Η μάχη του Μαρένγκο διεξήχθη στις 14 Ιουνίου 1800 μεταξύ των γαλλικών δυνάμεων υπό τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη και των αυστριακών δυνάμεων κοντά στην πόλη της Αλεξάνδρειας, στο Πιεμόντε της Ιταλίας. Υπήρξε μέρος των πολέμων της Γαλλικής Επανάστασης, που διήρκεσαν από το 1792 έως το 1802, ανάμεσα στην επαναστατημένη Γαλλία και στους συνασπισμούς κρατών που σχηματίστηκαν εναντίον της εκείνη τη δεκαετία. Κοντά στο τέλος της ημέρας, οι Γάλλοι ξεπέρασαν την αιφνιδιαστική επίθεση του στρατηγού φον Μελάς, έδιωξαν τους Αυστριακούς από την Ιταλία και εδραίωσαν την πολιτική θέση του Βοναπάρτη στο Παρίσι ως Πρώτο Ύπατο της Γαλλίας στον απόηχο του πραξικοπήματος του τον προηγούμενο Νοέμβριο.
Έκπληκτος από την αυστριακή προέλαση προς τη Γένοβα στα μέσα Απριλίου 1800, ο Βοναπάρτης οδήγησε βιαστικά τον στρατό του πάνω από τις Άλπεις στα μέσα Μαΐου και έφτασε στο Μιλάνο στις 2 Ιουνίου. Αφού έκοψαν τη γραμμή επικοινωνίας του Μελά διασχίζοντας τον ποταμό Πάδο και νίκησαν τον Ότ στο Μοντεμπέλο στις 9 Ιουνίου, και οι Γάλλοι απέκλεισαν τον αυστριακό στρατό, ο οποίος είχε συγκεντρωθεί στην Αλεξάνδρεια. Εξαπατημένος από έναν τοπικό διπλό πράκτορα , ο Βοναπάρτης έστειλε μεγάλες δυνάμεις προς τον βορρά και τον νότο, αλλά οι Αυστριακοί εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επίθεση στις 14 Ιουνίου εναντίον του κύριου γαλλικού στρατού, υπό τον στρατηγό Λουί Αντρέ Μπερθιέ.
Η μάχη του Μαρένγκο ήταν η νίκη που σφράγισε την επιτυχία της ιταλικής εκστρατείας του Βοναπάρτη το 1800. Με μια τολμηρή διάσχιση των Άλπεων με τον Στρατό του στα μέσα Μαΐου 1800 σχεδόν πριν ανοίξουν τα περάσματα, ο Βοναπάρτης είχε απειλήσει τις γραμμές ανεφοδιασμού του Μελά στη βόρεια Ιταλία. Στη συνέχεια, ο γαλλικός στρατός κατέλαβε το Μιλάνο στις 2 Ιουνίου, ακολουθούμενο από την Παβία , την Πιατσέντσα και τη Στραντέλα της Λομβαρδίας , κόβοντας την κύρια αυστριακή οδό ανεφοδιασμού προς τα ανατολικά κατά μήκος της νότιας όχθης του ποταμού Πάδου. Ο Βοναπάρτης ήλπιζε ότι η ενασχόληση του Μελά με την Πολιορκία της Γένοβας , που κρατούσε ο στρατηγός Αντρέ Μεσσένα, θα εμπόδιζε τους Αυστριακούς να απαντήσουν στην επίθεσή του. Ωστόσο, η Γένοβα παραδόθηκε στις 4 Ιουνίου, ελευθερώνοντας μεγάλο αριθμό Αυστριακών για επιχειρήσεις εναντίον των Γάλλων.
Στις 9 Ιουνίου ο στρατηγός Ζάν Λάν κέρδισε τον Ότ στη μάχη του Μοντεμπέλο. Αυτό έκανε τον Βοναπάρτη να αποκτήσει υπερβολική αυτοπεποίθηση. Πείστηκε ότι ο Μελάς δεν θα επιτεθεί και, επιπλέον, ότι οι Αυστριακοί επρόκειτο να υποχωρήσουν. Καθώς άλλες γαλλικές δυνάμεις έκλεισαν από τα δυτικά και τα νότια, ο Αυστριακός διοικητής είχε αποσύρει τα περισσότερα από τα στρατεύματά του από τις θέσεις τους κοντά στη Νίκαια και τη Γένοβα προς την Αλεξάνδρεια στον κύριο δρόμο Τορίνο – Μάντοβα .
Η Μαχη
Οι Αυστριακοί υπό τη διοίκηση του φον Μελάς είχαν στρατοπεδεύσει στην Αλεξάνδρεια. Ο Ναπολέων, λάθος πληροφορημένος από τους ανιχνευτές του, πείστηκε ότι επρόκειτο μόνο για ένα τμήμα των εχθρικών δυνάμεων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο φον Μελάς σκόπευε να αποσυρθεί. Μη ανησυχώντας, δεν φρόντισε να συγκεντρώσει τα στρατεύματά του και έστειλε μόνο για βολιδοσκόπηση δύο μονάδες υπό τις διαταγές του Λαπουάπ και του Ντεσέ.
Οι Αυστριακοί μπόρεσαν έτσι να πιάσουν απροετοίμαστους τους Γάλλους με μια μαζική επίθεση, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν. Στο σημείο όμως αυτό έπαιξαν σημαντικό ρόλο η επιμονή και η ψυχραιμία του Ναπολέοντα, που τον καθιστούσαν ικανό να διατηρεί τον έλεγχο της κατάστασης ακόμα κι όταν η ήττα φαινόταν σχεδόν σίγουρη. Εκμεταλλευόμενος τη βραδύτητα του εχθρικού ελιγμού, ανακάλεσε τον Ντεσέ, ρίχνοντάς τον την κατάλληλη στιγμή στη συμπλοκή (ο φον Μελάς είχε ήδη στείλει στη Βιέννη αγγελιαφόρους για να ανακοινώσουν τη νίκη).
Η μεραρχία Γκαρντάν δέχθηκε βίαιη επίθεση στην Πεντραμπόνα από την εμπροσθοφυλακή της κεντρικής παράταξης και της μεραρχίας Χαντίκ. Αντιστάθηκε σθεναρά, αλλά η μεγάλη αριθμητική υπεροχή του εχθρού την ανάγκασε να υποχωρήσει προς το Μαρένγκο υπό τα πυρά των πυροβολαρχιών. Ο Ναπολέων, στο Φρούριο Γκαντόλφι, πήρε τις πρώτες ειδήσεις για τις μάχες, χωρίς ωστόσο να δώσει μεγάλη σημασία. Χωρίς περαιτέρω ενημέρωση, ο Ναπολέων διέταξε τον Λαπουάπ να περάσει στην απέναντι όχθη του Πάδου και τον Ντεσέ να προωθηθεί από τη Ριβάλτα στο Πότσολο Φορμιγκάρο.
Ο Μελάς πληροφορήθηκε ότι μια ίλη απομακρυνόταν από το Ακουί και έστειλε την ταξιαρχία του ιππικού Νιμψτ (2.300 άντρες) προς το Κανταλούπο, φοβούμενος την άφιξη του Μασενά. Ο ελιγμός αυτός έδωσε χρόνο στον στρατηγό Βικτόρ να παρατάξει τη μονάδα του σε αμυντικό σχηματισμό. Η μεραρχία του Χάντις, που συμπληρωνε το στράτευμα, επιτέθηκε στο Μαρένγκο με τις σημαίες να ανεμίζουν και τις μπάντες των συνταγμάτων να παιανίζουν, χωρίς να απλώσει τους κυνηγούς ακροβολιστές σε ανοιχτή διάταξη (όπως συνηθιζόταν).
Την επίθεση υποστήριζαν περίπου 60 κανόνια. Τα πυκνά πυρά του γαλλικού πυροβολικού απώθησαν τους επιτιθέμενους, προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες, ανάμεσά τους και τον στρατηγό Χάντις, που αντικαταστάθηκε από τον Μπελεγκάρντε. Την ώρα εκείνη κατέφθασε η μεραρχία του Λανς, που επέκτεινε το γαλλικό μέτωπο στα βόρεια της κατοικημένης περιοχής, όπου παρέταξε δύο ελαφρές ταξιαρχίες στην πρώτη γραμμή και δύο εφεδρικές.
Η άτακτη αναδίπλωση της μεραρχίας του Χάντις καλύφθηκε από τη μεραρχία του Καΐμ, που επανέλαβε την επίθεση εναντίον του Μαρένγκο, υποστηριζόμεvn από το ιππικό του Πιλάτι, το οποίο προσπάθησε να υπερφαλαγγίσει την αριστερή γαλλική πτέρυγα. Παράλληλα, το σύνταγμα των Δραγόνων του Αυτοκράτορα κατάφερε να διασχίσει το Φοντανόνε (σε μονή γραμμή), αλλά μόλις βγήκε από την κάλυψη της βλάστησης δέχθηκε επίθεση από την ταξιαρχία του Κελερμάν και απωθήθηκε προς τα πίσω.
Μόνο λίγοι κατάφεραν να υποχωρήσουν πέρα από την τάφρο, ενώ οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Στα νότια, ο Ντεσέ κατάφερε να ολοκληρώσει τη διέλευση του Σκρίβια με τη μεραρχία του Μπουντέ και πήρε εντολές να προχωρήσει προς το Παλάτσολο Φορμιγκάρο. Η είδηση της μεγάλης σύγκρουσης έφτασε στον Ναπολέοντα. Ο Ναπολέων, που προωθήθηκε στο Σαν Τζουλιάνο Νουόβο, συνειδητοποίησε αμέσως τη σοβαρότητα της κατάστασης και ανακάλεσε τις μεραρχίες του Μπουντέ και του Λαπουάπ.
Οι γαλλικές θέσεις γύρω από το Μαρένγκο ενισχύθηκαν από το δεύτερο τάγμα της 43ης ελαφράς ταξιαρχίας, η οποία έμενε σε εφεδρεία. Ο Ντεσέ, πέρα από το Ριβάλτα με τη μεραρχία του Μπουντέ, πήρε εντολή να συναντηθεί με το κύριο σώμα του στρατού. Την τρίτη αυστριακή επίθεση στο Μαρένγκο οδήγησε η μεραρχία του Καΐμ, η ταξιαρχία των Γρεναδιέρων του Λάτερμαν και πολυάριθμοι σκαπανείς, οι οποίοι όρμησαν προς τις τοξωτές γέφυρες υπό την κάλυψη του πυροβολικού.
Οι επιτιθέμενοι υπερπήδησαν το όρυγμα και απώθησαν αργά τα στρατεύματα του Σαμπαρλάκ, ενώ ο Βικτόρ κατάφερε να αντισταθεί και αντεπιτέθηκε χρησιμοποιώντας τις τελευταίες εφεδρείες του: το τρίτο τάγμα της 43ης ελαφράς ταξιαρχίας και ένα της 96ης. Στα νότια ο Ο’ Ράιλι απέκρουσε τη φρουρά του Στορτιλιόνα στη θέση Κασίνα Γκρόσα, ενώ στα βόρεια ανέλαβε δράση ο Οτ, επιτιθέμενος στο Καστέλ Σεριόλο. Εκεί αμύνονταν δύο ομάδες του Λανς, ο οποίος συνειδητοποίησε την κατάσταση και δεν συνέχισε για το Σάλε απειλώντας, αντίθετα, τη δεξιά πλευρά των Γάλλων.
Η τέταρτη αυστριακή επίθεση ανάγκασε τον Βικτόρ να εγκαταλείψει το Μαρένγκο και να υποχωρήσει, αφήνοντας ακάλυπτη την αριστερή πλευρά του Λανς, που ωστόσο τον μιμήθηκε, έχοντας δεσμεύσει τις δύο ελαφρές εφεδρικές ταξιαρχίες του, τη μία στα βόρεια κοντά στο Καστέλ Σεριόλο εναντίον του Οτ και την άλλη στον δρόμο της Τορτόνα, ενάντια στις επιθέσεις του αυστριακού ιππικού. Μεγάλο μέρος του πυροβολικού βούλιαξε στους βάλτους και εγκαταλείφθηκε εκεί. Από το Φρούριο Γκαροφόλι κατέφθασαν η μεραρχία του Μονιέ και η Προξενική Φρουρά, που στάλθηκαν αμέσως να αναχαιτίσουν την κυκλωτική κίνηση του αριστερού αυστριακού πλευρού.
Η Φρουρά απώθησε τρεις εφόδους των Αυστριακών του Οτ. Παράλληλα, η ταξιαρχία Σιλτ επιμήκυνε τη δεξιά πλευρά του Λανς, ενώ η ταξιαρχία του Σεν-Σιρ κυρίευσε με τις ξιφολόγχες το Καστέλ Σεριόλο. Η αριθμητική υπεροχή των Αυστριακών και η έλλειψη πυρομαχικών ανάγκασαν τους Γάλλους να υποχωρήσουν σε όλο το μέτωπο. Οι μεραρχίες του στρατηγού Βικτόρ βρίσκονταν ίσως στη χειρότερη κατάσταση. Τα περίπου 60 αυστριακά πυροβόλα απώθησαν ακόμη περισσότερο τους Γάλλους οι οποίοι κατάφεραν, ωστόσο, να υποχωρήσουν αργά και με τάξη στη γραμμή Σάλε-Σαν Τζουλιάνο.
Ήταν μειωμένοι κατά περίπου 1/3, και χωρίς εφεδρείες. Ο στρατηγός Μελάς, ελαφρά τραυματισμένος, επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια για να συντάξει το ανακοινωθέν της viκης, αναθέτοντας στον στρατηγό Καΐμ την καταδίωξη των ηττημένων. Η εμπροσθοφυλακή, που διοικούσε ο Ζαχ, αποτελείτο από 8 τάγματα (4.000 άντρες) και 6 ίλες. Η υπόλοιπη στρατιά προχωρούσε 300 μέτρα πίσω σε μονή φάλαγγα κατά μήκος του δρόμου, υπό την προστασία του ιππικού. Η ταξιαρχία των Γρεναδιέρων του Βάιντενφελντ έκλεινε τη φάλαγγα 400 μέτρα πίσω από το κύριο σώμα. Οι μπάντες των συνταγμάτων έπαιζαν τα εμβατήρια της νίκης.
Οι στρατηγοί Οτ (με 16 τάγματα στα νότια του Καστέλ Σεριόλο) και Ο’ Ράιλ (στο Φρουγκάρολο), μη έχοντας λάβει νεότερες διαταγές, παρέμεναν στις θέσεις τους. Ο Ναπολέων είδε από το καμπαναριό του Σαν Τζουλιάνο Νουόβο τη μεραρχία του Μπουντέ, διέταξε να διαδώσουν την είδηση και πήγε να συναντήσει τον Ντεσέ που αναφώνησε «Στρατηγέ, μόλις έφτασα. Είμαστε όλοι ξεκούραστοι και αν χρειαστεί θα σκοτωθούμε». Οι ενισχύσεις εισήλθαν αστραπιαία στον γαλλικό σχηματισμό.
Ο στρατηγός Ζαχ κοντά στο Κασίνα Γκρόσα παρέταξε την κεφαλή της φάλαγγας σε σχηματισμό μάχης. Οι Aυστριακοί εμφανίστηκαν ξαφνικά στα 70 μέτρα και οι δύο πλευρές αντάλλαξαν πυκνά πυρά που προκάλεσαν πολλές απώλειες. Ο Ντεσέ (με πολιτικά) εξαπέλυσε επίθεση με την 9η ελαφρά ταξιαρχία, που ακολουθείτο από τις δυνάμεις που είχαν απομείνει, και έπεσε στην αρχή της συμπλοκής. Το σύνταγμα του Βαλίς αποκρούστηκε. Η ταξιαρχία του Λάτερμαν, που βρισκόταν πίσω, άνοιξε και την άφησε να οπισθοχωρήσει, ενώ αντιστάθηκε στην επίθεση της 9ης και της 30ης ελαφράς ταξιαρχίας, απωθώντας τες.
Χτυπήθηκε, όμως, από τρία κανόνια τα οποία έβαλλαν από απόσταση 200 μέτρων. Ο Κελερμάν, που προστατευόταν στα αριστερά από τη 2η και 30ή ίλη ιππικού και δύο ίλες του 8ου τάγματος Δραγόνων (150 ιππείς συνολικά), διέταξε επίθεση, έτρεψε σε άτακτη φυγή τους Δραγόνους του Λιχτενστάιν, οι οποίοι δεν περίμεναν τη γαλλική επίθεση, διέλυσε τους Γρεναδιέρους του Λάτερμαν και τους ώθησε προς τον Μπουντέ. Ολόκληρη η αυστριακή εμπροσθοφυλακή κατατροπώθηκε και ένα μέρος της παραδόθηκε. Ο στρατηγός Ζαχ ήταν ανάμεσα στους αιχμαλώτους.
Ο Κελερμάν ενισχύθηκε από ένα σύνταγμα του Σαμπό και, συνοδευόμενος από τους έφιππους Γρεναδιέρους και τους έφιππους κυνηγούς της Προξενικής Φρουράς, καταδίωξε τους Δραγόνους του Λιχτενστάιν, που παρενοχλούσαν την ταξιαρχία του Πιλάτι (ο οποίος κάλυπτε τα πλευρά του κυρίως σώματος), και τη φάλαγγα του στρατηγού Οι.
Ο στρατηγός Καΐμ προσπάθησε μάταια να ανασυντάξει τα τάγματα της κεφαλής που, συντετριμμένα από το ιππικό, τράπηκαν σε φυγή και καταδιώχθηκαν από το ιππικό του Κελερμάν. Οι Αυστριακοί, έχοντας τραπεί σε φυγή, διέσχισαν το Φοντανόνε και προχώρησαν ατάκτως προς τις γέφυρες. Η ταξιαρχία των Γρεναδιέρων του Βάιντενφελντ αντιστάθηκε στον Σπινέτα, επιτρέποντας στη φάλαγγα του Ο’ Ράιλι από το Φουγκαρόλο και του Οτ, που είχε μείνει απομονωμένη, να αναδιπλωθούν και να προωθηθούν. Οι Γάλλοι έφτασαν τους έφτασαν το πρωί, παίρνοντας 3.000 αιχμαλώτους, 13 κανόνια και 12 λάβαρα. Οι Αυστριακοί άφησαν συνολικά 9.400 νεκρούς και τραυματίες, έναντι 5.600 Γάλλων.
Την επόμενη μέρα ο Μελάς ζήτησε διαπραγμάτευση και ο Ναπολέων, ελλείψει πολεμοφοδίων, δέχθηκε. Το βράδυ υπογράφηκε η ανακωχή με την οποία ο Μελάς εγκατέλειψε την περιοχή ως το Κιέζε και υποχώρησε πέρα από το Miντσιο, παραδίδοντας 12 οχυρά και κωμοπόλεις στο Πεδεμόντιο, τη Λιγουρία και τη Λομβαρδία.
Συνέπειες
Μετά τη μάχη ο Βοναπάρτης χρειάστηκε να αναχωρήσει επειγόντως για το Παρίσι και το επόμενο πρωί έστειλε τον Μπερτιέ σε μια αιφνιδιαστική επίσκεψη στα κεντρικά γραφεία της Αυστρίας. Μέσα σε 24 ώρες από τη μάχη, ο Μελάς ξεκίνησε διαπραγματεύσεις (η Σύμβαση της Αλεξάνδρειας ) που οδήγησαν στην εκκένωση της βορειοδυτικής Ιταλίας δυτικά του ποταμού Τιτσίνο και την αναστολή των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ιταλία απο τα Αυστριακά στρατεύματα.
Η θέση του Βοναπάρτη ως Πρώτου Ύπατου ενισχύθηκε από την επιτυχή έκβαση της μάχης και την προηγούμενη εκστρατεία. Μετά από αυτή τη νίκη, ο Ναπολέων μπορούσε να αναπνεύσει ανακουφισμένος. Οι στρατηγοί που ήταν εχθρικοί μαζί του έβλεπαν ότι η τύχη του δεν τον είχε εγκαταλείψει. Έτσι, είχε ξεπεράσει τον Schérer , τον Joubert , τον Championnet , ακόμη και τον Moreau, κανένας από τους οποίους δεν μπόρεσε να προκαλέσει ένα αποφασιστικό πλήγμα στον Συνασπισμό. Η νίκη του Μορώ στο Χόενλιντεν , που στην πραγματικότητα είχε βάλει τέλος στον πόλεμο, ελαχιστοποιήθηκε από τον Βοναπάρτη, ο οποίος, από εκεί και πέρα, θα παρουσιαζόταν ως σωτήρας της πατρίδας, ακόμη και της Δημοκρατίας.
Απέρριψε προσφορές από τον Λουδοβίκο XVIII , ο οποίος θεωρούσε ότι το Προξενείο ήταν μια απλή μετάβαση προς την αποκατάσταση της βασιλείας. Χάρη στη νίκη στο Μαρένγκο, ο Ναπολέων θα μπορούσε επιτέλους να ξεκινήσει τη μεταρρύθμιση της Γαλλίας σύμφωνα με το δικό του όραμα .