Στη Μάνη, όπως και στις άλλες επαρχίες της Πελοποννήσου, υπήρχαν διαφωνίες ως πρός το ποιός ήταν ο κατάλληλος χρόνος για την έναρξη της Επανάστασης. Οι οικογένειες των Μούρτζινων (η Τρουπάκηδων) και των Τζαννετάκηδων είχαν ταχθεί υπέρ της γρήγορης έναρξης της. Αντίθετα ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και οι συντηρητικοί πρόκριτοι της Καλαμάτας ήταν υπέρ της αναβολής, ωσότου εξασφαλιστούν οι απαραίτητες διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις. Καθώς το κύρος του Πετρόμπεη και η επιρροή του στον πληθυσμό της επαρχίας καθιστούσαν απαραίτητη τη συμμετοχή του στον Αγώνα, απο καιρό οι Φιλικοί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κατανικήσουν τους δισταγμούς του.
Ο Περραιβός, ήδη απο τον προηγούμενο χρόνο, είχε έρθει στη Μάνη με σκοπό να συμφιλιώσει τις αλληλομισούμενες ηγετικές οικογένειες του τόπου. Μετά τη σύσκεψη στο Ισμαήλιο ξαναπήγε στη Μάνη επιφορτισμένος να ανακοινώσει στους Μανιάτες τις παραγγελίες του Υψηλάντη για σύντομη έναρξη της Επανάστασης πρώτα απο την πατρίδα τους και να τους ζητήσει να προβούν στις απαραίτητες προετοιμασίες. Λίγο αργότερα, στις παραμονές της επανάστασης, ο Παπαφλέσσας και ο Κολοκοτρώνης ανέπτυξαν για τον ίδιο σκοπό με τον Περραιβό μεγάλη δραστηριότητα. Ο Πετρόμπεης συνέχιζε όμως να προβάλλει τους ενδοιασμούς του περιμένοντας να πληροφορηθεί τις διαθέσεις των Ρώσων έναντι του προετοιμαζομένου κινήματος.
Παράλληλα οι Φιλικοί της Κωνσταντινούπολης βοήθησαν τον γιό του Πετρόμπεη Γεώργιο, που τον κρατούσαν οι Τούρκοι όμηρο στην Πόλη ώς εγγυητή της πατρικής πίστεως πρός τον σουλτάνο, να δραπετεύσει. Η άφιξη του στη Μάνη και οι ενθουσιώδεις υπέρ της επανάστασης ιδέες του έγιναν γνωστές στις τουρκικές αρχές και ενοχοποίησαν ακόμη περισσότερο τον Πετρόμπεη, που η απειθαρχία του στη διαταγή να συλλάβει τον Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα τον είχαν ήδη καταστήσει ύποπτο στην τουρκική διοίκηση, η οποία μάλιστα σχεδίαζε την αντικατάστασή του ως «μπάσμπογλου» της Μάνης.
Οι υποψίες των Τούρκων μετριάσθηκαν κάπως, όταν ο Πετρόμπεης έστειλε τον μικρό του γιό Αναστάσιο στην Τριπολιτσά, υπακούοντας στην τουρκική πρόσκληση. Με τη δράση του Παπαφλέσσα, του Αναγνωσταρά και του Κολοκοτρώνη, ο πολεμικός αναβρασμός ήταν έκδηλος στη Μάνη απο τις αρχές Μαρτίου. Από τα μέσα του ίδιου μήνα, οι Τούρκοι, που υποπτεύονταν τον επικείμενο κίνδυνο, άρχισαν να στέλνουν τις οικογένειές τους στα κάστρα της περιοχής. Παράλληλα ο Τούρκος διοικητής της Καλαμάτας κάλεσε τους προκρίτους και τους εξέφρασε τις ανησυχίες του. Για να τον καθησυχάσουν μερικοί δεν δίστασαν να του δώσουν τα παιδιά τους ως ομήρους. Κατόρθωσαν επίσης να τον πείσουν πως επειδή στην περιοχή δρούσαν επικίνδυνοι ληστές φήμες που επίτηδες διέδιδε ο Παπαφλέσσας και οι σύντροφοί του – οι 150 Τούρκοι φρουροί δεν έφταναν για την προστασία της Καλαμάτας, και θα έπρεπε γι᾿ αυτό να ζητηθεί ενίσχυση απο τους Μανιάτες.
Τις ίδιες μέρες, γύρω στα μέσα του Μαρτίου, έφτασε στο λιμάνι του Αρμυρού το φορτωμένο με πολεμοφόδια πλοίο, που είχαν στείλει οι Φιλικοί της Σμύρνης. Ο Παπαφλέσσας αμέσως ειδοποίησε τον Νικήτα Σταματελόπουλο (Νικηταρά) και τον Αναγνωσταρά, που βρίσκονταν στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, για την άφιξη του πολύτιμου φορτίου και τους ανέθεσε την επικίνδυνη αποστολή της μεταφοράς του. Προηγουμένως με τέχνασμα κατάφερε να πείσει τον Πετρόμπεη να δώσει άδεια εκτελωνισμού του φορτίου, εκθέτοντάς τον έτσι στους Τούρκους σε περίπτωση αποκάλυψης του περιεχομένου του.
Ο Σουλεϊμάν αγάς Αρναούτογλου πληροφορήθηκε τη μεταφορά του φορτίου απο ένοπλους χωρικούς και ζήτησε να μάθει τι συνέβαινε. Οι πρόκριτοι του απάντησαν πως οι χωρικοί μετέφεραν λάδι και ήταν ένοπλοι απο τον φόβο των ληστών. Τότε αποφάσισε ο Αρναούτογλου να ζητήσει ενισχύσεις απο τον Πετρόμπεη. Ετσι στις 20 Μαρτίου έφτασε στην Καλαμάτα σώμα 150 Μανιατών υπό τον γιό του Πετρόμπεη Ηλία Μαυρομιχάλη για να προστατεύσει δήθεν την πόλη. Αυτός μάλιστα συμβούλευσε τον Αρναούτογλου να ζητήσει απο τον Πετρόμπεη και άλλες ενισχύσεις γιατί είχε πληροφορίες οτι επρόκειτο να εισβάλουν κλέφτες στην Καλαμάτα με σκοπό τη λεηλασία της πόλης.
Ὁ Αρναούτογλου, που δεν είχε ακόμη αντιληφθεί την παγίδα που του στηνόταν, έσπευσε να εἰδοποιήσει τον Πετρόμπεη να στείλει στην πόλη και άλλους Μανιάτες. Αυτο ήταν το σύνθημα που περίμεναν οι καπετάνιοι, που είχαν συγκεντρωθεί στις Κιτριές και είχαν πια πείσει τον Πετρόμπεη να ηγηθεί του Αγώνα. Εντωμεταξύ ήδη στις 17 Μαρτίου, σύμφωνα με ορισμένη πληροφορία, στον ναό των Ταξιαρχών, στην Αρεόπολη, έγινε δοξολογία για την Επανάσταση. Στις 22 Μαρτίου απο το απόγευμα ως τα χαράματα της επόμενης μέρας 2.000 ένοπλοι της «Δυτικής Σπάρτης» με επικεφαλής τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τους Μούρτζινους, τους Καπετανάκηδες, τους Κουμουντουράκηδες, τους Κυβέλλους, τους Χρηστέηδες και τον Παναγιώτη Βενετσανάκο κατέλαβαν τους λόφους γύρω απο την πόλη.
Παράλληλα, απο άλλη πλευρά της πόλης, πλησίασαν ο Παπαφλέσσας με τον Νικηταρά και τον Αναγνωσταρά. Ο Αρναούτογλου αντιλήφθηκε πιά καθαρά τι συνέβαινε. Ήταν όμως αργά για να διαφύγει πρός την Τριπολιτσά. Ο Νικηταράς και ο Κεφάλας είχαν αποκόψει τον δρόμο πρός το κέντρο της Πελοποννήσου. Συγκεντρώθηκαν τότε όλοι οι Τούρκοι στα ισχυρά σπίτια της πόλης για να αντιτάξουν άμυνα. Όταν όμως το πρωί της 23ης Μαρτίου οι ένοπλοι επαναστάτες εισήλθαν στην πόλη, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης συνέστησε στον Αρναούτογλου να παραιτηθεί απο τη μάταιη αντίσταση και να παραδοθεί. Πραγματικά, ο Τούρκος διοικητής παρέδωσε την ίδια μέρα με πρωτόκολλο την πόλη και τον τουρκικό οπλισμό.
Το μεσημέρι στις όχθες του χειμάρρου Νέδωνος εμπρός απο τη βυζαντινή εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, μέσα σε μιά πανηγυρική ατμόσφαιρα, ενώ αντηχούσαν οι χαρούμενες κωδονοκρουσίες των εκκλησιών και οι θριαμβευτικές ιαχές των Ελλήνων, 24 ιερείς και ιερομόναχοι ευλόγησαν, ύστερα απο μια συγκινητική δοξολογία, τις ελληνικές σημαίες και όρκισαν τους αγωνιστές. Επακολούθησε σύσκεψη των οπλαρχηγών και αποφασίστηκε η ίδρυση μιάς επαναστατικής επιτροπής, η οποία ονομάστηκε «Μεσσηνιακή Γερουσία» και ανέλαβε τον συντονισμό του Αγώνα. Τιμητικά η ηγεσία δόθηκε στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη που έφερε πια τον τίτλο του «αρχιστρατήγου των σπαρτιατικών δυνάμεων».
Την ίδια μέρα η Μεσσηνιακή Γερουσία εξέδωσε προειδοποίηση πρός τις ευρωπαϊκές αυλές, της οποίας σώζεται το πρωτότυπο. Με αυτήν η Μεσσηνιακή Γερουσία γνωστοποιούσε στους χριστιανικούς λαούς την απόφαση του έθνους, ύστερα απο αιώνες ανυπόφορης δουλείας, να αποτινάξει τον ζυγό και ζητούσε τη συνδρομή τους. Συγχρόνως στην πρώτη αυτή σύσκεψη της Μεσσηνιακής Γερουσίας συζητήθηκε ποιό έπρεπε να ήταν το αμέσως επόμενο βήμα της Επανάστασης. Ο Κολοκοτρώνης πρότεινε νά κατευθυνθούν όλοι μαζί πρός το εσωτερικό της Πελοποννήσου, για να γενικεύσουν την επανάσταση και να εμποδίσουν την ενίσχυση της Τριπολιτσάς απο τους Τούρκους που συνεχώς κατέφθαναν εκεί απο όλες τις επαρχίες.
Αντίθετα οι Μεσσήνιοι και μαζί τους και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης υποστήριζαν οτι έπρεπε πρώτα να ενισχυθούν οι ασθενείς επαρχίες της Κορώνης και της Μεθώνης, όπου οι κάτοικοι κινδύνευαν απο τους κλεισμένους στα κάστρα Τούρκους.Τελικά αποφασίστηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με τους πιο ηλικιωμένους προκρίτους (Καπετανάκηδες, Πατριαρχέα κλπ.) να παραμείνουν στην Καλαμάτα για τον συντονισμό των επιχειρήσεων και τον ανεφοδιασμό των αγωνιστών, ενώ απο τους οπλαρχηγούς ο Κολοκοτρώνης, με τον Παπαφλέσσα, τον Αναγνωσταρά και τον Κεφάλα να προχωρήσουν στο εσωτερικό της Πελοποννήσου. Οι υπόλοιποι θα κατευθύνονταν πρός τα μεσσηνιακά κάστρα και θα άρχιζαν την πολιορκία τους.
Πραγματικά την επομένη της απελευθέρωσης της Καλαμάτας (24 Μαρτίου), ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ξεκίνησε για την Αρκαδία. Στους 30 δικούς του άνδρες προστέθηκαν 200 του Μούρτζινου και 70 του Πετρόμπεη. Με μια πρόχειρη σημαία μπροστά, οι 300 αγωνιστές έφτασαν την ίδια μέρα στον πρώτο τους σταθμό, στη Σκάλα. Εκεί ήρθαν και ο Αναγνωσταράς, ο Π. Κεφάλας και ο Παπαφλέσσας. Απο εκεί ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας έστειλαν στους κατοίκους της Αρκαδίας επιστολή στην οποία έγραφαν: «Η ώρα έφτασε, το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη. Τα πάντα είναι δικά μας και ο Θεός του παντός μεθ᾿ ημών έσεται· μη πτοηθείτε εις το παραμικρόν…». Τους διαβεβαίωναν μάλιστα πως οι ίδιοι έφταναν με «10.000 στρατεύματα». Η επιστολή είχε γραφει την προηγούμενη μέρα στην Καλαμάτα και έτσι έχει ημερομηνία 23 Μαρτίου.
Στις 25 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι οπλαρχηγοί ξεκίνησαν απο τη Σκάλα με τον μικρό στρατό τους, αφού «ρίξαν καμμιά χιλιάδα τουφέκια, τρείς μπαταρίες, δια ν᾿ ακούσει ο κόσμος να σηκωθεί», όπως ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης αφηγείται στα απομνημονεύματά του. Ο ίδιος επίσης συγκινημένος απο την υποδοχή που τους έκαναν οι κάτοικοι κάθε περιοχής απο όπου περνούσαν, καθώς οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα, οι παπάδες τους ευλογούσαν και ο κόσμος τους φιλούσε, γράφει: «μου ήρχετο.. να κλαψω απο την προθυμία που έβλεπα». Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε στους κατοίκους των χωριών και η εμφάνιση του Παπαφλέσσα που, κατά τον Φωτάκο, φορούσε περικεφαλαία. Συγχρόνως οι Ελληνες με ενθουσιασμό έπαιρναν τα όπλα. Για τους ελάχιστους που δείλιαζαν η διαταγή του Κολοκοτρώνη ήταν «όποιο χωριό δεν ήθελε ν᾿ ακολουθήσει την φωνή της πατρίδος, τσεκούρι και φωτιά».
Αντίθετα με τη χαρά των Ελλήνων, η είδηση πως έρχεται ο Κολοκοτρώνης δημιουργούσε πανικό στους Τούρκους που έντρομοι έσπευδαν να κλειστούν στα κάστρα. Πολλοί απο αυτούς διατηρούσαν την ελπίδα οτι απο εκεί θα μπορούσαν αργότερα να οργανώσουν επιθέσεις και να ξαναγυρίσουν στα χωριά τους, όπως και πριν 50 χρόνια, όταν οι ραγιάδες είχαν πάλι εξεγερθεί. Ετσι οι Τούρκοι της Ανδρούσας έσπευσαν στα κάστρα της Μεσσηνίας, και οι Τούρκοι του Λεονταρίου στην Τριπολιτσά. Την ίδια ημέρα που απελευθερώθηκε η Καλαμάτα επαναστάτησε και η ανατολική Μάνη. Στις 23 Μαρτίου στο Μαραθωνήσι (Γύθειο) οι Γρηγοράκηδες, που είχαν ήδη έρθει σε συνεννόηση με τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ύψωσαν την επαναστατική σημαία. Αμέσως κατευθύνθηκαν πρός τη Μονεμβασία.
Οι Τούρκοι της περιοχής, παρά τις διαβεβαιώσεις των κατοίκων, με τους οποίους διατηρούσαν φιλικές σχέσεις, πως δεν υπήρχε κίνδυνος, κλείστηκαν στο φρούριο, γιατί τρομοκρατήθηκαν απο Βαρδουνιώτες πρόσφυγες που κατέφυγαν εκεί και έφεραν την είδηση οτι «οι επαναστάτες ενισχύονταν απο τους Φράγκους». Τότε οι Μονεμβασίτες υπό τον Παναγιώτη Καλογερά και τους αδελφούς Δεσποτόπουλους επαναστάτησαν (28 Μαρτίου) και με την ενίσχυση των Μανιατών και των Κυνουραίων και άλλων (ακόμη και σώμα Κρητών υπό τον Κουμή) άρχισαν, μετά απο δοξολογία που τέλεσε ο επίσκοπος Ἕλους Ανθιμος, την πολιορκία του κάστρου με γενικό αρχηγό τον Πιέρρο Μαγγιόρο Γρηγοράκη (τέλη Μαρτίου). Οπως αναφέρει ο Φιλήμων, είχαν εκεί καταφύγει 4.500 Τούρκοι, και διέθεταν τρόφιμα μόνο για δύο μήνες.