Ο Αλέξανδρος μετα τη μάχη της Ισσού είχε γίνει δεκτός από αρκετές φοινικικές πόλεις και τώρα ήλπιζε πως και η Τύρος θα υποτασσόταν στη δύναμή του χωρίς αιματοχυσίες. Ο βασιλιάς της Τύρου, όπως και εκείνος της Αράδου, έλειπε με τον περσικό στόλο του Αιγαίου, αλλά οι αντιπρόσωποι της πόλης συνάντησαν τον Αλέξανδρο καθώς πλησίαζε και τον διαβεβαίωσαν ότι οι άρχοντες της Τύρου ήταν στη διάθεσή του.
Για να δοκιμάσει τις καλές προθέσεις τους, ο Μακεδόνας εξέφρασε την επιθυμία να κάνει θυσία στο Ιερό του Ηρακλή, που βρισκόταν μέσα στην πόλη, αφού η πόλη λάτρευε ένα φοινικικό θεό τον οποίο οι Έλληνες ταύτιζαν με τον Ηρακλή, το θεό που ο Αλέξανδρος θεωρούσε πρόγονό του. Όμως, δυστυχώς, οι καλές προθέσεις των κατοίκων της Τύρου δεν έφταναν μέχρι εκεί. Ενώ η διένεξη ανάμεσα στους βασιλιάδες της Μακεδονίας και της Περσίας ήταν ακόμη ανοιχτή, δεν ήθελαν να υποστηρίξουν ανοιχτά τον έναν από τους δύο. Με λίγα λόγια, δεν τον δέχονταν στην πόλη τους.
Η βασική επιδίωξη του Αλεξάνδρου σε αυτή την εκστρατεία ήταν να καταστρέψει όλους τους περσικούς θύλακες από τα μέρη όπου περνούσε, πριν συνεχίσει την προέλαση προς τα ανατολικά για να αντιμετωπίσει τον Δαρείο. Δεν θα έκανε καμία εξαίρεση, ιδιαίτερα στην περίπτωση μιας πανίσχυρης ναυτικής βάσης όπως η Τύρος. Η άμυνα της πόλης φαινόταν απροσπέλαστη, όμως ο Αλέξανδρος πίστευε πως ήταν ανίκητος, όπως τον έβλεπαν και οι άνδρες που τον ακολουθούσαν. Η πολιορκία της Τύρου άρχιζε.
Ο αρχικός σκοπός του Αλεξάνδρου ήταν να εκπορθήσει την πόλη και όχι να της στερήσει την τροφοδοσία προκειμένου να παραδοθεί, αφού η πολιορκία είναι μια μακροχρόνια και κοπιώδης επιχείρηση. Σε αυτά τα νερά κυριαρχούσαν οι φιλοπερσικοί φοινικικοί στόλοι, συνεπώς το νησί της Τύρου μπορούσε να ανεφοδιάζεται και υποστηρίζεται εύκολα από τη θάλασσα. Έτσι, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να κατασκευάσει με προσχώσεις ένα μόλο μήκους περίπου 800 μέτρων, που να συνδέει τη στεριά με το νησί στο σημείο όπου τα νερά ήταν αβαθή.
Στην αρχή το εγχείρημα προχωρούσε γρήγορα. Τα νερά κοντά στη στεριά ήταν βυθός λασπώδης, ενώ οι Μακεδόνες προμηθεύονταν εύκολα τα υλικά τους – πέτρες και ξύλα. Σε λίγο βυθίστηκαν πάσσαλοι στη λάσπη, που αποτελούσε ένα πολύ καλό συνδετικό υλικό για τους υπερκείμενους πέτρινους ογκόλιθους. Μόλις όμως ξεμάκρυναν από την ακτή, η θάλασσα άρχισε να βαθαίνει απότομα, φτάνοντας κοντά στο νησί τα πεντέμισι περίπου μέτρα. Το έργο των κατασκευαστών έγινε δύσκολο και επικίνδυνο: έπρεπε να παλεύουν με τα βαθιά νερά και ταυτόχρονα να αμύνονται ενάντια στα βλήματα, που πλέον έφταναν από τα τείχη της πόλης. Ταυτόχρονα, οι εχθροί τούς παρενοχλούσαν από τη θάλασσα με τα πλοία τους, καθιστώντας την ολοκλήρωση του έργου σχεδόν αδύνατη.
Ο Αλέξανδρος απάντησε με την ανέγερση δύο ξύλινων πύργων στο άκρο του μόλου, που κάλυψε με δέρματα ζώων για προστασία από τα βλήματα και μια πιθανή εμπρηστική επίθεση. Εξόπλισε τους πύργους με καταπέλτες και έτσι κατάφερε να απαντά στις επιθέσεις των εχθρικών πλοίων εκσφενδονίζοντας βαριά βλήματα. Οι πολιορκημένοι συνειδητοποίησαν τότε πως έπρεπε με κάθε τρόπο να καταστρέψουν τους πύργους. Κατέφυγαν, λοιπόν, στη χρήση ενός πυρπολικού.
Ετοίμασαν ένα αρκετά μεγάλο σκάφος που παλαιότερα μετέφερε άλογα και το γέμισαν με κομμάτια ξύλου, ροκανίδια, πίσσα, θειάφι και κάθε εύφλεκτο υλικό που βρήκαν. Στα κατάρτια στερέωσαν διπλά ακροκέραια και πάνω τους κρέμασαν λέβητες με ελαιώδεις ουσίες που θα τροφοδοτούσαν τις φλόγες. Επιπλέον, γέμισαν την πρύμνη του πυρπολικού με έρμα, ώστε να ανασηκώσουν την πλώρη ψηλότερα από το άκρο του μόλου για να πλησιάσει τη βάση των πύργων. Στη συνέχεια το ρυμούλκησαν με τριήρεις και το πλήρωμα που επάνδρωνε το παλιό κουφάρι απομακρύνθηκε γρήγορα κολυμπώντας μόλις αυτό πήρε φωτιά.
Το αποτέλεσμα ήταν αυτό που περίμεναν – σε λίγο οι πύργοι παραδόθηκαν στις φλόγες. Όμως, τα πλοία της Τύρου κινήθηκαν παραλιακά, κοντά στο μόλο, και έβαλλαν συνεχώς εμποδίζοντας τα πυροσβεστικά του Αλεξάνδρου να πλησιάσουν τους πύργους. Πραγματοποιήθηκε και μια εξόρμηση από την Τύρο με μικρές βάρκες. Οι πολιορκημένοι αποβιβάστηκαν στο μόλο και κατέστρεψαν τους πασσαλοφράκτες. Οι καταπέλτες που είχαν γλιτώσει από τον όλεθρο που επέφερε το πυρπολικό παραδόθηκαν στις φλόγες από τους τολμηρούς επιδρομείς.
Διαβάστε Επίσης: Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο
Ήταν προφανώς μια μεγάλη καθυστέρηση για τον Αλέξανδρο. Ο Μακεδόνας όμως ήταν δεινός στρατηγός και διέθετε απεριόριστη υπομονή, χαρακτηριστικό που σίγουρα ερχόταν σε αντίθεση με την ορμητικότητα της τακτικής του στη μάχη. Διέταξε τη διαπλάτυνση του μόλου ώστε να ανεγερθούν περισσότεροι πύργοι. Επίσης, έπρεπε να κατασκευαστούν και άλλοι καταπέλτες. Κατά τη διάρκεια των εργασιών πήρε ένα σώμα υπασπιστών και επισκέφθηκε τους φιλικούς Φοίνικες της Σιδώνας, όπου είχε αφήσει τις τριήρεις του. Έπρεπε να ενισχυθεί με το ναυτικό του, γιατί χωρίς την κυριαρχία στη θάλασσα η Τύρος ήταν αδύνατο να καταληφθεί.
Στο μεταξύ, οι ναύαρχοι των φοινικικών πόλεων Αράδου και Βύβλου, εντυπωσιασμένοι από τη νίκη του Αλεξάνδρου στην Ισσό, εγκατέλειψαν τον Πέρση ναύαρχο Αυτοφραδάτη που υπηρετούσαν μέχρι τότε και προσχώρησαν στον Αλέξανδρο. Επίσης, ήρθαν δέκα τριήρεις από τη Ρόδο για να συμμαχήσουν με το Μακεδόνα. Άλλες 13 έστειλαν οι παράκτιες πόλεις της Λυκίας και της Κιλικίας, ενώ από τη Μακεδονία έφτασε ένα πολεμικό με 50 κωπηλάτες. Η μαζική λιποταξία των 80 φοινικικών πλοίων είχε μεγάλο αντίκτυπο στην Κύπρο, όπου οι βασιλιάδες ανυπομονούσαν να συμμαχήσουν με το νικητή. Σε λίγο ένας ενωμένος κυπριακός στόλος 120 πλοίων κατέπλευσε στη Σιδώνα και πολλαπλασίασε την αυξανόμενη ναυτική δύναμη του Αλεξάνδρου, που περίμενε πανέτοιμη.
Ο Αλέξανδρος θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολικά ευνοημένος από την τύχη, αφού αυτή η τεράστια ναυτική ενίσχυση ήρθε τη στιγμή ακριβώς που τη χρειαζόταν περισσότερο. Βέβαια, το γεγονός αυτό μπορεί να αποτελεί και το αναμενόμενο ψυχολογικό αντίκτυπο της συγκλονιστικής νίκης του στην Ισσό. Ήταν πια τόσο χαρούμενος ώστε παρέβλεψε την πρότερη αντιπαλότητα με τους νέους συμμάχους του και απέδωσε την προηγούμενη αφοσίωσή τους στους Πέρσες σε ανωτέρα βία.
Επιχειρήσεις στη θάλασσα
Ενώ η κατασκευή των βλητικών μηχανών του τελείωνε, ο Αλέξανδρος πραγματοποίησε μια ξαφνική επιδρομή στην αραβική ενδοχώρα και έπειτα από μια δεκαήμερη επίδειξη δύναμης, στην οποία χρησιμοποίησε λίγα τμήματα ιππικού με υπασπιστές και Αγριάνες, έπεισε τους κατοίκους της περιοχής να υποταχθούν. Μολονότι πιθανόν αντιμετώπισε την επιδρομή αυτή σαν μια πολεμική άσκηση, ήταν απόλυτα συμβατή με τη γενική στρατηγική του να μην αφήνει πίσω κανέναν επικίνδυνο εχθρό.
Όταν επέστρεψε από την εξόρμησή του, ο Κλέανδρος, ο γιος του Πολεμοκράτη, που είχε φύγει με αποστολή στην Ελλάδα για τη στρατολόγηση μισθοφόρων, είχε επιστρέψει με μια δύναμη 4.000 Πελοποννησίων. Ήταν, λοιπόν, πανέτοιμος για μια νέα αναμέτρηση με την Τύρο. Όσον αφορά τη ναυτική του δύναμη, τα δεδομένα είχαν ανατραπεί, αφού οι πολιορκημένοι μέχρι την έναρξη της μάχης δεν είχαν αντιληφθεί την τεράστια αύξηση του στόλου του μετά την ενίσχυση με φοινικικά και κυπριακά πλοία.
Ο Αλέξανδρος διοικούσε το στόλο του από ένα πολεμικό πλοίο στη δεξιά πτέρυγα και αρχικά ήλπιζε να προκαλέσει μια ναυτική αναμέτρηση με την Τύρο στην ανοιχτή θάλασσα. Τα καταστρώματα των πλοίων του ήταν γεμάτα πεζοναύτες και ετοιμαζόταν για απόβαση στα εχθρικά πλοία ή για διεμβόλισή τους. Όμως, όταν οι Τύριοι διαπίστωσαν την αριθμητική υπεροχή των Μακεδόνων, απέφυγαν με σύνεση τη σύγκρουση και αφοσιώθηκαν στην υπεράσπιση της εισόδου των λιμανιών τους. Αν χρειαζόταν να πολεμήσουν, θα το έκαναν στα στενά, εκεί όπου ο στόλος του Αλεξάνδρου δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί αξιοποιώντας την υπεροχή του.
Τα δύο λιμάνια του νησιού είχαν βόρειο και νότιο προσανατολισμό – το ένα έβλεπε προς τη Σιδώνα και το άλλο προς την Αίγυπτο. Ο Αλέξανδρος είδε ότι οι είσοδοι διέθεταν ισχυρή αμυντική θωράκιση και δεν τόλμησε να εισβάλει αμέσως. Καθώς πλησίαζε, διαπίστωσε ότι το στόμιο του βορινού λιμανιού ήταν αποκλεισμένο από τριήρεις αγκυροβολημένες με την πλώρη κατά μέτωπο. Τα φοινικικά πλοία του εμβόλισαν και βύθισαν τρία εχθρικά που ήταν αραγμένα σε ένα εκτεθειμένο σημείο. Τα πληρώματα διέφυγαν αρκετά εύκολα κολυμπώντας προς το νησί.
Ύστερα από αυτή τη σύντομη αναμέτρηση, ο Αλέξανδρος έδεσε τα πλοία του κατά μήκος της ηπειρωτικής ακτής και στρατοπέδευσε στη διπλανή στεριά, σε ένα σημείο όπου ο μόλος παρείχε μια σχετική προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Το αρχηγείο του βρισκόταν νότια, απέναντι από το νότιο λιμάνι του νησιού. Διέταξε τον κυπριακό στόλο να αποκλείσει τη βόρεια πλευρά του νησιού και το φοινικικό τη νότια.
Στο μεταξύ, είχε στρατολογήσει ένα μεγάλο αριθμό τεχνιτών από την Κύπρο και την ακτή της Φοινίκης. Η κατασκευή των πολιορκητικών μηχανών προχωρούσε ταχύτατα και, όταν ολοκληρώθηκαν, τοποθετήθηκαν στα άκρα του μόλου, καθώς και στα πολιορκητικά πλοία, μεταγωγικά και αργές τριήρεις, που ο Αλέξανδρος είχε αγκυροβολήσει γύρω από την πόλη με σκοπό να σφυροκοπήσει τα ψηλά τείχη. (Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τα τείχη είχαν ύψος 45 μέτρα στην πλευρά του μόλου. Ακόμη και αν πρόκειται για το ύψος των πύργων παρά για το κυρίως τείχος, το νούμερο είναι υπερβολικό.
Το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, είχε ύψος μόλις 40 μέτρα.) Η τοιχοποιία απέναντι από το μόλο ήταν τεράστια και περιλάμβανε θεόρατους πέτρινους ογκόλιθους συνδεδεμένους με κονίαμα. Στην κορυφή της οι Τύριοι κατασκεύασαν ξύλινους πύργους για να αυξήσουν το πλεονέκτημα του ύψους και εξαπέλυαν τοξεύματα κάθε τύπου, ακόμη και πυρφόρα, ενάντια στα πολιορκητικά πλοία. Είχαν ακόμη μηχανευτεί τη συσσώρευση βράχων στη θάλασσα, κάτω από τα τείχη, προκειμένου να κρατήσουν τα πλεούμενα του Αλεξάνδρου σε απόσταση. Εκείνος απομάκρυνε όσους βράχους μπορούσε, αλλά αυτή η εργασία έπρεπε να εκτελεστεί από πλοία αγκυροβολημένα εκεί κοντά.
Διαβάστε Επίσης: Η Μάχη του Γρανικού: Η Πρώτη Μεγάλη Νίκη του Αλεξάνδρου επί των Περσών.
Οι Τύριοι θωράκισαν, λοιπόν, μερικές τριήρεις και συγκρούστηκαν με τα αγκυροβολημένα πολιορκητικά σκάφη, κόβοντας τα παλαμάρια τους. Ο Αλέξανδρος απάντησε εξοπλίζοντας κάποια δικά του ελαφρά πλοία (τριακοντόρους) και παρεμποδίζοντας τις εχθρικές τριήρεις.
Οι πολιορκημένοι έστειλαν τότε δύτες για να κόψουν τις πρυμάτσες τους, αλλά ο Αλέξανδρος τις αντικατέστησε με αλυσίδες, που ήταν αδύνατο να κοπούν. Στη στεριά οι άνδρες του κατάφεραν επίσης να ρίξουν σχοινιά από το μόλο και να ανασύρουν μερικούς βράχους από το βυθό της θάλασσας. Στη συνέχεια τους έδεσαν σε βαρούλκο και τους εκσφενδόνισαν στα βαθιά, όπου δεν προκαλούσαν κανένα πρόβλημα ή κίνδυνο.
Ο δρόμος προς το τείχος τελικά άνοιξε και τα πλοία του Αλεξάνδρου κατάφεραν να βρεθούν στη βάση του άθικτα. Οι Τύριοι άρχισαν να συναισθάνονται τον αυξανόμενο κίνδυνο και διαπίστωσαν ότι έπρεπε να προκαλέσουν μια αναμέτρηση στη θάλασσα. Αποφάσισαν, λοιπόν, να επιτεθούν στον κυπριακό στόλο, επιλέγοντας τη μεσημεριανή ώρα, όταν η ζέστη μείωνε την επαγρύπνηση των πολιορκητών και ο Αλέξανδρος ξεκουραζόταν στη σκηνή του.
Επάνδρωσαν τρεις πεντήρεις, τρεις τετρήρεις και επτά τριήρεις με επίλεκτα πληρώματα και τα καλύτερα μέσα που διέθεταν. Όρθωσαν μπροστά στο λιμάνι τα πανιά των πλοίων τους προκειμένου να κρύψουν τις προετοιμασίες και οι άνδρες επιβιβάστηκαν απαρατήρητοι από τους εχθρούς σε στεριά και θάλασσα. Ο στολίσκος της Τύρου τώρα γλίστρησε έξω από το βορινό λιμάνι με τα πλοία στη γραμμή, ακολουθώντας πλάγια πορεία όσο παρέμεναν αθέατα από τον εχθρό. Στα καταστρώματα βασίλευε απόλυτη σιγή – ακόμη και οι κελευστές είχαν σταματήσει να δίνουν παραγγέλματα στους κωπηλάτες. Μόνο όταν οι Κύπριοι βρέθηκαν στο οπτικό τους πεδίο άρχισαν να ακούγονται οι συνηθισμένες διαταγές και ξέσπασαν σε πολεμικές ιαχές.
Κατάφεραν μια τρομακτική αιφνιδιαστική επίθεση. Στην πρώτη εφόρμηση διεμβόλισαν και βύθισαν τις πεντήρεις του Κύπριου βασιλιά Πνυταγόρα, καθώς επίσης και του Ανδροκλή και του Πασικράτη – από τις κυπριακές πόλεις Αμαθούντα και Κούριο αντίστοιχα. Άλλα κυπριακά πλοία χτυπήθηκαν στην ακτή και κομματιάστηκαν. Η επίθεση είχε εκδηλωθεί τη στιγμή που πάνω στα αγκυροβολημένα κυπριακά πλοία βρίσκονταν ελάχιστοι άνδρες.
Οι Τύριοι δεν είχαν όμως την τύχη με το μέρος τους, γιατί εκείνη τη μέρα ο Αλέξανδρος δεν αποσύρθηκε για τη συνηθισμένη μεσημεριανή του ανάπαυση, αλλά επέστρεψε σχεδόν αμέσως στα πλοία. Αντιλήφθηκε γρήγορα την εχθρική έφοδο και αντέδρασε άμεσα διατάζοντας τους άνδρες να επιβιβαστούν. Τα πρώτα πλοία που επανδρώθηκαν πήραν εντολή να αποκλείσουν το στόμιο του νότιου λιμανιού και να σιγουρευτούν ότι δεν θα έβγαιναν άλλα πλοία από εκείνο το σημείο. Ύστερα έπλευσε με λίγες πεντήρεις και πέντε τριήρεις γύρω από την πόλη για να προκαλέσει τους εχθρούς που είχαν ήδη προλάβει να βγουν στα ανοιχτά.
Οι Τύριοι σκοποί που βρίσκονταν στις επάλξεις και παρατηρούσαν τις κινήσεις του Αλεξάνδρου προσπάθησαν να προειδοποιήσουν τους συμπολεμιστές τους στη θάλασσα και στην κοντινή στεριά, όμως οι ναύτες δεν μπορούσαν να ακούσουν εξαιτίας του θορύβου που προκαλούσαν οι επιχειρήσεις τους. Όταν συνειδητοποίησαν τι συνέβαινε, ήταν πολύ αργά – ελάχιστα μόνο πλοία κατάφεραν να επιστρέψουν έγκαιρα στο λιμάνι. Τα περισσότερα διεμβολίστηκαν και ακινητοποιήθηκαν.
Οι άνδρες του Αλεξάνδρου αιχμαλώτισαν μια πεντήρη και μια τετρήρη. Η Τύρος δεν είχε όμως σημαντικές ανθρώπινες απώλειες, αφού τα πληρώματα των πλοίων, όπως συνήθως συνέβαινε στις ναυμαχίες της αρχαιότητας, διέφυγαν κολυμπώντας,
Η διάρρηξη του τείχους
Τα τείχη της Τύρου ήταν πλέον πολύ κοντά και η εξόρμηση των πολιορκημένων είχε αποδειχθεί εξοντωτική. Τα τείχη όμως ακόμη αποτελούσαν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Στα βόρεια το ελληνικό απόσπασμα ρυμούλκησε τις πολιορκητικές μηχανές, αλλά το ανθεκτικό τείχος αντιστεκόταν στις προσπάθειές τους. Νότια ένα τμήμα του τείχους προς στιγμή κλονίστηκε ελαφρά και δημιουργήθηκε ένα μικρό ρήγμα, μέσα στο οποίο οι πολιορκητές έριξαν διστακτικά κινητές γέφυρες. Το μακεδονικό επιθετικό σώμα που προσπάθησε όμως να εισβάλει αποκρούστηκε εύκολα από τους πολιορκημένους. Όμως, έπειτα από μια τριήμερη ανάπαυλα οι καιρικές συνθήκες βελτιώθηκαν.
Οι Μακεδόνες ρυμούλκησαν και άλλες πολιορκητικές μηχανές στο ίδιο σημείο κα το ρήγμα μεγάλωσε. Πλησίασαν δύο πλοία με τον Άδμητο και τον Κοίνο, που μετέφεραν κινητές γέφυρες, και άνοιξε ο δρόμος για μια νέα επίθεση. Σε αυτή έλαβαν μέρος τα καλύτερα στρατεύματα του Αλεξάνδρου. Οι υπασπιστές είχαν επικεφαλής τον Άδμητο, που διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στην επακόλουθη μάχη, και οι πεζέταιροι διοικούνταν από τον Κοίνο, που μελλοντικά θα αποδεικνυόταν ένας από τους πιο έμπιστους στρατηγούς του Αλεξάνδρου.
Ταυτόχρονα, περιμετρικά της πόλης έγιναν πολλές κινήσεις αντιπερισπασμού και εικονικές επιθέσεις, καθώς τα πολιορκητικά πλοία πλησίαζαν τα τείχη από όλες τις διευθύνσεις. Είχαν ήδη αρχίσει οι προσπάθειες διείσδυσης στα δύο λιμάνια. Ο τομέας του τείχους όπου βρισκόταν ο Αλέξανδρος ήταν ο πρώτος που καταλήφθηκε και ο Άδμητος ανέβηκε πρώτος στις επάλξεις. Μερικοί από τους πύργους στην κορυφή των επάλξεων είχαν πλέον καταληφθεί και οι Μακεδόνες απέκτησαν τον έλεγχο των συνδετικών τειχών.
Διαβάστε Επίσης: Η Μάχη της Ισσού: Ο θρίαμβος του Αλεξάνδρου που του άνοιξε τις πύλες για τη Συρία και η πανωλεθρία του Δαρείου.
Σε λίγο οι άνδρες του Αλεξάνδρου κατέβαιναν από τα τείχη στο εσωτερικό της πόλης. Ακόμη και όταν οι Τύριοι είχαν απωθηθεί από τα τείχη, εξακολούθησαν να υπερασπίζονται το Αγηνόριο στο βόρειο άκρο της πόλης – την ακρόπολη που είχε πάρει το όνομά της από το θρυλικό βασιλιά της Τύρου Αγήνορα. Πολλοί πολιορκημένοι σκοτώθηκαν στο σημείο όπου πολεμούσαν, ενώ άλλοι διασκορπίστηκαν από τον Αλέξανδρο και τους υπασπιστές του. Οι Μακεδόνες έμπαιναν πια στην πόλη από τα λιμάνια, καθώς και από τα τείχη.
Ο φοινικικός στόλος του Αλεξάνδρου έσπασε την αλυσίδα της εισόδου στο νότιο λιμάνι και κατέστρεψε τα ελλιμενισμένα πλοία. Στο βόρειο λιμάνι δεν υπήρχε αλυσίδα και έτσι οι εισερχόμενοι Κύπριοι συνάντησαν μικρή αντίσταση. Τη στιγμή που τα στρατεύματα του στρατηγού Κοίνου περνούσαν τα τείχη, η πόλη πνιγόταν στο αίμα από τις σφαγές. Οι Μακεδόνες ήταν εξοργισμένοι από την παρατεταμένη διάρκεια της πολιορκίας και από το γεγονός ότι οι Τύριοι είχαν σκοτώσει κάποιους αιχμαλώτους πάνω στα τείχη μπροστά στα μάτια τους.
Σκοτώθηκαν 8.000 Τύριοι, ενώ οι δυνάμεις του Αλεξάνδρου έχασαν 400 άνδρες στη διάρκεια της πολιορκίας. Ανάμεσά τους ήταν 20 υπασπιστές, που έπεσαν μαζί βρίσκονταν και πολλοί Καρχηδόνιοι προσκυνητές, που, σύμφωνα με το έθιμο, είχαν επισκεφθεί τη μητρόπολή τους για να τιμήσουν το θεό Μελκάρτ, τον Ηρακλή των Φοινίκων, και είχαν καταφύγει στο ναό του για να σωθούν. Ο Αλέξανδρος τους χάρισε τη ζωή, αλλά κάποιους άλλους ξένους, μαζί με όσους κατοίκους της Τύρου επέζησαν, τους πούλησε σκλάβους – ένα σύνολο περίπου 30.000 ατόμων.
Ο Αλέξανδρος θυσίασε στον Ηρακλή, εκπληρώνοντας έτσι την αρχική δεδηλωμένη πρόθεσή του. Η πολιορκία διήρκεσε συνολικά επτά μήνες, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούλιο του 332 π.Χ. Η πόλη έγινε σημαντική μακεδονική βάση και ναύσταθμος της επικράτειας και τη ίδια στιγμή αφαιρέθηκε ένα από τα ισχυρότερο εμπόδια στην πορεία του Αλέξανδρου νότια, προς την Αίγυπτο.
Βιβλιογραφία
John Warry – Alexander 334-323 BC Conquest of the Persian Empire
Diodorus Siculus (90–30 BC). Bibliotheca Historica.
Arrian (AD 86–146). Anabasis Alexandri.
Διαβάστε Επίσης: Μάχη των Γαυγαμήλων: Η πιό αποφασιστική μάχη του Αλεξάνδρου και η ήττα της Περσικής Αυτοκρατορίας.