Η ελληνική επανάσταση στη Μολδοβλαχία το 1821 υπήρξε η πρώτη επαναστατική ενέργεια των εξεγερμένων Ελλήνων εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διήρκεσε επί επτά σχεδόν μήνες και έληξε με ήττα των επαναστατών. Πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της εξέγερσης ήταν ο επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος είχε τη γενική ευθύνη των επιχειρήσεων και ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσος.
Από τα τέλη του 1820 σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε από τους Φιλικούς στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας λήφθηκε η απόφαση έναρξης της ελληνικής επανάστασης, καθώς οι συνθήκες, λόγω της δέσμευσης μεγάλων τουρκικών δυνάμεων στην Ήπειρο εναντίον του Αλή Πασά, θεωρήθηκαν ευνοϊκές. Η ημερομηνία της επανάστασης δεν καθορίστηκε επακριβώς αφού υπήρχαν αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις στο εσωτερικό των επαναστατών, ωστόσο αυτή τοποθετήθηκε χρονικά εντός του επομένου έτους (1821). Τον Ιανουάριο του 1821, ωστόσο, πληροφορίες που έφτασαν στους ηγέτες των επαναστατών έκαναν λόγο για ενημέρωση της Υψηλής Πύλης σχετικά με το επαναστατικό σχέδιο, οπότε λήφθηκε η απόφαση να επισπευσθεί η εξέγερση, σε ταυτόχρονες μάλιστα εστίες.
Η περιοχή των δύο Παραδουνάβιων ηγεμονιών Μολδαβίας και Βλαχίας (τμημάτων της σημερινής Ρουμανίας) απολάμβανε καθεστώς αυτονομίας υπό την εγγύηση του τσάρου της Ρωσίας, με χριστιανό ηγεμόνα (τον Μιχαήλ Σούτσο, ο οποίος είχε μυηθεί στην Εταιρεία από το 1819), κατοικούνταν δε από σημαντικά τμήματα χριστιανικών πληθυσμών, οπότε θεωρήθηκε ως ιδανικός τόπος για την ανάφλεξη μίας επαναστατικής εστίας. Ακόμη και στην περίπτωση που η επανάσταση δεν επιτύγχανε εκεί (πράγμα που τελικά και συνέβη), θα μπορούσε η εξέγερση στο βόρειο άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου να λειτουργήσει παρελκυστικά ως αντιπερισπασμός, προκειμένου να ευοδωθεί η επανάσταση στη Νότια Ελλάδα (Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα και αλλού)
Έτσι, πιεσμένος από τις καταστάσεις ο Υψηλάντης εκδίδει προκήρυξη ανεξαρτησίας, περνάει τον ποταμό Προύθο στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και υψώνει τελικά τη σημαία της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και συγκεκριμένα στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, δύο μέρες αργότερα, στις 24 Φεβρουαρίου, εκδίδοντας επαναστατική προκήρυξη με τον τίτλο Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Η επιλογή της Μολδαβίας και της Βλαχίας θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στο γεγονός ότι στις περιοχές αυτές απαγορευόταν η παραμονή του Τουρκικού στρατού, ενώ από το 1709 οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες
Στις 26 Φεβρουαρίου 1821 στο ναό των Τριών Ιεραρχών τελείται δοξολογία, κατά την οποία ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί πρόχειρη σημαία με έμβλημα το Σταυρό και, κατά το βυζαντινό τυπικό, παραδίδει το ξίφος στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Κατόπιν διενεργείται έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσίων και παράλληλα εθελοντές από ολόκληρη την Ευρώπη καταφθάνουν στη Μολδαβία για να καταταχθούν στο στρατιωτικό σώμα που δημιούργησε, οργανώνοντας μάλιστα το πρώτο τμήμα του Πυροβολικού με δύο πυροβόλα υπό τις διαταγές του Γάλλου συνταγματάρχη Ολιβιέ Βουτιέ (Olivier Voutier).
Το γενικό σχέδιο των Φιλικών για την εξέγερση στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες
Ξεκινώντας να διαμορφώσουν τους επαναστατικούς σχεδιασμούς τους για την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων, οι Φιλικοί στόχευαν σε μια πανβαλκανική εξέγερση των λαών της χερσονήσου κατά της Οθωμανικής Αρχής, σύμφωνα με την ιδέα που πρώτος είχε συλλάβει ο Ρήγας Φεραίος. Συμπαραστάτης στα σχέδιά τους ήταν ο Ρουμάνος ηγέτης των πανδούρων (χωρικών) Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου, με τον οποίο μάλιστα είχαν υπογράψει και σύμφωνο. Παρόμοια έγγραφα υπογράφτηκαν και με τους ηγέτες των Σέρβων και Βουλγάρων εθνικιστών, όπως και με τους Αλβανούς (κυρίως Αρβανίτες που υπηρετούσαν στη φρουρά των Ηγεμονιών).
Ωστόσο, τα πιο συντηρητικά και αντιδραστικά μέλη της Εταιρείας δεν έβλεπαν με ευνοϊκή διάθεση τη μετατροπή του ελληνικού χώρου σε πεδίο μιας γενικευμένης σύρραξης και για το λόγο αυτό πίεζαν στην κατεύθυνση του να υπάρξει μια περιορισμένη εξέγερση, δεδομένου ότι τα πιο μάχιμα τμήματα της τουρκικής στρατιωτικής δύναμης του Μοριά ήταν απασχολημένα με την εκστρατεία εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων.
Επιπρόσθετα, διάφορες ταξικές αντιθέσεις αλλά και η αθέτηση των αρχικών συμφωνιών μεταξύ των συμμάχων υποδούλων ηγεσιών, οδήγησαν σε μια μεταβολή του αρχικού προγραμματισμού. Ο Υψηλάντης, αποφασισμένος να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή συγκυρία που του παρείχε η ευμενής ουδετερότητα την οποία τήρησαν οι Ρώσικες συνοριακές φρουρές, άλλαξε τον αρχικό προσανατολισμό του και αποφάσισε οριστικά να αρχίσει την επανάσταση από τις Παραδουνάβιες επαρχίες και όχι από την Πελοπόννησο. Σε αυτό συνέτειναν οι πληροφορίες που είχε για γνωστοποίηση των σχεδίων του στην Υψηλή Πύλη μέσω Άγγλων κατασκόπων.
Οι ελπίδες των επαναστατών ενισχύονταν από την πεποίθηση ότι τόσο οι Σέρβοι του Μίλος Οβρένοβιτς όσο και οι υπόλοιποι εξεγερμένοι λαοί θα συνένωναν τις δυνάμεις τους και θα βάδιζαν μετά κατά της Κωνασταντινούπολης. Επιπλέον, οι επαναστάτες είχαν ενισχυθεί με χρήματα, πολεμικό υλικό και εθελοντές μαχητές από το Ρωσικό φιλελληνικό κίνημα, αλλά και τους Δεκεμβριστές. Η συνολική δύναμη του Υψηλάντη έφτασε έτσι να αριθμεί περίπου 7.000 στρατιώτες, εκ των οποίων μόνο τα 2/3 ήταν ελληνικής καταγωγής.
Χαρακτήρας της επανάστασης στις Ηγεμονίες
Τόσο από την ελληνική πλευρά, όσο και τη ρουμανική, οι ηγέτες της εξέγερσης σκόπευαν σε αγαστή στρατιωτική συνεργασία, ενώ η πολιτική επιδίωξή τους ήταν να προκαλέσουν την συμμετοχή στο κίνημα των αγροτικών μαζών, αφού τόσο ο Βλαδιμηρέσκου στο «Μανιφέστο» του «Προς το λαό του Βουκουρεστίου και των άλλων πολιτειών και χωριών της Ρουμάνας Τσάρας (Ρουμάνικη χώρα), όσο και οι αρχικές στοχεύσεις του Υψηλάντη προσανατολίζονταν σε κατάργηση της φεουδαρχίας, απελευθέρωση δουλοπάροικων και στην επίτευξη ενός καθεστώτος ευρείας κοινωνικής πρόνοιας υπέρ των φτωχών και σε βάρος των προνομιούχων γαιοκτημόνων (κοινωνική μεταβολή).
Ωστόσο, ενώ ο Βλαδιμηρέσκου επέμεινε στο στόχο αυτό, ξεσηκώνοντας υπό τις διαταγές του τους Ρουμάνους χωριάτες και καλλιεργητές, ο Υψηλάντης, επηρεασμένος τόσο από τις αρχικές επιτυχίες στο στρατιωτικό πεδίο, όσο και από τις διαμαρτυρίες των συντηρητικών φιλικών αλλά και των ντόπιων διανοούμενων (Φαναριωτών) και μεγαλοϊδιοκτητών (Βογιάρων) οπισθοχώρησε. Αποτέλεσμα αυτής της διάστασης υπήρξε η σύγκρουσή του με τον Βλαδιμηρέσκου, στην οποία συνετέλεσαν και οι μηχανορραφίες πρακτόρων της Αγγλίας και της Αυστρίας.
Έτσι χάθηκε η ευκαιρία μιας συντονισμένης επιθετικής επιχείρησης κατά της Τουρκίας από Έλληνες και Ρουμάνους, δεδομένου ότι ο Βλαδιμηρέσκου ανατράπηκε και συνελήφθη με εντολή του Υψηλάντη από το Γ. Ολύμπιο σε συνεννόηση με Ρουμάνους οπλαρχηγούς, παραπέμφθηκε σε δίκη από έκτακτο στρατοδικείο κατηγορούμενος για προδοσία του κινήματος και αθέτηση των συμφωνιών και τελικά εκτελέστηκε στο Τεργκοβίστε ενώ η εξέγερση βρισκόταν ακόμη σε πλήρη εξέλιξη (27 Μαΐου 1821), τα δε στρατεύματά του, εμπνεόμενα από τους οραματισμούς του για εγκαθίδρυση εθνικού κράτους, με πολιτική οργάνωση, φορογικές ελαφρύνσεις και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, αριθμούσαν ήδη 6.000 πεζούς αλλά και αξιοσημείωτη δύναμη ιππικού (2.500 άνδρες) με τα οποία είχε εισέλθει στο Βουκουρέστι απελευθερώνοντάς το, μια εβδομάδα πριν φτάσει εκεί η ελληνική δύναμη.
Έναρξη της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία
Στις 21 Φεβρουαρίου στο Γκαλάτσι ο επικεφαλής του Ρωσικού προξενείου Δημήτριος Αργυρόπουλος κήρυξε την Επανάσταση και σε συνεργασία με το Δ. Αρβανιτάκη και το Βασίλειο Καραβία κινήθηκαν κατά της Οθωμανικής φρουράς. Το σώμα των εξεγερμένων αποτελούνταν από Κεφαλλήνες και άλλους Έλληνες ενόπλους και 30 μισθοφόρους «Αλβανούς υπό τον καπετάν Βασίλειο Καραβιά, χωροφύλακα της πόλης. Φονεύθηκαν περίπου 80 εξέχοντες οθωμανοί και 17 συνελήφθησαν, ενώ αιχμαλωτίστηκαν και 11 οθωμανικά πλοία.
Στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 ο Υψηλάντης επικεφαλής των επαναστατικών δυνάμεων πέρασε τον ποταμό Προύθο και αποβιβάστηκε στα υπό κατάληψη εδάφη, κηρύσσοντας την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Με προκήρυξή του που τιτλοφόρησε «Μάχου υπέρ Πίστεως και Ελπίδος», την οποία εξέδωσε δυο μέρες αργότερα (24 Φεβρουαρίου) στο Ιάσιο, απευθύνθηκε έμμεσα στις ευρωπαϊκές αυλές ταυτόχρονα με την προσπάθειά του να εξυψώσει το ηθικό όλων των υποδούλων Ελλήνων, αφού έκανε λόγο για μια κραταιά δύναμη (υπονοώντας την τσαρική Ρωσία) η οποία σύντομα θα τασσόταν στο πλευρό των εξεγερμένων.
Άλλη προκήρυξη απηύθυνε ο Υψηλάντης «Προς το έθνος της Μολδοβλαχίας» με ημερομηνία 23-2-1821. Ο Υψηλάντης απευθυνόταν σε όλους τους χριστιανούς υποτελείς κατοίκους των ηγεμονιών και όχι μόνο στους ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς, ελπίζοντας να προκαλέσει γενική εξέγερση εναντίον των Οθωμανών, σύμφωνα με τα κελεύσματα του Ρήγα Φεραίου. Επί τόπου μαζί με τους άνδρες τους έσπευσαν δυο ικανοί οπλαρχηγοί που ήδη δρούσαν στην περιοχή, ο Ιωάννης Φαρμάκης και ο Γεωργάκης Ολύμπιος.
Ο Υψηλάντης δεν κατόρθωσε να στρατολογήσει περισσότερους από 2.000 εθελοντές. Ακολούθησαν έρανοι μεταξύ των κατοίκων, από τους οποίους συγκεντρώθηκε ένα χρηματικό ποσό της τάξης του ενός εκατομμυρίου γροσιών, ενώ συγκροτήθηκε επίσημα (με λάβαρα, σημαία κλπ) ο Ιερός Λόχος, ένα επίλεκτο στρατιωτικό σώμα το οποίο αποτελούσαν περίπου 500 νεαροί Φιλέλληνες φοιτητές που σπούδαζαν κυρίως στην Ευρώπη. Αρχηγός του ορίσθηκε ο Νικόλαος Υψηλάντης, ένας εκ των αδελφών του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Μάλιστα, ο επίσκοπος Λιτίτσης Σωφρόνιος που ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας (η επισκοπή Λιτίτσης είχε έδρα το Ορτάκιοϊ Βόρειας Θράκης), συγκρότησε επαναστατικό σώμα από Ορτακινούς και Μανδριτσιώτες, δηλαδή Έλληνες κατοίκους του Ορτάκιοϊ και της Μανδρίτσας, οι οποίοι αφού διέσχισαν την τότε τουρκοκρατούμενη Βουλγαρία, ενώθηκαν με τα στρατεύματα του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Αντιδράσεις
Οι πρώτες αντιδράσεις, αμέσως μόλις έγιναν γνωστές οι κινήσεις του Υψηλάντη υπήρξαν αρνητικές για τους επαναστάτες. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ έλαβε την είδηση για την επανάσταση ενώ βρισκόταν στη Σύνοδο του Λάιμπαχ (στη σημερινή Λουμπλιάνα). Στην εκεί σύνοδο οι μεγάλες δυνάμεις συζητούσαν τον τρόπο καταστολής της επανάστασης στην Ισπανία και τη Νάπολη και γενικότερα τη διατήρηση του status quo στην Ευρώπη. Η είδηση για νέα επανάσταση στη Βλαχία προκάλεσε νέα ανησυχία και υπόνοιες ότι αυτή είχε υποκινηθεί από τη Ρωσία. Ο τσάρος αμέσως υποβίβασε τον Υψηλάντη στο βαθμό του στρατιώτη και τον απέπεμψε από τον ρωσικό στρατό.
Ταυτόχρονα έδωσε διαταγή στις ρωσικές δυνάμεις στα σύνορα με τη Βλαχία να τηρήσουν ουδετερότητα και ανακοίνωσε στη Πύλη ότι δεν έχει ανάμιξη στην επανάσταση. Στις 14/26 Μαρτίου εστάλη στον Υψηλάντη επιστολή απο την Ρωσία, η οποία αποκήρυσσε την επανάσταση και δήλωνε ότι η Ρωσία θα παραμείνει ουδέτερη. Καλούσε επίσης τον Υψηλάντη να απολύσει όσους έχει υπό τις διαταγές του και, αν έχει αιτήματα προς την Πύλη, να τα διαβιβάσει μέσω του Ρώσου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη. Η Ρωσία έκανε δεκτό το αίτημα της Πύλης για είσοδο τουρκικών στρατευμάτων στις δυο ηγεμονίες, προς κατάπνιξη της στάσης, κατά παρέκκλιση από τη μεταξύ τους Συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1812.
Περί τα τέλη Μαρτίου, και πιθανότερα την 23η, ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ πιεζόμενος από τον σουλτάνο με την απειλή γενικής σφαγής, αποκήρυξε με εγκύκλιό του το κίνημα και αφόρισε τον αρχηγό του. Έχει υποστηριχθεί ακόμη, ότι ο Πατριάρχης προχώρησε στην έκδοση της εγκυκλίου με απώτερο σκοπό να σώσει από ομαδική σφαγή το χριστιανικό πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης και όχι μόνο, αφού ο Σουλτάνος απειλούσε ότι θα λάμβανε τέτοιου είδος απόφαση. Παράλληλα με το Πατριαρχείο και τον τσάρο, σύσσωμες οι υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης αποδοκίμασαν την επανάσταση.
Οι επιχειρήσεις
Στις 17 Μαρτίου οι επαναστατικές δυνάμεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη κατέλαβαν δίχως αντίσταση το Βουκουρέστι (τότε πρωτεύουσα της Βλαχίας) και ύψωσαν την επαναστατική σημαία. Η πρώτη ένοπλη σύγκρουση με τους Οθωμανούς έλαβε χώρα στην περιοχή του Γαλατσίου, αλλά ήταν περιορισμένης έκτασης, έληξε δε με διάσπαση των σουλτανικών γραμμών από τα ελληνικά τμήματα στα οποία επικεφαλής ήταν ο οπλαρχηγός Καρπενησιώτης. Οι μάχες εντάθηκαν σύντομα, με αποκορύφωμα τη Μάχη του Δραγατσανίου τον Ιούνιο του 1821, όπου οι επαναστατικές δυνάμεις συντρίφτηκαν και απειλήθηκαν με ολοσχερή καταστροφή και διάλυση.
Μικρές εστίες αντίστασης εξακολούθησαν να μαίνονται στο Σκουλένι και τη Μονή Σέκκου (το Σεπτέμβριο), ωστόσο η τύχη της εξέγερσης είχε ήδη κριθεί. Κατησχυμένος και απογοητευμένος από την εξέλιξη των επιχειρήσεων, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κατάφερε με κόπο να διαφύγει μαζί με ορισμένους επιτελείς του και να παραδοθεί στους Αυστριακούς. Μια μικρή ομάδα, 100 περίπου διασωθέντων ανδρών πέτυχε να φτάσει έως τα κυρίως ελληνικά εδάφη στο νότο, ενώ η πλειονότητα των ανδρών του Ιερού Λόχου σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν και εκτελέσθηκαν επί τόπου. Ηρωϊκός υπήρξε ο θάνατος των οπλαρχηγών Φαρμάκη και Ολύμπιου, οι οποίοι πολέμησαν μέχρις εσχάτων.
Ο Υψηλάντης παραδόθηκε στους Αυστριακούς, φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1827. Η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε έκτοτε να βοηθήσει το επαναστατημένο έθνος. Δύο μήνες μετά την αποφυλάκισή του, στις 31 Ιανουαρίου 1828, πέθανε στη Βιέννη.
Λόγοι αποτυχίας της εξέγερσης
Σύμφωνα με τον Στέφανο Π. Παπαγεωργίου “Η συντριπτική αποτυχία της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες κατέδειξε ότι καθένας από τους λόγους που είχαν προβληθεί ως πλεονεκτήματα δεν λειτούργησε υπέρ των επαναστατών. Συγκεκριμένα, οι λόγοι της αποτυχίας της εξέγερσης θα μπορούσαν να συνοψιστούν στους εξής:
Στην πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, και ιδιαίτερα της Αυστρίας και της Ρωσίας. Οι ηγέτες και οι υπουργοί Εξωτερικών των Μεγάλων δυνάμεων είχαν συγκεντρωθεί, από τον Ιανουάριο του 1821, στο Λάιμπαχ (σημερινή Λιουμπλιάνα) της Δαλματίας στα πλαίσια του Συστήματος συνεδρίων (Congress System), που λειτούργησε μετά τη νίκη των αντι-ναπολεόντειων δυνάμεων, το 1815, γνωστό ως Συνέδριο του Λάιμπαχ.
Στη μη πραγματοποίηση (ως συνέπεια των ανωτέρω) της προσδοκίας των επαναστατών για ρωσική στρατιωτική βοήθεια. Αυτό είχε ως περαιτέρω συνέπεια, την πτώση του ηθικού στο επαναστατικό στρατόπεδο και την απόσυρση αριθμού ενόπλων από τις πολεμικές επιχειρήσεις.
- Στην αποσκίρτηση του σημαντικού Ρουμάνου οπλαρχηγού, Θεόδωρου Βλαδιμηρέσκου, προσώπου με σημαντική επιρροή στον τοπικό πληθυσμό.
- Στην προσχώρηση του ισχυρού οπλαρχηγού Σάββα (Φωκιανού) στο οθωμανικό στρατόπεδο.
- Στην είσοδο στις Ηγεμονίες, με τη συγκατάθεση της Ρωσίας, ισχυρών οθωμανικών στρατευμάτων από την Κωνσταντινούπολη”
Συνέπειες
Η έκβαση της επανάστασης στη Μολδοβλαχία ήταν ολέθρια για την ελληνική πλευρά, ωστόσο οι συνέπειές της αξιολογούνται θετικά, καθώς χάρις σε αυτήν κινητοποιήθηκε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, υπήρξε διεθνής συγκίνηση για τη θυσία των ανδρών του Ιερού Λόχου και ευνοήθηκε σε έναν βαθμό η εξέγερση στην υπόλοιπη χώρα.