Ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος: Η ιστορική ευκαιρία βρήκε έτοιμη την Ελλάδα.

Oι πολεμικές συγκρούσεις του 1870-1871 ρύθμισαν τις από καιρό υφιστάμενες εκκρεμότητες και εγκαινίασαν μια μακρά περίοδο ηρεμίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η ενοποίηση της Γερμανίας και της Ιταλίας και η συντριβή του «ταραξία» αυτοκράτορα της Γαλλίας, Ναπολέοντα του Γ’, οδήγησαν στην ανάδειξη νέων συσχετισμών και ισορροπιών και επέτρεψαν στις ευρωπαϊκές δυνάμεις να στραφούν απερίσπαστες στην ολοκλήρωση των αποικιακών τους αυτοκρατοριών, στην κατάκτηση δηλαδή κάθε γωνιάς μη αμερικανικού χώρου. Για πολλά χρόνια ο Βίσμαρκ έγινε εγγυητής αυτής της νέας ευρωπαϊκής τάξης.

Ανάμεσα στα αγκάθια που η πολιτική του έπρεπε να αντιμετωπίσει, το σπουδαιότερο ήταν εκείνο των Βαλκανίων. Οι βαλκανικοί εθνικισμοί, σε πλήρη αφύπνιση, δυναμικοί και επιθετικοί απέναντι στο «μεγάλο ασθενή», την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μπορούσαν να γίνουν ο καταλύτης που θα συμπαρέσυρε τις δυνάμεις στο παιχνίδι των ανταγωνισμών και θα προκαλούσε επικίνδυνες τριβές στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Μετά τη βαλκανική κρίση του 1877-1881, η Συνθήκη του Βερολίνου θεωρήθηκε ως καίριο επίτευγμα, ικανό να συντηρήσει για πολύ καιρό την ευρωπαϊκή ειρήνη, βάζοντας σε τάξη τα Βαλκάνια και, ταυτόχρονα, τις σχέσεις ανάμεσα στις δυνάμεις. Πραγματικά, η σταθερότητα στην περιοχή κράτησε τριάντα ολόκληρα χρόνια, παρά τις ενδιάμεσες περιπέτειες, όπως το Κρητικό Ζήτημα, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, το Μακεδονικό ή οι πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας.

H ανατροπή των συμφωνημένων, η εκ των πραγμάτων αναθεώρηση των συνθηκών ήρθε μόλις στα 1911 με την ιταλική επίθεση στη Λιβύη και τον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που επακολούθησε. Η κίνηση αυτή, που έγινε συναινετικά αποδεκτή από τις Μεγάλες Δυνάμεις, άνοιξε και πάλι το ζήτημα των σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διεκδικήσεων. Με λίγα λόγια, έβαλε φωτιά στα Βαλκάνια. Επιπλέον ο πόλεμος στη Λιβύη κράτησε πολύ, οι επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν στο Αιγαίο, η πολεμική μηχανή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πάντοτε προβληματική, βρέθηκε στα 1912 ιδιαίτερα εξασθενημένη. Για τα μικρά βαλκανικά κράτη όλα αυτά ήταν μια ιστορική ευκαιρία.

Τα Βαλκάνια πρίν το ξέσπασμα του Α Βαλκανικού Πολέμου.

Η Σερβία, η Βουλγαρία, το Μαυροβούνιο, συνασπίστηκαν το καλοκαίρι του 1912. Η ανάγκη για ναυτικές δυνάμεις που θα παρεμπόδιζαν την εύκολη μεταφορά οθωμανικών ενισχύσεων από την Ασία στα βαλκανικά μέτωπα του πολέμου, έφερε στο συνασπισμό και την Ελλάδα. Πριν ακόμα τελειώσει η αναμέτρηση του σουλτάνου με την Ιταλία, όλα ήταν έτοιμα για να αρχίσει η μεγάλη σύγκρουση στα Βαλκάνια. Η νέα πολεμική θύελλα ξέσπασε στις αρχές του Οκτωβρίου του 1912.

Η Ελλάδα στον πόλεμο.

Για την Ελλάδα ο επερχόμενος πόλεμος ήταν μια δοκιμασία. Οι αναμνήσεις της τελευταίας ταπεινωτικής αναμέτρησης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στα 1897, ήταν ακόμα νωπές και οι μεγάλες αλλαγές που στο μεταξύ διάστημα έγιναν, δεν μπορούσαν να κατασιγάσουν τις ανησυχίες. Στο κάτω κάτω οι αναγκαστικοί σύμμαχοι δεν καθησύχαζαν τις ελληνικές ανησυχίες. Η Βουλγαρία ήταν, εξ αιτίας του μακεδονικού προβλήματος, δύναμη μισητή και εχθρική, χειρότερη για πολλούς από την ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτήν τη φορά πάντως η ελληνική αποφασιστικότητα και τόλμη στηριζόταν σε πολύ πιο σταθερές βάσεις απ’ ό,τι στα 1897. Οι οικονομικές εξελίξεις, η οικονομική ανάπτυξη δηλαδή, το ενδιαφέρον των ομογενών και η μετατροπή του ελληνικού κράτους για πρώτη φορά μετά την ανεξαρτησία του 1830- σε εθνικό κέντρο δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες και πολλά υποσχόμενες δυνατότητες.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Ο μακεδονικός αγώνας (1904-1908) αποκατέστησε κάπως το κύρος του τακτικού στρατού που η αποτυχία του 1897 είχε αμαυρώσει. Οι εξοπλισμοί του στρατεύματος και η μέριμνα για την εκπαίδευση και την οργάνωσή του δεν ήταν πλέον ευκαιριακές και βραχύβιες πρωτοβουλίες. Από τα 1905-1906, ο στρατός και το ναυτικό δεν έπαυσαν να ενισχύονται με νέα όπλα και νέες δυνατότητες.

Αν προσθέσουμε τη μεθοδική προσπάθεια αναδιοργάνωσης του στρατεύματος, που ξεκίνησε μεθοδικά από τα 1906-1907, τότε έχουμε το μέτρο μιας νέας εποχής. Στο πολιτικό προσκήνιο, το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί -αν και φτωχή απομίμηση της επανάστασης των Νεοτούρκων- απέδειξε ότι οι επιθετικές ιδέες για τον εκσυγχρονισμό και την εθνική ολοκλήρωση εύρισκαν απήχηση πλέον σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και δυνάμεις.

Απέναντι σε έναν για πολλά κατηγορούμενο παλαιοκομματικό πολιτικό κόσμο, πρόβαλαν νέες πολιτικές δυνάμεις που εκφράστηκαν με την ανάδειξη του Βενιζέλου στα 1910-1911. Ο βενιζελισμός, ως αντίληψη των πολιτικών πραγμάτων, είχε μακρά και πλούσια εμπειρία αποκτημένη στο πολύπλοκο σκηνικό των κρητικών επαναστάσεων και της, κάτω από την ευρωπαϊκή κηδεμονία, Κρητικής Πολιτείας. Εκατό χρόνια περίπου μετά την επανάσταση η χώρα βρεθηκε να έχει τη θέληση αλλά και τα μέσα για να μετάσχει στις διπλωματικές και πολιτικές αλλαγές στην περιοχή της.

Το βάρος της ιστορικής ευκαιρίας θα έπρεπε να το επωμιστούν οι ένοπλες δυνάμεις. Παρά τις αμφιβολίες και τις φοβίες, οι τελευταίες, αν και μικρές, είχαν γίνει αξιόμαχες και υπολογίσιμες, για τα βαλκανικά τουλάχιστον μέτρα. Μέσα σε λίγα χρόνια ο στρατός ξηράς απέκτησε σύγχρονο πυροβολικό, υλικό στρατοπεδίας, επικοινωνιών και μηχανικού, εξαρτύσεις, επαναληπτικά τυφέκια Μάνλιχερ, πολυβόλα από το 1911. Η οργάνωσή του έγινε σε μεραρχιακή βάση και η εκπαίδευσή του παρακολούθησε τις ευρωπαϊκές εξελίξεις.  Στο ναυτικό φύσηξαν επίσης άνεμοι εκσυγχρονισμού.

Το θωρακισμένο καταδρομικό «Γεώργιος Αβέρωφ»

Στα τρία ήδη αρχαϊκά τρικουπικά θωρηκτά προστέθηκαν, από το 1904 και μετά, 4 μεγάλα και 10 μικρά αντιτορπιλικά, ένα υποβρύχιο και, προπαντός, το θωρηκτό εύδρομο «Γεώργιος Αβέρωφ». Το πλοίο αυτό, αν και ξεπερασμένο ως τύπος πολεμικού τον καιρό ήδη της καθέλκυσής του στην Ιταλία (1911), ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να αποκτήσει μια χώρα που δεν διέθετε τα απαιτούμενα για την αγορά «δρέονωτ» οικονομικά μέσα.

Η ποιότητα των αξιωματικών δεν ήταν η καλύτερη δυνατή και συχνά φατριασμοί και απειθαρχίες προκαλούσαν σημαντικά προβλήματα. Η αναβάθμιση της πολιτικής εξουσίας μετά το 1911 επέδρασε όμως ευεργετικά και σε αυτό το πεδίο. Η στιβαρή πολιτική καθοδήγηση, το ξεκαθάρισμα των αρμοδιοτήτων, της ιεραρχίας και των στόχων ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για τη βελτίωση της ποιότητας των αξιωματικών.

Η εκστρατεία στη Μακεδονία

Η Μάχη του Σαρανταπόρου.

Οταν ξεκίνησε ο πόλεμος, οι συγκυρίες αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ευνοϊκές για την Ελλάδα. Η γεωγραφία ήταν ο κυριότερος λόγος γι’ αυτό. Το ελληνικό μέτωπο ήταν το πλέον απόμακρο από όλα τα μέτωπα του Βαλκανικού Πολέμου και πίσω από αυτό δεν βρίσκονταν ζωτικά κέντρα του αντιπάλου. Βρισκόταν λοιπόν στην τελευταία σειρά των προτεραιοτήτων του τελευταίου.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν αναγκασμένη να διασκορπίσει τις καταπονημένες από τον πόλεμο με την Ιταλία και τις πολιτικές εντάσεις δυνάμεις της σε πολλά μέτωπα. Το κυριότερο από αυτά βρισκόταν πολύ μακριά από τα ελληνικά σύνορα, στη Θράκη.

Εκεί η προέλαση του ισχυρού βουλγαρικού στρατού (350.000 άνδρες) απειλούσε την Κωνσταντινούπολη και την επικοινωνία των Βαλκανίων με την ασιατική Τουρκία. Ηταν το μόνο σημείο όπου θα μπορούσαν να προωθηθούν οθωμανικές ενισχύσεις από τις ασιατικές περιοχές.

Ο βουλγαρικός στρατός βρέθηκε έτσι στην πολύ δύσκολη θέση να συγκρατεί περίπου όλη την πίεση της οθωμανικής στρατιωτικής μηχανής, επιτρέποντας στους άλλους Βαλκάνιους συμμάχους να κερδίζουν σχετικά εύκολα μεγάλες εκτάσεις και πολυάριθμους πληθυσμούς. Η αίσθηση της αδικίας και η δυσαρέσκεια άρχισε πολύ γρήγορα να εγκαθίσταται στους κυβερνητικούς και στρατιωτικούς κύκλους της πιο ισχυρής χώρας της βαλκανικής συμμαχίας.

Για την Ελλάδα, η ατυχία των συμμάχων της ήταν τύχη δική της. Ο ενθουσιασμός επέτρεψε τη γρήγορη επιστράτευση του ελληνικού στρατού αποδίδοντας μάλιστα πολύ περισσότερους άνδρες από εκείνους που η χώρα μπορούσε να εξοπλίσει. Πλήθη εθελοντών, ομογενών (και από τις ΗΠΑ ακόμα) παρουσιάστηκαν στα έμπεδα. Η συγκρότηση του στρατού έγινε με τάξη και απέδωσε ένα αξιοπρεπές εκστρατευτικό σώμα: 7 μεραρχίες πεζικού, 1 ταξιαρχία ιππικού, 100.000 άνδρες με 120 πυροβόλα εκστρατείας, 54 πυροβόλα θέσεων και 70 πολυβόλα προς τη Μακεδονία συν άλλους 15.000 προς την Ηπειρο. Τα σχέδια προέβλεπαν γρήγορη προέλαση στο μακεδονικό χώρο ώστε να αποκτηθούν όσο το δυνατό μεγαλύτερα εδαφικά πλεονεκτήματα σε αμφισβητούμενες από τους συμμάχους περιοχές.

Απέναντι από τις ελληνικές δυνάμεις, στην τουρκική πλευρά συγκεντρώθηκαν 35.000 άνδρες, ενώ οι προβλεπόμενες για την περιοχή ενισχύσεις (το Σώμα Στρατού της Δαμασκού) δεν έφθασαν ποτέ. Στη μάχη των συνόρων, στο Σαραντάπορο (9 Οκτωβρίου) η αριθμητική υπεροχή επέτρεψε την ταυτόχρονη προέλαση σε όλες τις ορεινές διαβάσεις, ανατρέποντας την τουρκική αντίσταση. Οι καθυστερήσεις προήλθαν κυρίως από τις δυσκολίες στη ζεύξη των ποταμών και τα προβλήματα εφοδιασμού διά μέσου των κορεσμένων δρόμων.

Ο προβληματισμός γύρω από τις δυνατότητες εφοδιασμού του ελληνικού στρατού από τις ανεπαρκείς χερσαίες διαδρομές, επέβαλε, πέρα από τις πολιτικές σκοπιμότητες, την άμεση εξασφάλιση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης ως κέντρου εφοδιασμού. Το διπλωματικό πλεονέκτημα που μια τέτοια επιτυχία θα εξασφάλιζε δεν παραγνωριζόταν φυσικά από κανέναν.

Η Μάχη των Γιαννιτσών και η προέλαση προς την Θεσσαλονίκη.

Ο οθωμανικός στρατός περιορίστηκε σε μάχη οπισθοφυλακών και υποχώρησε προοδευτικά στη γραμμή Γιαννιτσών-Λουδία. Εκεί, περίπου 25.000 άνδρες τάχθηκαν για να προασπίσουν την ιερή για τους Οθωμανούς πόλη των Γιαννιτσών, στις παρυφές της ομώνυμης λίμνης. Στις 19 με 20 Οκτωβρίου δέχθηκαν την επίθεση τεσσάρων ελληνικών μεραρχιών με διπλάσια δύναμη σε άνδρες και πολλαπλάσια σε πυροβολικό.

Η τουρκική αντίσταση προκάλεσε σημαντικές απώλειες στα ελληνικά στρατεύματα (χίλιους εκτός μάχης), οι δυσμενείς συσχετισμοί όμως επέβαλαν γρήγορα την υποχώρηση πίσω από τον Αξιό. Οι στόχοι της οθωμανικής αμυντικής προσπάθειας ήταν ήδη δυσδιάκριτοι. Οι πολλαπλές προελάσεις των συμμάχων είχαν διασπάσει τον οθωμανικό στρατό σε ανεξάρτητα το ένα από το άλλο τμήματα, που, καθώς ήταν αποκομμένα από τις ασιατικές περιοχές της αυτοκρατορίας, δεν μπορούσαν ούτε να ανεφοδιαστούν ούτε να αναπληρώσουν τις απώλειές τους ούτε, ακόμα περισσότερο, να δεχτούν ενισχύσεις. Επρόκειτο για μια αμήχανη κατάσταση που στην ουσία απέβλεπε στο να κερδηθεί χρόνος. 

Μετά τη μάχη των Γιαννιτσών, ο δρόμος της Θεσσαλονίκης φαινόταν ανοικτός για τον ελληνικό στρατό. Δύο εμπόδια προκάλεσαν καθυστερήσεις και ανησυχίες. Το τεχνικό πρόβλημα της διάβασης του Αξιού, το ποτάμι, στα τέλη Οκτωβρίου, κατέβαζε πολύ νερό και οι δυνατότητες του ελληνικού μηχανικού ήταν σε τέτοια ζητήματα μάλλον περιορισμένες- καθήλωνε σε αναμονή τον κύριο όγκο των ελληνικών δυνάμεων. Την ίδια στιγμή, στα βορειοδυτικά, το αριστερό τμήμα της ελληνικής παράταξης περνούσε δύσκολες στιγμές. Η 5η μεραρχία είχε εισχωρήσει στην περιοχή των Καϊλαρίων-Σόροβιτς (Πτολεμαΐδα-Αμύνταιο) όπου κατοικούσαν συμπαγείς μουσουλμανικοί πληθυσμοί.

Σκοπός της ήταν να καλύψει τις επιχειρήσεις στη μακεδονική πεδιάδα από τυχόν προσπάθειες για πλαγιοκόπηση των Οθωμανών. Στις 24 Οκτωβρίου η μεραρχία αιφνιδιάστηκε από μια τολμηρή επιχείρηση του τουρκικού στρατού. Μια μικρή ομάδα Τούρκων στρατιωτών οπλισμένων με πολυβόλα εισχώρησε στο ελληνικό στρατόπεδο προκαλώντας ταραχή και πανικό. Ο κλονισμός εξελίχθηκε σε άτακτη υποχώρηση. Ο κύριος όγκος του οθωμανικού στρατού, που κατευθυνόταν καταδιωκόμενος από τους Σέρβους προς τα Ιωάννινα, δεν καταδίωξε τα ελληνικά στρατεύματα που υποχωρούσαν.

Οι μουσουλμάνοι χωρικοί όμως εξεγέρθησαν και καταδίωξαν τις ελληνικές μονάδες ώς τα περίχωρα της Κοζάνης προκαλώντας σημαντικές απώλειες και μεγάλες ανησυχίες. Παρ’ όλα αυτά, η κρίση στα δυτικά δεν εμπόδισε την εκπλήρωση του κύριου στόχου. Την ίδια μέρα της καταστροφής στο Σόροβιτς, ο ελληνικός στρατός βρήκε τρόπο να περάσει τον Αξιό.

Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.

Από την τουρκική πλευρά δεν ετίθετο θέμα προάσπισης της Θεσσαλονίκης με τις εκεί υπάρχουσες δυνάμεις αποτελούμενες κυρίως από υπηρεσίες και έμπεδα. Στις 26 Οκτωβρίου, ύστερα από σύντομες διαπραγματεύσεις, ο Χασάν Ταξίν πασάς παρέδωσε την πόλη στους Ελληνες μαζί με 25.000 αιχμαλώτους και αξιόλογες ποσότητες στρατιωτικών υλικών. Με διαφορά ωρών έφθασαν στην περιοχή βουλγαρικές μονάδες και σερβικά αποσπάσματα δημιουργώντας ένταση που προοιωνιζόταν δεινά στο άμεσο μέλλον.

Ο πόλεμος στην Ηπειρο

Μετά τη Θεσσαλονίκη ο ελληνικός στρατός στράφηκε προς τη δυτική Μακεδονία για να αποκαταστήσει τις ζημιές του Σόροβιτς και να υποτάξει τους ατάκτους. Οι ατελείωτες πορείες κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η βροχή και η λάσπη που συνόδευαν τις μετακινήσεις, εξάντλησαν τους φαντάρους. Η ανακωχή ανάμεσα σε Μαυροβούνιο, Σερβία, Βουλγαρία και Τουρκία, στις 20 Νοεμβρίου (κράτησε ώς τα τέλη Ιανουαρίου), εξασφάλισε τον απαραίτητο χρόνο για την αναδιοργάνωση του ελληνικού στρατού και τη μεταφορά των δυνάμεών του στο μέτωπο της Ηπείρου.

Το μέτωπο της Ηπείρου είχε αγνοηθεί από τους αντιπάλους στην πρώτη φάση του πολέμου. Οι δυνάμεις που είχαν σταλεί σε αυτό είχαν μεγάλο ποσοστό εθελοντικών ή και ημιάτακτων μονάδων τόσο από την ελληνική όσο και από την οθωμανική πλευρά. Η ελληνική προέλαση πραγματοποίησε μικρές προόδους ώς τις αρχές Νοεμβρίου, οπότε και καθηλώθηκε μπροστά στην οχυρωμένη αμυντική περίμετρο των Ιωαννίνων. Εκεί κατέφθαναν διάφορες μονάδες του οθωμανικού στρατού που υποχωρούσαν από το Μοναστήρι ή από άλλες περιοχές. Αν και αποκλεισμένες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι ενισχύσεις αυτές σταθεροποίησαν το μέτωπο και επέβαλαν μια αδράνεια που μπορούσε να έχει δυσμενείς διπλωματικές επιπτώσεις.

Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων.

Η ανεξαρτησία της αποκομμένης πλέον από την Οθωμανική Αυτοκρατορία Αλβανίας προχωρούσε με γρήγορους ρυθμούς στο διπλωματικό χώρο. Τα Γιάννενα διέτρεχαν τον ορατό κίνδυνο να συμπεριληφθούν στο νέο κράτος. Γι’ αυτό και οι προτεραιότητες άλλαξαν και στην περιοχή μεταφέρθηκε ισχυρή δύναμη του ελληνικού στρατού υπό τη διοίκηση του αρχιστρατήγου διαδόχου Κωνσταντίνου.

Η μεταφορά στρατευμάτων από το μέτωπο της Μακεδονίας έγινε μέσα στο χειμώνα από τη θάλασσα κυρίως. Η προοδευτική ενίσχυση των ελληνικών δυνάμεων ανέτρεψε τους συσχετισμούς και επέτρεψε τη γενική επίθεση στις 20 Φεβρουαρίου του 1913. Μέσα σε λίγες ώρες η εχθρική διάταξη, στην οποία δεσποζε το φρούριο του Μπιζανίου, διασπάστηκε στη Μανωλιάσα και ο ελληνικός στρατός πλησίασε την πόλη. Την αυγή της επομένης, ο Τούρκος διοικητής, ο Εσάτ πασά, συνθηκολόγησε και παρέδωσε μαζί με την πόλη και 30.000 αιχμαλώτους.

Η Ελλάδα είχε ολοκληρώσει με τον καλύτερο τρόπο τους χερσαίους στόχους της. Την ίδια περίπου εποχή, στη βαλκανική ενδοχώρα οι σύμμαχοι, που στο μεταξύ είχαν ξαναρχίσει τις επιχειρήσεις, κατέλαβαν ύστερα από σκληρές και μακρόχρονες πολιορκίες τη Σκόδρα (Σέρβοι, στις 10 Απριλίου) και προπαντός την Αδριανούπολη (13 Απριλίου). Οι πολεμικοί στόχοι των εμπολέμων είχαν ολοκληρωθεί. Στις 18 Μαΐου του 1913 υπογράφτηκε στο Λονδίνο συνθήκη ειρήνης που έφερνε μεγάλες αλλαγές στο βαλκανικό χάρτη. Η ειρήνη όμως ήταν πρόσκαιρη και ο πόλεμος δεν σταμάτησε εδώ. 

Οι ναυτικές επιχειρήσεις

Για την Ελλάδα, εκτός από τη Μακεδονία και την Ηπειρο, βασικός στόχος και πεδίο εξάπλωσης ήταν το Αιγαίο και τα νησιά του. Η χώρα ήταν καίρια εξαρτημένη από τη θάλασσα και η ναυτική της αποτυχία θα υπονόμευε τη δυνατότητά της να διατηρήσει τις χερσαίες κατακτήσεις της. Στην αρχή του πολέμου το ζητούμενο ήταν η απαγόρευση εξόδου του οθωμανικού στόλου από τα Στενά. Οι Ελληνες έπρεπε να συνεχίσουν το έργο του ιταλικού στόλου στα 1911-1912, ώστε να εμποδίσουν την αποστολή στρατευμάτων και εφοδιασμού από τη Μικρά Ασία στα πεδία των επιχειρήσεων. Ο ναυτικός αποκλεισμός στερούσε τις τουρκικές δυνάμεις των Βαλκανίων από 200 ώς 300.000 πρόσθετο στρατό.

Αν εξαιρέσουμε τη Βουλγαρία που δεν μπορούσε να εμποδίσει τη μεταφορά τουρκικών ενισχύσεων στην ανατολική Θράκη, για τους Σέρβους και τους Ελληνες επρόκειτο για βασικό κριτήριο νίκης. Ο ελληνικός στόλος είχε την υπεροχή χάρη στο νεότευκτο τότε θωρηκτό εύδρομο «Γεώργιος Αβέρωφ», μέρος της αξίας του οποίου είχε καταβληθεί από τον ομώνυμο ευεργέτη. Το πλοίο ήταν σχεδόν 20 χρόνια νεότερο από τα αντίστοιχα τουρκικά («Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα» και «Τουργκούτ Ρέις», κατασκευής 1894), είχε πιο σύγχρονο και καλύτερα τοποθετημένο πυροβολικό, ενώ η ταχύτητά του (22 κόμβοι έναντι 14-15 των αντιπάλων του) του επέτρεπε να ελίσσεται κατά βούληση στο χώρο της ναυμαχίας.

Τα «τρικουπικά» «Υδρα», «Σπέτσες» και «Ψαρά» (κατασκευής 1891-92) υπερείχαν από το αντίστοιχο οθωμανικό θωρηκτό, το «Mεσουδιέ» –κατασκευασμένο το 1876! Μαζί με τον αξιόλογο στόλο ελαφρών σκαφών, τα πλοία αυτά υπερείχαν κατά πολύ του ταλαιπωρημένου από τις πολύμηνες επιχειρήσεις αντιπάλου τους.

Η ανωτερότητα αυτή έπρεπε να επιβεβαιωθεί στις συγκρούσεις. Με την έναρξη των επιχειρήσεων ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τα νησιά που ελέγχουν την είσοδο των Στενών, τη Λήμνο πρώτα, τη Σαμοθράκη, την Ιμβρο, την Τένεδο και τον Αγιο Ευστράτιο και άρχισε τον αποκλεισμό, την απαγόρευση δηλαδή της εξόδου του οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο.

Στις 3 Δεκεμβρίου ο τουρκικός στόλος επιχείρησε για πρώτη φορά έξοδο από τα προστατευόμενα από παράκτιες οχυρώσεις στενά. Ακολούθησε η ναυμαχία της Ελλης κοντά στις ακτές της Καλλίπολης, όπου οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν το στόλο τους σαν δόλωμα με στόχο να προσελκύσουν τον ελληνικό στόλο κοντά στις ακτές για να τον πλήξουν με τις επάκτιες πυροβολαρχίες. Η ανταλλαγή πυρών δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, καθώς τα περισσότερα πυροβόλα των πλοίων ήταν παλαιού και αναξιόπιστου τύπου. Την έκβαση έκρινε η απόφαση του ναυάρχου Κουντουριώτη να ανεξαρτητοποιήσει την κίνηση του «Αβέρωφ» και να αποκόψει από τα Στενά τον τουρκικό στόλο. Η απειλή στάθηκε αρκετή για να αναγκάσει τα τουρκικά πλοία να διακόψουν τη ναυμαχία.

Οι απώλειες των αντιπάλων δεν ήταν σημαντικές παρά την ανταλλαγή εκατοντάδων οβίδων εκατέρωθεν. Η σύγκρουση πιστοποίησε όμως τη ναυτική υπεροχή της Ελλάδας στο Αιγαίο και επιβεβαίωσε έτσι τα πλεονεκτήματα που αποκτούσε η χώρα. Την 1η Ιανουαρίου του 1913 το τουρκικό καταδρομικό «Χαμιδιέ» διέσπασε τον απολεισμό και άρχισε μια πολύμηνη περιπλάνηση στη Μεσόγειο, κυριότερο θύμα της οποίας ήταν το βοηθητικό «Μακεδονία» που πυρπολήθηκε στο λιμάνι της Σύρου. Ο υπολογισμός των Τούρκων ήταν ότι η απειλή του «Χαμιδιέ» θα εξασθενούσε τις ελληνικές ναυτικές δυνάμεις που απέκλειαν τον Ελλήσποντο.

Ο υπολογισμός αυτός οδήγησε στη δεύτερη μεγάλη έξοδο του οθωμανικού ναυτικού στο Αιγαίο και στη ναυμαχία της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913). Οι στόλοι συναντήθηκαν έξω από τη Λήμνο. Υστερα από σύντομη ανταλλαγή πυρών, η κατωτερότητα των τουρκικών πλοίων έγινε εμφανής και το αρχαιοπρεπές «Μεσουδιέ» δέχτηκε μερικά επικίνδυνα πλήγματα. Η σύγκρουση μετατράπηκε σε καταδίωξη, καθώς ο οθωμανικός στόλος υποχρεώθηκε να υποχωρήσει προς τα Στενά. Αυτή τη φορά οι ζημιές ήταν μεγαλύτερες και πιστοποιήθηκε τελεσίδικα η αδυναμία του οθωμανικού στόλου μπροστά στονελληνικό.

Οι επιτυχίες του «Χαμιδιέ», που πραγματικά αλώνισε την ανατολική Μεσόγειο, δεν μπόρεσαν να μεταβάλουν τις ισορροπίες και τους συσχετισμούς. Οι ελληνικές δυνάμεις μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν την κυριαρχία τους και να καταλάβουν μεθοδικά όλα τα νησιά του Αιγαίου (εκτός από τα Δωδεκάνησα, που από το 1911 είχαν καταληφθεί από τους Ιταλούς). Για την Οθωμανική Αυτοκρατορία το πλήγμα στη θάλασσα ήταν το ίδιο σοβαρό με τα πλήγματα στη στεριά.

Οχι μόνο έχασε το ευρωπαϊκό της τμήμα, αλλά και βρέθηκε με αποκλεισμένες τις θαλάσσιες οδούς και με περίκλειστα τα ασιατικά της λιμάνια. Για το λόγο αυτό, για πολύ καιρό δεν αποδέχθηκε τα τετελεσμένα στο Αιγαίο και, αμέσως μετά τον πόλεμο, ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ναυτικών εξοπλισμών με στόχο να διεκδικήσει και πάλι τα νησιά του Αιγαίου. Το πρόγραμμα αυτό το σταμάτησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Συνθήκη του Λονδίνου

Οι αλλαγές των συνόρων μετα την λήξη του Α Βαλκανικού πολέμου.

Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος τελείωσε επίσημα με τη συνθήκη του Λονδίνου (1913) η οποία περιλάμβανε τα εξής κύρια σημεία:

  • παραχώρηση στις χώρες του Βαλκανικού Συνασπισμού όλων των εδαφών δυτικά της Γραμμής Αίνου-Μηδείας
  • την ρύθμιση του καθεστώτος της Αλβανίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, σε επόμενη διάσκεψη
  • την παραχώρηση της Κρήτης στους Συμμάχους
  • την ρύθμιση της τύχης των νησιών του Αιγαίου και της χερσονήσου του Άθω από τις Μεγάλες Δυνάμεις (επίσης σε μελλοντική διάσκεψη).

Η συνθήκη ειρήνης υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 17 (30) Μαϊου 1913. Δύο μέρες αργότερα υπογράφτηκε στην Θεσσαλονίκη η ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας και συνεργασίας.

Η διάσκεψη ειρήνης τελικά δημιούργησε λόγους για νέες προστριβές μεταξύ των βαλκανικών συμμάχων: η δημιουργία αλβανικού κράτους, που θα στερούσε την έξοδο προς στην Αδριατική στη Σερβία, την ανάγκασε να γίνει πιο αδιάλλακτη στις σχέσεις της με την Βουλγαρία και να αθετήσει τις υποσχέσεις για παραχώρηση εδαφών (ως αποζημίωση) που είχε οριστεί εξαρχής με διακρατική συμφωνία. Ένας άλλος παράγοντας προστριβών ήταν και η έλλειψη ελληνοβουλγαρικής συμφωνίας για την διανομή των νέων εδαφών, καθώς και οι «φιλομακεδονικοί» κύκλοι στην Βουλγαρία, που απαιτούσαν άμεση βουλγαρική προσάρτηση της Θεσσαλονίκης.

Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν προ των πυλών.

Δεκελεικός Πόλεμος (413-404 π.Χ.) – Το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου και η ήττα της Αθήνας

Ιστορικό  Μετά τη λήξη των Περσικών Πολέμων, οι πόλεις-κράτη της Αθήνας και της Σπάρτης είχαν ηγεμονικό ρόλο στην Ελλάδα: η Σπάρτη στην ξηρά και η...

Η Μάχη της Έμεσας (1281): Οι Μαμελούκοι της Αιγύπτου ανακόπτουν την καταστροφική πορεία των Μογγόλων.

H "πρώτη μογγολική εισβολή στη Συρία αναχαιτίστηκε στο Αΐν-Τζαλούτ, όπου οι Μαμελούκοι, υπό τη διοίκηση του Κουτούζ και του Μπαϊμπάρς, νίκησαν και φόνευσαν τον...