Η Πολιορκία και Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαΐου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Η άλωση αυτή της Κωνσταντινούπολης, σήμανε και το τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το Βυζάντιο ήταν ήδη εξασθενημένο και διαιρεμένο τους τελευταίους δύο αιώνες, σκιά της παλιάς Αυτοκρατορίας. Η Άλωση του 1204 από τους Σταυροφόρους και αργότερα, μετά την επανάκτησή της το 1261, οι πολιτικές και θρησκευτικές έριδες, η αδυναμία βοήθειας από τη Δύση, η άσχημη οικονομική κατάσταση και η φυγή ανθρώπινου δυναμικού, οδήγησαν στη σταδιακή εξασθένηση και συρρίκνωση. Η κατάληψη της Καλλίπολης το 1354 από τους Οθωμανούς, η οποία έφερε ορδές φανατικών μουσουλμάνων πολεμιστών στην Ευρώπη, σταδιακά κύκλωσε εδαφικά το Βυζάντιο, το οποίο έγινε το 1373 φόρου υποτελές στον Οθωμανό σουλτάνο. Έτσι, η Άλωση ήλθε ως φυσικό αποτέλεσμα και της αδιάκοπης επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ευρύτερη περιοχή.
Κατά τα 1.100 χρόνια ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη είχε πολιορκηθεί αρκετές φορές, αλλά μόνο μία φορά είχε πέσει στα χέρια των εχθρών, το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας. Μετά το 1204 στην πόλη εγκαθιδρύθηκε ένα αδύναμο Λατινικό βασίλειο και οι υπόλοιπες περιοχές της Αυτοκρατορίας είχαν διασπαστεί σε επί μέρους βασίλεια. Ένα από αυτά, η ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας κατάφερε να επικρατήσει στην περιοχή και να ανακτήσει την Πόλη το 1261. Τους επόμενους δύο αιώνες, η εξασθενημένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεχόταν συνεχείς επιθέσεις από Λατίνους, Σέρβους, Βουλγάρους και ιδιαίτερα από τους Οθωμανούς Τούρκους. Το 1453 στην Αυτοκρατορία ανήκαν εκτός από την ίδια την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, το μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου, με επίκεντρο τον Μυστρά. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, ένα ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε το 1204 στην άκρη της Μικράς Ασίας και κατάφερε να επιβιώσει όλο αυτό το διάστημα, αποτελούσε εντελώς ξεχωριστή από το Βυζάντιο πολιτική οντότητα.
Ο βυζαντινός κόσμος στις παραμονές της καταστροφής.
Η κατάσταση της βυζαντινής πρωτεύουσας τα τελευταία χρόνια ήταν εντελώς αποκαρδιωτική. Είχαν καταφύγει σ’αυτη διάφοροι πρόσφυγες από τα περίχωρα της οι οποίοι επέτειναν με την παρουσία τους το πρόβλημα του επισιτισμού. Η επικείμενη επίθεση είχε πανικοβάλει τον πληθυσμό. Τα νέα που καθημερινά γινόταν γνωστά του μείωναν περισσότερο το ηθικό. Η συνθήκη του Μωάμεθ Β΄ με τον Ουνυαδη ήταν μεγάλο πλήγμα. Το ταμείο του κράτους ήταν εξαντλημένο ώστε να μην υπάρχουν τα μέσα για να ετοιμαστεί η άμυνα. Επί πλέον μέσα στην πρωτεύουσα, που είχε αρχίσει να ψυχορραγεί, επικρατούσε πολιτικοδεολογικη διαμάχη.
Έτσι όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, το Βυζάντιο εκείνη τη στιγμή μπορούσε να ελπίζει μονό στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης. Όλοι όμως αμφέβαλλαν αν η βοήθεια αυτή θα έφτανε στην Κωνσταντινούπολη, όπως επίσης όλοι γνωρίζαν, ύστερα από τις αλλεπάλληλες αποτυχίες των σταυροφοριών, πως ο χριστιανικός κόσμος δεν μπορούσε να αναχαιτίσει τους Τούρκους. Αλλά το σπουδαιότερο ήταν πως η καθολική Ευρώπη ήταν μισητή στους Βυζαντινούς. Η ένωση των Εκκλησιών, η οποία είχε υπογραφεί στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, όχι μόνο δεν είχε πείσει κανέναν αλλά στάθηκε αιτία να υποδαυλιστεί η παλαιά εχθρότητα ανάμεσα στον ανατολικό και τον δυτικό χριστιανικό κόσμο, και να διαιρεθεί ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης σε ενωτικούς και ανθενωτικούς. Το μεγάλο μέρος του λαού μπροστά στον έσχατο κίνδυνο είχε προσκολληθεί στην πίστη του, ίσως όσο ποτέ άλλοτε. Επί πλέον η ένωση των Εκκλησιών αποδοκιμάσθηκε από τους ορθόδοξους σλαβικούς λαούς, απέναντι στους οποίους το Βυζάντιο διατηρούσε ακόμη κάποια ακτινοβολία. Ο τσάρος της Μόσχας , στον οποίο θα μπορούσε να υπολογίζει ο Βυζαντινός Αυτοκρατωρ, είχε υιοθετήσει ανοικτά εχθρική στάση. Μπροστά στη γενική κατακραυγή ο πατριαρχικός θρόνος ήταν κενός γιατί ήταν φανερό πως η παρουσία ενωτικού αρχιερέα θα επιδείνωνε τα πράγματα.
Ωστόσο ο Κωνσταντίνος ΙΑ’, υπό την ξεκάθαρη απειλή της νέας πολιορκίας, έστειλε πρεσβεία ζητώντας βοήθεια από τον πάπα Νικόλαο Ε’, ο οποίος έβαλε και πάλι ως όρο την ένωση των Εκκλησιών. Ο αυτοκράτορας ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει αλλά εμποδιζόταν από την αντίδραση του λαού και του κλήρου. Τελικά ζήτησε από τον πάπα να του στείλει ιερείς ικανούς και πειστικούς που θα τον βοηθούσαν να πραγματοποιήσει την ένωση. Έτσι τον Νοέμβριο του 1452 έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη ο καρδινάλιος Ισίδωρος, άλλοτε μητροπολίτης Κιέβου και κάτοχος σημαντικής παιδείας, καθώς και ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεοναρδος, που διαπνεόταν από έντονα αντιβυζαντινα αισθήματα. Έφεραν μαζί τους 200 περίπου πολεμιστές.
Στις 12 Δεκεμβρίου ο καρδινάλιος λειτούργησε στην Αγια Σοφία, κατόπιν κηρύχθηκε η ένωση που είχε ψηφίσει η Σύνοδος της Φλωρεντίας και ο αυτοκράτορας ομολόγησε προσχώρηση. Την ίδια ώρα όμως ο λαός της Κωνσταντινούπολης είχε ξεχυθεί στους δρόμους και είχε συγκεντρωθεί στις εκκλησιές , οπού λειτουργούσαν ανθενωτικοί ιερείς και κυρίως στη μονή του Παντοκράτορος, οπού ζούσε ένας από τους ηγέτες των ανθενωτικών, ο Γεώργιος Σχολαριος, ο οποίος μετά την άλωση έγινε πατριάρχης. Το σύνθημα του φαίνεται να ήταν: ”Την γαρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απεστώ αφ ημών η των αζυμιτών λατρεία”.
Το μίσος για τους Λατίνους δεν απέρρεε μόνο από καθαρά δογματικούς λόγους. Υπήρχαν και άλλοι, πιο συγκεκριμένοι λόγοι, για τους οποίους οι Βυζαντινοί εχθρεύονται τους καθολικούς δυτικούς Ευρωπαίους η τουλάχιστον δίσταζαν να δεχτούν την προστασία τους, που ισοδυναμούσε στα μάτια τους με υποδούλωση. Ποτέ δεν είχε ξεχάσει η λαικη ψυχή τη βαρβαρότητα που είχαν δείξει οι Λατίνοι κατά την άλωση του 1204. Στα χρόνια που ακολούθησαν , μετά την ανακατάληψη της βυζαντινής πρωτεύουσας (1261), η οικονομική διείσδυση των δυτικών κρατών, κυρίως της Γένουας και της Βενετίας, είχε προκαλέσει έντονη λαικη αντίδραση γιατί είχε γίνει κοινή συνείδηση πως είχε οδηγήσει στην οικονομική εξαθλίωση της Αυτοκρατορίας.
Οι Κωνστανουπολιτες γνώριζαν ότι στις βενετικές και γενουατικες αποικίες της Ρωμανίας οι ορθόδοξοι Έλληνες ζούσαν υπό καταπίεση. Όπου κυβερνούσαν οι Λατίνοι, η βυζαντινή νομοθεσία είχε σχεδόν τελείως καταργηθεί και στην θέση της είχαν εφαρμοστεί οι δυτικοί φεουδαρχικοί νόμοι, καθώς και οι αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Στις πόλεις οι ορθόδοξοι Έλληνες δεν μπορούσαν να έχουν τους μητροπολίτες τους, δεν μπορούσαν να καταλάβουν κανένα υψηλό αξίωμα στη διοίκηση και συναντούσαν εμπόδια αν ήθελαν να ασκήσουν το επάγγελμα του εμπόρου. Τα ορθόδοξα μοναστήρια είχαν αποστερηθεί την κτηματική περιουσία τους η τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος της. Στην ύπαιθρο οι χωρικοί που δούλευαν στα κτήματα των Λατίνων φεουδαρχών υπέφεραν ιδιαίτερα εξ αιτίας των εξαντλητικών φόρων, που οφείλαν να πληρώνουν και των συχνών αγγαρειών. Τέλος ήταν πασίγνωστο πως οι Λατίνοι δεν προστάτευαν αποτελεσματικά τους πληθυσμούς που ζούσαν υπό την κυριαρχία τους. Οι Τούρκοι είχαν αποδείξει πως μπορούσαν να εισβάλουν οποιαδήποτε στιγμή σε μια περιοχή, να καταστρέψουν τις σοδειές και τα σπίτια και να αιχμαλωτίσουν τους χωρικούς.
Ποια όμως ήταν η κατάσταση των ορθοδόξων Ελλήνων μέσα στην επικράτεια του σουλτάνου, την οποία δεν μπορεί παρά να γνώριζαν οι Κωνσταντινουπολίτες; Βέβαια και εκεί οι Έλληνες ήταν δεύτερης κατηγορίας πολίτες, καθώς ήταν στα ματια των Τούρκων ”άπιστοι” (kafir, δηλαδή γκιαούρηδες) και για τον λόγο αυτό υποχρεώνονταν να πληρώνουν κεφαλικό φόρο (djizye). Επίσης κινδύνευαν να δουν τα παιδιά τους θύματα παιδομαζώματος. Ωστόσο, γενικά οι αρχές και της ισλαμικής θρησκείας και του οθωμανικού κράτους ήταν ανεκτικότερες από τις αρχές που επέβαλε η Καθολική Δύση. Οι βυζαντινοί νόμοι δεν είχαν καταργηθεί, απλώς προσαρμόστηκαν στις αρχές της ισλαμικής θρησκείας. Πολλοί νόμοι μάλιστα υιοθετήθηκαν από τους Τούρκους και είναι σήμερα γενικά παραδεκτό πως η οθωμανική διοίκηση αντέγραψε σε πολλούς τομείς το Βυζάντιο.
Στην οθωμανική διοίκηση, κυρίως την οικονομική, είχαν γίνει δεκτοί διάφοροι χριστιανοί και μάλιστα σε αρκετά υψηλές θέσεις. Ακόμη και στον στρατό, που θα περίμενε κανεις πως θα ήταν ανοικτός μόνο στους μουσουλμάνους, συμμετείχαν πολλοί χριστιανοί, στους οποίους είχε απονείμει ο σουλτάνος για ανταμοιβή στρατιωτικά κτήματα (τιμάρια).
Στον τομέα του εμπορίου και των επιχειρήσεων υπήρχε για τους χριστιανούς απόλυτη ελευθερία. Οι φιλόδοξοι Τούρκοι των χρόνων εκείνων, που ήθελαν να ανέβουν ψηλά, στρέφονταν στη διοίκηση και κυρίως στη στρατιωτική, οπού αναμφισβήτητα αν ήταν κανείς μουσουλμάνος είχε πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες για μια λαμπρή σταδιοδρομία, και αδιαφορούσαν για τις οικονομικές επιχειρήσεις αφήνοντας έτσι το πεδίο ελεύθερο για τους χριστιανούς. Είναι αξιοσημείωτο πως, ενώ στην Κωνσταντινούπολη είχε εκλείψει κάθε οικονομική δραστηριότητα, ενω στην πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους την Αδριανουπολη, παρουσιάστηκαν στα χρόνια εκείνα ορισμένοι Έλληνες που είχαν πλουτίσει άλλοι από το εμπόριο και άλλοι από την διαχείριση κρατικών μονοπώλιων. Αντίστοιχες περιπτώσεις σε λατινοκρατουμενες περιοχές ήταν δυσεύρετες αν οχι ανύπαρκτες. Επί πλέον οι χωρικοί μέσα στην οθωμανική επικράτεια πλήρωναν χαμηλότερους φόρους , έκαναν λιγότερες αγγαρείες και το σπουδαιότερο ζούσαν σε σχετική ασφάλεια γιατί ο σουλτάνος ήταν σε θέση να προστατεύει τα εδάφη που του ανήκαν.
Με τις προϋποθέσεις αυτές είχε σχηματιστεί μέσα στην βυζαντινή πρωτεύουσα, όπως και αλλού μέσα στη Ρωμιοσύνη μια παράταξη απρόθυμη να εναντιωθεί στους Τούρκους, οχι επειδή ήταν φιλότουρκη αλλα επειδή ήταν αντιλατινικη. Για τους βυζαντινούς που είχαν συνειδητοποιήσει την αδυναμία τους έφτανε η στιγμή να εκλέξουν το ” μη χειρον κακο”. Την παράταξη αυτή εξέφραζε ο Λουκάς Νοταρας, που κατείχε μέσα στην πολιορκούμενη Κωνσταντινούπολη το ύπατο αξίωμα μετά τον Αυτοκράτορα, με την φράση «Καλλίτερα να δω στην Κωνσταντινούπολη σαρίκι τουρκικό, παρά τιάρα παπική». Η φράση αυτή, που την περιέλαβε στην ιστορία του ο συγγραφέας της εποχής Δούκας, φαίνεται πως δεν ήταν επινόηση της στιγμής του Λουκά Νοταρα, ήταν το σύνθημα της αντιλατινικης παρατάξεως. Πενήντα χρόνια περίπου αργότερα οι Έλληνες της ενετοκρατούμενης Κέρκυρας ψιθύριζαν πως ”ειναι προτιμότερος ο ζαρκουλας (το καπέλο των γενίτσαρων) απο την μπερεττα(το καπέλο των Βενετών)” Άλλωστε είναι γνωστό πως οι χριστιανοί κάτοικοι διάφορων λατινοκρατουμενων πόλεων και περιοχών βοήθησαν η προσπαθήσαν να βοηθήσουν τους Τούρκους να τις κυριεύσουν (πχ την Αθήνα, τον Καφφα, τη Ρόδο). Η λατινική κυριαρχία ήταν και αυτή αδυσώπητη.
Εκτός απο τη διάσταση απόψεων στον πολιτικοιδεολογικο τομέα, οι Κωνσταντινουπολίτες είχαν να αντιμετωπίσουν και ένα άλλο τραγικό δίλημμα. Όταν μια πόλη παραδίνονταν στους Τούρκους χωρίς αντίσταση, γινόταν κάποια συμφωνία και οι κάτοικοι της έπαιρναν ορισμένα προνόμια απο τον σουλτάνο, τα οποία εξασφαλίζαν τη ζωή και την περιουσία τους. Τέτοια ήταν η περίπτωση των Ιωαννίνων. Αντίθετα, όταν μια πόλη κυριευόταν ύστερα απο αντίσταση ( από σπαθιού, όπως γράφουν οι συγγραφείς της εποχής εκείνης) περίμενε τους κατοίκους της φρικτή μοίρα Οι στρατιώτες του σουλτάνου λεηλατούσαν τα σπίτια τους ( ήταν έθιμο να ανταμείβονται για τον αγώνα τους με τη λεία που άρπαζαν) ενώ οι κάτοικοι, άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, αιχμαλωτίζονταν και πουλιόνταν ως σκλάβοι, ώσπου να βρεθουν τα απαιτούμενα χρήματα για να εξαγορασθούν. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Οι Κωνσταντινουπολίτες τα γνωρίζαν αυτά. Και αναμφίβολα ένα μέρος τους ορρωδούσε μπροστά στην ιδέα της αντιστάσεως γιατί ήταν σε όλους φανερό πως ο εχθρός ήταν πανίσχυρος. Η ηττοπάθεια όμως και η επικείμενη συμφορά προκαλούσαν μεγαλύτερη επιμονή στην Ορθοδοξία, οι λόγοι του Σχολαρίου αποκτούσαν μεγαλύτερη βαρύτητα.
Παρ’ολες αυτές τις απελπιστικές συνθήκες, ο αυτοκράτορας με αξιοθαύμαστο σθένος προχώρησε στην οργάνωση της τελικής άμυνας. Και ο λαός της πρωτεύουσας με ηρωισμό συσπειρώθηκε γύρω του. Η Κωνσταντινούπολη περιβαλλόταν απο τη στεριά με διπλό τείχος. Το εσωτερικό ήταν το υψηλότερο και ισχυρότερο ενώ το εξωτερικό είχε μπροστά μεγάλη τάφρο για να το προφυλάσσει. Τα τείχη αυτά που επί 1000 περίπου χρόνια είχαν βοηθήσει την Βασιλεύουσα να αποκρούσει νικηφόρα διάφορες επιθέσεις βάρβαρων λαών, επισκευάστηκαν βιαστικά και έγινε υπό την προσωπική επίβλεψη του Κωνσταντίνου ΙΑ’, βαθιά εκσκαφή της τάφρου. Ταυτόχρονα άρχισε η συγκέντρωση τροφίμων ώστε να εξασφαλιστεί ο επισιτισμός στο διάστημα της πολιορκίας. Για να καλυφθούν οι οικονομικές ανάγκες, διάφορα πολύτιμα σκεύη, κειμήλια των εκκλησιών, μεταφέρθηκαν στο αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο να κοπεί νόμισμα με το οποίο αγοράστηκαν όπλα και πληρώθηκαν οι στρατιώτες. Τέλος οργανώθηκαν και στάλθηκαν νέες πρεσβείες σε διάφορους χριστιανούς ηγεμόνες.
Ο κίνδυνος είχε γίνει γνωστός σε ολόκληρη την Ευρώπη γιατί η φρουρά του νεόδμητου κάστρου στον Βόσπορο εφάρμοζε την διαταγή του σουλτάνου σχετικά με τη ναυσιπλοΐα. Στο τέλος του 1452 βενετικό καράβι που θέλησε να περάσει χωρίς να σταματήσει και να πληρώσει κομμερκιο, βυθίστηκε απο τα τουρκικά κανόνια. Ο πλοίαρχος και το πλήρωμα που το αποτελούσαν 30 άνδρες οδηγήθηκαν αλυσοδεμένοι μπροστά στον Μωάμεθ, ο οποίος διέταξε να αποκεφαλιστούν οι άντρες και να ανασκολοπιστεί ο πλοίαρχος.
Το νέο διαδόθηκε γρήγορα. Οι Βενετοί και οι Γενουατες κατάλαβαν πως δεν μπορούσαν πια να διεξάγουν το εμπόριο τους με την Ανατολή και άρχισαν να ετοιμάζονται για πόλεμο Στις 26 Ιανουαρίου 1453 δυο γενουατικα πλοία, που μετέφεραν 700 πολεμιστές, έφτασαν στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ απένειμε στον αρχηγό τους, τον έμπειρο στρατιώτη Ιωάννη Ιουστινιάνη ( Giustinianu-Longo), τον τίτλο του πρωτοστράτορος και του ανέθεσε την άμυνα της Κωνσταντινουπόλεως παραχωρώντας του για ανταμοιβή το νησί της Λήμνου. Επίσης τα αυτοκρατορικά πλοία αποτολμήσαν καταδρομή στην απέναντι μικρασιατική ακτή και αιχμαλώτισαν αρκετούς Τούρκους που τους οδήγησαν στην Κωνσταντινούπολη.
Παράλληλα στις αρχές του 1453, ο Μωάμεθ άρχισε να συγκεντρώνει στρατεύματα στην Αδριανουπολη και διέταξε την κατάκτηση των πόλεων που ήταν ακόμη υπό βυζαντινή κυριαρχία. Οι πόλεις της Προποντίδας (Άγιος Στέφανος, Επιβάτες και Ηράκλεια) και κατόπιν οι πόλεις του Ευξείνου (Βιζυη, Αγχίαλος, Μεσημβρία) κυριεύθηκαν μαζί με τις περιοχές τους. Μόνο η Σηλυβρία μπόρεσε να αντισταθεί αποτελεσματικά.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Τον Ιανουάριο του 1453 άρχισε με πανηγυρισμούς η μεταφορά των κανονιών απο την Αδριανούπολη στην περιοχή της Βασιλεύουσας. Ανάμεσα σε αυτά ήταν το τεράστιο για την εποχή του κανόνι πολιορκίας, που ειχε κατασκευάσει Σαξονας τεχνίτης και που προκαλούσε δέος. Τον Μάρτιο ξεκίνησε και ο σουλτάνος με τον πολυπληθέστερο στρατό του και έφτασε κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης τις πρώτες μέρες του Απριλίου. Ίσως να θεωρείται βέβαιο πως ο τακτικός στρατός του Μωάμεθ ήταν τουλάχιστον 150.000 άνδρες. Φαινόταν όμως πολύ μεγαλύτερος γιατί τον ακολουθούσε μεγάλος αριθμός απο τεχνίτες, σιτιστές, υπηρέτες και εργάτες. Επί πλέον είχαν συγκεντρωθεί γύρω απο την Κωνσταντινούπολη ατέλειωτα πλήθη Τούρκων ατάκτων, που τους προσέλκυε η προοπτική της λεηλασίας. Ο στρατός ήταν άριστα οργανωμένος και εξοπλισμένος και επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός.
Ο σουλτάνος φρόντισε να τον εμψυχώσει ιδιαίτερα. Πολυάριθμοι φανατικοί Τούρκοι μοναχοί (δερβίσηδες) και μωαμεθανοί ιερωμένοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους στρατιώτες με κηρύγματα η με συνθήματα που τονώναν την πολεμική ορμή τους. Ο σουλτάνος έστησε την σκηνή του απέναντι απο την πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί όπου την είχε στήσει και ο πατέρας του, όταν το 1422 ειχε αποπειραθεί να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη, και τα στρατεύματα του παρατάχθηκαν κατά μήκος των χερσαίων τειχών. Στις 7 Απριλίου κηρύχθηκε επίσημα η πολιορκία. Λίγες ημέρες αργότερα στις 12 Απριλίου, έφθασε και ο τουρκικός στόλος απο την Καλλίπολη. Ήταν ο πρώτος πραγματικά αξιόμαχος στόλος που είχαν αποκτήσει οι Οθωμανοί, τον αποτελούσαν 400 περίπου πλοία. Αγκυροβόλησε στον Βόσπορο, στην περιοχή του Διπλοκιονιου (σήμερα Beshik-Tash).
Ο αγώνας ήταν φανερά άνισος. Στην Κωνσταντινούπολη, που τότε δεν είχε πληθυσμό περισσότερο από 50.000, υπήρχαν περίπου 5000 Βυζαντινοί στρατιώτες και 2000 ξένοι, κυρίως Γενουατες και Βενετοί. Υπήρχαν και το πληρώματα των πλοίων, που βρισκόταν στον Κεράτιο. Ο Κωνσταντίνος είχε ασφαλίσει την είσοδο του κόλπου στις 2 Απριλίου με μεγάλη σιδερένια αλυσίδα, της οποίας οι άκρες είχαν στερεωθεί στον Γαλατά και στην βυζαντινή πρωτεύουσα. Ωστόσο η παρουσία των πολυάριθμων τουρκικών πλοίων ανησυχούσε ιδιαίτερα τους Κωνσταντινουπολίτες, που γνώριζαν ότι στις προηγούμενες πολιορκίες δεν είχαν αποκλειστεί από την θάλασσα.
Την ημέρα που κηρύχθηκε η έναρξη της πολιορκίας, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας εγκατάστησε στο ανάκτορο του, που βρισκόταν κοντά στα τείχη, τον βαιλο (εκπρόσωπο) των Βενετών στον οποίο ανέθεσε την άμυνα εκείνης της περιοχής, ο ίδιος πήρε θέση κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, απέναντι από τον σουλτάνο. Στο πλευρό του είχε τον Ιουστινιάνη. Το μεγάλο τουρκικό κανόνι είχε στηθεί εκεί μπροστά και για τον λόγο αυτό οι Βυζαντινοί τοποθέτησαν το μεγάλο μέρος του στρατού τους σ’εκεινο το σημείο των τειχών.
Στις 12 Απριλίου οι Τούρκοι άρχισαν τον βομβαρδισμό με τα κανόνια που κράτησε, σχεδόν αδιάκοπα σε ολο το διάστημα της πολιορκίας. Οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα κανόνια τους, που ήταν άλλωστε πολύ κατωτέρα απο τα Τουρκικά, τα είχαν τοποθετήσει πάνω στα τείχη για να βάλλουν εναντίον των πολιορκητών, άλλα γρήγορα διαπίστωσαν πως κάθε βολή προκαλούσε ρωγμή στα ίδια τα τείχη.
Ωστόσο στην αρχή η άμυνα διεξαγόταν με επιτυχία. Οι Βυζαντινοί κρεμούσαν στην εξωτερική πλευρά των τειχών δέματα με μαλλιά η με φύλλα, ώστε να εξασθενεί η ορμή των βολών. Τοποθέτησαν δοκάρια και κάλυψαν τα ρήγματα του εξωτερικού τείχους με ένα σταύρωμα που το γέμισαν με χόρτα, καλάμια και λάσπη και κατόπιν το κάλυψαν με δέρματα ώστε να αποτελεί “δεύτερο τείχος”. Επίσης το ενίσχυσαν με πιθάρια, γέματα χώμα. Άνδρες γυναίκες και παιδιά, κάθε φορά που παρουσιάζονταν ανάγκη μετέφεραν υλικά για να επισκευάζονται τα τείχη. Στις 18 Απριλίου απέκρουσαν με επιτυχία την πρώτη έφοδο των πολιορκητών και το ηθικό τους αναπτερώθηκε.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν πολλές φορές να σπάσουν την αλυσίδα του Κεράτιου άλλα απέτυχαν. Γύρω στις 18 Απριλίου τα τουρκικά πλοία επιτέθηκαν εναντίον των χριστιανικών πλοίων προσπαθώντας να τα αιχμαλωτίσουν η να τα κάψουν. Εγκατέλειψαν όμως το σχέδιο ύστερα από τη γενναία αντίσταση των πληρωμάτων. Γύρω στις 20 Απριλίου έφθασαν μπροστά από την Κωνσταντινούπολη τρία καράβια γενουατικα και ένα βυζαντινό φορτωμένα με προμήθειες. Ο τουρκικός στόλος κινήθηκε αμέσως εναντίον τους, αλλά επειδή έπνεε ευνοικος άνεμος οι χριστιανοί ήλπιζαν ότι θα τα καταφέρουν να μπουν στον Κεράτιο. Την κρίσιμη όμως εκείνη στιγμή επικράτησε απολυτή νηνεμία.
Επακολούθησε φοβερή ναυμαχία, την οποία παρακολουθούσε ολόκληρος ο λαός της Κωνσταντινούπολης με αγωνιά πίσω απο τα τείχη και ολόκληρος ο Τουρκικός στρατός. Ο σουλτάνος είχε τόσο αναστατωθεί ώστε προχώρησε έφιππος μέσα στη θάλασσα. Η εικόνα αυτή, μολονότι συνδέεται με μια αποτυχία του, εχει διασωθεί έντονα απο τη λαικη τουρκική παράδοση. Ύστερα απο αιματηρό αγώνα υπερίσχυσαν οι χριστιανοί. Η νίκη τους οφείλεται και στο οτι οι Τούρκοι, άπειροι στη ναυτική τέχνη, είχαν χρησιμοποιήσει περισσότερα σκαφή από οσα έπρεπε, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί συνωστισμός στον Βοσπορο.
Η νίκη αυτή έδωσε ελπίδες στους Κωνσταντινουπολίτες και οι πλοίαρχοι με τη πληρώματα τους, κυρίως ο Βυζαντινός πλοίαρχος Φλαντανελλας, έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό μέσα στην πόλη. Ο σουλτάνος αντίθετα οργίστηκε ιδιαίτερα με τον ναύαρχο του , ο οποίος ήταν βουλγαρικής καταγωγής, και τον θανάτωσε.
Ύστερα απο αυτό το χαρμόσυνο γεγονός για τους χριστιανούς επεισόδιο οι Τούρκοι καταλάβαν πως παρά τις ρωγμές που προξενούσαν τα κανόνια τους στα τείχη η πόλη δεν ήταν δυνατό να εκπορθηθεί εφόσον έμενε απρόσβλητος ο κερατιος. Αποπειράθηκαν να βομβαρδίσουν τον Βυζαντινό στόλο απο την στεριά αλλά γρήγορα παραιτήθηκαν. Ο βομβαρδισμός ήταν επικίνδυνος γιατί οι βολές μπορούσαν να επιφέρουν καταστροφές στην γενουατικη αποικία του Γαλατά, ενώ ο σουλτάνος πρόσεχε ιδιαίτερα να περιορίσει τον πόλεμο μόνο εναντίον των Βυζαντινών, αποφεύγοντας οποιαδήποτε σύγκρουση με τους δυτικούς Ευρωπαίους.
Τότε ο Μωάμεθ κατέφυγε στην εφαρμογή σχέδιου που και το ίδιο και η ταχύτητα με την οποία εκτελέστηκε προκάλεσαν τον θαυμασμό όλων. Με τη βοήθεια φαίνεται Ιταλού μηχανικού κατασκεύασε δίολκο δώδεκα περίπου χιλιομέτρων ανάμεσα στον Βόσπορο και τον Κεράτιο, πίσω από το τείχος του Γαλατά. Τη νύχτα της 21/22 Απριλίου 70 περίπου πλοία , με τα πληρώματα τους μέσα σύρθηκαν πάνω από τη δίολκο και έφθασαν στον Κεράτιο. Για να μην γίνει αντιληπτό απο τους πολιορκημένους τα κανόνια βομβάρδιζαν ακατάπαυστα το χερσαίο τείχος.
Η εμφάνιση αυτών των πλοίων ήταν βαρύ πλήγμα για το ηθικό των Κωνσταντινουπολιτών. Η άμυνα της πόλης εξασθενούσε γιατί έπρεπε να τοποθετηθούν στρατιώτες στο τείχος του Κεράτιου, που ως τότε δεν είχε ανάγκη απο ιδιαίτερη περιφρούρηση. Μερικές προσπάθειες των πολιορκημένων να κάψουν τα πλοία απέτυχαν.
Στο μεταξύ στη βυζαντινή πρωτεύουσα είχε γίνει ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη τρόφιμων. Οι πολεμιστές είχαν αρχίσει να κουράζονται με τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των εχθρών που, καθώς ήταν πολυάριθμοι, εναλλάσσονταν και ήταν πάντα ξεκούραστοι. Επί πλέον οι Βενετοί και οι Γενουατες διαπληκτίζονταν κατηγορώντας οι πρώτοι τους δεύτερους για συνεργασία με τους Τούρκους. Υπήρχαν φήμες, ίσως αληθινές, πως οι Γενουατες του Γαλατά βοηθούσαν τον Σουλτάνο. Πολλοί Βυζαντινοί αλλά και ξένοι συμβουλεύαν τον αυτοκράτορα να φύγει λέγοντας του πως η παρουσία του έξω απο την πολιορκημένη πόλη θα έφερνε την σωτηρία της. Ο Κωνσταντίνος όμως με θάρρος και αξιοπρέπεια απέρριψε την ταπεινωτική αυτή λύση.
Στις 7 και στις 11 Μαιου οι Τούρκοι επιχείρησαν νέες εφόδους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Άρχισαν τότε να κατασκευάζουν τη μια μετά την άλλη, υπονόμους τους οποίους οι Βυζαντινοί ανακάλυπταν και κατέστρεφαν. Στις 18 Μαιου οι Τούρκοι έστησαν έναν μεγάλο πολιορκητικό ξύλινο πύργο, κινητό επάνω σε τροχούς κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, μπροστά στο χείλος της τάφρου την οποία άρχισαν να γεμίζουν. Οι Βυζαντινοί όμως τους απωθήσαν και την νύχτα κατόρθωσαν να κάψουν τον πύργο. Άνδρες και γυναικόπαιδα άδειασαν την τάφρο και επισκεύασαν ζημιές.
Φαίνεται ότι στο Τουρκικό στρατόπεδο άρχισε να κυριαρχεί αδημονία, οτι κυκλοφορούσαν φήμες για βοήθεια που έφτανε απο τη Δύση στο Βυζάντιο, και ακόμη οτι ο Βεζίρης Χαλιλ με υπονοούμενα πρότεινε την εγκατάλειψη της πολιορκίας. Ίσως όλα αυτά να ώθησαν τον Μωάμεθ σε σύντονες ενέργειες.
Στις 21 Μαιου ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση πως θα επέτρεπε στον βασιλιά και σε όσους άλλους ήθελαν να φύγουν με τα υπάρχοντα τους. Επίσης υποσχόταν στον Κωνσταντίνο πως θα τον αναγνώριζε ηγεμόνα της Πελοποννήσου και οτι θα παραχωρούσε άλλες περιοχές στους δυο αδελφούς του που διοικούσαν το δεσποτάτο. Τέλος διαβεβαίωνε πως ο πληθυσμός που θα έμενε στην πόλη δεν θα εξανδραποδιζόταν.
Ο Προτάσεις αυτές φανέρωναν ποια ήταν η φιλοδοξία του νέου σουλτάνου. Ήθελε να πετύχει αυτό που στάθηκε ακατόρθωτο για όλους τους άλλους μωαμεθανούς ηγεμόνες και για τους προγόνους του, να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη και να κρατήσει τη θρυλική αυτή πόλη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του. Γνώριζε καλά οτι, αν την έπαιρνε ύστερα απο έφοδο, τα στρατεύματα του θα την κατάστρεφαν και θα την ερήμωναν, και προσπαθούσε να κυριεύσει ακέραιοι την πόλη και όχι τα ερείπια της.
Οι αντιπροτάσεις του Κωνσταντίνου διαπνέονταν απο υψηλό πνεύμα αξιοπρέπειας και αποφασιστικότητας. Δεχόταν να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας και να παραμείνουν στα χέρια των Τούρκων ολα τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν στο μεταξύ κατακτήσει. Για την Κωνσταντινούπολη όμως δήλωσε ”Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστίν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.”
Το να σου (παρα)δώσω όμως την πόλη ούτε σε εμένα επαφίεται ούτε σε άλλον από τους κατοίκους της• διότι με κοινή απόφαση οι πάντες θα αποθάνουμε αυτοπροαίρετα και δεν θα υπολογίσομε τη ζωή μας.
Ύστερα απο αυτό ο Μωάμεθ προχώρησε στην τελική επίθεση. Κάλεσε πολεμικό συμβούλιο και κατόπιν έβγαλε λόγο. Δήλωσε με Όρκο στους στρατιώτες τους πως ο ίδιος ήθελε μονο τα τείχη και τα οικοδομήματα της πόλεως και πως θα άφηνε σ’αυτους όλα τα άλλα Υπογράμμισε πως υπάρχουν θησαυροί μέσα στα ανάκτορα και στα σπίτια και κυρίως στις εκκλησιές, επίσης πως θα ωφεληθούν απο τον εξανδραποδισμό των κατοίκων , ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν πολλές νέες γυναίκες. Τους εξήγησε πως η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης είχε τεράστια σημασία για το μέλλον του Οθωμανικού κράτους. Τόνισε με ιδιαίτερη έμφαση πως τα οχυρωματικά έργα έχουν σχεδόν καταστραφεί και πως ο τελικός αγώνας θα ήταν εύκολος. Υποσχέθηκε προαγωγές σ’αυτους που θα διακρινόταν στον πόλεμο. Τέλος διέταξε νηστεία και προσευχή.
Την Κυριακή 27 Μαιου ο βομβαρδισμός άρχισε με ιδιαίτερη ένταση και εναντίον των χερσαίων τειχών αλλά και εναντίον του τείχους του Κερατίου, στο οποίο οι Τούρκοι έβαλλαν απο τα πλοία τους. Όλος ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως μετέφερε υλικά για να επισκευασθούν οι ρωγμές, που πλήθαιναν απο στιγμή σε στιγμή. Στις 28 Μαρτίου οι Τούρκοι άρχισαν να μεταφέρουν κοντά στα τείχη σκάλες και προκαλύμματα για την έφοδο.
Μέσα στην Κωνσταντινούπολη ετοιμάστηκε με έξαψη η άμυνα Ταυτόχρονα ο κόσμος προσευχόταν και έγιναν λατανίες με περιφορές εικόνων κοντά στα κατεστραμμένα τείχη Ο Κωνσταντίνος προσφώνησε τους άντρες του. Τους κάλεσε να υπερασπιστούν με την ζωή τους την πίστη τους, την πατρίδα τους, τον βασιλιά τους και τις οικογένειες τους. Επίσης εμψύχωσε τους Γενουατες και τους Βενετους πολεμιστες. Το βράδυ έγινε κατανυκτική λειτουργία στην Αγια Σοφία, που έμελλε να είναι η τελευταία, μπροστά σε μεγάλο πλήθος. Κατόπιν ο Αυτοκράτορας και οι στρατιώτες γύρισαν στα τείχη και πήρε ο καθένας τη θέση του.
Τα ξημερώματα της Τρίτης 29 Μαΐου, άρχισε η επίθεση σε πολλά μέρη των τειχών. Άλλα οι Τούρκοι έριξαν το βάρος στην περιοχή της πύλης του Αγίου Ρωμανού, όπου το τείχος ήταν σχεδόν κατεστραμμένο και οι πύργοι είχαν καταπέσει. Μια πρώτη έφοδος εκεί, καθώς και μια δεύτερη μεγαλύτερη, αποκρούστηκαν ύστερα από μάχες σώμα με σώμα στις οποίες ήταν παρόντες ο Ιουστινιανης και ο Κωνσταντίνος. Τότε ο Μωάμεθ διέταξε να προχωρήσουν νέα τάγματα, που ως τότε δεν είχαν πάρει μέρος στην μάχη και τότε άρχισε η τρίτη σφοδρότερη έφοδος. Οι δυναμεις των πολιορκημένων είχαν εξαντληθεί. Ο Ιουστινιανης τραυματίστηκε σοβαρά και εγκαταλείποντας την θέση του κατέφυγε στον Γαλατά. Η αποχώρηση του προκάλεσε σύγχυση και οι Τούρκοι άρχισαν να εισβάλουν στην πόλη κατά μάζες ανάμεσα απο τα ερείπια του τείχους. Ακολούθησε η τελική αντίσταση, κατά την οποία ο Κωνσταντίνος έπεσε ηρωικά πολεμώντας ως απλός στρατιώτης. Νωρίς το πρωί της 29ης Μαΐου η χιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε καταλυθεί.
Αφού έσφαξαν τους υπερασπιστές της πόλης οι Τούρκοι ορμήσαν στην λεηλασία και στον εξανδραποδισμό. Σε λίγες ώρες ανάκτορα, πλούσια η φτωχικά σπίτια, δημόσια ιδρύματα, μοναστήρια και εκκλησίες είχαν απομονωθεί και είχαν μείνει μόνο οι τοίχοι τους. Οι στρατιώτες έσερναν στους δρόμους δεμένους για να τους πουλήσουν σκλάβους άνδρες, γυναίκες και παιδιά ανεξαρτήτως ηλικίας και κοινωνικής τάξης. Φανατικοί μουσουλμάνοι γκρέμιζαν τις άγιες τράπεζες των εκκλησιών και σκόρπιζαν τα Άγια λείψανα στους δρόμους, άλλοι έκαιγαν χειρόγραφα και εικόνες. Όσοι ήξεραν την αξία τους τα άρπαζαν για να τα πουλήσουν αργότερα.
Η Κωνσταντινούπολη καταστράφηκε ανελέητα και βάρβαρα. Ακόμη και ο Ιμβριωτης Κριτοβουλος, που πέρασε αργότερα στην υπηρεσία του Μωάμεθ καi έγινε υμνητής του εξιστορώντας τα κατορθώματα του, γράφει πως ο τουρκικός στρατός λεηλάτησέ και ερήμωσε την πόλη.
Μόνο λίγοι Κωνσταντινουπολίτες σώθηκαν, που κατόρθωσαν να μπουν στα πλοία στον Κεράτιο. Μερικά πλοία μπόρεσαν να ξεκινήσουν ανενόχλητα, γιατί τα πληρώματα του Τουρκικού στόλου είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους για να πάρουν μέρος στην λεηλασία. Το βράδυ μπήκε ο σουλτάνος στην πόλη Προχώρησε στην Αγια Σοφία, οπού μουσουλμάνος ιερέας έψαλε απο τον άμβωνα και ο ίδιος προσευχήθηκε “αναβας επι της Αγιας Τραπεζης” Την ίδια μέρα Γενουατες του Γαλατά έστειλαν τα κλειδιά της πόλης τους στον σουλτάνο ο οποίος για να ανταμείψει την ειρηνική τους παράδοση τους παραχώρησε προνόμια.
Συνέπειες
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης είχε τεράστια απήχηση σε ολόκληρη τη δυτική Ευρώπη, οπού ωστόσο κανείς ηγεμόνας δεν είχε δραστηριοποιηθεί αποτελεσματικά για να την εμποδίσει. Όλοι πάντως θρήνησαν με την είδηση οτι το προπύργιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην Ανατολή είχε γκρεμιστεί.
Με την κατάκτηση της Βυζαντινής πρωτεύουσας επικράτησε απόλυτα η φιλοπολεμικη παράταξη μέσα στον οθωμανικό κράτος και ο Μωάμεθ έγινε ο τέλειος εκφραστής της. Όλη η μεταγενέστερη πολιτική του φανερώνει πως οι υποχωρήσεις προς τα χριστιανικά κράτη ως τον Απρίλιο του 1453 είχαν υπαγορευθεί αποκλειστικά απο το σχέδιο του να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη απερίσπαστος. Τις πρώτες μέρες διατηρούσε ακόμη κάποια κατάλοιπα συμβιβαστικού πνεύματος και έδειξε κάποια τάση για συνεργασία με τα πρόσωπα του παλαιού καθεστώτος. Την επομένη της αλώσεως επισκέφθηκε το σπίτι του μεγάλου δούκα Λουκα Νοταρά, τον οποίο ήδη γνώριζε, και αφού εμπόδισε τον εξανδραποδισμό του καθώς και της οικογένειας του αποφάσισε να του αναθέσει την ανασυγκρότηση της Κωνσταντινούπολης. Πολύ γρήγορα όμως ορισμένοι αξιωματούχοι του τον έπεισαν πως η παρουσία προσώπων του παλαιού καθεστώτος στη βυζαντινή πρωτεύουσα ήταν επικίνδυνη. Η πίστη τους προς τους Οθωμανούς ήταν αμφίβολη και η εποχή παρέμενε κρίσιμη, εφόσον δεν είχε ακόμη ξεκαθαριστεί πως θα αντιδρούσε η δυτική Ευρώπη στη πτώση του Βυζαντίου.
Έτσι λίγες μέρες μετά την άλωση ο μέγας δούκας που είχε δηλώσει μέσα στην πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη πως είναι προτιμότερη η Τουρκική απο τη λατινική κυριαρχία, ένας γιος του, καθώς και μερικοί άλλοι βυζαντινοί αξιωματούχοι εκτελέστηκαν. Μερικοί συγγραφείς των χρόνων εκείνων αναφέρουν πως ο Νοταρας θανατώθηκε επειδή αρνήθηκε να παραδώσει τον μικρότερο γιο του στον σουλτάνο, ο οποίος τον ζήτησε για να ικανοποιήσει τις ανώμαλες διαθέσεις του. Όπως και να είναι η αλήθεια η τεράστια περιουσία του Νοταρα που δημεύθηκε πρέπει να έπαιξε ρόλο στην απόφαση του Μωάμεθ και παντως η εκτέλεση αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την εκκαθάριση της οθωμανικής διοικήσεως απο τα συμβιβαστικά στοιχειά.
Έναν περίπου μήνα αργότερα ο εκπρόσωπος των συμβιβαστικών βεζίρης Χαλιλ Τζανταρλι, ο οποίος συνδεόταν με τον Νοταρα εκτελέστηκε και αυτός και η περιουσία του δημεύθηκε, καθώς και η περιουσία δυο άλλων αφοσιωμένων του αξιωματούχων. Η παράταξη του Χαλιλ διαμαρτυρήθηκε φορώντας μαύρα αλλά ο Μωάμεθ εμπόδισε την εκδήλωση πένθους και κατάπνιξε την αντίδραση. Κατόπιν προχώρησε απρόσκοπτα στην εφαρμογή της κατακτητικής πολιτικής του.
Για την ανασυγκρότηση της κατεστραμμένης και έρημης Κωνσταντινούπολης φρόντισε ιδιαίτερα. Εξαγόρασε ο ίδιος αιχμαλώτους και τους εγκατέστησε σ’αυτη, διέταξε να μετοικίσουν στην πόλη κάτοικοι άλλων περιοχών, κυρίως τεχνίτες, επισκεύασε τα τείχη της , έκτισε τζαμιά, ανάκτορο και άλλα δημόσια κτίρια. Την πόλη που από 1000 χρόνια είχε διατελέσει για τους χριστιανούς οικουμενική πρωτεύουσα, αγωνίστηκε να την καταστήσει οικουμενική πρωτεύουσα του ισλαμικού κόσμου και να της ξαναδώσει το παλαιό μεγαλείο της.
Η Ορθόδοξη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε πια να υφίσταται και στη θέση της ιδρύθηκε και αναπτύχθηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη όπου και μετονομάστηκε από τους Τούρκους Κονσταντινιγιέ. Το όνομα Ιστάνμπουλ προέκυψε αργότερα. Αντίθετα το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης έλαμψε με την ανάδειξη σε πατριάρχη του ανθενωτικού Γεννάδιου Σχολάριου καθ΄ υπόδειξη του Μωάμεθ λαμβάνοντας από τον ίδιο και διάφορα πρόσθετα προνόμια μέχρι ακόμα και οθωμανική φρουρά.
Όταν το 1456 ο Μωάμεθ Β΄ απέσπασε από τους Φράγκους την Αθήνα και λίγο αργότερα υπέταξε όλες τις ελληνικές περιοχές, όπως και την Πελοπόννησο τότε ξύπνησε από τον λήθαργο η Δύση και άρχισαν ν΄ ακούγονται οι πρώτες φωνές για τον άπιστο και κοινό εχθρό. Ο Παρθενώνας, που τότε είχε μετατραπεί από τους χριστιανούς σε εκκλησία της Θεοτόκου, επανα-μετατράπηκε με διαταγή του ίδιου του Μωάμεθ Β΄ σε τζαμί. Το 1457 εμφανίζεται στο Αιγαίο ο παπικός στόλος που ξεκινά επιδρομές για κατάληψη νήσων που βρίσκονταν υπό τουρκική κυριαρχία με συνέπεια την κατάργηση της Ηγεμονίας του Αίμου του Οίκου των Κατελούζων. Το 1461, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας περιήλθε και αυτή στην εξουσία των Οθωμανών. Την ίδια χρονιά καταλήφθηκαν και τα τελευταία υπολείμματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης μπορεί να σηματοδότησε την έναρξη της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα, πλην όμως το σημαντικότερο: οδήγησε στον κολοφώνα της αναγέννησης των αρχαίων ελληνικών σπουδών που μεταλαμπαδεύτηκε στην Ιταλία αρχικά καθώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη στη συνέχεια. Πόλεις όπως η Βενετία, η Φλωρεντία, η Ρώμη κ.ά. άνοιξαν την αγκαλιά τους στους πρόσφυγες βυζαντινούς λόγιους που εγκαταστάθηκαν σε αυτές μεταφέροντας το πολύτιμο φορτίο της αρχαίας Ελλάδας, συμβάλλοντας έτσι στην ανάδειξη των νέων τάσεων κυρίως του ουμανισμού που έφερνε ο νέος αιώνας (15ος αιώνας).