Η Ιωνική Επανάσταση (500/499 π.Χ. – 494 π.Χ.), και οι σχετικές επαναστάσεις στην Αιολίδα, στη Δωρίδα, στην Κύπρο και στην Καρία ήταν στρατιωτικές εξεγέρσεις πολλών περιοχών της Μικράς Ασίας κατά της περσικής κυριαρχίας και έληξαν με την αποφασιστική νίκη των Περσών και την κατάπνιξη της εξέγερσης. Αιτία της επανάστασης ήταν η δυσαρέσκεια των κατοίκων των ιωνικών πόλεων εναντίον των τυράννων, τους οποίους οι Πέρσες διόριζαν κυβερνήτες στις ιωνικές πόλεις, και οι μεμονωμένες ενέργειες δύο τυράννων από την Μίλητο· του Ιστιαίου και του Αρισταγόρα.
Η προέλαση των Περσών
Ο Ηρόδοτος κατά την ιστορική του διερεύνηση αναφορικά με την πολεμική σύγκρουση Ελλήνων και Περσών οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι βασικό αίτιο ήταν η μεγάλη αύξηση της περσινής ισχύος επί Κύρου του Μεγάλου, του πρώτου βασιλιά της δυναστείας των Αχαιμενιδών. Ο Κύρος είχε κατακτήσει το βασίλειο της Λυδίας, το 547 π.Χ. Ο τότε βασιλιάς της Λυδίας, ο Κροίσος, είχε προσπαθήσει να επωφεληθεί από τη μεγάλη αναταραχή που είχε προκαλέσει η επιβολή της εξουσίας του Κύρου στην Αυτοκρατορία των Μήδων και είχε εισβάλει στις δυτικές επαρχίες της.
Ο Κύρος συγκρούστηκε με τον Κροίσο στην Καππαδοκία και τον ανάγκασε να υποχωρήσει. Ο Κροίσος θεώρησε ότι η μεταξύ τους πολεμική διαμάχη είχε λήξει, γι’ αυτό διέλυσε μεγάλο μέρος του στρατού του. Ωστόσο, ο Κύρος δεν άργησε να κατευθυνθεί προς τις Σάρδεις, την πρωτεύουσα της Λυδίας, τις οποίες πολιόρκησε και κατέλαβε μέσα σε δύο μόλις εβδομάδες. Ο Κροίσος είχε θέσει υπό την κυριαρχία του τις πλούσιες ελληνικές πόλεις της Ιωνίας, στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, οι οποίες είχαν γίνει φόρου υποτελείς σε αυτόν.
Μετά την ήττα του οι πόλεις αυτές αναγνώρισαν την κυριαρχία του Κύρου, πολλές όμως συμμετείχαν σε μια εξέγερση των Λυδών, αλλά επανήλθαν υπό περσικό έλεγχο με τη δύναμη των όπλων. Μερικοί Έλληνες προτίμησαν να βρουν καταφύγιο στην άλλη πλευρά του Αιγαίου ή της Μεσογείου παρά να γίνουν υπήκοοι των Περσών. Οι μισοί Φωκαείς μετανάστευσαν στη δυτική Μεσόγειο, όπου ήδη άκμαζαν πολλές ελληνικές πόλεις, ενώ οι περισσότεροι κάτοικοι της Τέω ίδρυσαν στη θρακική ακτή μια νέα πόλη, τα Άβδηρα.
Τα πιο μεγάλα νησιά που βρίσκονταν στα ανοιχτά των ακτών της Ιωνίας διατήρησαν για κάποιο διάστημα την ανεξαρτησία τους, αλλά το 518 π.Χ. οι Πέρσες είχαν ήδη υπό τον έλεγχό τους το σύνολο της Μικράς Ασίας και τα περισσότερα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, μεταξύ των οποίων τη Χίο, τη Λέσβο και τη Σάμο. Εφαρμόζοντας την πάγια τακτική την οποία είχαν υιοθετήσει και σε άλλες περιοχές που ήταν υπό την κυριαρχία τους, οι Πέρσες βασιλιάδες επέβαλαν άμεσα ή έμμεσα– στην ηγεσία των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας και στα γειτονικά νησιά ντόπιους αριστοκράτες.
Οι άνδρες αυτοί ονομάζονταν τύραννοι – λέξη λυδικής προέλευσης, την οποία οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για ένα είδος ηγεμόνα που δεν ήταν κατ᾿ ανάγκη κληρονομικός μονάρχης, ούτε είχε ανέλθει στην εξουσία μέσω εκλογικής διαδικασίας ή λόγω της ευρείας απήχησης που είχε στο λαό. Αυτοί οι τοπικοί ηγεμόνες ήταν υπόλογοι στον Πέρση τοπικό κυβερνήτη, το σατράπη – περσική λέξη που σήμαινε «φύλακας της γης», του οποίου έδρα ήταν συνήθως οι Σάρδεις. Οι Πέρσες εισέπρατταν επίσης από τους Ίωνες φόρους υποτέλειας, οι οποίοι μάλλον δεν ήταν υψηλότεροι από εκείνους που είχαν επιβάλει οι Λυδοί βασιλιάδες πριν από αυτούς.
Διαβάστε Επίσης: Κύρος ο Μέγας: Ο χαρισματικός ηγέτης που κατέκτησε τα βασίλεια της Μέσης Ανατολής και ίδρυσε την Περσική Αυτοκρατορία
Η Ιωνική Επανάσταση
Το 499 π.Χ. οι Πέρσες ξεκίνησαν μια μεγάλη ναυτική εκστρατεία κατά της Νάξου, του μεγαλύτερου και πλουσιότερου νησιού των Κυκλάδων. Ο Ηρόδοτος παρουσιάζει την εκστρατεία αυτή ως απάντηση του Αρισταγόρα, τυράννου της Μιλήτου, στην έκκληση κάποιων εξόριστων αριστοκρατών της Νάξου να τους αποκαταστήσει στην εξουσία. Η Μίλητος ήταν μία από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες πόλεις της Ιωνίας. Στα χρόνια της κυριαρχίας των Λυδών βασιλιάδων απολάμβανε ένα προνομιακό καθεστώς μερικής ανεξαρτησίας, που συνεχίστηκε υπό τους Πέρσες. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Αρισταγόρας ισχυρίστηκε ότι δεν είχε τόσες δυνάμεις για να επιτεθεί στη Νάξο, αλλά έπεισε τον Αρταφέρνη, τον Πέρση σατράπη της Λυδίας, να τον βοηθήσει.
Στη συνέχεια, ο Αρταφέρνης πήρε την άδεια του Δαρείου να συγκεντρώσει ένα στόλο από 200 πλοία και ένα αρκετά μεγάλο εκστρατευτικό σώμα για να εισβάλει στη Νάξο. Είναι απίθανο να έδωσε ο βασιλιάς την άδεια να συγκεντρωθεί μια τόσο μεγάλη στρατιωτική δύναμη αν δεν σκόπευε να καταλάβει το νησί, ως ένα πρώτο βήμα για την επέκταση της περσικής ισχύος στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Μάλλον, λοιπόν, την πρωτοβουλία για την όλη επιχείρηση πήραν οι ίδιοι οι Πέρσες και η έκκληση των Ναξίων αριστοκρατών στον Αρισταγόρα αποτέλεσε απλώς το πρόσχημα.
Φαίνεται ακόμη ότι ο Αρισταγόρας χρηματοδότησε σε μεγάλο βαθμό την εκστρατεία, έχοντας ενδεχομένως συμφωνήσει να αμειφθεί με τα έσοδα από τη λεηλασία της Νάξου. Οι 200 τριήρεις του περσικού στόλου είχαν επανδρωθεί κυρίως με Έλληνες από τις πόλεις της Μικρά Ασίας, όμως το εκστρατευτικό σώμα απαριζόταν σε μεγάλο βαθμό από Πέρσες και βρισκόταν υπό τις διαταγές του Μεγάβατου, ξαδέρφου του μεγάλου βασιλιά. Ωστόσο, όταν οι εισβολείς έφτασαν στη Νάξο, οι Νάξιοι τους περίμεναν. Μάλλον είχαν ακούσει για τις πολεμικές προετοιμασίες, και κυρίως για τη συγκέντρωση μεγάλου στόλου, από πραματευτές που διεξήγαν το εμπόριο ανάμεσα στη Νάξο και στη Μικρά Ασία.
Συγκέντρωσαν, λοιπόν, όλο τον πληθυσμό του νησιού και άφθονες προμήθειες στην κυριότερη πόλη του, τη Νάξο, η οποία είχε ισχυρά τείχη. Έτσι, άντεξαν τέσσερις ολόκληρους μήνες περσικής πολιορκίας. Τελικά, αφού εξαντλήθηκαν οι δικές τους προμήθειες, οι Πέρσες έλυσαν την πολιορκία και οι δυνάμεις τους επέστρεψαν στα παράλια της Μικράς Ασίας, στην πόλη της Μυούντος.
Στο σημείο αυτό ο Αρισταγόρας αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα για μια μεγάλης κλίμακας εξέγερση των Ελλήνων της Ιωνίας κατά των Περσών. Τα κίνητρά του είναι δύσκολο να αποσαφηνιστούν. Από ό,τι φαίνεται, είχε κακές σχέσεις με τον Μεγαβάτη, αν και η ασήμαντη αιτία που αναφέρει ο Ηρόδοτος για τη διαμάχη τους ότι ο Μεγαβάτης είχε κακομεταχειριστεί τον Σκύλακα, Έλληνα αξιωματούχο του ιωνικού στόλου είναι μάλλον ανεπαρκής. Ο Αρισταγόρας –ή μάλλον η ίδια η Μίλητος- είχε αναλάβει το κόστος της αποτυχημένης εκστρατείας και τώρα δεν μπορούσε να καταβάλει το τίμημα.
Φαίνεται επίσης ότι στη Μίλητο, όπως και σε άλλες ελληνικές πόλεις της περιοχής, είχε αρχίσει να αυξάνεται η πολιτική δυσαρέσκεια. Οι τύραννοι, οι οποίοι στηρίζονταν στην περσική ισχύ, δεν ήταν καθόλου δημοφιλείς και οι πολίτες ήθελαν να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη τους στη διοίκηση της πόλης τους. Έτσι, ο Αρισταγόρας αποφάσισε να τεθεί επικεφαλής ενός επαναστατικού κινήματος που θα αποτίνασσε τον περσικό ζυγό, θα απομάκρυνε τους τυράννους από την εξουσία και θα εγκαθιστούσε στις ελληνικές πόλεις μορφές διακυβέρνησης με βάση την αρχή της ισονομίας.
Ο ίδιος ανακοίνωσε ότι παραιτούνταν από τύραννος της Μιλήτου, αν και παρέμεινε η κυρίαρχη πολιτική προσωπικότητα της πόλης του. Οι τύραννοι των κυριότερων πόλεων και νησιών της Ιωνίας, όπως των Ερυθρών, της Τέω, της Σάμου και της Χίου, συνελήφθησαν και εξορίστηκαν. Οι περισσότεροι πήγαν στις Σάρδεις, στην Αυλή του Αρταφέρνη, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα επανέρχονταν στην εξουσία. Μέσα σε έναν άνεμο ελευθερίας, οι πολίτες των ιωνικών πόλεων ξεκίνησαν τις διαδικασίες για την εκλογή των στρατιωτικών ηγετών τους στην επικείμενη πολεμική σύγκρουση με τους Πέρσες.
Ο ενθουσιασμός με τον οποίο ανταποκρίθηκαν οι Ίωνες στις επαναστατικές διακηρύξεις του Αρισταγόρα οφειλόταν εν μέρει στον αυταρχικό χαρακτήρα της περσικής κυριαρχίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι τύραννοι ή οι Πέρσες σατράπες που τους διόριζαν ήταν τόσο σκληροί. Ωστόσο, οι Έλληνες της Ιωνίας θεωρούσαν προσβλητικό να υπακούουν συμπολίτες τους οι οποίοι είχαν γίνει τύραννοι χάρη στο καπρίτσιο ενός βασιλιά που η Αυλή του βρισκόταν τόσο μακριά και που τα συμφέροντά του σπάνια συνέπιπταν με τα δικά τους. Μερικές από τις πόλεις και τα νησιά της Ιωνίας είχαν ήδη αρχίσει να αναπτύσσουν δημοκρατικούς θεσμούς διακυβέρνησης όταν εμφανίστηκαν οι Πέρσες. Οι διαδικασίες αυτές συνεχίστηκαν στην κυρίως Ελλάδα, ιδίως στην Αθήνα, αλλά στην Ιωνία διακόπηκαν πρόωρα.
Ο Δαρείος, τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν «έμπορο», απαιτούσε άνδρες για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του και χρήματα υπό τη μορφή μιας τακτικής συνεισφοράς σε άργυρο. Οι εκστρατείες του είχαν στόχο λαούς όπως οι Σκύθες, τους οποίους οι Έλληνες ήταν αδύνατο να θεωρήσουν απειλή για τον τόπο τους, ενώ ο άργυρος μεταφερόταν στα θησαυροφυλάκια της Περσίας ή χρησίμευε για πολυτελή δώρα και εξωφρενικές αμοιβές σε αλλοδαπούς. Η προσάρτηση στο περσικό κράτος προσέφερε στους Ίωνες ελάχιστα ανταλλάγματα. Σύμφωνα με αρχαιολογικές έρευνες, μάλιστα, η συμμετοχή τους στο θαλάσσιο εμπόριο της Μεσογείου φαίνεται πως είχε αρχίσει να περιορίζεται στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ.
Δεν αποκλείεται να είχαν την αίσθηση ότι οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας, της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, καθώς και οι Φοίνικες, ανθούσαν εις βάρος τους και ότι για να ανακτήσουν την οικονομική ευρωστία τους έπρεπε να απελευθερωθούν από την περσική κυριαρχία. Οι Ίωνες δεν ήταν τόσο ανόητοι ώστε να πιστεύουν πως θα μπορούσαν να αποτινάξουν μόνοι τους τον περσικό ζυγό. Γι’ αυτό ζήτησαν βοήθεια από τα αδέρφια τους στην κυρίως Ελλάδα. Ο Αρισταγόρας ταξίδεψε στη Σπάρτη για να ζητήσει τη συνδρομή της ισχυρότερης ελληνικής πόλης, όμως δεν κατάφερε τίποτα. Οι Σπαρτιάτες ήταν απασχολημένοι με τα δικά τους προβλήματα, όπως, π.χ., με τη μακροχρόνια διαμάχη τους με το Άργος.
Διαβάστε Επίσης: Μάχη του Μαραθώνα: Η πρώτη νικηφόρα μάχη των Ελληνων εναντίων των Περσών.
Οι κάτοικοι του Άργους είχαν λάβει με τη σειρά τους έναν τρομερά επίφοβο χρησμό από το Μαντείο του Απόλλωνα, στους Δελφούς, που προφήτευε ότι θα καταστρέφονταν μαζί με την πόλη της Μιλήτου, γι’ αυτό δεν ήταν καθόλου πρόθυμοι να βοηθήσουν. Ενδέχεται ο Αρισταγόρας να προσέγγισε χωρίς αποτέλεσμα και διάφορες άλλες ελληνικές πόλεις, αλλά τελικά έπεισε την Αθήνα και την Ερέτρια να στείλουν μερικά πολεμικά πλοία. Όμως, γιατί συμφώνησαν οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς να βοηθήσουν τους Ίωνες, όταν άλλοι, όπως οι Σπαρτιάτες, είχαν αρνηθεί; Ένας λόγος ίσως ήταν το ισχυρότερο αίσθημα συγγένειας που ένιωθαν να τους ενώνει με τους Ίωνες.
Μιλούσαν την ίδια διάλεκτο, οι θρησκευτικές γιορτές τους ήταν παραπλήσιες και πίστευαν πως είχαν κοινούς προγόνους. Σχεδόν από όλους ήταν αποδεκτό ότι οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στην Ιωνία ξεκίνησαν από την Αθήνα για να διασχίσουν το Αιγαίο. Οι δύο πλευρές είχαν στενές διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις και πριν από την εμφάνιση των Περσών, ενώ τώρα τους συνέδεαν και κοινοί δημοκρατικοί θεσμοί. Στο παρελθόν οι Αθηναίοι είχαν συνάψει συμμαχία με τον Αρταφέρνη, ώστε να εξασφαλίσουν την υποστήριξή του στις διαμάχες τους με τις άλλες ελληνικές πόλεις.
Ωστόσο, πλέον δεν θεωρούσαν ότι τους δέσμευε η συνθήκη αυτή, γιατί οι Πέρσες είχαν προσφέρει καταφύγιο στον Ιππία, άλλοτε τύραννο της Αθήνας, στην πόλη Σίγειον. Ο Ιππίας ήλπιζε ότι θα μπορούσε να επιστρέψει στην Αθήνα και να ανακτήσει την εξουσία του με τη συνδρομή των Περσών. Απευθυνόμενος στην αθηναϊκή Εκκλησία του Δήμου, ο Αρισταγόρας περιέγραψε τους Πέρσες ως στρατιωτικά ανίσχυρους και ιδιαίτερα ευάλωτους σε μια επίθεση από ενιαία ελληνική δύναμη. Έτσι, οι Αθηναίοι ενέκριναν την αποστολή στρατιωτικού σώματος με 20 πλοία, υπό την ηγεσία του Μελανθίου, για να βοηθήσει τον αγώνα των Ιώνων κατά των Περσών.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο οποίος είχε υπόψη του τις μάχες στο Μαραθώνα, στις Θερμοπύλες, στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές, τα πλοία αυτά υπήρξαν πηγή προβλημάτων τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους Πέρσες. Ενθαρρύνοντας και ενισχύοντας τους εξεγερμένους, οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς, που έστειλαν άλλα πέντε πλοία, ήλπιζαν ότι ίσως θα απέτρεπαν τους Πέρσες από το να συνεχίσουν την επέκτασή τους προς τα δυτικά. Πρέπει να είχαν συνειδητοποιήσει πόσο επισφαλής θα ήταν η θέση τους σε μια πιθανή επίθεση, αν κατάφερναν οι Πέρσες να κυριεύσουν τις Κυκλάδες.
Το 498 π.Χ. οι δυνάμεις των Αθηναίων και των Ερετριέων ενώθηκαν στην Έφεσο με το στρατό των Ιώνων, που αποτελούνταν κυρίως από Μιλήσιους. Από την Έφεσο οι ενωμένες ελληνικές δυνάμεις βάδισαν προς το εσωτερικό για να επιτεθούν στις Σάρδεις. Κατάφεραν, λοιπόν, να αιφνιδιάσουν τον Αρταφέρνη, ο οποίος εγκατέλειψε την κάτω πόλη και κατέφυγε στην ακρόπολη. Κλεισμένος εκεί απέκρουσε τους Ίωνες και τους συμμάχους τους, περιμένοντας ενισχύσεις. Ακόμη και η τυχαία πυρπόληση μεγάλου μέρους της πόλης, μαζί με το Ναό της Κυβέλης, δεν έκαμψε το φρόνημα του Αρταφέρνη και των στρατευμάτων του. Όταν άρχιζε να πλησιάζει μια ισχυρή δύναμη του περσικού ιππικού, οι επιτιθέμενοι υποχώρησαν, αλλά ο περσικός στρατός τούς πρόφτασε κοντά στην Έφεσο, όπου γνώρισαν δεινή ήττα.
Οι προβλέψεις του Αρισταγόρα για τη λεία που θα έπεφτε εύκολα στα χέρια τους αποδείχθηκαν εσφαλμένες. Οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς επιβιβάστηκαν στα πλοία και γύρισαν στην πατρίδα τους, διηγούμενοι ιστορίες για την αποφασιστικότητα των Περσών και την ανωτερότητα του ιππικού τους. Οι Ίωνες αφέθηκαν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους την οργή του Πέρση βασιλιά. Οι Ίωνες αποφάσισαν να αναλάβουν άλλη μια φορά την πρωτοβουλία των κινήσεων, στέλνοντας πλοία στην περιοχή του Ελλήσποντου και στην Καρία, για να ενθαρρύνουν την επέκταση της εξέγερσης και σε άλλους υπηκόους του Δαρείου.
Επίσης, στήριξαν μια αντίστοιχη εξέγερση των ελληνικών πόλεων της Κύπρου. Το 497 π.Χ. στάλθηκε στην Κύπρο ένας μεγάλος περσικός στρατός με πλοία που παραχώρησαν οι πόλεις της Φοινίκης. Οι τύραννοι που με τη στήριξη των Περσών κυβερνούσαν μέχρι πρότινος τις πόλεις Σαλαμίνα και Κούριο σε μια κρίσιμη στιγμή του αγώνα αυτομόλησαν στην περσική πλευρά και οι Κύπριοι ηττήθηκαν.
Το 497 π.Χ. ο Δαρείος έστειλε πρόσθετες στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή του Ελλήσποντου και στην Καρία, ώστε να ανακτήσει τον έλεγχό τους. Ωστόσο, ένα στρατιωτικό σώμα υπό τη διοίκηση του γαμπρού του, Δαυρίση, έπεσε σε ενέδρα των Καρίων στην Πήδασο και εξολοθρεύτηκε. Αν και οι άλλοι στρατηγοί είχαν μεγαλύτερη επιτυχία στο βορρά, η ήττα αυτή υπήρξε τόσο βαρύ πλήγμα, ώστε ο Δαρείος χρειάστηκε να αναβάλει μέχρι το 494 π.Χ. τη μεγάλη χερσαία και θαλάσσια επίθεση κατά της Μιλήτου. Μέχρι τότε, όμως, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Αρισταγόρα κατάφεραν να τον εκδιώξουν από τη Μίλητο και να τον φονεύσουν.
Η απώλεια της κύριας ηγετικής φυσιογνωμίας της Ιωνικής Επανάστασης είχε σοβαρές επιπτώσεις στη συνοχή της εξέγερσης, ενώ η δυσπιστία για όσους προσπάθησαν να τον αντικαταστήσουν δυσχέρανε το συντονισμό του αγώνα κατά των Περσών. Όταν επέστρεψε στη Μίλητο ο Ιστιαίος, πεθερός του Αρισταγόρα και τύραννος της πόλης πριν από αυτόν, τυπικά ως επικεφαλής μιας ερευνητικής αποστολής του Δαρείου, αλλά στην πραγματικότητα αποσκοπώντας στην ανάληψη της ηγεσίας της εξέγερσης, οι Μιλήσιοι τον έδιωξαν και αυτός αναγκάστηκε να καταφύγει στη Μυτιλήνη της Λέσβου.
Ο θεσμός των Ιώνων, που μπορούσε περισσότερο από κάθε άλλο να λειτουργήσει ως ενιαίος πολιτικός οργανισμός, ήταν το κοινό, συνάθροιση θρησκευτικού χαρακτήρα που λάμβανε χώρα κάθε χρόνο στο Πανιώνιο, ιερό του Ποσειδώνα στην περιοχή της Πριήνης. Το κοινό αρχικά δεν είχε πολιτικό χαρακτήρα, γι’ αυτό δεν διέθετε τις απαραίτητες δομές για την ανάδειξη ενιαίας ηγεσίας. Όταν τελικά οι Ίωνες κατάφεραν να συγκεντρώσουν τις ναυτικές τους δυνάμεις στο νησί Λάδη, ανοιχτά των ακτών της Μιλήτου, ξέσπασε διαμάχη για το ποιος θα αναλάμβανε τη διοίκησή τους. Οι ναυτικές δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν για τη ναυμαχία της Λάδης μαρτυρούν το σχετικό μέγεθος, τον πλούτο και την ισχύ των ιωνικών πόλεων.
Υπήρχαν 80 πλοία από τη Μίλητο, 12 από την Πριήνη, 3 από τη Μυούντα, 17 από την Τέω, 8 από τις Ερυθρές και 3 από τη Φώκαια. Τα μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, που, αν και οι πόλεις τους δεν ήταν τυπικά μέλη του Κοινού των Ιώνων συμμετείχαν στην εξέγερση, συνεισέφεραν τα περισσότερα πλοία: 100 η Χίος, 60 η Σάμος και 70 η Λέσβος. Τελικά, επικεφαλής τέθηκε ο Διονύσιος από τη Φώκαια, που διοικούσε τη μικρότερη μοίρα πλοίων. Αν και η απόφαση αυτή απέτρεψε τις έριδες ανάμεσα στις ισχυρότερες πόλεις, ο Διονύσιος δεν διέθετε το ηγετικό εκτόπισμα που θα εξασφάλιζε τη συνοχή του ιωνικού στόλου.
Και, σε κάθε περίπτωση, τα ιωνικά πλοία ήταν ελάχιστα περισσότερα από το μισό περσικό στόλο. Πρώτοι οι Σάμιοι εγκατέλειψαν τον αγώνα και τους ακολούθησαν οι Λέσβιοι. Χωρίς την προστασία μιας μεγάλης ναυτικής δύναμης, η Μίλητος ήταν εύκολος στόχος για επίθεση. Οι Πέρσες στρατηγοί έφεραν από τη Φοινίκη ειδικούς μηχανικούς του στρατού, οι οποίοι με τη βοήθεια πολιορκητικών κριών και με την ανασκαφή υπόγειων ορυγμάτων επέτρεψαν την είσοδο του περσικού στρατού στην πόλη. Σταδιακά, οι άλλες πόλεις και τα νησιά υποτάχθηκαν με τη σειρά τους και τιμωρήθηκαν για τη συμμετοχή τους στην ανταρσία.
Διαβάστε Επίσης: Η Μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ.)
Ο Ηρόδοτος παρουσιάζει μια ζοφερή εικόνα με πόλεις να πυρπολούνται, μεγάλα ιερά να χάνονται στις φλόγες, άνδρες να φονεύονται, κορίτσια να στέλνονται σε περσικά χαρέμια με ευνουχισμένα αγόρια ως συνοδούς και τις υπόλοιπες γυναίκες και τα παιδιά να πουλιούνται ως σκλάβοι. Παρ’ όλα αυτά, η Ιωνική Επανάσταση είχε και κάποιες θετικές συνέπειες.
Το 493 π.Χ. ο Αρταφέρνης απαίτησε όλες οι ελληνικές πόλεις να στείλουν εκπροσώπους στις Σάρδεις και να δεσμευθούν με όρκους ότι κάθε μεταξύ τους αντιδικία θα παραπεμπόταν σε διαιτησία. Το γεγονός αυτό αφήνει να εννοηθεί ότι οι κυβερνητικοί θεσμοί των πόλεων λειτουργούσαν αρκετά καλά για την εκλογή διπλωματικών εκπροσώπων. Επιπλέον, ο Αρταφέρνης επανεξέτασε το ύψος του ετήσιου φόρου υποτέλειας στον Πέρση βασιλιά που κατέβαλλε κάθε πόλη και κάθε νησί, μειώνοντάς το ώστε να περιοριστούν οι πιθανότητες νέας εξέγερσης. Το επόμενο έτος ο Δαρείος έστειλε έναν άλλο γαμπρό του, τον Μαρδόνιο, να αναλάβει τη διοίκηση της περιοχής. Αυτός απομάκρυνε τους τελευταίους τυράννους και επέτρεψε στους Έλληνες της περιοχής του να εκλέξουν δημοκρατικές κυβερνήσεις σύμφωνα με την αρχή της ισονομίας, που ήταν ένα από τα κυριότερα συνθήματα της εξέγερσης.
Ωστόσο, ο διορισμός του Μαρδόνιου απέβλεπε σε κάτι άλλο: Να ξεκινήσει η επόμενη φάση της περσικής προώθησης στην περιοχή του Αιγαίου. Ο Πέρσης αξιωματούχος πέρασε τον Ελλήσποντο με μεγάλο στρατό και στόλο, εισέβαλε στη Θράκη, έκανε δεκτή την παράδοση της Θάσου και ενσωμάτωσε τις τριήρεις της στο στόλο του. Από εκεί κινήθηκε κατά μήκος της βόρειας ακτής του Αιγαίου προς τη Μακεδονία, αλλά μια σφοδρή θαλασσοταραχή κατέστρεψε μεγάλο μέρος του περσικού στόλου κοντά στο άκρο της Χερσονήσου του Άθω, βυθίζοντας 300 πλοία. Ωστόσο, ο Μαρδόνιος είχε προετοιμάσει το έδαφος για μια πιθανή μελλοντική εισβολή στην κυρίως Ελλάδα.
Βιβλιογραφία
Herodotus. The Histories
Holland, Tom. Persian Fire. Abacus, 2005
Philip de Souza – The Greek and Persian Wars 499-386 BC
History Volume 4: Persia, Greece and the Western Mediterranean c. 525 to 479 BC
Andrew Robert, Persia and the Greeks. The Defence of the West c. 546-478 BC
Διαβάστε Επίσης: Ναυμαχία της Σαλαμίνας: Ο Θεμιστοκλής συντίβει τον Περσικό στόλο και οδηγεί τους Έλληνες σε μια απο τις ενδοξότερες νίκες στην ιστορία.