Στρατηγικό υπόβαθρο
Ο Β’ Καρχηδονιακός Πόλεμος διεξήχθη ανάμεσα στην Καρχηδόνα και τη Ρώμη τον 3ο αιώνα π.Χ., από το 219 π.Χ. έως το 202 π.Χ., πρώτα στην Ευρώπη και εν συνεχεία στην Αφρική. Ο πόλεμος ξεκίνησε με πρωτοβουλία των Καρχηδονίων, οι οποίοι ήθελαν να εκδικηθούν για την ήττα που είχαν υποστεί κατά τον Α’ Καρχηδονιακό Πόλεμο. Παρότι δεν ήταν ο μεγαλύτερος πόλεμος από άποψη διάρκειας, ήταν ο σημαντικότερος λόγω του πλήθους των λαών που συμμετείχαν, του οικονομικού κόστους του, των ανθρώπινων απωλειών, και των σοβαρών συνεπειών του σε ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο για όλον τον κόσμο της Μεσογείου, οι οποίες, κατά κάποιον τρόπο, είναι αισθητές ακόμη και σήμερα.
Σε αντίθεση με τον Α’ Καρχηδονιακό Πόλεμο, ο οποίος ουσιαστικά διεξήχθη και κρίθηκε στη θάλασσα, ο Β’ Καρχηδονιακός Πόλεμο αποτέλεσε μια αλληλουχία μαχών στην ξηρά, με μετακινήσεις τεράστιων σωμάτων πεζικού, ελεφάντων και ιππέων. Και το ναυτικό συμμετείχε σε συγκρούσεις, αλλά κατά κύριο λόγο χρησιμοποιήθηκε για να βοηθήσει τους στρατούς στις μετακινήσεις τους ή για να μεταφέρει τους διπλωμάτες από το ένα βασίλειο της Μεσογείου στο άλλο. Μολονότι ο αντίκτυπος του πουλέμου έγινε αισθητός κυρίως κατά μήκος της πορείας του Αννίβα από την Ισπανία στη νότια Ιταλία, στην πραγματικότητα ολόκληρη η Μεσόγειος αναμείχθηκε, άμεσα ή έμμεσα, στη διαμάχη της Ρώμης με την Καρχηδόνα.
Θέατρο των μαχών στην ξηρά ήταν η Ιβηρική Χερσόνησος, η Γαλατία και από τις δύο πλευρές των Άλπεων, η Ιταλία και η Αφρική, ενώ οι διπλωματικές κινήσεις των δύο ανταγωνιστών στράφηκαν προς τη Νουμιδία, την Ελλάδα, τη Συρία, τα βασίλεια της Ανατολίας και την Αίγυπτο. Η μάχη στις Κάννες ήταν η μεγαλύτερη του Β’ Καρχηδονιακού Πολέμου, στην οποία πολέμησαν Ρωμαίοι και Καρχηδόνιοι, Διεξήχθη στις 2 Αυγούστου του 216 π.Χ. και συμμετείχαν σε αυτήν 80.000 Ρωμαίοι, χωρισμένοι σε 16 λεγεώνες – 8 λεγεώνες με Ρωμαίους στρατιώτες και 8 με συμμάχους.
Έχοντας ανακάμψει από τις απώλειές τους στην Τρέβια (218 π.Χ.) και στη λίμνη Τρασιμήνη (217 π.Χ.), οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να εμπλακούν με τον Αννίβα στις Κάννες, με περίπου 86.000 Ρωμαϊκά και συμμαχικά στρατεύματα. Τοποθέτησαν το βαρύ πεζικό τους σε σχηματισμό βαθύτερο από το συνηθισμένο, ενώ ο Αννίβας χρησιμοποίησε την τακτική διπλού περιβλήματος και περικύκλωσε τον εχθρό του, παγιδεύοντας την πλειοψηφία του ρωμαϊκού στρατού, ο οποίος στη συνέχεια σφαγιάστηκε. Η απώλεια ανθρώπινων ζωών από τη ρωμαϊκή πλευρά σήμαινε ότι ήταν μία από τις πιο θανατηφόρες μεμονωμένες ημέρες μαχών στην ιστορία.
Ο Adrian Goldsworthy εξισώνει τον αριθμό των νεκρών στις Κάννες με «τη μαζική σφαγή του βρετανικού στρατού την πρώτη ημέρα της επίθεσης στο Somme το 1916″. Μόνο περίπου 15.000 Ρωμαίοι, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν από τις φρουρές των στρατοπέδων και δεν είχαν λάβει μέρος στη μάχη, γλίτωσαν το θάνατο. Μετά την ήττα, η Capua και πολλές άλλες ιταλικές πόλεις-κράτη αποστάτησαν από τη ρωμαϊκή Δημοκρατία στην Καρχηδόνα.
Καθώς τα νέα αυτής της ήττας έφτασαν στη Ρώμη, η πόλη κυριεύτηκε σε πανικό. Οι αρχές κατέφυγαν σε έκτακτα μέτρα, τα οποία περιελάμβαναν τη διαβούλευση με τα Σιβυλλικά Βιβλία, την αποστολή αντιπροσωπείας με επικεφαλής τον Κουίντο Φάμπιους Πίκτορ για να συμβουλευτεί το μαντείο των Δελφών στην Ελλάδα και θάβοντας τέσσερις ανθρώπους ζωντανούς ως θυσία στους θεούς τους. Για να δημιουργήσουν δύο νέες λεγεώνες, οι Ρωμαικές αρχές μείωσαν το όριο ηλικίας και στρατολόγησαν εγκληματίες, οφειλέτες και ακόμη και σκλάβους. Παρά την ακραία απώλεια ανδρών και εξοπλισμού, και μια δεύτερη τεράστια ήττα αργότερα την ίδια χρονιά στο Silva Litana, οι Ρωμαίοι αρνήθηκαν να παραδοθούν στον Αννίβα. Η προσφορά του για λύτρα για τους επιζώντες απορρίφθηκε. Οι Ρωμαίοι πολέμησαν για 14 ακόμη χρόνια μέχρι να νικήσουν στη μάχη της Ζάμα.
Αν και για τις επόμενες δεκαετίες η μάχη θεωρήθηκε αποκλειστικά ως μια μεγάλη ρωμαϊκή καταστροφή, στη σύγχρονη εποχή οι Κάννες απέκτησαν μια μυθική ιδιότητα και χρησιμοποιείται συχνά ως παράδειγμα της τέλειας ήττας ενός εχθρικού στρατού.
Η Μάχη των Κανών της Απούλιας.
Σχετικά με την τοποθεσία της μάχης οι απόψεις διίστανται: παρότι η πλειονότητα των ιστορικών την τοποθετεί στις Κάννες, στην περιφέρεια της σημερινής πόλης Μπαρλέτα στην Απουλία, κοντά στον ποταμό Αύφιδο ή Αυφίδο (σημερινό Οφάντο)-, ορισμένοι μελετητές, βασιζόμενοι στα ιστορικά κείμενα και στα αρχαιολογικά ευρήματα, υποστηρίζουν ότι η θέση βρισκόταν βορειότερα, στη δεξιά όχθη του ποταμού Φορτόρε (σε αυτήν την περίπτωση, τα γεγονότα μάλλον εκτυλίχθηκαν στα σύνορα των σημερινών περιφερειών Απουλίας και Μολίζε, και η αποφασιστική μάχη στην όχθη προς την Απουλία). Άλλοι ιστορικοί τοποθετούν τη μάχη στην κοιλάδα του Τσελόνε, κοντά στο Καστελούτσο Βαλματζόρε.
Η μάχη των Καννών αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα της τακτικής της πλήρους περικύκλωσης στη στρατιωτική ιστορία. Σε αυτήν τη μάχη, την οποία κέρδισαν οι Καρχηδόνιοι υπό την καθοδήγηση του Αννίβα, χάθηκε ένας τεράστιος αριθμός Ρωμαίων (50.000 σύμφωνα με τον Τίτο Λίβιο, 80.000 σύμφωνα με τον Πολύβιο), ανάμεσα στους οποίους και ο ύπατος Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος.
Το μεγαλύτερο μέρος όσων επιβίωσαν, οι οποίοι ήταν σχεδόν όλοι τραυματισμένοι, αιχμαλωτίστηκαν. Τους Ρωμαίους εκείνη την ημέρα διοικούσε ο ύπατος Γάιος Τερέντιος Βάρρων, ο οποίος τους παρέταξε στη μάχη παρά την αντίθετη άποψη του άλλου υπάτου, του Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου.
Ο Αννίβας τοποθέτησε στο κέντρο τα τμήματα των Γαλατών και των Ιβήρων συμμάχων, παρατάσσοντάς τα σε σχήμα τόξου με την καμπύλη προς τα εμπρός. Ο σκοπός αυτής της ιδιαίτερης παράταξης ήταν διπλός: με αυτόν τον τρόπο γινόταν λιγότερο συμπαγής η ομάδα κρούσης των Γαλατών, ευνοώντας έτσι τους Ρωμαίους κατά την αρχική σύγκρουση ώστε στη συνέχεια να πέσουν στην παγίδα· επιπλέον, η διάταξη σε σχήμα τόξου θα επέτρεπε στους Γαλάτες στρατιώτες να οπισθοχωρήσουν υπό την πίεση της επίθεσης των Ρωμαίων χωρίς να «σπάσουν», όπως θα συνέβαινε εάν ήταν παρατεταγμένοι στη σειρά.
Οι Ρωμαίοι -τα 2/3 του δυναμικού των οποίων αποτελούνταν από άπειρους νεοσύλλεκτους- ήταν παρατεταγμένοι με συμπαγή τρόπο και, λόγω της φύσης του εδάφους, με μέτωπο μόλις ενάμισι χιλιομέτρου. Αυτό έθεσε τις βάσεις για τη νίκη του Αννίβα, περιορίζοντας τη δυνατότητα κίνησης των Ρωμαίων. Στα άκρα βρισκόταν το ιππικό, στα βορειο-δυτικά το ιππικό των Ρωμαίων (2.400 ιππείς) και στα νοτιοανατολικά εκείνο των συμμάχων (3.600 ιππείς).
Στην ήττα των Ρωμαίων συνέβαλε και η ελαφρά κλίση του εδάφους υπέρ των Καρχηδονίων, καθώς και ο αντίθετος άνεμος. Η παράταξη που είχε σχεδιάσει ο Αννίβας βασιζόταν στην πρόβλεψη ότι οι Ρωμαίοι θα προσπαθούσαν να διαπεράσουν το κέντρο, το οποίο υπερασπίζονταν 19.000 Γαλάτες και Ίβηρες, εκμεταλλευόμενοι την αριθμητική τους υπεροχή (55.000 λεγεωνάριοι).
Όπως είχε προβλέψει ο Αννίβας, οι Γαλάτες αναγκάστηκαν να παραδοθούν νωρίς και το κέντρο άρχισε να πέφτει. Αλλά, εν τω μεταξύ, και τα άκρα των Ρωμαίων άρχισαν να χάνουν. Ο Αννίβας είχε παρατάξει το ιππικό του σε ασύμμετρο σχηματισμό: σύμφωνα με μία από τις επικρατέστερες εκδοχές, μια ίλη στη δεξιά πλευρά, που αποτελούνταν από 3.600 Νουμιδούς, είχε το καθήκον της συγκράτησης, ενώ, στην αριστερή πλευρά, η άλλη ίλη βαρέος ιππικού, που αποτελούνταν από 6.500 ιππείς (κατά μία άλλη εκδοχή από 8.000 ιππείς), έπρεπε να διασπάσει την αντίπαλη παράταξη, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο σαφή υπεροχή από αριθμητικής και τακτικής άποψης στη δυτική πλευρά, όπου επιπλέον το ρωμαϊκό ιππικό συνωθούνταν ανάμεσα στον ποταμό και στην προώθηση των λεγεώνων.
Το βαρύ ιππικό του Αννίβα πραγματοποίησε τρεις επιθέσεις: με την πρώτη κατέστρεψε το ρωμαϊκό ιππικό στη δυτική πλευρά και, εν συνεχεία, κατευθύνθηκε προς το συμμαχικό ιππικό και το κατατρόπωσε. Τέλος, αφού ενώθηκε με το ιππικό των Νουμιδών, έκλεισε τη μέγγενη με επίθεση στα νώτα του ρωμαϊκού πεζικού. Όταν το Καρχηδονιακό ιππικό επιτέθηκε στους Ρωμαίους στα μετόπισθεν και τα αφρικανικά πλευρικά κλιμάκια τους επιτέθηκαν στα δεξιά και στα αριστερά τους, η προέλαση του ρωμαϊκού πεζικού σταμάτησε απότομα. Οι Ρωμαίοι ήταν στο εξής κλεισμένοι χωρίς κανένα μέσο διαφυγής. Οι Καρχηδόνιοι δημιούργησαν ένα τείχος και άρχισαν να τους σφαγιάζουν συστηματικά.
Ο Πολύβιος έγραψε:
«Καθώς οι εξωτερικές τους τάξεις μειώνονταν συνεχώς, οι επιζώντες αναγκάστηκαν να αποσυρθούν και να στριμώχτουν μαζί, τελικά σκοτώθηκαν όλοι εκεί που στέκονταν».
Αξίζει να αναφέρουμε ότι, πριν από την έναρξη της μάχης, ένα τμήμα νουμιδικού ιππικού, το οποίο αποτελούνταν από περίπου 300 άνδρες, προσποιήθηκε ότι παραδίνεται στους Ρωμαίους λεγεωνάριους (έπειτα από διαταγή του Αννίβα), για να οδηγηθεί στην περιοχή πίσω από το μέτωπο ως αιχμάλωτο. Όταν η μάχη έφτασε στην κορύφωσή της, οι «αιχμάλωτοι» εκμεταλλεύτηκαν τη σύγχυση για να τραβήξουν τα κοντά ξίφη τους -την ύπαρξη των οποίων δεν είχαν αντιληφθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή οι Ρωμαίοι και να αρχίσουν να εξολοθρεύουν τις τελευταίες γραμμές, έως την έλευση του ιππικού.
Ταυτόχρονα, το επίλεκτο αφρικανικό πεζικό -το οποίο, όπως αναφέρει στο έργο του Ab Urbe condita ο ιστορικός Λίβιος, ήταν εξοπλισμένο με όπλα που είχαν αφαιρέσει από τους Ρωμαίους μισθοφόρους, μετά τις μάχες στον ποταμό Τρεβία και στη λίμνη Τρασιμένη- βρισκόταν στα άκρα της παράταξης του καρχηδονιακού πεζικού. Χωρίς καν να καταβάλει έντονη προσπάθεια, κατάφερε να κλείσει τα άκρα της παράταξης των Ρωμαίων, ολοκληρώνοντας με αυτό τον τρόπο την περικύκλωση.
Η μάχη εξελίχθηκε σε σφαγή. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Λίβιος, οι Καρχηδόνιοι σταμάτησαν μόνον όταν «κουράστηκαν από τη σφαγή, παρά από τη μάxn» (prope iam fessis caede magis quam pugna adiungit).Από την εποχή της μάχης στον ποταμό Αλλία -η οποία προηγήθηκε της λεηλασίας της Ρώμης από τους Γαλάτες υπό την αρχηγία του Βρέννου, το 386 π.Χ.- ο ρωμαϊκός στρατός είχε να υποστεί τόσο συντριπτική ήττα.
Ο Τίτος Λίβιος διηγείται ότι, στο τέλος της μάχης, τα χρυσά δαχτυλίδια που αφαίρεσαν οι νικητές από τα δάχτυλα των πτωμάτων ήταν τόσα, ώστε σχημάτιζαν έναν τρομαχτικό όσο και πολύτιμο λόφο που κυμαινόταν από 1 έως περισσότερους από 3 μοδίους, δηλαδή από 9 έως 27 λίτρα. Ο Μάχων, αδελφός του Αννίβα, ανέλαβε το καθήκον να τα μεταφέρει στην Καρχηδόνα και να τα τοποθετήσει στον προθάλαμο του δικαστηρίου της πόλης.
Ποτέ όσο η πόλη ήταν ασφαλής, δεν υπήρξε ξανα τόσο μεγάλος πανικός και σύγχυση μέσα στα τείχη της Ρώμης. Ο πρόξενος και ο στρατός του, χάθηκαν στην Τρασιμήνη τον προηγούμενο χρόνο… Τώρα δεν υπάρχει κανένα ρωμαϊκό στρατόπεδο, ούτε στρατηγός ούτε στρατός. Η Απουλία και το Σάμνιο, και σχεδόν ολόκληρη η Ιταλία, είναι στην κατοχή του Αννίβα. Κανένα άλλο έθνος σίγουρα δεν θα είχε κατακλυστεί από μια τέτοια συσσώρευση κακοτυχίας.
— Λίβιος , σχετικά με την αντίδραση της Ρωμαϊκής Γερουσίας στην ήττα
Συνέπειες
Μετά τη μάχη, ο διοικητής του ιππικού των Νουμιδών, Μαχαρμπάλ, παρότρυνε τον Αννίβα να αδράξει την ευκαιρία και να βαδίσει αμέσως στη Ρώμη. Λέγεται ότι η άρνηση του τελευταίου προκάλεσε το επιφώνημα του Μαχαρμπάλ: “Ξέρεις πώς να νικήσεις, Αννίβα, αλλά δεν ξέρεις πώς να εκμεταλλευτείς τη νίκη σου.”
Αντίθετα, ο Αννίβας έστειλε μια αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Καρθάλο για να διαπραγματευτεί μια συνθήκη ειρήνης με τη Γερουσία με μετριοπαθείς όρους. Παρά τις πολλαπλές καταστροφές που είχε υποστεί η Ρώμη, η Γερουσία αρνήθηκε να συζητήσει. Αντίθετα, διπλασίασαν τις προσπάθειές τους, κηρύσσοντας πλήρη κινητοποίηση του ανδρικού ρωμαϊκού πληθυσμού και δημιούργησαν νέες λεγεώνες, στρατολογώντας ακτήμονες αγρότες και ακόμη και σκλάβους. Ήταν τέτοια τα μέτρα που η λέξη «ειρήνη» απαγορεύτηκε, το πένθος περιορίστηκε μόνο σε 30 ημέρες και τα δημόσια δάκρυα απαγορεύονταν ακόμη και στις γυναίκες.
Για το υπόλοιπο του πολέμου στην Ιταλία, οι Ρωμαίοι δεν συγκέντρωσαν μεγάλες δυνάμεις υπό μια διοίκηση εναντίον του Αννίβα. Χρησιμοποίησαν αρκετούς ανεξάρτητους στρατούς, οι οποίοι εξακολουθούσαν να υπερτερούν αριθμητικά των Καρχηδονικών δυνάμεων. Ο πόλεμος είχε ακόμα περιστασιακές μάχες, αλλά επικεντρωνόταν στην κατάκτηση οχυρών. Αυτό τελικά ανάγκασε τον Αννίβα με την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού να υποχωρήσει στον Κρότωνα από όπου κλήθηκε στην Αφρική για τη μάχη της Ζάμα, τελειώνοντας τον πόλεμο με μια πλήρη ρωμαϊκή νίκη.
Μέσα σε μόλις τρεις περιόδους εκστρατείας (20 μήνες), η Ρώμη είχε χάσει το ένα πέμπτο (150.000) του συνολικού πληθυσμού των ανδρών πολιτών άνω των 17 ετών. Επιπλέον, το ηθικό αποτέλεσμα αυτής της νίκης ήταν τέτοιο που το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ιταλίας προσχώρησε στις δυνάμεις του Αννίβα.
Μετά τις Κάννες, οι ελληνιστικές νότιες επαρχίες ανακάλεσαν την πίστη τους στη Ρώμη και υποσχέθηκαν την πίστη τους στον Αννίβα. Όπως σημείωσε ο Λίβιος, «πόσο πιο σοβαρή ήταν η ήττα των Καννών από αυτές που προηγήθηκαν, φαίνεται από τη συμπεριφορά των συμμάχων της Ρώμης· πριν από εκείνη τη μοιραία μέρα, η πίστη τους παρέμενε ακλόνητη, τώρα άρχισε να αμφιταλαντεύεται για τον απλό λόγο ότι απελπίστηκαν από τη ρωμαϊκή εξουσία».
Μετά τη μάχη, οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας ξεσηκώθηκαν σε εξέγερση ενάντια στον ρωμαϊκό πολιτικό έλεγχο, ενώ ο Μακεδόνας βασιλιάς ,Φίλιππος Ε ‘, υποσχέθηκε την υποστήριξή του στον Αννίβα, ξεκινώντας τον Πρώτο Μακεδονικό Πόλεμο κατά της Ρώμης. Ο Αννίβας εξασφάλισε επίσης συμμαχία με τον νέο βασιλιά Ιερώνυμο των Συρακουσών, ο μόνος ανεξάρτητος βασιλιάς που έμεινε στη Σικελία