Η Μάχη του Δάρας διεξήχθη ανάμεσα στην Περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών και τη Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Βυζάντιο) το 530μ.Χ, και έληξε με συντριπτική νίκη των Βυζαντινών. Η μάχη είχε καθοριστικά αποτελέσματα για το κύρος και το ηθικό των Περσών. Η μάχη ήταν μία από τις σημαντικότερες νίκες του νεαρού τότε στρατηγού Βελισάριου, ενός από τους ικανότερους διοικητές του Ιουστινιανού. Ήταν ο ίδιος στρατηγός ο οποίος θα καταλάβει αργότερα το Βασίλειο των Βανδάλων στην Βόρεια Αφρική, καθώς και την Ιταλική χερσόνησο από τους Οστρογότθους κατά τη διάρκεια του Γοτθικού πολέμου.
Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μάχες του Ιβηρικού Πολέμου. Η αφήγηση του Προκοπίου για αυτήν την μάχη είναι από τις πιο λεπτομερείς ιστορικές περιγραφές, και όλα όσα ξέρουμε σήμερα βασίζονται πάνω σε αυτή την περιγραφή.
Ιστορικό
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε πόλεμο με τους Σασσανίδες από το 527, όταν ο Καβάντ Α’ είχε προσπαθήσει να αναγκάσει το ανατολικό γεωργιανό βασίλειο της Ιβηρίας, ένα κράτος υποτελή στην Περσία, να αποσπαστεί τον Ζωροαστρισμό. Ο βασιλιάς της Ιβηρίας επαναστάτησε και κάλεσε για βοήθεια του Βυζαντινούς, λίγο πριν καταφύγει στην επαρχία της Λαζικής, στα δυτικά πράλια του Εύξεινου Πόντου, όπου και τον καταδίωξαν οι περσικές δυνάμεις.
Εν τω μεταξύ ο Καβάδης ήθελε να εξασφαλίσει την ουδετερότητα των Βυζαντινών στο θέμα της διαδοχής του περσικού θρόνου και, παρά τις αντιδράσεις της περσικής αυλής, προσπαθούσε να επιτύχει την επιβεβαίωση του τρίτου του γιού, Χοσρόη, του διαδόχου του. Πρότεινε λοιπόν στον αυτοκράτορα Ιουστίνο να υιοθετήσει αυτός τον Χοσρόη, σχέδιο μεν που αποδέχθηκε ο Ιουστίνος αλλά απέρριψαν οι σύμβουλοί του.
Υποχρέωσαν μάλιστα τον αυτοκράτορα να του απαντήσει γραπτώς ότι, εφόσον ο Χοσρόης ήταν βάρβαρος, θα μπορούσε να υιοθετηθεί μόνο με την ίδια μέθοδο με την οποία γινόταν η υιοθεσία Γερμανών φυλάρχων από Ρωμαίους αυτοκράτορες. Όπως ήταν φυσικό αυτό θεωρήθηκε μέγιστη προσβολή από τον Πέρση βασιλέα και το γιό του, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της απόφασής του να επισπεύσει τις επιχειρήσεις εναντίον του βασιλιά της Ιβηρίας.
Ο Ιουστίνος διέταξε αντιπερισπασμό στην υπό περσικό έλεγχο Αρμενία, αναθέτοντας την διοίκηση στους νεαρούς στρατηγούς Σίττα και Βελισάριο. Οι αρχικές τους επιτυχίες, γρήγορα μετατράπηκαν σε ήττες και οι υπερτερες περσικές δυνάμεις τους απώθησαν. Εν τω μεταξύ, στη Μεσοποταμία, οι Βυζαντινοί, αντιδρώντας σε επιδρομές που διενεργούσαν Βεδουίνοι σύμμαχοι των Περσών σε βυζαντινά εδάφη, προχώρησαν προς το περσικό συνοριακό φρούριο της Νίσιβης, όπου και ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν.
Αλλά στις αρχές Αυγούστου του 527 πέθανε ο Ιουστίνος Α’ και ο νέος αυτοκράτωρ, ο Ιουστινιανός, πρότεινε αμέσως στους Πέρσες συνθήκη ειρήνης.
Οι Πέρσες όμως χρονοτριβούσαν, αφήνοντας τους Βυζαντινούς πρέσβεις να περιμένουν μάταια στο Δάρας. Τα σχέδια του Ιουστινιανού να κατασκευάσει ένα νέο οχυρό κοντά στην παραμεθόριο οχυρή πόλη της Νίσιβης, την οποία είχαν καταλάβει οι Πέρσες μετά την ήττα και τον θάναταο του αυτοκράτορα Ιουλιανού (363), έβρισκαν τον Πέρση βασιλέα εντελώς αντίθετο. Αντί για διαπραγματεύσεις, οι Πέρσες στείλαν έναν ισχυρό στρατό 30.000 ανδρών, που νίκησε τη βυζαντινή δύναμη προκαλύψεως και κατέστρεψε το έργο της ανοικοδόμησης. Ο πόλεμος συνεχίστηκε και το 529 χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία· τον επόμενο χρόνο όμως η αρχηγεία του στρατού εκστρατείας της Ανατολής ανατέθηκε στον στρατηγό Βελισάριο με αποστολή να ανασυστήσει τη βυζαντινή κυριαρχία στην περιοχή.
Ανάπτυξη
Ο Βελισάριος με υποδιοικητή τον Ερμογένη, συγκέντρωσαν μια δύναμη 25.000 ανδρών και κατέλαβε θέσεις έξω από το Δάρας. Οι Πέρσες έστειλαν μεγαλύτερο στρατό – πιθανός μέχρι 40.000 άνδρες – υπό τον Περόζη και παρατάχθηκαν περίπου 20 στάδια μακριά από την πόλη. Παρά το γεγονός ότι ο Βελισάριος μειονεκτούσε αριθμητικά, αποφάσισε να δώσει μάχη. Έσκαψε μια σειρά από τάφρους για να εμποδίσει το περσικό ιππικό, αφήνοντας κενά ανάμεσά τους για να επιτρέψει μια αντεπίθεση.
Ο Προκόπιος από την Καισαρεία της Παλαιστίνης, ο στρατιωτικός γραμματέας του Βελισάριου, μας προσφέρει την προσωπική του μαρτυρία για την μάχη.
Η σύγκρουση κράτησε περισσότερο από δύο μέρες. Οι Πέρσες βγήκαν από το στρατόπεδό τους λίγο πριν την αυγή της πρώτης ημέρας και, όταν έφτασαν σε ορατή απόσταση από τους Βυζαντινούς, οι τελευταίοι παρατάχθηκαν με προκαθορισμένη διάταξη. Ο Βελισάριος είχε προετοιμάσει μια αμυντική θέση προφυλασσόμενη εν μέρη από σειρά χαρακωμάτων, σκαμμένων κάθετα πάνω στο δρόμο που οδηγούσε από το Δάρας στη Νίσιβη. Τα οχυρωματικά αυτά έργα αποτελούνταν από μια βραχεία κεντρική τάφρο που βρισκόταν λίγο πιο πίσω από δυο μεγαλύτερες εκατέρωθέν της.
Η σύνδεση με το κεντρικό τμήμα γινόταν με δύο κάθετες τάφρους, ενώ είχαν προβλευθεί αρκετές δίοδοι ώστε να μπορούν τα στρατεύματα να να διασχίζουν την αμυντική γραμμή. Ο κύριος όγκος του βυζαντινού πεζικού είχε παραταχθεί στο κέντρο, σε μια γραμμή με μεγάλο βάθος, υπό τον Βελισάριο και τον Ερμογένη. Στο άκρο αριστερό της βυζαντινής παράταξης είχε παραταχθεί ένα απόσπασμα Ερούλων ιππέων, υπό την διοίκηση του Φάρα, και δεξιά τους μια ισχυρότερη δύναμη ιππικού υπό τον Βούζη.
Στη γωνία που σχηματίζεται η τάφρος στα αριστερά του βυζαντινού κέντρου, είχαν παραταχθεί δύο μονάδες απο τριακόσιους Ούννους ιππείς η καθεμία, υπό την διοίκηση του Σουνίκα και Αϊγάν αντίστοιχα. Οι θέσεις στο δεξιό των Βυζαντινών αντικατόπτριζαν αυτές του αριστερού: μια δύναμη εξακοσίων Ούννων ιππέων υπό τους Σίμμα και Ασκάν και, στη δεξιά τους, μάλλον πίσω απο τις τάφρους, μια σημαντική δύναμη ιππικού υπό τον Ιωάννη, γιο του Νικήτα, με υποδιοικητές τους τον Κύριλλο, Δωρόθεο, Μέρκελλο και Γερμανό. Ο Προκόπιος δεν διασαφηνίζει δυστυχώς σε ποια θέση, σε σχέση με τις τάφρους, είχαν παραταχθεί οι δύο πτέρυγες ιππικού, δηλαδή εμπρός ή πίσω τους.
Από την περιγραφή των μετέπειτα σταδίων της μάχης γίνεται φανερό ότι η κεντρική δύναμη βρισκόταν πίσω από την κεντρική τάφρο και ότι οι πτέρυγες μάλλον θα πρέπει να είχαν ανάλογη θέση. Με αυτόν τον τρόπο η τάφρος πρσέφερε προστασία απο το αριθμητικά υπέτερο περσικό ιππικό, επιτρέποντας ταυτόχρονα στους Βυζαντινούς να αντεπιτίθενται ή να καταδιώκουν τον εχθρό, διασχίζοντάς τη μέσα από τις διόδους που είχαν επίτηδες αφεθή για τον σκοπό αυτό.
Θα ήταν επικίνδυνο άλλωστε να παραταχθεί το ιππικό μπροστά από τις τάφρους και να μάχεται έχοντάς τες στα νώτα του, αφού σε περίπτωση σαρωτικής επίθεσης και ενδεχόμενης ανάγκης για υποχώρηση, τα έργα που είχαν κατασκευαστεί για να παρεμποδίζουν τους Πέρσες θα αποτελούσαν επικίνδυνο εμπόδιο για τους Βυζαντινούς στρατιώτες.Οι Περσικές δυνάμεις είχαν παραταχθεί σε δύο σειρές, με τη δελυτερη σε κάποια απόσταση από την πρώτη, και με διοικητές τον Περόζη στο κέντρο, τον Βαρεσμάνη στην αριστερή και τον Πιτύαξη στη δεξιά πτέρυγα.
Η πρώτη επίθεση
Η πρώτη φάση της Περσική επίθεσης έγινε από το ιππικό του δεξιού των Περσών κατά των δυνάμεων του Βούζη, οι οποίες υποχώρησαν προ των επερχομένων Περσών. Φοβούμενοι όμως πλευροκόπηση όμως από τις μονάδες των Ούννων στο κέντρο της βυζαντινής παράταξης, οι Πέρσες σταμάτησαν, οπότε και ο Βούζης έδωσε αμέσως διαταγή για αντεπίθεση. Οι Πέρσες υποχώρησαν με σπουδή, χάνοντας, κατά τον Προκόπιο, επτά άνδρες. Στο σημείο αυτό συνέβη κάτι όχι ιδιαίτερα σπάνιο για μάχες της αρχαιότητας, και εφόσον βεβαίως δεχθούμε ως αξιόπιστη την περιγραφή του Προκοπίου.
Ένας Πέρσης βγήκε από τις γραμμές, προχώρησε και άρχισε να προκαλέι του Βυζαντινούς σε μονομαχία. Παραδόξως η πρόκληση έγινε αποδεκτή και μάλιστα όχι από κάποιο στρατιώτη, αλλά από κάποιον Ανδρέα, προσωπικό υπηρέτη στην ακολουθία του Βούζη και παλαιστή στο επάγγελμα. Ο Ανδρέας έριξε γρήγορα τον αντίπαλό του από το άλογο και, αφιππεύοντας και ο ίδιος, τον φόνευσε. Αυτό, όπως ήταν φυσικό, ανέβασε σημαντικά το ηθικό των Βυζαντινών και ένας δεύτερος, προφανώς πιο έμπειρος Πέρσης βγήκε με την σειρά του από τις γραμμές για να επαναλάβει την πρόκληση.
Παρά την ρητή απαγόρευση του Βούζη, όπως βεβαιώνει ο Προκόπιος, ο Ανδρέας δέχθηκε την νέα πρόκληση και νίκησε και πάλι, αν και αυτή τη φορά στη πρώτη κρούση έπεσαν και οι δύο από τα άλογά τους. Οι στρατιώτες των Περσών, με τραυματισμένο ηθικό από το γεγονός αυτό, και επειδή πλησίαζε και το δειλινό, άρχισαν να αποσύρονται στη βάση τους στο Αμμώδιος.
Η δεύτερη μέρα
Την επόμενη μέρα οι Πέρσες ενισχύθηκαν με 10.000 στρατό και μετά από μια ανταλλαγή επιστολών (στις οποίες οι Βυζαντινοί επαναλάμβαναν το αίτημά τους προς του Πέρσες να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις και οι Πέρσες κατηγορούσαν τους Βυζαντινού ότι ήσαν αναξιόπιστοι και επίορκοι) οι αντίπαλοι πήραν και πάλι τις ίδιες θέσεις μάχης. Κατά το μεσημέρι και οι δύο πλευρές άρχισαν επίθεση βάλλοντας πυκνά με τόξα. Η τοξοβολία των Περσών ήταν μεγαλύτερη σε όγκο χάρη στην αριθμητική του υπεροχή, αλλά η αποτελεσματικότητα των βελών τους ήταν περιορισμένη λόγω του αντίθετου ανέμου που εξασθενούσε τις βολές τους. Απώλειες υπήρξαν πάντως και από τις δύο πλευρές.
Εν τω μεταξύ ο Βελισάριος, κατά προτροπή του Φάρα, έστειλε το μικρό του τμήμα πίσω από τον λόφο που βρισκόταν στο άκρο αριστερό της βυζαντινής παράταξης, με σκοπό να εκμεταλλευτεί τυχόν ευκαιρία που θα παρουσιαζόταν για να επιπέσει από τα νώτα στο δεξιό πλευρό των Περσών. Λίγο μετά την ανταλλαγή βελών οι Πέρσες εξαπέλυσαν γενική επίθεση σε όλο το μήκος της παράταξης, με τη δεξιά τους πτέρυγα υπό τον Πιτύαξη να προωθείτε πιέζοντας ισχυρά τις δυναμεις του Βούζη.
Οι βυζαντινές δυνάμεις αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν με κάποια αταξία, αλλά εκείνη την στιγμή οι μονάδες των Ούννων στα δεξιά του Βούζη και το κρυμμένο τμήμα πίσω από τον λόφο, στα αριστερά του, έπεπεσαν στο περσικό ιππικό συνθλίβοντάς το ανάμεσά τους και τρέποντάς το σε φυγή προς τις αρχικές του θέσεις, όπου και βρήκε καταφύγιο πίσω από τη δεύτερη περσική γραμμή. Κατά την αντεπίθεση αυτή των Βυζαντινών οι απώλειες των Περσών έφτασαν τις 3.000 άνδρες. Ακολούθησε σύντομη ανάπαυλα, κατά την οποία οι δύο πλευρές ανασυντάχθηκαν.
Στο διάστημα αυτό ο Περόζης απόφασισε να πραγματοποιήσει την κύρια επίθεσή του από τα αριστερά, εναντίων της δεξιάς πτέρυγας των Βυζαντινών, όπου βρίσκονταν οι δυνάμεις του Ιωάννη, και ενίσχυσε την πλευρά αυτή με σημαντικές δυνάμεις από την δεύτερη γραμμή του, καθώς και με τμήματα από τους Αθανάτους, το επίλεκτο σώμα του βασιλιά των Περσών. Η τελευταία μάχη ξεκίνησε και πάλι με γενική επίθεση, αυτή τη φορά με ισχυρή προσβολή στο βυζαντινό δεξιό, η οποία υποχρέωσε τις μονάδες ιππικού του Ιωάννη να υποχωρήσουν σε αταξία.
Ο Βελισάριος όμως από την θέση του στο κέντρο, είχε επίγνωση της κατάστασης και έστειλε γρήγορα ενισχύσεις πεζικού και ιππικού να υποστηρίξουν τις μονάδες των Ούννων υπό τους Σίμμα και Ασκάν, προσθέτοντας και τις υπόλοιπες δυνάμεις των Ούννων, υπό τους Σουνίκα και Αϊγάν, από το αριστερό πλευρό των Βυζαντινών. Η βυζαντινή αντεπίθεση φαίνεται ότι είχε εξαιρετική επιτυχία, αφού οι δυνάμεις τους διαπέρασαν στις εχθρικές γραμμές και τις χώρισαν σε δύο άνισα τμήματα. Το μεγαλύτερο περσικό τμήμα συνέχισε να προελαύνει, απωθώντας το περσικό ιππικό, αλλά το μικρότερο είχε πλέον αποκοπεί, τόσο από την κύρια περσική δύναμη όσο και από τους προελαύνοντες συντρόφους τους, και είχε βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.
Η σημαία του στρατηγού Βαρεσμάνη έπεσε και τότε πιά το κύριο σώμα των προωθημένων Περσών ιππέων, που βρισκόταν μπροστά και προς τα αριστερά, κατάλαβε τι είχε συμβεί. Εκτελώντας στροφή δεξιά, προσπάθησε να πλήξει τις βυζαντινές γραμμές από τα νώτα, οπότε ο Βελισάριος διέταξετο το ιππικό που βρισκόταν πλησιέστερα προς αυτούς να εμπλακεί. Ταυτόχρονα, οι υποχωρούσες δυνάμεις του Ιωάννη ανασυντάχθηκαν και, κάνοντας μεταβολή, επέπεσαν στον εχθρό, πλήττοντας την προελαύνουσα αριστερή πτέρυγα των Περσών στα νώτα.
Αυτή ήταν και η αποφασιστική καμπή της μάχης. Ο Βαρεσμάνης σκοτώθηκε στη συμπλοκή και οι Αθάνατοι άρχισαν να διαλύονται και να εγκαταλείπουν το πεδίο μάχης. Οι απώλειες στον τομέα αυτόν έφθασαν τις 5.000 και, καθώς άρχισαν να διαλύονται οι περσικές μονάδες γύρω τους, ακολούθησαν και οι υπόλοιπες από ολόκληρη τη περσική παράταξη, τρεπόμενες τελικά σε άτακτη φυγή. Ο Προκόπιος αναφέρει ότι επακολούθησε μεγάλη σφαγή, καθώς όλες οι βυζαντινές μονάδες κινήθηκαν να καταδιώξουν τους ηττημένους αντιπάλους, αλλά ο Βελισάριος με τον Ερμογένη ανακάλεσαν τα στρατεύματά τους μετά από τα πρώτα χιλιόμετρα, φοβούμενοι μήπως οι Πέρσες ανασυνταχθούν και αντιστρέψουν τη κατάσταση, αν οι Βυζαντινοί άφησαν τις δυνάμεις τους τόσο διεσπαρμένες.
Συνέπειες της μάχης και μετέπειτα εξελίξεις
Καθώς αναφέρει ο Προκόπιος, η μάχη του Δάρας αποτελεί σημαντική καμπή στη μακροχρόνια σύγκρουση του ανατολικού μετώπου, γιατί ήταν η πρώτη φορά μετά από καιρό που μια βυζαντινή δύναμη – και μάλιστα ασθενέστερη – μπόρεσε να νικήσει τους Πέρσες σε μάχη.
Η μάχη εξελίχθηκε όπως είχε υπολογίσει ο Βελισάριος και κατέληξε σε περιφανή νίκη του νεαρού στρατηγού με βαριές απώλειες για τους Πέρσες. Η μάχη αυτή ανέδειξε το ταλέντο του νεαρού στρατηγού που λίγα χρόνια αργότερα θα έπαιζε τεράστιο ρόλο στις εκστρατείες για την ανακατάληψη της Αφρικής και της Ιταλίας. Η έκβαση της μάχης επηρέασε το ηθικό και των δύο αντιπάλων. Μάλιστα απο τακτικής πλευράς είναι σημαντικό το ότι οι κύριοι πρωταγωνιστές της ήταν το βυζαντινό και το περσικό ιππικό. Το πεζικό των Βυζαντινών, έμεινε πίσω από την τάφρο, στις οχυρωμένες θέσεις του, ενώ το περσικό ιππικό, που αποτελούσε μάλλον το μεγαλύτερο μέρος της δεύτερης γραμμής τους, φαίνεται να έπαιξε ελάχιστο ή μηδαμινό ρόλο στη μάχη μέχρι την τελική φυγή.
Η νίκη δεν διήρκεσε πολύ για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο σασσανιδικός στρατός, ενισχυμένος από Άραβες συμμάχους, νίκησε το Βελισάριο σε δύο αποφασιστικές μάχες στα 520 και 531, αναγκάζοντας το Βυζάντιο να πληρώσει βαριές αποζημιώσεις σε αντάλλαγμα για μια συνθηκολόγηση.
Ο Χοσρόης Α΄ αποπειράθηκε να καταλάβει το Δάρας δύο φορές χωρίς επιτυχία, στα 540 και 544. Εν τέλει τα κατάφερε στα 573. Η πτώση της πόλης λέγεται πως οδήγησε τον αυτοκράτορα Ιουστίνο Β’ στην παραφροσύνη. Η σύζυγος του αυτοκράτορα Σοφία και ο προσωπικός του φίλος Τιβέριος Β’ πήραν τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας στα χέρια τους μέχρι και το θάνατο του Ιουστίνου Β’ το 578. Στο μεταξύ οι Πέρσες διείσδυσαν ακόμη περισσότερο στα βυζαντινά εδάφη αλλά ο Χοσρόης Α΄ πέθανε στα 579.
Ο Μαυρίκιος νίκησε εκ νέου τους Σασσανίδες στο Δάρας το 586 και ανακατέλαβε το οχυρό, μα ο Χοσρόης Β΄ πέτυχε νέα νίκη στα 604. Αυτή τη φορά οι Πέρσες κατέστρεψαν την πόλη αλλά οι Βυζαντινοί την ξαναέκτισαν στα 628. Στα 639 την προσάρτησαν τελικά οι Άραβες.