Οι διαταγές επιχειρήσεων της 24ης Ιουνίου, που το Γενικό Στρατηγείο διαβίβασε πρός τις τρείς μεραρχίες του δεξιού τομέα, καθόριζαν οτι αποστολή των δύο δυτικότερων απο αυτές (1ης και 6ης) θα ήταν η εκκαθάριση της περιοχής μεταξύ Στρυμόνα και Μπέλες, ενώ η 7η θα παρέμενε ὡς εφεδρεία στη δυτική όχθη του Στρυμόνα. Ανατολικά του Στρυμόνα υπήρχαν σημαντικές εχθρικές δυνάμεις (συνολικά 44 τάγματα), που αποτελούσαν απειλή για τη γρήγορη προέλαση πρός τα βόρεια του ελληνικού στρατού.
Τα 9 τάγματα της 7ης μεραρχίας δεν επαρκούσαν φυσικά για να τις απωθήσουν πρός τα βόρεια και ούτε ήταν συνετό να χρησιμοποιηθεί ολόκληρο το ελληνικό δεξιό άκρο για την αποστολή αυτή, γιατί έτσι θα αδυνάτιζαν σημαντικά οι ελληνικές δυνάμεις, που επιχειρούσαν στον κύριο άξονα πορείας της στρατιάς και θα δημιουργούνταν επικίνδυνο κενό μεταξύ του δεξιού και αριστερού μετώπου. Ετσι αποφασίστηκε να μεταφερθεί ξ 8η μεραρχία από την Ηπειρο στήν ανατολική Μακεδονία και να χρησιμοποιηθεί ώς άμεσο στρατήγημα η ναυτικὴ επίδειξη.
Ο στόλος του Αἰγαίου βρισκόταν στίς 18 Ιουνίου αγκυροβολημένος στο Λιμάνι της Αμφίπολης. Την επομένη μάλιστα, το θωρηκτό «Ύδρα» δέχτηκε κανονιοβολισμούς από βουλγαρικό πυροβολείο, τοποθετημένο στα υψώματα του Συμβόλου. Η προέλαση της 7ης μεραρχίας πρός τα βορειανατολικά τις επόμενες μέρες κατέστησε άσκοπη την παραμονή του στόλου εκεί και στις 22 Ιουνίου τα ελληνικά πολεμικά κατέπλευσαν στον Λιμένα της Θάσου, που θα γινόταν το ορμητήριό τους μέχρι το τέλος του πολέμου. Εκεί έλαβαν, στις 23 Ιουνίου, τη διαταγή του Υπουργείου Ναυτικών να εκτελεστεί παραπλανητική ναυτική επίδειξη μπροστά από την Καβάλα.
Ολόκληρη την 24η Ιουνίου περνούσαν επιδεικτικά και επανειλημμένα έξω από το λιμάνι της η «Ύδρα» και ένας μεγάλος αριθμός μεταγωγικών, που φυσικά ήταν κενά. Αυτή η κίνηση δημιούργησε την εντύπωση στούς Βουλγάρους, ότι μία η ίσως και οι δύο ελληνικές μεραρχίες που βρίσκονταν στήν Ήπειρο αποβιβάζονταν στα ανατολικά της Καβάλας, στην Κεραμωτή, απέναντι απο τη Θάσο. Ετσι στὶς 25 Ιουνίου εκκένωσαν την Καβάλα και ακολούθησε γενική υποχώρηση του αριστερού άκρου της 2ης στρατιάς πρὸς τα βόρεια. Στις 26 Ιουνίου, όταν επιβεβαιώθηκε η υποχώρηση, ο στόλος κατέλαβε την Καβάλα με τα αντιτορπιλλικά «Δόξα», «Πάνθηρ» και «Ιέραξ».
Στο μεταξύ, ο δεξιός τομέας του ελληνικού στρατού συνέχιζε τις εκκαθαριστικές του επιχειρήσεις. Το βράδυ της 25ης Ιουνίου, μετά τις νικηφόρες μάχες του Κιλκίς-Λαχανά και της Δοϊράνης, η 1η μεραρχία είχε φτάσει στο Θρακικό και η 6η στον Τζουμά Μαχαλά (Λειβάδια). Υπήρχαν πληροφορίες ότι σημαντικές βουλγαρικὲς δυνάμεις (12 τάγματα) βρίσκονταν στην έξοδο της κλεισούρας της Βετρίνας, στα υψώματα Νέο Πετρίτσι και Χαρωπό, και ότι άλλα 10 εχθρικά τάγματα βρίσκονταν στήν ανατολική όχθη του Στρυμόνα μπροστά απο το Σιδηρόκαστρο. Την επομένη το ελληνικό δεξιό συνέχισε την πορεία του χωρισμένο σε δύο φάλαγγες. Η πρώτη στα δεξιά, που την αποτελούσαν το 4ο σύνταγμα της 1ης μεραρχίας και η 6η μεραρχία, ακολούθησε τον καρόδρομο Τουρτσελή – Νέο Πετρίτσι και όταν γύρω στις 9 το πρωί έφτασε στὴ σιδηροδρομικὴ γέφυρα κοντά στο Χατζή Μπεϊλίκ (Βυρώνεια) δέχτηκε πυρά πυροβολικού απο τα υψώματα της Βετρίνας.
Παρόλο που τα εχθρικά πυρά δεν ήταν εύστοχα, η ταλαιπωρία των Ελλήνων στρατιωτών ήταν μεγάλη, γιατί η έκρηξη των βουλγαρικών βλημάτων έβαλε φωτιά στα ξερά σπαρτά και αυτό, σε συνδυασμό με την υψηλή θερμοκρασία της μέρας εκείνης, έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Η δεύτερη φάλαγγα, που την αποτελούσαν δύο συντάγματα της 1ης μεραρχίας,ακολούθησε το δρόμο Τουρτσελή – Αετοβούνι. Οταν έφτασε εκεί, ενισχύθηκε με δύο τάγματα του 1ου συντάγματος ευζώνων της 7ης μεραρχίας και το απόγευμα έφτασε στο ύψος τής δεξιάς φάλαγγας. Οταν κατά τις 4 ελαττώθηκε η σφοδρότητα των εχθρικών πυρών, το 5ο σύνταγμα προχώρησε και κατέλαβε με τη λόγχη μερικά υψώματα.
Την ίδια μέρα το τρίτο τάγμα του 1ου συντάγματος ευζώνων, που δὲν είχε ακολουθήσει τα άλλα δύο στο Αετοβούνι, κατευθύνθηκε πρός το πέρασμα του Δεμίρ Καπού και το κατέλαβε μετά από σύντομη μάχη με ενα βουλγαρικὸ τάγμα. Νωρίς το πρωί της 27ης Ιουνίου τα ελληνικά τμήματα συνέχισαν την επίθεση στον τομέα της Βετρίνας. Λίγο αργότερα τα δύο τάγματα του 1ου συντάγματος ευζώνων κατέλαβαν το χωριό Βετρίνα. Οι Βούλγαροι μπροστά στην ορμητικότητα των επιτιθέμενων κάμφθηκαν και στις 9.30′ περίπου εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και υποχώρησαν ανατολικά του Στρυμόνα, αφού πρώτα ανατίναξαν τη γέφυρα.
Αφησαν ως λάφυρα στα χέρια των Ελλήνων 4 βαριά τοπομαχικά πυροβόλα. Μετά την υποχώρηση του εχθρού, η 1η μεραρχία και τα δύο τάγματα της 7ης συγκεντρώθηκαν στη Βετρίνα. Η 6η μεραρχία πέρασε τον ποταμό απο τον πόρο της Αγριόλευκας και κατέλαβε το Σιδηρόκαστρο. Εκεί βρήκε τα πτώματα του μητροπολίτη και 100 προκρίτων, που είχαν σφαγεί από τοὺς Βουλγάρους. Οι συνολικές απώλειες των Ελλήνων στη μάχη της Βετρίνας ανήλθαν σε 39 νεκρούς και 209 τραυματίες. Μετά τη μάχη της Βετρίνας και την κατάληψη του Σιδηρόκαστρου, οι δύο μεραρχίες (1η και 6η) ακολούθησαν πορεία πρός τα βόρεια, παράλληλη με τις μεραρχίες του κέντρου και του αριστερού, που θα περιγραφεί παρακάτω.
Ενώ οι άλλες μεραρχίες βάδιζαν πρός τα βόρεια, ή 7η κάλυπτε τη δεξιά όχθη του Στρυμόνα με αποσπάσματα στήν Κόπριβα (Χείμαρρο) και στις γέφυρες Ορλιακο (Στρυμονικού) και Κουμαριάς. Το βράδυ της 25ης Ιουνίου το Γεν. Στρατηγείο έλαβε πληροφορίες για την εκκένωση της ανατολικής Μακεδονίας από τούς Βουλγάρους, μετά τη ναυτική επίδειξη στην Καβάλα. Ετσι η 7η μεραρχία διατάχθηκε να προωθήσει ένα απο τα συντάγματά της πρός το Ορμανλή και να καταλάβει τις Σέρρες. Η κατάληψη όμως αναβλήθηκε, γιατί το απόσπασμα στο Στρυμονικό ανέφερε οτι στο Καβακλή (Λευκωνα) και τα Καλά Δένδρα βρίσκονταν αποκομμένα τρία βουλγαρικά τάγματα. Τις δύο επόμενες μέρες οι πληροφορίες απο την περιοχή των Σερρών ήταν καθησυχαστικές· ο εχθρός είχε εγκαταλείψει την περιοχή και ο μητροπολίτης είχε οργανώσει σώμα προσκόπων για την τήρηση της τάξης στην πόλη και στα περίχωρά της.
Ετσι τα αποσπάσματα της 7ης μεραρχίας απασχολήθηκαν με την επισκευή των γεφυρών του Στρυμόνα, εργασία που ολοκληρώθηκε το πρωί της 28ης Ιουνίου. Τη μέρα εκείνη η 7η μεραρχία πέρασε τις γέφυρες Στρυμονικού και Κουμαριάς και κατευθύνθηκε προς τις Σέρρες. Οταν γύρω στις 7 το απόγευμα οι προφυλακές της μπήκαν στην πόλη διαπίστωσαν οτι η αναβολή της καταλήψεώς της υπήρξε μοιραία γι᾿ αυτή και τους Έλληνες κατοίκους της· το πρωί οι αποκομμένοι Βούλγαροι, που υποχωρούσαν πρός τα βόρεια μαζί με τους κομιτατζήδες, είχαν μπεί στήν πόλη και την πυρπόλησαν, σφάζοντας πολλούς απο τους κατοίκους της.
Στίς 30 Ιουνίου το 21ο σύνταγμα έλαβε διαταγή να κατευθυνθεί πρός τη Δράμα και το ίδιο βράδυ έφτασε μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό Αγγίστης. Την επομένη, 1η Ιουλίου, συνέχισε την πορεία του και αφού έδωσε μάχη με κομιτατζήδες κοντά στην Αλιστράτη και με βουλγαρική φάλαγγα στο δρόμο Δράμας – Προσωτσάνης, έφτασε το βράδυ στη Δράμα και την κατέλαβε. Η βουλγαρική φρουρά της περιοχής (μονάδες της 10ης μεραρχίας) είχε υποχωρήσει σιδηροδρομικώς πρός την Ξάνθη, αφού πρώτα είχε πυρπολήσει το Δοξάτο και σφάξει τους 3.000 κατοίκους του. Την ίδια μέρα έφτασε στην Καβάλα ατμοπλοϊκώς απο τους Αγιους Σαράντα της Β. Ηπείρου το 2ο σύνταγμα ευζώνων της 8ης μεραρχίας και την επομένη αντικατέστησε το 21ο σύνταγμα στη Δράμα που στράφηκε πρός τα βόρεια και ακολουθώντας το δρομολόγιο Γιούρετζικ (Γρανίτη) – Ζύρναβο ενώθηκε στις 4 Ιουλίου κοντά στο Λίσε (οχυρό) με τη μεραρχία του.
Η 7η μεραρχία είχε ξεκινήσει απο τις Σέρρες τὴν 1η Ιουλίου με κατεύθυνση το Νευροκόπι. Το ίδιο βράδυ έφτασε στην Μπάνιτσα και την επομένη, ενώ βάδιζε πρός τη Βροντού, δέχτηκε πυρά απο βουλγαρικά τμήματα, που βρίσκονταν στα υψώματα Γκόλα Μπάρος, Ούγλις και Γκόρα Μπάμπινα και που καθήλωσαν τη μεραρχία στις θέσεις της. Το άλλο πρωί το 20ὸ σύνταγμα έκανε αντεπίθεση και έδιωξε τον εχθρό από τις θέσεις του και κατέλαβε τη Βροντού.
Η διήμερη μάχη είχε στοιχίσει στη μεραρχία 65 νεκρούς και τραυματίες. Το μεσημέρι της 4ης Ιουλίου, όπως προαναφέρθηκε, έφτασε στο Λίσε όπου συνάντησε το 21ο σύνταγμα και αφού κατέλαβε το Ζύρναβο, προχώρησε πρός τα βόρεια και έφτασε στη γραμμή Βέσμης – Βούλκοβο – Λιμπάχοβο, όπου και διανυκτέρευσε. Μετά τη στροφή πρός τα βόρεια και της 7ης μεραρχίας η φρούρηση της ανατολικής Μακεδονίας και η επέκταση της ελληνικής ζώνης κατοχής πρός τα ανατολικά είχε ανατεθεί στην 8η μεραρχία.
Μέχρι τις 8 Ιουλίου είχε όλοκληρωθεί η αποβίβαση των τμημάτων δύο συνταγμάτων της στην Καβάλα, ενώ τό τρίτο σύνταγμά της (το 15ο) είχε φτάσει στη Δράμα οδικώς, ακολουθώντας την πορεία Κορυτσά – Φλώρινα – Θεσσαλονίκη – Σέρρες – Δράμα. Την ίδια μέρα έλαβε διαταγή να κατευθυνθεί πρός την Ξάνθη. Ξεκίνησε το πρωὶ της 9ης Ιουλίου και αφού συγκρούστηκε με μικρά βουλγαρικὰ τμήματα κοντά στο Ντεντελέρ (Καπνόφυτο) έφτασε το ίδιο βράδυ στο Παρανέστιο. Η πορεία της συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες. Στις 11 Ιουλίου κατέλαβε τη Χρυσούπολη και στίς 12 την Ξάνθη. Οι Βούλγαροι είχαν εκκενώσει όλη τη δυτική Θράκη και έτσι ο στόλος την ίδια μερα που η 8η μεραρχία καταλάμβανε τη Χρυσούπολη κατέλαβε το Πόρτο Λάγος και το Δεδεαγάτς (Αλεξανδρούπολη).
Μετά την λήξη των Βαλκανικών πολέμων η Ελλάδα προσάρτησε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας (έκταση ίση με το 52,4% της συνολικής έκτασης της) με σημαντικότερες πόλεις τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, τις Σέρρες, τη Δράμα και την Καβάλα μέχρι τις εκβολές του Νέστου ποταμού. Η Θράκη δόθηκε στους Βουλγάρους οπου θα την έχουν στην κατοχή τους για λίγα ακόμα χρόνια. Η περιπέτεια της Μακεδονίας δεν τελειώνει εδώ καθως λίγα χρόνια αργότερα, στην αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και πριν η Ελλάδα εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, η Βουλγαρία θα καταλάβει προκλητικά την πόλη της Καβάλας και την Ανατολική Μακεδονία.