Η Μάχη του Χαττίν έλαβε χώρα στις 4 Ιουλίου 1187 κοντά στην Τιβεριάδα, ανάμεσα στο σταυροφορικό Βασίλειο της Ιερουσαλήμ και τις δυνάμεις των Αγιουμπιδών με αρχηγό τον Σαλαδίνο. Η ηπα που υπέστησαν οι σταυροφόροι υπήρξε πραγματική πανωλεθρία: οι μουσουλμάνοι ανέκτησαν τον έλεγχο ολόκληρης της Παλαιστίνης, συμπεριλαμβανομένης και της Ιερουσαλήμ.
Οι μάχες εκτυλίχθηκαν στο Χατίν, στα περίχωρα της Τιβεριάδας, μια περιοχή κοντά σε δύο λόφους, απομεινάρια ενός ανενεργού ηφαιστείου -τα λεγόμενα Κέρατα του Χαττίν- που βρίσκονται πέρα από το πέρασμα ανάμεσα στα βόρεια όρη τα οποία βρίσκονται μεταξύ της Τιβεριάδας και του δρόμου προς τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας. Η οδός του Νταρμπ ελ-Χαουάρνα, την οποία κατασκεύασαν οι Ρωμαίοι, αποτελεί την κύρια διαδρομή που συνδέει τις μεσογειακές ακτές με την Ιορδανία.
Η 4η Ιουλίου 1187 που έγινε η μάχη αντιστοιχεί στις 26 Ραμπί ΙΙ του 583 στο ημερολόγιο της Εγίρας. Πολέμησαν οι μουσουλμανικές δυνάμεις του Αγιουμπίδη σουλτάνου Σαλαδίνου και εκείνες των χριστιανών σταυροφόρων των οποίων ηγούνταν ο Γκι ντε Λουζινιάν, βασιλιάς της Ιερουσαλήμ ύστερα από τον γάμο του με τη Σίβυλλα, αδελφή του εκλιπόντος λεπρού βασιλιά της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνου Δ’. Η έξυπνη πολιτική που είχε εφαρμόσει ο Βαλδουίνος Δ’ συνίστατο στην ειλικρινή αποδοχή και τήρηση των συνθηκών ανακωχής με τους ισλαμιστές άρχοντες της Συρίας και της Τζαζίρα, που σε μεγάλο βαθμό ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν πλέον τη σταθερή παρουσία των σταυροφορικών δυνάμεων στην Παλαιστίνη, αν και οι τελευταίες τους αντιμετώπιζαν από θέση ισχύος (αφού μάλιστα ο νεαρός βασιλιάς μπόρεσε να καταφέρει στις 25 Νοεμβρίου του 1177 σοβαρό πλήγμα στον Σαλαδίνο στο Μονγκιζάρ).
Αυτή η πολιτική είχε δυσαρεστήσει το πιο εξτρεμιστικό κομμάτι των σταυροφόρων, που επιθυμούσε μια αποφασιστική σύγκρουση με την ανερχόμενη και ανήσυχη δύναμη των Αγιουμπιδών. Αυτή η μερίδα εκπροσωπούνταν από τον Γκι ντε Λουζινιάν (που νυμφεύθηκε την αδελφή του βασιλιά της Ιερουσαλήμ ανήμερα το Πάσχα του 1180), τον Ρεϊνάλδο του Σατιγιόν, την οικογένεια των Κουρτενέ και τον Λατίνο πατριάρχη Ηράκλειο, και ενισχύθηκε ύστερα από τον αιφνίδιο θάνατο, στις 24 Σεπτεμβρίου 1180, του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού, του μεγαλύτερου πολιτικού και στρατιωτικού συμμάχου της άλλης μερίδας των σταυροφόρων που αναγνώριζε κύριό της τον Βαλδουίνο Δ΄ της Ιερουσαλήμ.
Ο Ρεϊνάλδος, κύριος της Υπεριορδανίας, ήταν εκείνος που προκάλεσε το τέλος της ανακωχής την οποία είχαν υπογράψει ο Βαλδουίνος και ο Σαλαδίνος τον ίδιο χρόνο, το 1180, και είχε οριστεί να διαρκέσει δυόμισι χρόνια. Το θέρος του 1181 επιτέθηκε δόλια σε μουσουλμανικό καραβάνι που είχε αναχωρήσει από τη Δαμασκό και κατευθυνόταν στη Μέκκα. Σ’ αυτό το περιστατικό ο Ρεϊνάλδος αιχμαλώτισε την αδελφή του Σαλαδίνου και απείλησε να επιτεθεί στην ίδια τη Μέκκα.
Ο Αγιουμπίδης σουλτάνος oρκίστηκε να εκδικηθεί. Στο αίτημα αποζημίωσης του σουλτάνου, που αποδέχτηκε πολύ σοφά ο Βαλδουίνος, ο Ρεϊνάλδος αντέταξε πλήρη άρνηση, κι έτσι ο Σαλαδίνος εξαπέλυσε την εκδίκησή του: αιχμαλώτισε με τη σειρά του ένα χριστιανικό καραβάνι 1.500 προσκυνητών που υποχρεώθηκαν να μεταφερθούν στην αιγυπτιακή Δαμιέτη, ισχυριζόμενος ότι θα το ελευθέρωνε αν τιμωρούνταν η επίθεση του Ρεϊνάλδου, η απροκάλυπτη περιφρόνηση της συμπεφωνημένης ανακωχής.
Μια πρώτη σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις των Αγιουμπιδών και της Ιερουσαλήμ έλαβε χώρα κάτω από το κάστρο των Ναϊτών του Αγίου Ιωάννη, δηλαδή του τάγματος των Ιωαννιτών, το 1181, και τελείωσε χωρίς νικητές. Ούτε κατάφερε ο Σαλαδίνος να κυριεύσει τη Βηρυτό, λόγω των αμυντικών οχυρώσεών της και της άμεσης συνδρομής των σταυροφορικών δυνάμεων για την υποστήριξή της. Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν πάλι το 1182, με μια σειρά μικρές ενέδρες και σύντομες επιδρομές στα εχθρικά εδάφη από την πλευρά του Σαλαδίνου, τις οποίες ο Βαλδουίνος φρόντιζε να ανταποδίδει μία προς μία.
Η ασθένεια, όμως, που είχε χτυπήσει τον νεαρό χριστιανό ηγεμόνα επιδεινώθηκε, και ο Βαλδουίνος αποφάσισε απερίσκεπια να εμπιστευτεί την αντιβασιλεία στον γαμπρό του, Γκι. Αυτός λέγεται ότι λίγο μετά φάνηκε άτολμος, αν όχι δειλός, απέναντι στον εχθρό του την 1η Δεκεμβρίου του 1182, αποφεύγοντας την αντιπαράθεση με τον Σαλαδίνο στη ζώνη του Αϊν Τζαλούτ (Πηγές του Γολιάθ), όπου αργότερα, την εποχή των Μαμελούκων, ο Μπαϊμπάρς θα κατάφερνε κοσμοϊστορική νίκη εναντίον των αδούλωτων Μογγόλων του Χουλεγκού.
Μια διένεξη που ίσως να ήταν θεόσταλτη αν ο Βαλδουίνος δεν άλλαζε αργότερα τις αποφάσεις του, ανακαλώντας την αντιβασιλεία του Γκι ντε Λουζινιάν και διορίζοντας στη θέση του τον νεότατο Βαλδουίνο Ε’, ανιψιό του λεπρού βασιλιά, στις 23 Μαρτίου 1183. Για να επικυρώσει την εξουσία του, ο Βαλδουίνος Δ’ ανακατέλαβε και τη Γιάφα, αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει το γεγονός ότι ο Γκι κλείστηκε στην Ασκαλώνα, προκαλώντας από εκεί τον ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ. Ο Βαλδουίνος, με μια ένοπλη εξόρμηση, παρείχε στρατιωτικές ενισχύσεις στον Ρεϊνάλδο του Σατιγιόν, τον οποίο πολιορκούσε ο Σαλαδίνος.
Η άφιξή του σε φορείο επικεφαλής του στρατεύματός του έπεισε πράγματι τον σουλτάνο να εγκαταλείψει την επιχείρηση και να αποσυρθεί στη Δαμασκό, ενώ ο σταυροφορικός κόσμος χάρηκε για τον ετοιμοθάνατο αλλά θαρραλέο ηγεμόνα του. Το 1185 ο Βαλδουίνος κοινοποίησε την τελευταία του επιθυμία, ορίζοντας διάδοχό του τον ανιψιό του Βαλδουίνο, ενώ, σύμφωνα με τη θέληση του συμβουλίου, αρνήθηκε την αντιβασιλεία στον Γκι αναθέτοντάς τη στον εξάδελφό του κόμη Ραϊμόνδο Γ’ της Τρίπολης. Η απόφαση επικυρώθηκε από τον πατριάρχη Ηράκλειο, από τον Μεγάλο Μάγιστρο του Τάγματος των Ιωαννιτών ιπποτών Ρογήρο του Μουλέν, αλλά και εκείνον των Ναϊτών Γεράρδο ντε Ριντφόρ.
Τον Μάρτιο του 1185 ο Βαλδουίνος Δ’ πέθανε σε ηλικία 24 ετών. Ο Γκι ντε Λουζινιάν έγινε, ωστόσο, βασιλιάς της Ιερουσαλήμ το 1186, μετά τον θάνατο του Βαλδουίνου Ε’. Ο Ραϊμόνδος Γ’ άφησε την πόλη και μετέβη στην Τρίπολη. Η κατάσταση ήταν τόσο τεταμένη, που διαφαινόταν πια άμεσος ο κίνδυνος ανοιχτού πολέμου ανάμεσα στον Ραϊμόνδο και τον Γκι. Ο τελευταίος ήθελε να πολιορκήσει την Τιβεριάδα, φρούριο που εξουσίαζε ο Ραϊμόνδος χάρη στη σύζυγό του Εσκίβα, αρχόντισσα της Γαλιλαίας. Η σύγκρουση αποφεύχθηκε χάρη στη μεσολάβηση του Βαλιάνου των Ιμπελέν, που τάχθηκε στο πλευρό του Ραϊμόνδου.
Στο μεταξύ, τα μουσουλμανικά κράτη που περιέβαλλαν τα σταυροφορικά κράτη της Παλαιστίνης είχαν πια ενωθεί υπό τον Σαλαδίνο μεταξύ 1170 και 1180. Έχοντας ανακηρυχθεί βεζίρης της Αιγύπτου από τον ηγεμόνα της Νουρεντίν ήδη από το 1169, ο Αγιουμπίδης έγινε απόλυτος ηγεμόνας όταν απεβίωσε ο άρχοντας της δυναστείας των Ζάνγκιντ. Το 1174 πήρε τον έλεγχο της Δαμασκού, το 1176 του Χαλεπίου και το 1186 της Μοσούλης. Όταν ο Γκι έγινε βασιλιάς, ο Ραϊμόνδος διαπραγματεύτηκε ξεχωριστά μια ανακωχή, και το 1187 επέτρεψε στον σουλτάνο να αποστείλει στρατό στο βόρειο τμήμα του βασιλείου.
Την ίδια εποχή, μια διπλωματική αποστολή κατευθύνθηκε από την Ιερουσαλήμ στην Τρίπολη με σκοπό να διαπραγματευτεί τη συμφιλίωση με τον Ραϊμόνδο, αλλά εξοντώθηκε την 1η Μαΐου στη μάχη του Κρεσόν από μια μικρή στρατιωτική δύναμη υπό τη διοίκηση του γιου του Σαλαδίνου. Ο Ραϊμόνδος, οδεύοντας προς την καταστροφή από δικό του σφάλμα, συμφιλιώθηκε με τον Γκι, που συγκέντρωσε όλους τους ικανούς για πόλεμο άντρες του βασιλείου και προέλασε προς Βορρά με στόχο να συγκρουστεί με τον Σαλαδίνο. Ο Σαλαδίνος είχε συγκεντρώσει τον δικό του στρατό μπροστά από το φρούριο του Ραϊμόνδου στην Τιβεριάδα. Όταν ο Ραϊμόνδος συμφιλιώθηκε με τον Γκι, αυτή η συγκέντρωση μετατράπηκε σε πολιορκία και η πόλη έπεσε στις 2 Ιουλίου.
Η σύζυγος του Ραϊμόνδου, Εσκίβα, πολιορκήθηκε μέσα στην ακρόπολη. Ο Ραϊμόνδος και ο Γκι συνάντησαν στην πάλαι ποτέ Πτολεμαΐδα της Φοινίκης, την Άκρα, τον κύριο όγκο των δυνάμεών τους, που αριθμούσε 1.200 ιππείς, 500 έφιππους τοξότες και 20.000 πεζούς στρατιώτες, καθώς και έναν μεγάλο αριθμό μισθοφόρων που είχαν στρατολογηθεί με χρηματοδότηση από τον Ερρίκο Β’ της Αγγλίας, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν Τουρκομάνοι και άλλοι μουσουλμάνοι. Ισλαμικές πηγές παραθέτουν ότι οι χριστιανοί είχαν στη διάθεσή τους 80.000 άντρες.
Με τη στρατιά ταξίδευε ένα λείψανο του Τίμιου Σταυρού, που μετέφερε ο επίσκοπος του Αγίου Ιωάννη της Άκρας, ο οποίος αντικαθιστούσε τον πατριάρχη Ηράκλειο της Ιερουσαλήμ. Ο Ραϊμόνδος διαισθάνθηκε ότι η προέλαση από την Αντιόχεια στην Τιβεριάδα ήταν αυτό ακριβώς που επιθυμούσε ο Σαλαδίνος και ότι η Σεφόρια ήταν καλή θέση άμυνας για τους σταυροφόρους. Πάντως ο Γκι δεν ανησυχούσε για την Τιβεριάδα, η οποία ήταν υπό τον έλεγχο του Ραϊμόνδου. Παρά τη συμφιλίωσή τους, όμως, η αυλή ήταν ακόμα διχασμένη, ενώ ο Γεράρδος και ο Ρεϊνάλδος κατηγόρησαν τον Ραϊμόνδο για ανανδρία· αυτό το τελευταίο τον έπεισε να επιτεθεί αμέσως, και ο Ραϊμόνδος αποφάσισε να μεταβεί στην Τιβεριάδα.
Ο Σαλαδίνος ήλπιζε να συμβεί αυτό, αφού θεωρούσε ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει τους σταυροφόρους μόνο σε ανοιχτό χώρο, χωρίς να χρειάζεται να επιτεθεί στις ισχυρές οχυρώσεις τους. Οι σταυροφόροι ξεκίνησαν την προέλασή τους από τη Σεφόρια στις 3 Ιουλίου: ο Ραϊμόνδος διοικούσε την εμπροσθοφυλακή, ο Γκι το κυρίως σώμα του στρατεύματος, και ο Βαλιάνος, ο Ρεϊνάλδος και τα ιπποτικά τάγματα την οπισθοφυλακή. Αμέσως άρχισαν να παρενοχλούνται από τους μουσουλμάνους ιππείς.
Το μεσημέρι ο Σαλαδίνος συνάντησε τον στρατό του στο Καφαρσέτ και κατευθύνθηκε προς τους ήδη ταλαιπωρημένους από την προέλαση σταυροφόρους. Η οπισθοφυλακή αναγκάστηκε να σταματήσει για να απαντήσει στις συνεχείς επιθέσεις, μπλοκάροντας όλο το στράτευμα. Οι σταυροφόροι, ύστερα από μία ολόκληρη μέρα χωρίς πόσιμο νερό, αναγκάστηκαν να στρατοπεδεύσουν στη μέση της πεδιάδας, περιτριγυρισμένοι από τον μουσουλμανικό στρατό. Στη διάρκεια της νύχτας, οι μουσουλμάνοι έβαλαν φωτιά στα χόρτα γύρω από το στρατόπεδο του εχθρού. Το πρωινό της 4ης Ιουλίου οι σταυροφόροι είχαν τυφλωθεί από τον καπνό, μέσα από τον οποίο το ιππικό του Σαλαδίνου τούς θέριζε με βέλη.
Ο Γεράρδος και ο Ρεϊνάλδος συμβούλευσαν τον Γκι να ανασυντάξει το στράτευμα και να επιτεθεί, πράγμα που έκανε ο αδελφός του Αμάλριχος. Ο Ραϊμόνδος οδηγούσε την πρώτη μεραρχία με τον γιο του Βοημούνδου Γ’ της Αντιόχειας, που ονομαζόταν επίσης Ραϊμόνδος, ενώ ο Βαλιάνος και ο Ιοσελίνος Γ’ της Έδεσσας βρίσκονταν στην οπισθοφυλακή. Όσο οργανώνονταν για την επίθεση, πέντε ιππότες του Ραϊμόνδου λιποτάκτησαν και αποκάλυψαν στον Σαλαδίνο την κατάσταση του στρατοπέδου.
Διψασμένοι και απελπισμένοι, οι σταυροφόροι εγκατέλειψαν το στρατόπεδο και άλλαξαν κατεύθυνση προς τις πηγές του Χατίν.
Όμως ο εχθρός σταμάτησε την προσπάθειά τους, εμποδίζοντας κάθε πιθανή διαφυγή. Ο κόμης Ραϊμόνδος προσπάθησε δύο φορές να διαλύσει τις εχθρικές γραμμές και να φτάσει στις πηγές της θάλασσας της Γαλιλαίας. Η δεύτερη απόπειρα τον απέκοψε από το υπόλοιπο στράτευμα και τον ανάγκασε να υποχωρήσει. Μεγάλο μέρος του πεζικού των σταυροφόρων αποσκίρτησε και κατευθύνθηκε προς τα Κέρατα του Χατίν. Ο Γκι επιχείρησε να αναχαιτίσει το μουσουλμανικό ιππικό, αλλά χωρίς την προστασία του πεζικού οι ιππείς του δέχονταν συνέχεια βέλη, οπότε αναγκάστηκαν στην αρχή να πολεμήσουν πεζοί και μετά να υποχωρήσουν προς τα Κέρατα, όπως οι υπόλοιποι.
Οι σταυροφόροι κυκλώθηκαν και ύστερα από τρεις επιθέσεις ηττήθηκαν. Οι μουσουλμάνοι κυρίευσαν τη βασιλική σκηνή του Γκι και άρπαξαν το Τίμιο Ξύλο από το πτώμα του επισκόπου της Άκρας· έκτοτε χάθηκαν για πάντα τα ίχνη του. Έπιασαν αιχμαλώτους τον Γκι, τον αδελφό του Αμάλριχο, τον Ρεϊνάλδο, τον Γουλιέλμο Ε’ τον Μομφερρατικό, τον Γεράρδο, τον Ονφρουά Δ’ του Τορόν, τον Ούγο του Τζουμπάιλ και πολλούς άλλους. Λέγεται ότι από την πανωλεθρία γλίτωσαν μόνο 3.000 χριστιανοί, ανάμεσά τους ο Ραϊμόνδος, ο Ιοσελίνος, ο Βαλιάνος και ο Ρεϊνάλδος της Σιδώνος. που ποδοπάτησαν τους ίδιους τους άντρες τους κατά την υποχώρηση.
Οι εξαντλημένοι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στη σκηνή του σουλτάνου, που προσέφερε στον Γκι ένα κύπελλο με νερό ως ένδειξη γενναιοδωρίας. Όταν ο Γκι πήγε να το δώσει στον Ρεϊνάλδο, ο Σαλαδίνος το πέταξε κάτω αποφασιστικά, λέγοντας ότι δεν είχε προσφέρει το κύπελλο στον Ρεϊνάλδο, ούτε ήταν υποχρεωμένος από τους μουσουλμανικούς κανόνες φιλοξενίας να το κάνει. Όταν ο Σαλαδίνος κατηγόρησε τον Ρεϊνάλδο ότι παραβίασε την ανακωχή, εκείνος απάντησε «οι βασιλείς πάντα έτσι ενεργούν», και ο σουλτάνος τον θανάτωσε με τα ίδια του τα χέρια, αποκεφαλίζοντάς τον με το σπαθί του. Ο Γκι έπεσε στα γόνατα βλέποντας το πτώμα του Ρεϊνάλδου, αλλά ο Σαλαδίνος τον παρακάλεσε να σηκωθεί λέγοντας: «Οι πραγματικοί βασιλείς δεν σκοτώνουν ο ένας τον άλλο».
Επίσης όσοι Ναΐτες και Ιωαννίτες είχαν συλληφθεί θανατώθηκαν, ο Γκι μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Δαμασκό, και οι υπόλοιποι απελευθερώθηκαν. Ο Ραϊμόνδος της Τρίπολης, που επέζησε της μάχης, πέθανε από πλευρίτιδα τον ίδιο χρόνο.
Η είδηση της ήττας του Χατίν έφτασε στην Ευρώπη από τον αρχιεπίσκοπο της Τύρου, καθώς και από άλλους προσκυνητές και ταξιδιώτες. Αμέσως άρχισαν τα σχέδια για μια νέα σταυροφορία· ο Πάπας Γρηγόριος Η’ εξέδωσε την παπική βούλα Audita Tremendi, και στην Αγγλία και τη Γαλλία καθιέρωσε τη «δεκάτη του Σαλαδίνου» για να χρηματοδοτήσει το νέο εγχείρημα, την οποία μόνο οι ευγενείς της Σκωτίας δεν ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν. Η Γ’ Σταυροφορία δεν ξεκίνησε, ωστόσο, πριν από το 1189, όταν αναχώρησε με αρχηγούς τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, τον Φίλιππο Αύγουστο και τον Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα.
Τον Μάιο του 1189 και το Κρακ του Μοντρεάλ Σαουμπάκ παραδόθηκε ύστερα από πολιορκία ενάμιση χρόνου από τον εμίρη Σαντ αλ-Ντιν Καμσάμπα αλ-Ασαντί, βάζοντας οριστικά τέλος στην ευρωπαϊκή κυριαρχία στην Υπεριορδανία. Στη διάρκεια των ταξιδιών και των πολεμικών συγκρούσεων με τους μουσουλμάνους, οι Ναΐτες Ιππότες φορούσαν ενδυμασία που αποτελούνταν από πολλά τεμάχια. Ένδυμά τους είχαν έναν χειριδωτό χιτώνα από πλεκτό δέρμα με κάλυμμα κεφαλής που άφηνε ακάλυπτο μόνο το πρόσωπο.