Προπαραυσκευή του Ελληνικού στρατού
Η περίοδος του Μεσοπολέμου, όσον αναφορά στη στρατιωτική οργάνωση και προπαρασκευή της Ελλάδας, μπορεί να χωριστεί σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα από το 1923 έως το 1934, κατά το οποίο δεν έγιναν ουσιαστικά βήματα για την πολεμική προπαρασκευή της χώρας. Εξαίρεση αποτελεί η περίοδος 1925-1926, που πραγματοποιήθηκε προμήθεια σημαντικού αριθμού τυφεκίων και αυτόματων όπλων πεζικού, καθώς και πυροβόλων.
Κατά την εξαετία 1935-1940, επί κυβερνήσεως Μεταξά, δόθηκε η μεγαλύτερη προώθηση στην πολεμική προπαρασκευή της χώρας. Μεγάλα κονδύλια διατέθηκαν τόσο για προμήθεια πολεμικού υλικού όσο και για την οχύρωση της παραμεθορίου ζώνης και τον εξοπλισμό του, προς Βουλγαρία, πιθανού θεάτρου επιχειρήσεων. Παράλληλα τροποποιήθηκε η οργάνωση του στρατού και εκπονήθηκαν νέα σχέδια επιστράτευσης και επιχειρήσεων.
Στον εξοπλιστικό τομέα έγινε προμήθεια αντιαεροπορικών και αντιαρματικών πυροβόλων από τη Γερμανία τύπου Ραϊμένταλ και όλμοι Μπραντ από τη Γαλλία. Επίσης παραλήφθηκαν και όπλα πεζικού, τύπου Μάουζερ, από το Βέλγιο. Εκτός από τα όπλα παραλήφθηκαν και μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών πεζικού και πυροβολικού.
Όσον αναφορά στην οχύρωση της παραμεθορίου ζώνης, κατασκευάστηκαν μόνιμα έργα στην τοποθεσία Μπέλλες-Νέστος, αντιαρματικά κωλύματα και 21 οχυρά κατάλληλα κατανεμημένα σε όλο το μήκος της τοποθεσίας. Κάθε οχυρό αποτελούσε περίκλειστο έργο, ικανό να αμυνθεί προς κάθε κατεύθυνση και περιελάμβανε ενεργητικά σκέπαστρα (πυροβολεία, πολυβολεία, παρατηρητήρια) καθώς και εξόδους για τον ανεφοδιασμό και την εκτέλεση αντεπιθέσεων. Σε περίπτωση πολέμου, προβλεπόταν να επανδρωθούν με δύναμη 10.000 ανδρών.
Εκτός από την οχύρωση έγιναν και πάρα πολλά έργα για την υποστήριξη των συγκοινωνιών, σε ολόκληρη την επικράτεια, καθώς η κατάσταση του συγκοινωνιακού δικτύου έχει άμεση σχέση με τους στρατηγικούς σκοπούς της άμυνας. Δόθηκαν μεγάλα κονδύλια για την κατασκευή δρόμων, σιδηροδρομικών γραμμών και τη διάνοιξη λιμένων.
Η όλη πολεμική προπαρασκευή της Ελλάδας ήταν γραφτό να δοκιμαστεί στον πόλεμο του 1940 εναντίον των δυνάμεων του Άξονα.
Αίτια κι αφορμές του Ελληνοϊταλικού Πολέμου
Oι προστριβές, άμεσες ή έμμεσες, μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας χρονολογούνταν από το 1911, όταν η τελευταία κατέλαβε τα Δωδεκάνησα. Ένα χρόνο αργότερα η Ιταλία αντιτέθηκε στην κατάληψη της Αυλώνας από τα ελληνικά στρατεύματα και το 1916, μάλιστα, ο ιταλικός στρατός έφτασε έως τα Ιωάννινα.
Τρία χρόνια αργότερα οι Ιταλοί πρότειναν να καταλάβουν, αντί για τους Έλληνες, τη Σμύρνη. Το 1923 αεροπλάνα βομβάρδισαν και αγήματα αποβιβάστηκαν στην Κέρκυρα. Υποστηρίζοντας σταθερά τις αλβανικές απόψεις οι Ιταλοί υπέγραψαν αμυντική συμμαχία με την Αλβανία το 1927. Δέκα χρόνια αργότερα, μέλος ήδη του άξονα Βερολίνου-Ρώμης, η Ιταλία προχώρησε σε σύμφωνο φιλίας με τη Γιουγκοσλαβία περισφίγγοντας την Ελλάδα από τρία μέρη, από ΝΑ (Δωδεκάνησα), από ΒΑ (Αλβανία) κι από Β (Γιουγκοσλαβία).
Για την Ιταλία δύο ήταν τα ζητούμενα από τις αρχές του 20ού αιώνα: η επέκταση της επιρροής της στη Βαλκανική και η κυριαρχία στη Μεσόγειο θάλασσα. Ανάμεσα όμως από τα Δωδεκάνησα και τον κορμό της ιταλικής χερσονήσου βρισκόταν εμπόδιο η Ελλάδα. Αυτή είχαν κατά νου οι Ιταλοί, όταν αποβιβάστηκαν στην Αλβανία τον Απρίλιο του 1939, οι στρατιωτικοί τουλάχιστον, που σύμφωνα με τις πληροφορίες που συνέλεγε το ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) μιλούσαν για τη διεύρυνση των αλβανικών συνόρων και την προσάρτηση της Τσαμουριάς στην Αλβανία.
Προφανώς είχε σειρά προς κατάληψη η Ελλάδα, τουλάχιστον για λήψη τροφίμων κι εφοδίων, αλλά οι εγγυήσεις της Γαλλίας και της Βρετανίας, ιδιαίτερα της δεύτερης, υπήρξε για την Ιταλία παράγοντας που δεν μπορούσε εύκολα να αγνοηθεί. Αν όμως η Βρετανία ακολουθούσε προσεκτική πολιτική ως προς την Ιταλία προσπαθώντας να μην την εξωθήσει στην πλευρά των αντιπάλων, η Γαλλία επέμενε σταθερά στη δημιουργία ενός βαλκανικού μετώπου, για να απομακρύνει τον ερχόμενο πόλεμο διαφυλάσσοντας τα σύνορά της με τη Γερμανία.
Τυπικά η Ελλάδα ακολουθούσε πολιτική ουδετερότητας μεταξύ των δύο σχηματιζόμενων στρατοπέδων, όχι όμως στην πραγματικότητα, αφού αξιωματικοί του ΓΕΣ, όταν ο Χίτλερ εισέβαλε στην Πολωνία, ήρθαν σε μυστικές επαφές με γάλλους συναδέλφους τους προσφέροντας παράλληλα στρατιωτικές πληροφορίες στους Βρετανούς.
Με τις κινήσεις αυτές που γίνονταν γνωστές τουλάχιστον ως φήμες, αυξανόταν η ανασφάλεια της Ιταλίας μπροστά στην πιθανότητα αποβίβασης συμμάχων στη Θεσσαλονίκη και εκμετάλλευσης τόσο των αεροδρομίων από τη γαλλική και τη βρετανική αεροπορία όσο και των λιμανιών της Ελλάδας από τον στόλο τους. Οι υποθέσεις αυτές μεταμορφώθηκαν μάλλον σε βεβαιότητες για την Ιταλία, όταν η Ελλάδα άφησε το 1938 να εκπνεύσει το δεκαετούς διάρκειας σύμφωνο του 1928 χωρίς να προχωρήσει στην ανανέωσή του ή στην υπογραφή ενός άλλου.
Τον ρου της Ιστορίας φαίνεται όμως ότι κίνησαν οι Γερμανοί, αφού μόνο μετά την εισβολή τους στη Γαλλία, τον Ιούνιο του 1940, οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας και της Βρετανίας. Έκτοτε άρχισαν να αναζητούν αφορμές για διατάραξη των σχέσεών τους με την Ελλάδα πυκνώνοντας τις αιτιάσεις, π.χ. ότι ο έλληνας πρόξενος στην Άγκυρα καταφερόταν εναντίον του Άξονα, πως βρετανικά πολεμικά πλοία παρέμεναν υπέρ το δέον στα ελληνικά λιμάνια ή ότι αεροπλάνα των Συμμάχων προσέβαλαν ιταλικά υποβρύχια.
Παράλληλα, έχοντας στον νου αφορμές για πόλεμο, οι Ιταλοί άρχισαν μια άκρως επιθετική πρακτική με παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, βομβαρδισμούς ελληνικών πλοίων, ανακίνηση του αλυτρωτισμού των Τσάμηδων της Ελλάδας (υπόθεση Νταούτ Χότζα) και γραπτές μομφές εναντίον της χώρας στον Τύπο. Ελάχιστες ημέρες αργότερα, τον Δεκαπενταύγουστο του 1940, υποβρύχιο τορπίλισε το εύδρομο «Έλλη» στην Τήνο. Τελευταία διατύπωση αφορμών ήταν η ανακοίνωση στον ιταλικό Τύπο ότι την 26η Οκτωβρίου του 1940 Έλληνες άνοιξαν πυρ εναντίον ιταλικών φυλακίων στη μεθόριο Καστοριάς-Αλβανίας και πως έλληνες ή βρετανοί πράκτορες βομβάρδισαν το λιμεναρχείο των Αγίων Σαράντα.
Την επόμενη ημέρα ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν αναγνωριστικά πάνω από τα σύνορα. Ο πόλεμος άρχισε το πρωί της μεθεπόμενης.
Ελληνικά σχέδια άμυνας
Μόλις οι Ιταλοί αποβιβάστηκαν στην Αλβανία, εκπονήθηκε από το ΓΕΣ νέο σχέδιο αντιμετώπισης τόσο των Βούλγαρων όσο και των Ιταλών με τον κωδικό ΙΒ. Για το πρώτο μέτωπο προβλεπόταν η εγκατάλειψη της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας με γραμμή άμυνας τα φυσικά φράγματα Καϊμακτσαλάν-Βέρμιο-Καμβούνια-Μέτσοβο-ποταμός Άραχθος, ενώ για το δεύτερο τελική οχύρωση των στρατευμάτων στον ποταμό Νέστο.
Σε περίπτωση δυσχερειών η άμυνα θα μπορούσε να υποχωρήσει ως τον Πηνειό και τον Αξιό. Φαινόταν ηττοπαθές, αλλά θεωρήθηκε αναγκαίο, πρώτα για να εξασφαλιστεί η περίπτωση υπερκέρασης των ελληνικών δυνάμεων από τη νότια Γιουγκοσλαβία, η οποία πιθανόν να επέτρεπε απρόσκοπτα τη διέλευση των Ιταλών από το έδαφός της κι έπειτα για να περατωθεί απρόσκοπτα η επιστράτευση, για την οποία χρειάζονταν 40 περίπου ημέρες.
Δημιουργήθηκε τότε το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) με έδρα την Κοζάνη για ορθότερο συντονισμό των ενεργειών. Παράλληλα άρχισε η οχύρωση της παραμεθορίου με την Αλβανία και η υπονόμευση του οδικού δικτύου. Τέλος, τον Αύγουστο του 1940, επιστρατεύτηκαν άνδρες για στελέχωση της 8ης Μεραρχίας που κάλυπτε την Ήπειρο και της 9ης που βρισκόταν στη Δυτική Μακεδονία. Καθώς όμως όλα έβαιναν κανονικά κι επιπλέον θεωρήθηκε βέβαιη η ουδετερότητα (ή και η συμμαχία) της Γιουγκοσλαβίας, το σχέδιο μεταβλήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου στο τολμηρότερο IBα.
Σύμφωνα με αυτό η γραμμή άμυνας προωθήθηκε στα σύνορα με την Αλβανία, ενώ ελήφθη μέριμνα για την προστασία των ακτών, ιδιαίτερα για την έμφραξη του Αμβρακικού κόλπου. Δημιουργήθηκε τότε και το Απόσπασμα Πίνδου, για να καλύπτει το κενό μεταξύ του ΤΣΔΜ και των δυνάμεων της Ηπείρου. Το μόνο ελληνικό έδαφος που θα αφηνόταν σε βαθμιαία υποχωρούντα τμήματα Προκάλυψης ήταν η ΒΑ Θεσπρωτία, καθώς ως κύρια γραμμή άμυνας είχε επιλεγεί ο ποταμός Καλαμάς.
Οι Έλληνες είχαν πλεονέκτημα στο ότι οι μεγάλες μονάδες τους (μεραρχίες) περιελάμβαναν 30% περισσότερο πεζικό (τρία συντάγματα έναντι δύο των αντίστοιχων ιταλικών) και ελαφρώς περισσότερο ορειβατικό πυροβολικό και τουφέκια, αλλά λιγὀτερο βαρύ και πεδινό πυροβολικό και καθόλου άρματα μάχης. Επιπλέον οι Ιταλοί μπορούσαν να βασιστούν και στη σχεδόν απόλυτη υπεροπλία τους στον αέρα, με 400 σύγχρονα αεροσκάφη έναντι των 115 της μικρής τότε Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας(38 διώξεως, 27 βομβαρδιστικά, 50 παρατηρήσεως) και 28 της Ναυτικής Αεροπορίας, τα οποία ήδη τον Ιανουάριο του 1941 είχαν περιορισθή σε 49.
Ακόμη το μεγαλύτερο μέρος του οπλισμού του Ελληνικού Στρατού αναγόταν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ή προερχόταν από χώρες όπως η Γερμανία (σύμμαχος της Ιταλίας) αλλά και το Βέλγιο, η Αυστρία ή η Γαλλία, οι οποίες βρίσκονταν υπό κατοχή και διακόπηκε η προμήθεια ανταλλακτικών και πολεμοφοδίων. Παρά ταύτα, πολλοί Έλληνες αξιωματικοί ήταν βετεράνοι μιας δεκαετίας συνεχών, σχεδόν, πολεμικών συγκρούσεων (Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-22) και ο Ελληνικός Στρατός, παρά τα περιορισμένα μέσα του, είχε αναδιοργανωθεί σε μεγάλο βαθμό κατά τη δεκαετία του 1930. Τέλος, το ηθικό των Ελληνικού Στρατού, αντίθετα με τις προσδοκίες των Ιταλών, ήταν υψηλότατο, με τους άνδρες έτοιμους να αποκρούσουν την ιταλική επίθεση και να «πάρουν εκδίκηση για την Τήνο».
Ο David Hunt, Βρετανός αξιωματικός πληροφοριών αποσπασμένος στην Αθήνα, ανέφερε: « Η ισχύς των Ελληνικών δυνάμεων είναι το πεζικό, πού μπορεί να πολεμήση με ένα καρβέλι ψωμί και μιά φούχτα ελιές την ημέρα»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης
Θανάσης Καλλιανιώτης