόχο την προστασία του ρωμαϊκού στρατού, όταν θα έφταναν στους Γαλάτες οι ενισχύσεις. Ενώ ο Καίσαρας κατασκεύαζε αυτή τη δεύτερη οχυρωματική γραμμή, οι συνθήκες διαβίωσης μέσα στην Αλεσία άρχισαν να γίνονται αφόρητες για τους πολιορκημένους. Λέγεται ότι, αφού καταναλώθηκε όλο το σιτάρι, οι Γαλάτες συγκάλεσαν συνέλευση για να εκτιμήσουν την κατάσταση και να αποφασίσουν τι θα έπρατταν. Όταν ολοκληρώθηκε αυτή η σύσκεψη, ο Βερκιγγετόριξ και ολόκληρο το συμβούλιο ανακοίνωσαν ότι όλοι όσοι δεν μπορούσαν να πολεμήσουν λόγω της ηλικίας ή της κατάστασης της υγείας τους έπρεπε να βγουν από την πόλη.

Αποφάσισαν να αναγκάσουν τις γυναίκες, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους Μανδουβίους να απομακρυνθούν, ελπίζοντας όχι μόνο ότι θα εξοικονομούσαν τροφή για τους στρατιώτες, αλλά και ότι ο Καίσαρας θα τους δεχόταν και ότι στη συνέχεια θα τους ελευθέρωνε. Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη, επειδή, όπως αφηγείται ο Δίων, πέθαναν όλοι από την πείνα ανάμεσα στα τείχη της πόλης και στις Οχυρωματικές γραμμές των Ρωμαίων, στη «νεκρή ζώνη». Ο Καίσαρας, πράγματι, τοποθέτησε πολλούς φρουρούς στα οχυρωματικά έργα και δεν επέτρεψε να γίνουν δεκτά τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι, παρά τις παρακλήσεις και τον θρήνο.

Για καλή τύχη των Γαλατών, εκείνες τις ώρες της απόγνωσης έφτασαν επιτέλους οι γαλατικές στρατιωτικές ενισχύσεις, προσφέροντάς τους νέα δύναμη για να αντέξουν την πολιορκία και για να πολεμήσουν για την πιθανή τελική νίκη. Την επόμενη ημέρα από την άφιξη των ενισχύσεων, οι Γαλάτες παρέταξαν το Ιππικό με τέτοιο τρόπο ώστε να γεμίσουν όλη την πεδιάδα στα δυτικά των ρωμαϊκών οχυρωματικών έργων, ενώ τοποθέτησαν το πεζικό σε υψηλότερα σημεία και λίγο πιο πίσω. Από ψηλά, από την πόλη της Αλεσίας, μπορούσε κανείς να δει τους ελιγμούς που πραγματοποιούσαν οι στρατιωτικές ενισχύσεις, και έτσι οι πολιορκημένοι έσπευσαν να βγουν έξω και να λάβουν θέση μπροστά από την πόλη, καλύπτοντας με ξύλινα πλέγματα και γεμίζοντας με χώμα την εγγύτερη τάφρο, έτοιμοι να επέμβουν κατά μήκος του εσωτερικού μετώπου.

Ο Καίσαρας, ο οποίος είχε παρατάξει για κάθε μονάδα πεζικού ένα ειδικό τάγμα κατά μήκος των δύο οχυρωματικών γραμμών (και της εσωτερικής και της εξωτερικής), διέταξε το ιππικό να βγει από τα στρατόπεδα και να ξεκινήσει τη μάχη. Και όταν φάνηκε ότι η μάχη είχε καταλήξει σε ένα είδος ισοπαλίας, ο Καίσαρας έστειλε ξαφνικά κατά μήκος μιας πλευράς της παράταξης των Γαλατών το γερμανικό ιππικό, το οποίο κατάφερε όχι μόνο να απωθήσει τον εχθρό αλλά και να αιματοκυλήσει τους τοξότες που είχαν αναμειχθεί με το ιππικό, καταδιώκοντας την οπισθοφυλακή τους έως το στρατόπεδο των Γαλατών. Οι Γαλάτες άφησαν να περάσει μια ημέρα, κατά τη διάρκεια της οποίας ετοίμασαν πολλά πλέγματα, κλίμακες και αρπάγες.

Τα μεσάνυχτα βγήκαν από το στρατόπεδό τους κάνοντας απόλυτη ησυχία, πλησίασαν τις οχυρώσεις της πεδιάδας και, αφού έβγαλαν μια κραυγή για να ειδοποιήσουν τους πολιορκημένους της Αλεσίας για την επίθεσή τους, άρχισαν να πετούν τα πλέγματα, να πλήττουν με καταπέλτες, βέλη και πέτρες τους αμυνόμενους που έσπευδαν στα οχυρά, και να αναρριχώνται στις ρωμαϊκές επάλξεις. Οι Ρωμαίοι, οι οποίοι ήταν προετοιμασμένοι γι’ αυτού του είδους τις επιθέσεις, έλαβαν τις προκαθορισμένες θέσεις τους και κατάφεραν να κρατήσουν μακριά τους Γαλάτες με μηχανισμούς που έριχναν βλήματα βάρους μίας λίβρας, με μολυβένια βλήματα και μηχανές εκτόξευσης, όπως καταπέλτες, βαλλίστρες και ονάγρους.

Το ξημέρωμα οι Ρωμαίοι βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση, στοχεύοντας τους εχθρούς από τους πύργους ή από τις επάλξεις των οχυρωματικών έργων με βολές μεγαλύτερης ακρίβειας. Έτσι οι Γαλάτες αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν, και λόγω του φόβου τους ότι οι μονάδες του ιππικού που προέρχονταν από τους επάνω καταυλισμούς θα τους χτυπούσαν στα νώτα.

Ο στρατός που ήρθε να ενισχύσει τους Γαλάτες, αφού απωθήθηκε δύο φορές, με μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, αποφάσισε, ύστερα από σχολαστική αναγνώριση των αμυντικών θέσεων των Ρωμαίων, να επιτεθεί στο επάνω στρατόπεδο. Το στρατόπεδο αυτό βρισκόταν σε μάλλον ακατάλληλη τοποθεσία με ελαφριά κλίση, στους πρόποδες λόφου, και εξαιτίας του εύρους του δεν είχε ενσωματωθεί στη ρωμαϊκή οχυρωματική γραμμή. Το γαλατικό πολεμικό συμβούλιο αποφάσισε να επιλέξει 60.000 ένοπλους άνδρες από τους πιο γενναίους προκειμένου να εξαπολύσουν αιφνιδιαστική επίθεση στο πλέον αδύναμο σημείο της ρωμαϊκής παράταξης, αναθέτοντας τη διοίκηση των ανδρών στον Αρβέρνο Βερκασσιβελλαύνο, εξάδελφο του Βερκιγγετόριγα και έναν από τους τέσσερις ανώτατους αρχηγούς.

Ο Βερκασσιβελλαύνος βγήκε από το στρατόπεδο μέσα στη νύχτα και, αφού ολοκλήρωσε την πορεία του πριν από την αυγή, κρύφτηκε πίσω από τον λόφο, όπου άφησε τους άνδρες του να αναπαυθούν εν αναμονή του συνθήματος της τελικής επίθεσης. Γύρω στο μεσημέρι, όπως είχε αποφασιστεί, μετακίνησε τον στρατό του προς το επάνω στρατόπεδο, ενώ ταυτόχρονα από το μεγάλο γαλατικό στρατόπεδο του στρατού ενίσχυσης εστάλη στην πεδιάδα Λομ, απέναντι από τις ρωμαϊκές οχυρώσεις, όλο το Ιππικό, καθώς και άλλα τμήματα στρατού. Ο Καίσαρας αποφάσισε να στείλει καταρχάς τον καλύτερο συνεργάτη του, τον Λαβιηνό, με 6 κοόρτεις, να ενισχύσει το επάνω στρατόπεδο, στη συνέχεια τον νεαρό Δέκιμο Βρούτο με άλλες κοόρτεις και, τέλος, τον Γάιο Φάβιο με επιπλέον κοόρτεις. Ο στρατηγός κινήθηκε προς τον επάνω καταυλισμό, παροτρύνοντας τους λεγεωνάριούς του να μην ηττηθούν από την κούραση και βοηθώντας τους με ξεκούραστο στρατό. Ο Βερκιγγετόριξ, ο οποίος είχε ελπίσει μάταια ότι θα μπορούσαν να διασπάσουν την οχύρωση στην περιοχή της πεδιάδας του Λομ, πολιόρκησε τα νότια Οχυρά, τα οποία ήταν τα πιο απόκρημνα.

Οι Γαλάτες προσπάθησαν να καλύψουν όπου μπορούσαν τα ορύγματα με χώμα και πλέγματα, ενώ χρησιμοποιώντας δρεπάνια κατάφεραν να διαρρήξουν σε ορισμένα σημεία τη ρωμαϊκή οχύρωση. Ο Ρωμαίος ανθύπατος αποφάσισε να μεταβεί εκεί ο ίδιος με νέα τμήματα λεγεωνάριων, τα οποία συγκέντρωσε κατά τη διάρκεια της πορείας προσέγγισης. Κατάφερε να σταθεροποιήσει την κατάσταση υπέρ των Ρωμαίων, αλλά επίσης με μια μη αναμενόμενη και ξαφνική κίνηση διέταξε τέσσερις κοόρτεις και μέρος του Ιππικού να τον ακολουθήσουν: σκόπευε να κάνει τον γύρο των οχυρωματικών έργων και να επιτεθεί στον εχθρό από τα νώτα.

Εν τω μεταξύ, ο Λαβιηνός, αφού συγκέντρωσε από τα μικρά οχυρά συνολικά 39 κοόρτεις, έσπευσε να κινηθεί κι εκείνος εναντίον του εχθρού. Την επόμενη ημέρα, ο Γαλάτης διοικητής συγκάλεσε με υπερηφάνεια το συμβούλιο και δήλωσε ότι επιχείρησε αυτόν τον πόλεμο όχι για το δικό του συμφέρον αλλά για την ελευθερία της Γαλατίας. Αυτός άφηνε τη ζωή του στα χέρια της συνέλευσης ήταν διατεθειμένος είτε να πεθάνει για να ικανοποιηθούν οι Ρωμαίοι είτε να παραδοθεί ως αιχμάλωτος πολέμου στον Καίσαρα. Γι’ αυτό τον λόγο εστάλη σαν πρεσβευτές στον Ρωμαίο ανθύπατο για να διαπραγματευτούν τους όρους της παράδοσης. Το τέλος της Αλεσίας σηματοδότησε το τέλος της αντίστασης και του ονείρου για ελευθερία της ενωμένης Γαλατίας.

H παράδοση του Βερκιγγετόριξ στον Καίσαρα. Πίνακας του Lionel Royer

Ο Καίσαρας, ο οποίος είχε τοποθετήσει τον θρόνο του απέναντι από τα οχυρά («Ipse in munitione pro Castris Consedit»), δέχτηκε την παράδοση των Γαλατών αρχηγών και του ηττημένου στρατιωτικού αρχηγού τους. Οι στρατιώτες της Αλεσίας αιχμαλωτίστηκαν και πολλοί δόθηκαν ως δούλοι στους λεγεωνάριους του Καίσαρα, εκτός από 20.000 άνδρες που ανήκαν στις φυλές των Αιδούων και των Αρβέρνων, οι οποίοι απελευθερώθηκαν προκειμένου να διαφυλαχθεί η συμμαχία των σημαντικότερων γαλατικών γενών με τη Ρώμη. Ο Βερκιγγετόριξ φυλακίστηκε για τα επόμενα έξι χρόνια στη συνέχεια συμμετείχε ως αιχμάλωτος στην παρέλαση του θριάμβου του Καίσαρα και μετά το τέλος της τον στραγγάλισαν, όπως ήταν παράδοση να γίνεται με τους διοικητές των εχθρών που συλλαμβάνονταν.

Για τον Καίσαρα η νίκη στη μάχη της Αλεσίας αποτέλεσε τη σημαντικότερη στρατιωτική επιτυχία. Άλλωστε, ακόμη και σήμερα θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα παραδείγματα της τέχνης του πολέμου σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας. Η μάχη της Αλεσίας αποδείχτηκε το τέλος της γενικευμένης και οργανωμένης αντίστασης κατά της εισβολής του Καίσαρα στη Γαλατία, ήταν δε το αποφασιστικό σημείο των Γαλατικών Πολέμων, που ήδη διαρκούσαν τότε 6 έτη και σηματοδότησε ουσιαστικά την αρχή της ρωμαϊκής διοίκησης στη Γαλατία έως και τον 5ο αιώνα μ.Χ.

Άγαλμα του Βερκιγγετόριξ στην Αλεσια, κοντά στο Alise-Sainte-Reine

O Bερκιγγετόριξ ήταν, πάνω απ’ όλα, σπουδαίος στρατιωτικός αρχηγός της εποχής του. Η δράση του ακολούθησε δύο οδούς. Καταρχάς οργάνωσε την αντίσταση, αντιμετωπίζοντάς την ως Πόλεμο καταστροφής (για τον οποίο ο γεωγραφικός χώρος της Γαλατίας ήταν εξαιρετικά κατάλληλος), καταφεύγοντας στην τακτική της καμένης γης, επειδή είχε αντιληφθεί ότι ο ρωμαϊκός στρατός ήταν ιδιαίτερα εξαρτημένος από την επιμελητεία του εφοδιασμού.

Ταυτόχρονα ασχολήθηκε με τη δημιουργία συνασπισμού εναντίον του Ιουλίου Καίσαρα αποτελούμενου από όσο το δυνατόν περισσότερες γαλατικές φυλές. Έως τη μάχη στην Αλεσία, ο Βερκιγγετόρις εφάρμοσε τη στρατηγική του: απέφυγε την απευθείας σύγκρουση με τις λεγεώνες, καταπόνησε τον ρωμαϊκό στρατό με εξαντλητική καταδίωξη, και ταυτόχρονα του δυσχέραινε τον ανεφοδιασμό χάρη στην τακτική της καμένης γης. Το γεγονός που του στέρησε τη δυνατότητα εφαρμογής της τακτικής αυτής που τόσο προβλημάτιζε τον Καίσαρα, ήταν ο αποκλεισμός του μέσα στην Αλεσία.

Μάχη του Μπενεβέντο (275 π.Χ) – Η ήττα του Πύρρου που έφερε την κυριαρχία της Ρώμης στην Ιταλία

Η μάχη του Μπενεβέντο ήταν η τελευταία μάχη του Πύρρου με τους Ρωμαίους, η οποία έλαβε χώρα στο σημερινό Μπενεβέντο της Ιταλίας. Ο Πύρρος...

Α’ Βαλκανικός Πόλεμος: Ο Ναυτικός Αγώνας και οι Ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου.

Ναυτικές επιχειρήσεις σε Αιγαίο και Ιόνιο Πέλαγος Τὸ Αιγαίο πέλαγος αποτελούσε γιὰ τὴν οθωμανικὴ αυτοκρατορία τὸν κυριότερο δρόμο μεταφοράς και επικοινωνίας ανάμεσα στο ασιατικό και...