Η μάχη του Πουατιέ (732) ή μάχη της Τουρ (όπως είναι επίσης γνωστή), έλαβε χώρα μια απροσδιόριστη μέρα του 732 μεταξύ ενός μουσουλμανικού στρατού προερχόμενου από την Ισπανία και των φραγκικών δυνάμεων που έσπευσαν να βοηθήσουν τον ντόπιο πληθυσμό. Η παραδοσιακή τοποθεσία του Πουατιέ δεν επαληθεύεται από τις πηγές, που δεν την αναφέρουν, υποδεικνύοντας, αντιθέτως, την Τουρ και τον Λίγηρα. Το μουσουλμανικό στράτευμα απαρτιζόταν από δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν κυρίως στη Βόρεια Αφρική, του εμίρη Αμπνταλ Ραχμάν (Αβδουλραχμάν), και ως επί το πλείστον αποτελούνταν από Βερβέρους, λαό με διαφορετική γλώσσα και έθιμα από τους Άραβες που όμως ήταν επίσης εξισλαμισμένος και γενικά αναμεμειγμένος με τους Άραβες.
Δεν γνωρίζουμε τον αριθμό όσων έλαβαν μέρος στη μάχη, αλλά από γενικές μαρτυρίες πρέπει να υποθέσουμε ότι δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλός: ίσως 20.000, σύμφωνα με κάποιες υποθέσεις, αν και πιστεύεται ότι μπορεί να ήταν και λιγότεροι. Πολεμούσαν πάνω σε άλογα, οπότε η επίθεση του ιππικού ήταν το νικηφόρο όπλο τους. Την εποχή της μάχης είχαν ήδη λεηλατήσει τη νότια Γαλλία και είχαν αρχίσει να δυσκολεύονται από τα λάφυρά τους.
O Αμπντ αλ-Ραχμάν προτιμούσε να αφήσουν τη λεία, αλλά προφανώς δεν ήταν δυνατό να ζητήσει από τους μαχητές του να εγκαταλείψουν όλα όσα είχαν περισυλλέξει και για τα οποία είχαν έρθει από τη μακρινή Αφρική και είχαν πολεμήσει: πράγματι, δεν έπαιρναν μισθό, και το κέρδος τους ήταν τα λάφυρα που κατάφερναν να μαζέψουν στις λεηλασίες. Ο στρατός των Φράγκων περιλάμβανε και τμήματα Αλαμαννών και διοικούνταν από τον Κάρολο που αργότερα ονομάστηκε Mαρτέλος- τον γιο του Πεπίνου του οίκου του Ερστάλ: αυτός είχε τιμηθεί με το αξίωμα του «μαγιορδόμου του ανακτόρου» του βασιλιά των Φράγκων με καταγωγή από τον Μεροβαίο (Μεροβίγγειοι), αλλά δεν ασχολούνταν πλέον με τις υποθέσεις του κράτους, τις οποίες είχε αφήσει τελείως στα χέρια των «μανίστρων του ανακτόρου».
Επομένως, ο Κάρολος ήταν ο ουσιαστικός κάτοχος της φραγκικής εξουσίας. Το φραγκικό στράτευμα συγκροτούσαν κυρίως πεζοί στρατιώτες που πολεμούσαν παραταγμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν συμπαγές σιδηρούν τείχος διάστικτο με αιχμές: ήταν μια τακτική η οποία θύμιζε εκείνη που εφαρμόστηκε στον αρχαίο κόσμο και τελειοποίησαν οι Ρωμαίοι. Οι μουσουλμάνοι βρέθηκαν μπροστά στη στρατιά των Φράγκων όταν ετοιμάζονταν να κατευθυνθούν στην Τουρ για να τη λεηλατήσουν.
Οι δύο στρατιές παρατάχθηκαν η μία απέναντι στην άλλη, αλλά για επτά ημέρες καμία από τις δύο δεν ξεκινούσε τη μάχη εφόσον καμία δεν ήθελε να επιτεθεί. Οι πεζοί Φράγκοι δεν μπορούσαν να επιτεθούν σε ένα στράτευμα με ιππικό χωρίς να διαταράξουν τις αμυντικές γραμμές τους, ενώ από την άλλη οι μουσουλμάνοι ιππείς δυσκολεύονταν να πλήξουν τις συμπαγείς φάλαγγες των Φράγκων.
Τελικά ήταν οι άτακτες ομάδες των Βερβέρων που επιτέθηκαν. Όλη την ημέρα οι Φράγκοι αντιστέκονταν αποφασιστικά στις σφοδρές διαδοχικές επιθέσεις του ιππικού. Κάποια στιγμή, προς το τέλος της ημέρας, διαδόθηκε στις αραβικές γραμμές η ψευδής είδηση ότι κάποιοι Φράγκοι είχαν υπερφαλαγγίσει τις θέσεις τους και είχαν εισχωρήσει στο μουσουλμανικό στρατόπεδο όπου βρίσκονταν τα λάφυρα του πολέμου. Ένας αριθμός μουσουλμάνων ιππέων θέλησε να επιστρέψει στους καταυλισμούς. Ο Αμπντ αλ-Ραχμάν διέκρινε τον κίνδυνο και όρμησε στην πρώτη γραμμή για να παρακινήσει τους μαχητές του να προβούν σε έναν εξαιρετικά ριψοκίνδυνο ελιγμό. Κάποια στιγμή, όμως, βρέθηκε κυκλωμένος από τους πολεμιστές του εχθρού και έπεσε χτυπημένος από τα δόρατα τους. Οι Φράγκοι δεν συνειδητοποίησαν ποιον είχαν σκοτώσει.
Διαβάστε Επίσης: Η ταπεινωτική ήττα του Καρλομάγνου στο πέρασμα του Ρονσεβώ, γεγονός που ενέπνευσε τον μύθο του Ρολάνδου, του πιστού και ατρόμητου ιππότη του Μεσαίωνα
Τη νύχτα οι εχθροί χωρίστηκαν και ο καθένας αποσύρθηκε στον καταυλισμό του. Ο θάνατος του εμίρη δημιούργησε σοβαρότατο πρόβλημα στους μουσουλμάνους. Το στράτευμά τους δεν ήταν τακτικό όπως τα σύγχρονα ή όπως τα ρωμαϊκά, στα οποία ο θάνατος ενός στρατηγού σημαίνει ή σήμαινε άμεσο διορισμό ενός άλλου. Επρόκειτο για ατάκτους τους οποίους ένωνε το προσωπικό κύρος του εμίρη, που κατάφερε να επιβάλει την πειθαρχία, όχι χωρίς δυσκολίες ωστόσο, όπως έχουμε ήδη δει. Ο θάνατος του αρχηγού έθεσε σε κίνδυνο την πειθαρχία, και άρα την ίδια την τύχη του στρατεύματος. Ήταν μάλλον φυσιολογικό υπ’ αυτές τις συνθήκες, εκείνο τον καιρό, που όταν πέθαινε ο αρχηγός ολόκληρο το στράτευμα υποχωρούσε. Έτσι οι μουσουλμάνοι, που είχαν εξάλλου ήδη συλλέξει σημαντικά λάφυρα,πήραν την πλέον κατάλληλη απόφαση: να υποχωρήσουν.
Τη νύχτα, σιωπηλά, χωρίς να τους αντιληφθεί ο εχθρός, εγκατέλειψαν τις σκηνές και οπισθοχώρησαν με ό,τι μπόρεσαν να μεταφέρουν μαζί τους. Την αυγή, με το πρώτο φως της ημέρας, οι Φράγκοι παρατάχθηκαν ξανά σε θέση μάχης, βέβαιοι ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν και πάλι τις τρομερές επιθέσεις του εχθρικού ιππικού. Μέσα, όμως, στο λιγοστό φως του πρωινού δεν έβλεπαν τους εχθρούς, ο καταυλισμός μπροστά τους φαινόταν άδειος. Φυσικά, μη γνωρίζοντας για τον θάνατο του εμίρη και τα γεγονότα της νύχτας, σκέφτηκαν ότι επρόκειτο για παγίδα και φοβήθηκαν ότι θα τους έβλεπαν να ξεπετάγονται ποιος ξέρει από πού. Εστάλησαν αμέσως ανιχνευτές, που ανέφεραν ότι πράγματι οι καταυλισμοί ήταν άδειοι.
Έψαξαν παντού, ανάμεσα στα δάση και τις κοιλάδες όπου θα μπορούσαν να κρύβονται οι επικίνδυνοι ιππείς, αλλά τίποτα δεν ήταν πουθενά. Οι Φράγκοι δεν μπόρεσαν να καταδιώξουν τους εχθρούς, που ήταν πιο γρήγοροι πάνω στα άλογά τους: εξάλλου, δεν είχαν ούτε τη διάθεση ούτε την ανάγκη, τους αρκούσε που ο κίνδυνος είχε αποσοβηθεί. Το στράτευμα απομακρύνθηκε γρήγορα και όλοι επέστρεψαν στα σπίτια τους ικανοποιημένοι που δεν χρειαζόταν πια να αντιμετωπίσουν αυτό το τρομερό κακό.
Στη συνέχεια, η μάχη του Πουατιέ εορταζόταν ως μεγάλη νίκη της Χριστιανοσύνης επί του Ισλάμ. Στους αιώνες που ακολούθησαν, το ιππικό τη διεκδίκησε ως δική του δόξα και την ιδιοποιήθηκε, ενώ στην πραγματικότητα, την εποχή του Πουατιέ το ιππικό δεν υπήρχε ακόμη. Γεννήθηκε ένας εγκωμιαστικός θρύλος, τις απαρχές του οποίου μπορούμε να διακρίνουμε στο χρονικό του Σεν-Ντενί.
Ακόμη και σήμερα συναντούμε πολλές ευφάνταστες αναπαραστάσεις της μάχης που δεν έχουν καμιά ιστορική βάση. Από την πλευρά της επιστημονικής ματιάς της Ιστορικής έρευνας υπογραμμίζουμε ορισμένα σημεία:
Α) Δεν επρόκειτο πραγματικά για ήττα των μουσουλμάνων. Αποτραβήχτηκαν απλώς λόγω του απροσδόκητου θανάτου του αρχηγού τους και όχι επειδή έχασαν στο πεδίο της μάχης.
Β) Οι πρωταγωνιστές, ιδιαίτερα από την πλευρά των χριστιανών, δεν αντιμετώπισαν τη σύγκρουση ως θρησκευτικό πόλεμο. Η χριστιανική πηγή του αγίου Ισιδώρου δεν αποκαλεί ποτέ τους Φράγκους «χριστιανούς», αλλά χρησιμοποιεί γεωγραφικούς αντί για θρησκευτικούς χαρακτηρισμούς: μιλά για «ανθρώπους του Βορρά» και, όλως περιέργως, για «Ευρωπαίους» -πολύ ασυνήθιστος όρος- για να διακρίνει τους πολεμιστές του Καρόλου από όσους έρχονταν από τον Νότο και την Αφρική, δηλαδή τους Βερβέρους του εμίρη.
Γ) Η μάχη είχε μέτρια απήχηση. Στην πραγματικότητα, σήμερα διαθέτουμε μία χριστιανική και μία μουσουλμανική πηγή που αναφέρονται με αξιόπιστο τρόπο σ’ αυτήν, ενώ και στις δύο περιπτώσεις το πολεμικό γεγονός δεν προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να λάβουμε υπόψη τη μεγάλη πολιτισμική πενία της Ευρώπης εκείνης της εποχής λόγω της οποίας δεν υπάρχουν αρκετά κείμενα όπου να απαντούν τα ιστορικά γεγονότα.
Διαβάστε Επίσης: Ελ Σίντ – O θρυλικός Καστιλιάνος Ιππότης και εθνικός ήρωας της Ισπανίας.