Τριακονταετής Πόλεμος (1618 – 1648)
Η μάχη του Ροκρουά είχε ως συνέπεια την αρχή του τέλους της ισπανικής χερσαίας στρατιωτικής δύναμης κατά τον 17ο αιώνα. Επίσης έφερε στο προσκήνιο τη Γαλλία ως ανερχόμενη δύναμη και τον Λουδοβίκο Β’, πρίγκιπα ντε Κοντ, ως έναν από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς ηγέτες της Ιστορίας.
Το 1618 άρχισε μια επανάσταση στη Βοημία μετά από μια διαμάχη μεταξύ καθολικών και διαμαρτυρομένων. Την επόμενη δεκαετία η σύγκρουση μετατράπηκε από θρησκευτική διαφωνία σε πολιτικό αγώνα μεταξύ των μεγάλων μοναρχών της Ευρώπης. Αν και οι περισσότερες μάχες έλαβαν χώρα στη Γερμανία, όπου μεγάλο μέρος του πληθυσμού πέθανε λόγω του πολέμου, το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης αναμείχθηκε σε μια από τις αιματηρότερες αναμετρήσεις της Ιστορίας μέχρι σήμερα. Υπολογίζεται οτι εως 8 εκατομμύρια στρατιώτες και απλοί πολίτες έχασαν την ζωή τους κατά την διάρκεια του πολέμου.
Πρόκειται για μια από τις πιο μακροχρόνιες και καταστροφικές συγκρούσεις στην ευρωπαϊκή ιστορία. Και ενώ στον πόλεμο αυτό οδήγησαν θρησκευτικά αίτια, σύντομα οι εμπλεκόμενες δυνάμεις κατέληξαν να αγωνίζονται για την πολιτική επικράτηση στην Ευρώπη με προεξάρχουσα τη διαμάχη για το σκοπό αυτό μεταξύ Αψβούργων και Γαλλίας.
Ο πόλεμος αυτός ερήμωσε μεγάλες περιοχές. Στη Γερμανία, τη Βοημία και τις Κάτω Χώρες ο πληθυσμός μειώθηκε δραματικά από την πείνα και τις αρρώστιες και τα στρατεύματα λεηλατούσαν τους κατοίκους. Οι περισσότερες από τις εμπόλεμες δυνάμεις καταστράφηκαν οικονομικά.
Την εποχή που ο Τριακονταετής Πόλεμος μαινόταν πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα, οι περισσότεροι από τους μονάρχες και τους στρατιωτικούς ηγέτες που τον είχαν αρχίσει ήταν πλέον νεκροί ή είχαν αποσυρθεί. Οι νεαροί αντικαταστάτες τους έδωσαν νέα δυναμική στις ένοπλες αναμετρήσεις και στην καταστροφή περιουσιών. Ο θάνατος και η ερήμωση που επήλθαν με τον πόλεμο ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο του θρησκευτικού φανατισμού και της πίστης στο στέμμα, αλλά επίσης της προόδου στην τακτική και στους εξοπλισμούς.
Οι βελτιώσεις στο βεληνεκές, στην ακρίβεια και στο ξαναγέμισμα των μουσκέτων και των κανονιών έκαναν την πυρίτιδα να επιβληθεί των σπαθιών και των λογχών. Οι Ισπανοί ειδικότερα είχαν ενσωματώσει στα στρατιωτικά σώματά τους τα τέρθιο, ένα είδος μικτής φάλαγγας σαρισοφόρων, σπαθοφόρων και μουσκετοφόρων. Το 1643 ο παρατεταμένος πόλεμος είχε εξασθενίσει τη στρατιωτική ισχύ της Ισπανίας, παρά την ήττα των Γάλλων και την κατάληψη μεγάλου μέρους της Γερμανίας και των Κάτω Χωρών. Την άνοιξη του 1643 ο διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων της Ισπανίας στις Κάτω Χώρες, δον Φρανθίσκο Μέλο, αποφάσισε να μεταφέρει τον πόλεμο στη Γαλλία.
Πορεία πρός το Ροκρουά
Διαβάστε Επίσης: Μάχη της Παβίας: Η ήττα των Γάλλων που σηματοδότησε την αρχή της ισπανικής ηγεμονίας στην Ιταλία.
Kατά την τελευταία φάση του Τριακονταετούς Πολέμου, η γαλλική πόλη Ροκρουά, πολιορκημένη από τους Ισπανούς, είχε γίνει το κλειδί που θα άνοιγε τις θύρες του Παρισιού. Σ’ αυτή τη φάση του πολέμου, τα πράγματα έμοιαζαν ευνοϊκά για τους Αυτοκρατορικούς (Αυστρία και σύμμαχοι) και την Ισπανία. Για να φτάσουν ανενόχλητοι στο Παρίσι, οι Αυτοκρατορικοί είχαν επιτεθεί στην Καμπανία, και το Ροκρουά ήταν το τελευταίο εμπόδιο.
Για την αντιμετώπιση των εισβολέων, ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΓ’, ετοιμοθάνατος πλέον, είχε θέσει επικεφαλής της στρατιάς της Φλάνδρας τον νεότατο -μόλις είκοσι δύο ετών- Βουρβόνο Λουδοβίκο του Κοντέ, δούκα του Ανγκιέν, που θα γινόταν αργότερα γνωστός ως Μέγας Κοντέ. Η μικρή οχυρωμένη πόλη του Ροκρουά, την οποία υπερασπιζόταν γαλλική φρουρά, πολιορκήθηκε από τον στρατό του Δον Φρανθίθκο δε Μέλο, ο οποίος είχε υπό τις διαταγές του, εκτός από το πεζικό των περίφημων ισπανικών σχηματισμών που έγιναν γνωστοί ως «τέρθιο», και Φλαμανδούς, Ιταλούς και Βαλλόνους, με διοικητές από τη χώρα καταγωγής τους.
Επρόκειτο για άνδρες θαρραλέους και πειθαρχημένους, το αντίθετο του γαλλικού στρατού, που αποτελούνταν κυρίως από μισθοφόρους στρατολογημένους από τον καρδινάλιο Ρισελιέ. Στις 12 Μαΐου 1643, το ιππικό του Φλαμανδού κόμη του Ίσενμπουργκ προσχωρεί στον διοικητή των Ισπανών, Μέλο, ανεβάζοντας έτσι τους άνδρες του τελευταίου στους 26.000 περίπου, ενώ στην αντίπαλη πλευρά, ο δούκας του Ανγκιέν είχε στη διάθεσή του λίγο περισσότερους από 22.000.
Ο νεαρός Γάλλος διοικητής, αφού πληροφορήθηκε τον θάνατο του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΓ’ (16 Μαΐου 1643), στις 17 Μαΐου αποφάσισε να επιτεθεί αμέσως στους Ισπανούς του Μέλο, γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά ότι ο κίνδυνος που αντιμετώπιζε ήταν μεγάλος. Πράγματι, για να πλησιάσει τον εχθρό έπρεπε να διασχίσει μια πεδιάδα πλάτους έξι χιλιομέτρων, πλαισιωμένη από μεγάλα δάση, μέσα από ένα πέρασμα ανάμεσα σε βράχους και έλη. Στο μεταξύ οι Ισπανοί είχαν παραταχθεί σε τρεις γραμμές, έχοντας στις πτέρυγες το ιππικό προστατευμένο από το πυροβολικό, και στο κέντρο το πασίγνωστο πεζικό των τέρθιο, με διοικητή τον Φρανθίθκο δε Μέλο, κόμη Δε Φουέντε.
Η γαλλική εμπροσθοφυλακή, με διοικητή τον κόμη του Γκασιόν, άρχισε να κινείται και να διασχίζει τα δάση χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Τον ακολούθησε ο δούκας του Ανγκιέν, επικεφαλής δύο χιλιάδων ιππέων, όταν εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά του ο ισπανικός στρατός, παραταγμένος σε στενότερο μέτωπο από εκείνο των Γάλλων.
Μάχη του Ροκρουά
Η πρώτη κίνηση ήταν των Γάλλων, και δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη. Ο Γάλλος στρατάρχης Ντε λ’Οπιτάλ, χωρίς να περιμένει διαταγές του δούκα, έστειλε μπροστά τον στρατηγό Λα Φερτέ για να δοκιμάσει τις εχθρικές δυνάμεις. Μόλις είδε τους Γάλλους να κινούνται, ο κόμης του Ίσενμπουργκ εξαπέλυσε το ιππικό του εναντίον τους και τους κατατρόπωσε, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν. Η τύχη όμως ήταν με το μέρος του Ανγκιέν. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ο Φρανθίθκο δε Μέλο διέταξε το ιππικό του Ίσενμπουργκ να αποσυρθεί, και εκείνo υποχρεώθηκε να υπακούσει, αν και απρόθυμα. Ολοκληρώθηκε έτσι η πρώτη ημέρα της μάχης.
Λέγεται ότι τη νύχτα πριν από την αποφασιστική ημέρα της μάχης, ο νεαρός δούκας του Ανγκιέν πρέπει να κοιμήθηκε βαθιά αντί να ξαγρυπνήσει μελετώντας τα σχέδια της μάχης. Το πρωινό της 18ης Μαΐου 1643, ο γαλλικός στρατός κινήθηκε άλλη μια φορά θέλοντας να δώσει μάχη. Επικεφαλής, με επτά ίλες ιππικού, βρισκόταν ο κόμης του Γκασιόν, ενώ ο πρίγκιπας Κοντέ τον ακολουθούσε με άλλες οκτώ ίλες. Το πρώτο εμπόδιο, ένας λόχος Ισπανών μουσκετοφόρων κρυμμένων μέσα στο δάσος, εξουδετερώθηκε εύκολα όταν οι Γάλλοι τους περικύκλωσαν, μια κίνηση η οποία προηγείται κατά σχεδόν δύο αιώνες της τακτικής που χρησιμοποιούσαν οι ερυθρόδερμοι.
Μόλις βγήκαν από το δάσος, ο δούκας του Ανγκιέν είδε παραταγμένο μπροστά του το ελαφρώς οπλισμένο ισπανικό ιππικό, με επικεφαλής τον δούκα του Αλμπουκέρκ. Χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή, ο νεαρός Γάλλος διοικητής τού επιτέθηκε και το συνέτριψε. Ταυτόχρονα το γαλλικό πυροβολικό άνοιξε πυρ για να καλύψει την επίθεση, και άρχισε πυκνή ανταλλαγή πυρών ανάμεσα στους μουσκετοφόρους και των δύο πλευρών. Ύστερα από αυτήν τη νικηφόρα επίθεση, ο Γάλλος δούκας κατάφερε να ανέβει σ’ ένα ύψωμα για να ελέγξει καλύτερα την κατάσταση και αντιλήφθηκε ότι ο στρατηγός Λα Φερτέ επαναλάμβανε το λάθος της προηγούμενης ημέρας, πράγμα που τον εξόργισε.
Διαβάστε Επίσης: H μάχη της Βιέννης: Το Πολωνικό Ιππικό σώζει την πόλη και διαλύει τον Οθωμανικό στρατό.
Για μια ακόμη φορά το ιππικό του Ίσενμπουργκ του επιτέθηκε, και τώρα δεν θα ικανοποιούνταν με μερική επιτυχία. Αφού έπεσε με ορμή επάνω στους Γάλλους, τους έτρεψε σε φυγή και αιχμαλώτισε τον ίδιο τον Λα Φερτέ βαριά τραυματισμένο. Σ’ αυτήν τη φάση, ο γαλλικός στρατός βρέθηκε σε μεγάλο κίνδυνο. Η αριστερή πτέρυγα του Ντε λ’Οπιτάλ κατατροπώθηκε, ενώ το πυροβολικό του έπεσε στα χέρια του εχθρού.
Να όμως που η στρατιωτική ευφυΐα του νεαρού δούκα του Ανγκιέν άλλαξε την επικίνδυνη για την πλευρά του έκβαση της μάχης. Αφού διέταξε τον Γκασιόν να συγκρατήσει το ιππικό του Αλμπουκέρκ, εξαπέλυσε σαρωτική επίθεση εναντίον της δεξιάς ισπανικής πτέρυγας, υπερφαλαγγίζοντας ολόκληρο τον ισπανικό σχηματισμό. Από αυτήν τη στιγμή και μετά, ο Μέλο ήταν εκείνος που κινδύνευε.
Η επίθεση του νεαρού δούκα ήταν τόσο ορμητική και ασυγκράτητη που ο εχθρός υποχώρησε αμέσως. Πλέον δεν απέμενε παρά το τελευταίο εμπόδιο για την τελική νίκη: το εξαίρετο ισπανικό πεζικό. Τρεις φορές ο πρίγκιπας του Κοντέ εξαπέλυσε επίθεση εναντίον του εχθρικού πεζικού, αφού ο Γκασιόν είχε τρέψει σε φυγή το ιππικό του Ίσενμπουργκ και του Αλμπουκέρκ. Κατά τη διάρκεια της τρίτης επίθεσης, οι Γάλλοι αντιλήφθηκαν ότι από τις γραμμές των Ισπανών σχεδόν δεν υπήρχαν πλέον πυρά. Πράγματι, εκείνοι οι άξιοι στρατιώτες είχαν ξεμείνει από πυρομαχικά. Ήταν η αποφασιστική καμπή της μάχης. Ο δούκας του Ανγκιέν ρίχτηκε στον ισπανικό στρατό, ενώ στα νώτα του το γαλλικό πεζικό έδωσε τη χαριστική βολή στο πεζικό του εχθρού. Η μάχη του Ροκρουά είχε τελειώσει.
Οι απώλειες και των δύο πλευρών ήταν μεγάλες. Στο έδαφος κείτονταν περίπου 4.000 Γάλλοι και 8.000 Αυτοκρατορικοί, νεκροί και σοβαρά τραυματισμένοι. Η μάχη του Ροκρουά ήταν αποφασιστικής σημασίας, καθώς σήμανε στην ουσία την αρχή του τέλους του Τριακονταετούς Πολέμου. Να πώς περιγράφει ο Βολταίρος τη μάχη του Ροκρουά στο βιβλίο του Η εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’: «…Το μήλον της Έριδος ήταν η Φλάνδρα. Ο ισπανικός στρατός βγήκε από τα όρια του Ενόμε 26.000 άνδρες υπό τις διαταγές του ηλικιωμένου, έμπειρου στρατηγού Δον Φρανθίθκο δε Μέλο. Έφτασαν στο σημείο να ερημώσουν τα σύνορα της Καμπανίας, επιτέθηκαν στο Ροκρουά και πίστεψαν ότι μπορούσαν να φτάσουν έως τις πύλες του Παρισιού, όπως είχαν κάνει οκτώ χρόνια νωρίτερα.
Ο θάνατος του Λουδοβίκου ΙΓ’ και η αδυναμία μιας μειοψηφίας είχαν ενισχύσει τις ελπίδες τους και όταν είδαν ότι ερχόταν να τους αντιμετωπίσει στρατός αριθμητικά υποδεέστερος, που διοικούσε ένας νεαρός 21 ετών, η ελπίδα τους μετατράπηκε σε βεβαιότητα. Αυτός ο άπειρος νεαρός, τον οποίο περιφρονούσαν, ήταν ο Λουδοβίκος των Βουρβόνων, τότε δούκας του Ανγκιέν, που αργότερα έγινε γνωστός ως Μέγας Κοντέ. Το μεγαλύτερο μέρος των σπουδαίων στρατιωτικών ηγετών έγιναν αυτό που έγιναν σταδιακά. Αυτός ο πρίγκιπας, όμως, είχε γεννηθεί στρατηγός η τέχνη του πολέμου έμοιαζε η φυσική του κλίση.
Αυτός ήταν που επιτέθηκε με το ιππικό στο μέχρι τότε ανίκητο ισπανικό πεζικό, το τόσο ισχυρό, τόσο συμπαγές όπως η θαυμαστή αρχαία φάλαγγα, και που άνοιγε με πρωτόγνωρη ευλυγισία για να αφήσει να περάσουν τα πυρά των δεκαοκτώ κανονιών που έκλεινε στο κέντρο του. Ο πρίγκιπας το υπερφαλάγγισε και του επιτέθηκε τρεις φορές. Μόλις εξασφάλισε τη νίκη, σταμάτησε τη σφαγή». Για πρώτη φορά μέσα σε έναν αιώνα, ισπανικός στρατός γνώριζε την ήττα στο πεδίο της μάχης.
Συνέπειες
Η Ισπανία, παρότι αργότερα κατάφερε να ανασυντάξει τον στρατό της Φλάνδρας, δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει τους χαμένους έμπειρους στρατιώτες του: έτσι δεν κατάφερε να επιτεθεί ποτέ ξανά στη Γαλλία από τις φλαμανδικές κτήσεις της. Από την άλλη πλευρά, οι Γάλλοι μπόρεσαν να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στον γερμανικό και τον ισπανικό χώρο, προσφέροντας μεγαλύτερη υποστήριξη στις σουηδικές και προτεσταντικές δυνάμεις που δρούσαν εναντίον του αυτοκράτορα.
Παρά τις απώλειες και την πλήρη γαλλική νίκη, η μάχη του Ροκρουά δεν τερμάτισε τον Τριακονταετή Πόλεμο, ο οποίος συνεχίστηκε άλλα πέντε χρόνια. Ωστόσο το Ροκρουά επηρέασε σημαντικά το τέλος του πολέμου και το μέλλον της ευρωπαϊκής ισορροπίας δυνάμεων. Η Ισπανία δεν μπόρεσε ποτέ να αντικαταστήσει τους επίλεκτους στρατιώτες της και η ισχύς της μειώθηκε στη διάρκεια της υπόλοιπης σύγκρουσης. Πριν από το Ροκρουά η Ισπανία διέθετε τον ισχυρότερο στρατό στην Ευρώπη.
Μετά τη μάχη, οι Γάλλοι πήραν τη θέση τους και τον επόμενο μισό αιώνα έγιναν το ισχυρότερο έθνος του κόσμου. Στο Ροκρουά εμφανίστηκε επίσης ο Κοντέ, ο οποίος έγινε αργότερα γνωστός με το όνομα Μέγας Κοντέ. Τα επόμενα 30 χρόνια αύξησε τις εξαιρετικές νίκες του και έγινε ένας από τους δημοφιλέστερους και σπουδαιότερους στρατιωτικούς διοικητές της Γαλλίας. Αν και το Ροκρουά εκτόξευσε τη Γαλλία και τον Κοντέ σε πολύ επίζηλες θέσεις και αποτέλεσε αποφασιστική καμπή του πολέμου, οι τελικές επιπτώσεις του δεν ήταν ιδιαιτέρως σημαντικές. Ο Τριακονταετής Πόλεμος ήταν άλλο ένα παράδειγμα κρατών και λαών που διαλύθηκαν λόγω των διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων και των ανταγωνισμών των «βασιλικών» οικογενειών.
Όλες οι χώρες που μετείχαν σε αυτόν είχαν επανειλημμένα διαστήματα ανόδου και πτώσης, καθώς συνέχιζαν να πολεμούν επί αιώνες υπό διάφορους θεούς και βασιλείς. Τα αποτελέσματα αυτών των συγκρούσεων, όπως η μάχη του Ροκρουά, ήταν περισσότερο τα σαπισμένα πτώματα και τα καμένα χωριά παρά οι μακροχρόνιες αλλαγές συνόρων και κυβερνήσεων.