H μάχη του Μπάνοκμπερν (23-24 Ιουνίου 1314) ήταν μια σημαντική νίκη των Σκωτσέζων στον πόλεμο για την ανεξαρτησία τους. Το 1306 ο Ροβέρτος Μπρους, ευγενής με κληρονομικά δικαιώματα στον θρόνο της Σκωτίας, άνοιξε τον δρόμο της εξέγερσης για την επανάκτηση της σκωτσέζικης ανεξαρτησίας, εκμεταλλευόμενος την αδυναμία του Άγγλου βασιλιά Εδουάρδου Β’, που λίγα χρόνια νωρίτερα είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Εδουάρδο Α’. Ο Μπρους ξεκίνησε σθεναρά τον ανταρτοπόλεμο ενάντια στις αγγλικές φρουρές που ήταν διάσπαρτες στη Σκωτία, για να μπορέσει, μετά τη στέψη στο Σκον, να καταλάβει πολλές πόλεις και κάστρα, καταλήγοντας στην κατάληψη του Εδιμβούργου το 1310.
Το 1314 ο Εδουάρδος αποφάσισε να παρέμβει, ενώ ο Μπρους πολιορκούσε το κάστρο του Στέρλινγκ, και συγκέντρωσε μια μεγάλη στρατιά στο Νορθάμπερλαντ. Όμως πολλοί Άγγλοι ευγενείς αρνήθηκαν να συμμετάσχουν και απέστειλαν μικρά μόνο στρατεύματα, στερώντας από τονΕδουάρδο Β’ δυνάμεις του ιππικού, αλλά κυρίως πολύτιμους συμβούλους. Με ανίσχυρο στρατό προέλασε λοιπόν προς το Στέρλινγκ, κατά μήκος μιας αρχαίας ρωμαϊκής οδού. Αυτές ήταν οι δυνάμεις στο πεδίο της μάχης:
Άγγλοι: 2.000 βαρύ Ιππικό, 15.000 πεζικό, 10.000 τοξότες.Σκωτσέζοι: 500 ελαφρύ ιππικό, 6.000 Κοντοφόροι από τα Χάιλαντς, 2.000 άνδρες από τα Χάιλαντς.
Η Μάχη
Όταν ο Εδουάρδος βρέθηκε μπροστά στο σκωτσέζικο στράτευμα, χωρισμένο σε τέσσερις σχηματισμούς κοντοφόρων (schillions), αποφάσισε να πραγματοποιήσει κυκλωτικό ελιγμό στα αριστερά. Ο διοικητής του Στέρλινγκτον είχε συμβουλεύσει να αποφύγει να συγκρουστεί σ’ αυτήν τη βαλτώδη περιοχή, που ευνοούσε το σκωτσέζικο πεζικό έναντι του αγγλικού ιππικού, αλλά ο βασιλιάς θεώρησε επαίσχυντο το να υποχωρήσει μπροστά στον εχθρό και αποφάσισε να δώσει τη μάχη.
Παραχώρησε στο Ιππικό τον βασικό ρόλο, και περιόρισε τους τοξότες και το πεζικό σε ρόλο εξαιρετικά δευτερεύοντα. Αυτό αποδείχθηκε μεγάλο λάθος, γιατί οι σκωτσέζικοι σχηματισμοί μάχης ήταν αδιαπέραστοι από τις επιθέσεις του ιππικού αλλά πολύ ευάλωτοι στις ρίψεις των τοξοτών. Αρχικά, ένα τμήμα του αγγλικού ιππικού (800 άνδρες) επιτέθηκε στο κέντρο των Σκωτσέζων, αλλά αυτή η επίθεση, λόγω του ανταγωνισμού ανάμεσα στους επικεφαλής και της έλλειψης υποστήριξης από το πεζικό, απωθήθηκε με μεγάλες απώλειες, ενώ ένας από τους επικεφαλής, ο κόμης του Χέρεφορντ, θανατώθηκε από τον ίδιο τον Μπρους.
Όσο ένα άλλο απόσπασμα του αγγλικού ιππικού προσπαθούσε να πραγματοποιήσει παράκαμψη και να φτάσει στο Στέρλινγκ, ο Μπρους, για να αποτρέψει αυτή την κίνηση, αντιπαρέταξε μια μεραρχία περίπου 1.500 πεζών, με επικεφαλής τον κόμη του Μάρεϊ. Οι Άγγλοι έφιπποι επιτέθηκαν μανιασμένα στους κοντοφόρους, αλλά ούτε αυτήν τη φορά κατάφεραν να διαλύσουν τον σχηματισμό.
Το βράδυ το ηθικό των Άγγλων ήταν πεσμένο, και ο Εδουάρδος αποφάσισε να διασχίσει τον ποταμό Μπάνοκμπερν για να εγκαταστήσει το στρατόπεδό του. Ήταν πολύ κακή απόφαση, καθώς αποδείχθηκε πολύ δύσκολο και εξαντλητικό το να διασχίσουν την ελώδη κοίτη του ποταμού χρησιμοποιώντας σανίδες επάνω στις οποίες βάδιζαν τα άλογα. Όμως ο Μπρους ήταν πολύ πιο αβέβαιος από όσο θα φανταζόταν κανείς. Μάλιστα, ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει ικανοποιημένος από την επιτυχία που εξασφάλισε και να μη ρισκάρει ό,τι είχε κερδίσει σε μια ακόμα μάχη την επόμενη ημέρα. Όταν, όμως, πληροφορήθηκε πόσο αποκαρδιωμένο ήταν το αγγλικό στρατόπεδο, αποφάσισε να προχωρήσει σε μάχη και την επόμενη μέρα.
Οι Άγγλοι προσπάθησαν και πάλι να επιτεθούν στους Σκωτσέζους κοντοφόρους, αλλά στο βαλτώδες έδαφος και μπροστά σε ένα πολύ πυκνό μέτωπο τα άλογα δεν μπορούσαν να επιταχύνουν, και για άλλη μια φορά οι Σκωτσέζοι δεν αντιμετώπισαν καμία δυσκολία στο να απωθήσουν την επίθεση. Ο Εδουάρδος Β’ αποφάσισε τελικά να επέμβουν οι τοξότες για να υποστηρίξουν το ιππικό. Αυτοί κατάφεραν να επιφέρουν σοβαρές απώλειες στους σκωτσέζους πολεμικούς σχηματισμούς. Ήταν όμως παραταγμένοι σε ιδιαίτερα απροστάτευτη θέση, και ο Μπρους διέταξε το ελαφρύ Ιππικό του να τους επιτεθεί.
Οι τοξότες, χωρίς κατάλληλα όπλα για να αμυνθούν, εξολοθρεύτηκαν. Τότε ο Εδουάρδος κατάλαβε πως η μάχη ήταν χαμένη και διέφυγε. Οι Άγγλοι βρίσκονταν σε απόλυτο πανικό και, καθώς ήταν παγιδευμένοι ανάμεσα στους Σκωτσέζους μπροστά τους και τους βάλτους πίσω τους, πολλοί εξ αυτών σφαγιάστηκαν. Οι Άγγλοι έχασαν συνολικά περίπου 700 ιππείς και αρκετές χιλιάδες στρατιώτες πεζικού. Ο θρύλος λέει ότι οι Σκωτσέζοι έχασαν μόνον έναν άντρα στην πραγματικότητα, οι απώλειες της στρατιάς του Μπρους μάς είναι άγνωστες, αν και κατά πάσα πιθανότητα ελαφριές. Με τη μάχη του Μπάνοκμπερν ο Ροβέρτος Μπρους κέρδισε την αναγνώριση ως βασιλιάς της Σκωτίας στα μάτια όλου του υπόλοιπου κόσμου.
Ο πόλεμος συνεχίστηκε για ακόμη εννέα χρόνια, έως ότου ο Εδουάρδος Β’ αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Σκωτίας. Ωστόσο, ίσως πιο σημαντικές να ήταν οι συνέπειες στην εξέλιξη της στρατιωτικής τακτικής. Στη μάχη του Μπάνοκμπερν κατέστη σαφές ότι το Ιππικό δεν μπορούσε να διασπάσει τον σχηματισμό μάχης του πεζικού, ένα μάθημα που πήραν οι Άγγλοι και εκμεταλλεύτηκαν με επιτυχία στον Εκατονταετή Πόλεμο. Για τρεις αιώνες τα ευρωπαϊκά πεδία μάχης κυριαρχούνταν από σχηματισμούς αρκετά παρόμοιους με εκείνους των Σκωτσέζων, όπως οι μοίρες «σαρισοφόρων» των Ελβετών και οι Λάντσκνεχτ των Γερμανών.
Τα γεγονότα που οδήγησαν στη μάχη του Μπάνοκμπερν
Το 1291 ο Εδουάρδος Α’ προήδρευσε μιας «διάσκεψης» στην οποία οι δύο διεκδικητές του θρόνου, ο Ιωάννης Μπάλιολ και ο Ροβέρτος Μπρους του Άναντεϊλ, είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τις θέσεις τους. Ο Εδουάρδος επέλεξε τον πρώτο, υποχρεώνοντάς τον να δηλώσει υποτέλεια στο βρετανικό στέμμα και καθιστώντας έτσι τη Σκωτία υποτελές κράτος. Με τον καιρό ο Εδουάρδος άσκησε σειρά πιέσεων αναγκάζοντας τον Ιωάννη Μπάλιολ να επιδιώξει συμμαχία με τη Γαλλία.
Εκείνη την περίοδο είχε αρχίσει να διαφαίνεται η γαλλική πολιτισμική επιρροή στην αρχιτεκτονική, το δίκαιο και το λεξιλόγιο. Ήταν η αρχή αυτού που αργότερα θα ονομαζόταν Παλαιά Συμμαχία, η οποία ανανεώθηκε από τον Ροβέρτο Μπρους το 1326 με τη Συνθήκη του Κορμπέιν. Το 1265 η Σκωτία υποτάχθηκε στον Ερρίκο Β’ Πλανταγενέτη, βασιλιά της Αγγλίας.
Στα τέλη του 13ου αιώνα η Σκωτία υποτάχθηκε πλήρως στην Αγγλία, μετά τις αγγλικές νίκες στο Ντάνμπαρ και το Μπέργουικ. Ο λίθος του Πεπρωμένου, πάνω στον Οποίο στέφονταν οι Σκωτσέζοι βασιλείς, μεταφέρθηκε από το Σκον στο Λονδίνο. Ο Εδουάρδος Α’ ονόμασε τον Ιωάννη του Γουόρεν κυβερνήτη της Σκωτίας. Οι Σκωτσέζοι εξεγέρθηκαν ενάντια στην αγγλική κυριαρχία υπό την ηγεσία του Γουίλιαμ Γουάλας.
Ο Ροβέρτος Α’ Μπρους (1274 -1329) διετέλεσε βασιλιάς της Σκωτίας από το 1306 έως το 1329 Με νορμανδική και σκωτσέζικη καταγωγή, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους βασιλείς της Σκωτίας, καθώς κι από τους πιο φημισμένους Πολεμιστές της εποχής του. Οδήγησε τη Σκωτία στον πόλεμο της ανεξαρτησίας ενάντια στο Βασίλειο της Αγγλίας. Ανήλθε στον σκωτσέζικο θρόνο ως μικρανεψιός του Δαβίδ Α’ της Σκωτίας. Τον Αύγουστο του 1296, ο Μπρους και ο πατέρας του ορκίστηκαν πίστη στον Εδουάρδο Α’ της Αγγλίας στο Νότιο Μπέργουικ, το Μπέργουικ-απόν-Τουίνι, αλλά παραβαίνοντας αυτό τον όρκο, που είχε ανανεωθεί στο Καρλάιλ, ο νεαρός Ροβέρτος συντάχθηκε με τη σκωτσέζικη εξέγερση ενάντια στον βασιλιά Εδουάρδο μέσα στο ίδιο έτος.
Στις 7 Ιουλίου 1297, ο Μπρους και οι σύντροφοι του αναγκάστηκαν να υπογράψουν τους όρους μιας συνθήκης που ονομάστηκε Συνθηκολόγηση του Έρβαϊν: Οι Σκωτσέζοι άρχοντες δεν ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν πέρα από τη θάλασσα παρά τη θέλησή τους, ενώ θα τους συγχωρούνταν η αποστασία τους αν σε αντάλλαγμα ορκίζονταν πίστη στον βασιλιά Εδουάρδο. Τον Σεπτέμβριο του 1305, ο Εδουάρδος εμπιστεύτηκε στον Ροβέρτο Μπρους το κάστρο του στο Κίλντραμι, ίσως επειδή σκέφτηκε ότι ο Ροβέρτος δεν ήταν απόλυτα αξιόπιστος και μπορεί να μηχανορραφούσε πίσω από την πλάτη του. Ο Μπρους, ως κόμης του Κάρικ και πλέον έβδομος κύριος του Άναντεϊλ, απέκτησε τεράστια περιουσία, η Σκωτία έγινε κτήμα του, ενώ έκανε δική του ακόμα μια βαρονία και μερικές δευτερεύουσες ιδιοκτησίες στην Αγγλία, ενώ είχε βλέψεις στον σκωτσέζικο θρόνο. Τον Μάρτιο του 1309 συγκρότησε το πρώτο Κοινοβούλιό του στο Σεντ Άντριους, και μέσα στον Αύγουστο του ίδιου έτους έλεγχε όλη τη βόρεια Σκωτία. Τον επόμενο χρόνο ο σκωτσέζικος κλήρος, στη διάρκεια γενικού συμβουλίου, αναγνώρισε τον Μπρους ως βασιλιά.
Ένα από τα όπλα που χρησιμοποιούσαν οι Σκωτσέζοι ήταν το κοντάρι (πίκα, ένα είδος δόρατος ή λόγχης). Στη Δυτική Ευρώπη το κοντάρι έκανε την εμφάνισή του κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, χρησιμοποιούμενο από δυνάμεις ανεπαρκώς εκπαιδευμένες, που τις απάρτιζαν εθνοφρουροί, όπως των Φλαμανδών και των Σκωτσέζων. Στα χέρια τέτοιων δυνάμεων το κοντάρι αποδείχτηκε αποτελεσματικό στην απώθηση του ισχυρού και εκπαιδευμένου Ιππικού των φεουδαρχών: το 1302 οι Γάλλοι Ιππείς απωθήθηκαν αποφασιστικά από τις φλαμανδικές δυνάμεις στη μάχη του Κόρτραϊκ, γνωστή ως Μάχη των Χρυσών Σπιρουνιών, ενώ το 1314 οι αγγλικές δυνάμεις που προσπάθησαν να υποτάξουν τη Σκωτία γνώρισαν την ήττα στη μάχη του Μπάνοκμπερν, όπου οι Σκωτσέζοι παρατάχθηκαν βάσει ενός κλειστού αμυντικού σχηματισμού που ονομάζονταν schiltron, ένα είδος Κοντοφόρου φάλαγγας. Ωστόσο το κοντάρι δεν κατάφερνε πάντοτε να νικήσει τον αντίπαλο, και φάνηκε γρήγορα η τρωτότητα των σχηματισμών των κοντοφόρων μπροστά στις εκηβόλους λόγχες και το πυροβολικό, καθώς και η τρωτότητα των πλευρών τους: το 1333 Οι Σκωτσέζοι κοντοφόροι εξολοθρεύτηκαν από τις νέες αγγλικές τακτικές, βασισμένες στο βαρύ (ή μακρύ) τόξο.
Το Schiltron ήταν ένας ιδιαίτερος αμυντικός σχηματισμός, που χρησιμοποιούνταν από άνδρες εφοδιασμένους με μακριά δόρατα ή κοντάρια. Η παρουσία του καταγράφεται από το 1000 μ.Χ. στην Αγγλία. Πρόκειται για ομάδα στρατιωτών που κλεινόταν σε μια πυκνή συστάδα «αγκαθιών», με τις ασπίδες κοντά τη μία στην άλλη και τα μακριά δόρατα να εκτείνονται προς κάθε κατεύθυνση, έτσι ώστε ο σχηματισμός να θυμίζει έντονα σκαντζόχοιρο με τα αγκάθια σε θέση άμυνας. Μπορεί να θεωρηθεί παραλλαγή της κλασικής φάλαγγας που χρησιμοποιούνταν ευρέως από τους Μακεδόνες. Αυτός ο σχηματισμός προσφερόταν ιδιαίτερα για αντίσταση στις επιθέσεις του ιππικoύ. Αντίθετα από τη κλασική φάλαγγα, μπορούσε να αμυνθεί από κάθε πλευρά, αλλά απαιτούσε μεγάλη πειθαρχία ούτως ώστε να στεφθεί η προσπάθεια με επιτυχία, ενώ ήταν πιο ευάλωτη στις ρίψεις από απόσταση (από τόξοή καταπέλτη, για Παράδειγμα). Η χρήση της συνδέθηκε με τον πόλεμο ανάμεσα στη Σκωτία και την Αγγλία κατά τον 13ο αιώνα.