Η επιδρομή των Γαλατών στην Ελλάδα
Η τρίτη δεκαετία του 3ου αι π.Χ. βρήκε τα ελληνικά κράτη εξουθενωμένα από τις διαμάχες των Διαδόχων. Το 281 π.Χ. ο Λυσίμαχος, παλαιός σωματοφύλακας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και βασιλιάς της Θράκης, σκοτώθηκε στο Κουροπέδιο το 281 π.Χ. Η αποδυνάμωση του κράτους του στη Θράκη άφησε το πεδίο ελεύθερο σε κελτικά φύλα (Γαλάτες) που κατοικούσαν στην Παννονία να κατέλθουν προς τον ελλαδικό χώρο, ενδεχομένως υπό την πίεση των επισιτιστικών τους αναγκών. Εναντίον της Ελλάδας εξεστράτευσε ένα στρατιωτικό σώμα που αριθμούσε περί τις 85.000 άνδρες. Φτάνοντας στα βόρεια σύνορα, ο γαλατικός στρατός χωρίστηκε σε τρία τμήματα.
Το ένα κατευθύνθηκε προς την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Το δεύτερο προς την Ανατολική Μακεδονία.Το κεντρικό τμήμα, υπό τον Βρέννο και τον Ακιχώριο, κατευθύνθηκε προς την κεντρική Ελλάδα. Στόχος τους ήταν η λεηλασία και για τον λόγο αυτό οι αρχικές εκστρατείες έληξαν σύντομα με την αποκόμιση λαφύρων. Όμως ο Βρέννος και ο Ακιχώριος οργάνωσαν και νέα εκστρατεία το 279 π.Χ., ενδεχομένως εποφθαλμιώντας τους θησαυρούς του ιερού των Δελφών.Τα γεγονότα εξιστορούνται από δύο αρχαίους συγγραφείς, τον Παυσανία και τον μεταγενέστερό του Ιουστίνο.
Οι Γαλάτες (η Κέλτες) δεν ήταν άγνωστοι στους Έλληνες. Το 369 π.Χ. ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος είχε στείλει Κέλτες μισθοφόρους στην Ελλάδα, για να ενισχύσουν τους συμμάχους του Λακεδαιμονίους στον πόλεμο εναντίον των Βοιωτών, και το 335 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος δέχθηκε πρέσβεις των Κελτών που κατοικούσαν στα ανατολικά παράλια της Αδριατικής. Στη Βαλκανική χερσόνησο είχαν εγκατασταθεί οι Κέλτες ήδη στο πρώτο ήμισυ του 4ου αι. π.Χ.
Απο τη Δυτική Ευρώπη (δηλαδή τη Γαλλία και Ισπανία), όπου είχαν εγκατασταθεί, πέρασαν, κατά τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ., τις Αλπεις, κατέλαβαν την κοιλάδα του Πάδου και στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. εισέβαλαν στην Κεντρική Ιταλία και λεηλάτησαν την ίδια τη Ρώμη (387 π.Χ.). Η εισβολή στην Ιταλία δεν είχε καμιά σοβαρή συνέπεια· σκοπός των Γαλατών ήταν η λεηλασία και οχι η μόνιμη εγκατάσταση. Επειτα η αύξηση της στρατιωτικής ισχύος της Ρώμης καθιστούσε δύσκολη την επανάληψη της εισβολής. Έμειναν όμως στην κοιλάδα του Πάδου, ενώ απο τα τμήματα εκείνα που είχαν εγκατασταθεί στη Βαλκανική (κυρίως στις παραδουνάβιες περιοχές) μερικά προχώρησαν ανατολικότερα και έφτασαν μάλιστα ως την πόλη Ολβία, στη βόρεια ακτή του Εύξεινου Πόντου.
Διαβάστε επίσης: Μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.): Ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας συντρίβει την Θηβαϊκή συμμαχία και γίνεται Ηγεμόνας της Ελλάδας
Εισβολή στην Μακεδονία και θάνατος του Πτολεμαίου Κεραυνού (279 π.Χ.)
Στο τέλος του 4ου αι. π.Χ., υπό την πίεση άλλων λαών της Κεντρικής Ευρώπης, οι Γαλάτες, που ήταν εγκατεστημένοι στις ανατολικές περιοχές του Δούναβη, αναγκάστηκαν να προχωρήσουν πρός τα νότια και συγκεκριμένα στη Θράκη, αλλά αποκρούστηκαν απο τον Λυσίμαχο. Η κατάρρευση του κράτους του Λυσιμάχου, το 281 π.Χ. και η σύγχυση που επικράτησε στη Μακεδονία μετά τη δολοφονία του Σελεύκου έδωσαν την κατάλληλη ευκαιρία για νέα εισβολή. Αλλά αυτή τη φορά οι Γαλάτες δεν ήθελαν μόνο να λεηλατήσουν. Έφεραν μαζί και τα γυναικόπαιδά τους, πράγμα που σήμαινε οτι απέβλεπαν σε μόνιμη εγκατάσταση. Ένα τμήμα, με αρχηγό τον Βόλγιο, εισέβαλε τον χειμώνα του 280/79 π.Χ. απο την κοιλάδα του Αώου στη Μακεδονία, ενώ συγχρόνως άλλο εισχωρούσε στη Θράκη.
Η εισβολή βρήκε τον Πτολεμαίο Κεραυνό ανέτοιμο. Εκτός από το οτι είχε παραμελήσει να έρθει σε συνεννόηση με τους γείτονές του Δαρδάνους που μην έχοντας την υποστήριξη των Μακεδόνων αναγκάστηκαν να υποκύψουν στους εισβολείς, ο Πτολεμαίος Κεραυνός διέθετε πολύ λίγες δυνάμεις, γιατί με την έναρξη του χειμώνα είχε στείλει τους περισσότερους απο τους Μακεδόνες στρατιώτες του στα σπίτια τους. Υποτιμώντας τις δυνάμεις των εισβολέων, ο Πτολεμαίος Κεραυνός αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον τους αμέσως, χωρίς δηλαδή να περιμένει τη συγκεντρώσει και αποστολή ενισχύσεων. Το αποτέλεσμα ήταν να υποστεί συντριπτική ήττα : ο στρατός του αποδεκατίστηκε και ο ίδιος βρήκε τον θάνατο στο πεδίο της μάχης.
Μετά την ήττα και τον θάνατο του βασιλιά επικράτησε στη Μακεδονία πολιτικό χάος. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία οι Γαλάτες να λεηλατήσουν τη χώρα. Οι δύο διεκδικητές του θρόνου, ο αδελφὸς του Πτολεμαίου Κεραυνού Μελέαγρος και ο ανιψιός του Κασσάνδρου Αντίπατρος, ούτε τις αναγκαίες στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά ούτε και τις ικανότητες είχαν για να αναχαιτίσουν την προέλαση των Γαλατών. Η ύπαιθρος ερημώθηκε. Ο άμαχος πληθυσμός κατέφυγε στις πόλεις (που γλίτωσαν τη λεηλασία, γιατί οι Γαλάτες αγνοούσαν την πολιορκητική τέχνη). Συνέπεια της χαώδους πολιτικής κατάστασης ήταν ακόμη να εκραγεί κοινωνική επανάσταση στην Κασσάνδρεια : Ο Απολλόδωρος εξήγειρε τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα εναντίον των πλουσίων και με τη βοήθεια των παλαιών μισθοφόρων της Αρσινόης πέτυχε να καταλάβει την εξουσία. Μερικοί απο τους πλουσίους σκοτώθηκαν, οι περισσότεροι έφυγαν, και την περιουσία τους μοίρασε ο Απολλόδωρος στους οπαδούς του.
Εντωμεταξύ ο μακεδονικός στρατός, αφού καθαίρεσε τον Μελέαγρο (δύο μήνες μόλις αφότου είχε γίνει βασιλιάς), αναγόρευσε βασιλιά τον Αντίπατρο. Την ηγεσία του στρατού ανέλαβε ο Σωσθένης, που είχε διακριθεί ως στρατηγός του Λυσιμάχου κατά τους πολέμους εναντίον των γειτονικών βαρβαρικών φύλων. Ο Σωσθένης κατόρθωσε να προφυλάξει τη χώρα απο μεγαλύτερες καταστροφές και ανάγκασε τελικά τον Βόλγιο να αποχωρήσει πρός τα βόρεια. Με το κύρος που απέκτησε και την υποστήριξη του στρατού θα μπορούσε να γίνει βασιλιάς, αλλά δεν θέλησε. Ποιά πολιτικά σχέδια είχε δεν είναι ακριβώς γνωστό· είναι πολύ πιθανόν οτι είχε την πρόθεση να ανακηρύξει βασιλιά ενα γιό του Λυσιμάχου, όταν θα περνούσε ο κίνδυνος απο τους επιδρομείς.
Εισβολή στην Νότια Ελλάδα
Ο κίνδυνος όμως έγινε μεγαλύτερος, όταν εισέβαλαν στη Μακεδονία (απο την Παιονία) νέες ορδές Γαλατών με αρχηγό τον Βρέννο. Γνωρίζοντας τη μεγάλη αριθμητική υπεροχή του εχθρού, ο Σωσθένης απέφυγε να δώσει αποφασιστική μάχη, κατώρθωσε όμως με συχνές μικροεπιθέσεις να προξενήσει στους επιδρομείς σημαντικές απώλειες, ώστε να φύγουν απο τη Μακεδονία. Προχώρησαν όμως πρός την Κεντρική Ελλάδα με κύριο στόχο τη λεηλασία του μαντείου των Δελφών. Τις τεράστειες καταστροφές που είχαν προξενήσει οι Γαλάτες στη Μακεδονία είχαν μάθει φυσικά οι Έλληνες της κυρίως Ελλάδος.
Έμειναν όμως αδρανείς, ελπίζοντας οτι οι Γαλάτες θα επέστρεφαν στις εστίες τους. Τότε μόνο ανησύχησαν, όταν έμαθαν οτι οι επιδρομείς απειλούσαν και τους ίδιους. Ο κοινός κίνδυνος επέβαλλε την όσο το δυνατόν ταχύτερη συνεννόηση και τη συγκρότηση κοινού συμμαχικού στρατού, που οπωσδήποτε, ακόμη και με τις δυνάμεις που διέθεταν τότε οι Ελληνες, θα κατόρθωνε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τους γενναίους βέβαια, αλλά οχι και τόσο εμπειροπόλεμους, Γαλάτες (ο αριθμός των Γαλατών που είχε ο Βρέννος δεν είναι ακριβώς γνωστός, είναι όμως πιθανόν οτι δεν υπερέβαινε τις 30.000).
Ομως η ένωση έγινε σε σχετικά περιορισμένη έκταση. Οι Θεσσαλοί μεγαλογαιοκτήμονες ήρθαν σε συνεννόηση με τον Βρέννο, του επέτρεψαν δηλαδή τη διάβαση της Θεσσαλίας υπο τον όρο να μη λεηλατήσει τα κτήματά τους. Ο Αντίγονος Γονατάς και ο Αντίοχος, καθώς βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση, δεν ήταν σε θέση να συμβάλλουν σημαντικά στην άμυνα κατά των Γαλατών. Ο Αντίγονος είχε πάει μάλιστα με τον στόλο του στον Ελλήσποντο, για να ενισχύσει τον βασιλιά της Βιθυνίας Νικομήδη (με τον οποίο είχαν συμμαχήσει οι ελληνικές πόλεις Ηράκλεια, Χαλκηδόνα και Βυζάντιο) στον πόλεμο κατά του Αντιόχου. Επιπλέον ο πόλεμος μεταξύ τους προκάλεσε νέες εσωτερικές διαμάχες στην κυρίως Ελλάδα: μόλις ο Αντίγονος έφυγε για τη Μικρά Ασία, οι Σπαρτιάτες βρήκαν την ευκαιρία να καταλάβουν την Τροιζήνα, που βρισκόταν υπό μακεδονική κυριαρχία, και να επιτεθούν κατά των Μεγαλοπολιτών και Μεσσηνίων συμμάχων του Αντιγόνου. Κάτω απο αυτες τις συνθήκες το βάρος του πολέμου κατά των Γαλατών έπεφτε στους Έλληνες της Κεντρικής Ελλάδος, και ιδιαίτερα στους Αιτωλούς.
Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους στην Πελοπόννησο θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν, χωρίς έστω να αλλάξουν την αντιμακεδονική τους πολιτική αλλα δεν το έκαναν όμως, γιατί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ασφαλείς και ίσως γιατί απέβλεπαν στην εξασθένηση των Αιτωλών. Έτσι τις ελληνικές δυνάμεις, που θα αντιμετώπιζαν τους εισβολείς, αποτελούσαν κυρίως Αιτωλοί (11.000 – 12.000 άνδρες) και Βοιωτοί (10.500 άνδρες). Οι Φωκείς έστειλαν 3.500 άνδρες, οι Λοκροί 700, οι Αθηναίοι 1.500 και τα Μέγαρα 400. Ο Αντίγονος και ο Αντίοχος έστειλαν μόνο απο 500 μισθοφόρους ο καθένας, για να μη σχηματιστεί η εντύπωση οτι έμεναν τελείως αμέτοχοι στον αγώνα κατά των βαρβάρων. Παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, οι Έλληνες άρχισαν να φιλονικούν για την αρχηγία· το ζήτημα αφορούσε κυρίως τους Αιτωλούς και τους Βοιωτούς που διέθεταν τις περισσότερες δυνάμεις. Τελικά δέχτηκαν, τόσο αυτοί, όσο και οι άλλοι σύμμαχοι, να ανατεθεί η ηγεσία του συμμαχικού στρατού στον Αθηναίο στρατηγό Κάλλιπο.
Οι 20.000 περίπου Έλληνες συγκεντρώθηκαν στις Θερμοπύλες, πιστεύοντας οτι θα μπορούσαν να κρατήσουν εκεί τους εισβολείς. Το σχέδιο απέτυχε, όπως και κατά την εισβολή του Ξέρξη. Βέβαια η μετωπική επίθεση των Γαλατών, παρα τη γενναιότητα που έδειξαν, αποκρούστηκε και μάλιστα με μεγάλες απώλειες, εξαιτίας κυρίως του ανεπαρκούς αμυντικού οπλισμού τους. Ο Βρέννος όμως με το κύριο τμήμα του στρατού του παρέμεινε στις Θερμοπύλες. Για να διασπάσει τους Ελληνες, έστειλε απο τις αφύλακτες διαβάσεις της Οίτης μια μικρή δύναμη Γαλατών στην Αιτωλία. Οι βάρβαροι κατέλαβαν και λεηλάτησαν τη μικρή πόλη Κάλλιο, και οι Αιτωλοί, μπροστά στον κίνδυνο που διέτρεχε η χώρα τους, εγκατέλειψαν τις Θερμοπύλες. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι Ελληνες λίγο αργότερα, αφού με την αποχώρηση των Αιτωλών η δύναμη του συμμαχικού στρατου είχε μειωθεί σημαντικά. Πρίν φύγουν, ο Βρέννος επιχείρησε να τους περικυκλώσει, πρόλαβαν όμως έγκαιρα να αποσυρθούν και να φτάσουν στις πόλεις τους.
Φυσικά η συμμαχία, που λίγο πρίν είχε συγκροτηθεί, διαλύθηκε. Μόνο οι Αχαιοί έσπευσαν να υποστηρίξουν τους Αιτωλούς, επειδή ο κίνδυνος γι᾿ αυτούς, ύστερα απο ενδεχόμενη κατάληψη της Αιτωλίας, ήταν αμεσότερος. Με τη βοήθειά τους οι Αιτωλοί κατώρθωσαν να διώξουν τους Γαλάτες πρός την Οίτη και να τους προξενήσουν μάλιστα σημαντικές απώλειες. Ο Βρέννος όμως προχώρησε στους Δελφούς, με σκοπό να λεηλατήσει την ανυπεράσπιστη, όπως νόμιζε, πόλη. Ένα μεγάλο μέρος του στρατού του το είχε αφήσει στην Ηράκλεια (της Οίτης), αφού ανέθεσε την ηγεσία του στον Ακιχώριο.
Στους Δελφούς υπήρχαν όμως 4.000 Έλληνες (Φωκείς, Μάγνητες και Αιτωλοί) με αρχηγό τον στρατηγό των Φωκέων Αλεξίμαχο. Παρα την αριθμητική υπεροχή τους, οι Γαλάτες δεν κατόρθωσαν να εισβάλουν στην πόλη. Η επίθεση του Βρέννου αποκρούστηκε, σκοτώθηκε όμως ο Αλεξίμαχος και πολλοί απο τους υπερασπιστές. Εντωμεταξύ οι Αιτωλοί με συχνές μικροεπιθέσεις είχαν προξενήσει σοβαρές απώλειες στο τμήμα των Γαλατών που διοικούσε ο Ακιχώριος. Οι απώλειες αυτές, όπως και η κακοκαιρία του χειμώνα ανάγκασαν τον Βρέννο να υποχωρήσει πρός τη Θεσσαλία.
Οι εξαντλημένοι απο το κρύο και την πείνα Γαλάτες δεν μπορούσαν να προβάλουν σοβαρή αντίσταση στους Ελληνες που τους καταδίωκαν κατά την υποχώρηση. Πολλοί απο αυτούς βρήκαν τον θάνατο και τραυματίστηκε μάλιστα σοβαρά ο ίδιος ο Βρέννος. Ο αρχηγός των Γαλατών, μην μπορώντας να συνεχίσει την πορεία, αυτοκτόνησε. Οι Γαλάτες που απέμειναν θέλησαν να περάσουν τον χειμώνα στη Θεσσαλία, προσέκρουσαν όμως στην ισχυρή αντίσταση των κατοίκων και έτσι προχώρησαν βορειότερα, αφού προηγουμένως διαιρέθηκαν σε δύο τμήματα: το ένα με αρχηγό τον Ακιχώριο έφτασε στον Δούναβη, το άλλο με αρχηγό τον Κομοντόριο έφτασε στη Θράκη.
Τη σωτηρία της Ελλάδος απο τους επιδρομείς απέδωσαν οι ιερείς των Δελφών στον θεό Απόλλωνα. Την πτώση του χιονιού κατά τη διάρκεια της επίθεσης του Βρέννου εναντίον της πόλης θεωρούσαν οτι ήταν έργο του θεού. Έλεγαν ακόμη οτι στις δύσκολες μέρες που πέρασε η πόλη, ο ίδιος ο θεός εμψύχωνε με την παρουσία του τους λίγους υπερασπιστές. Οτι ο θεός Απόλλων είχε σώσει την πόλη των Δελφών απο τους βάρβαρους επιδρομείς είχαν βέβαια κάθε λόγο να υποστηρίζουν οι ιερείς η να πιστεύουν μερικοι απο τους υπερασπιστές και τους κατοίκους της πόλης. Κανείς όμως δεν μπορούσε να αμφισβητήσει το γεγονός, ότι η σωτηρία της Ελλάδος οφειλόταν κυρίως στους Αιτωλούς.
Φυσικά οι Αιτωλοί δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη τη συμβολή τους στον αγώνα. Η πολιτική επιρροή τους στην Κεντρική Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά : εκτός απο τη Δυτική Λοκρίδα και την Ηράκλεια, που ανήκαν στην Αιτωλική Συμπολιτεία πριν απο την εισβολή των Γαλατών, έγιναν μέλη της Συμπολιτείας, μετά την αποχώρηση των επιδρομέων, οι Δόλοπες (275 π.Χ.) και οι Αινιάνες (273 π.Χ.). Επίσης αυξήθηκε η επιρροή των Αιτωλών στη Δελφική Αμφικτυονία : έτσι μπόρεσαν να αποκλείσουν τους Μακεδόνες βασιλείς (όπως και τα κράτη που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία τους) απο τις συνεδρίες της Αμφικτυονίας. Τέλος χάρη σε πρωτοβουλία των Αιτωλών καθιερώθηκε και εορτή (τα «Σωτήρια»), που γινόταν στους Δελφούς (προφανώς κάθε δύο χρόνια) σε ανάμνηση της νίκης, με θυσίες πρός τον Δία και τον Απόλλωνα και αγώνες.
Όσοι από τους Γαλάτες διασώθηκαν κατευθύνθηκαν προς τη Θράκη και, αφού ενώθηκαν με τα άλλα τμήματα του στρατού τους, προχώρησαν προς τη Μικρά Ασία. Χωρίς την ισχυρή παρουσία του Λυσίμαχου, πια, κατόρθωσαν εύκολα να φτάσουν στην κεντρική Μικρά Ασία και να καταλάβουν τμήμα της Φρυγίας, που έκτοτε ονομάστηκε Γαλατία.
Βιβλιογραφία
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
Grainger, D. (1999). The League of the Aetolians.
Παπαχατζής, Ν. (1981). «Φωκικά». Παυσανία Ελλάδος Περιήγησις.
Scholten, J.B. (2000). The Politics of Plunder: Aitolians and Their Koinon in the Early Hellenistic Era.Scholten, J.B. (2000). The Politics of Plunder: Aitolians and Their Koinon in the Early Hellenistic Era.
Διαβάστε επίσης: Η Μάχη των Πλαταιών: Ο Ελληνικός συνασπισμός εξολοθρεύει την περσική απειλή και περνάει στην αντεπίθεση.