Λόρδος Βύρων, ο εμβληματικός φιλέλληνας αγωνιστής που έδωσε τη ζωή του για την Ελευθερία της Ελλάδος.

«Της έδωσα τον καιρό, την υγεία μου, την περιουσία μου, και τώρα της δίνω τη ζωή μου. Τι μπορούσα να κάνω περισσότερο;»

Ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, 6ος Βαρώνος Μπάιρον γνωστός στην Ελλάδα ως Λόρδος Βύρων ήταν Άγγλος ποιητής, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ρομαντισμού και από τους σημαντικότερους φιλέλληνες. Υπήρξε εξαιρετικά διάσημος και επιτυχημένος ως ποιητής, αλλά και ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην Αγγλία, ζώντας άστατη οικονομική ζωή.

Ταξίδεψε σε πολλά μέρη στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, όπου έζησε για επτά χρόνια σε πόλεις όπως η Βενετία, η Ραβέννα και η Πίζα.

Αργότερα συνέδεσε το όνομα του με την στήριξη των επαναστατικών κινημάτων σε Ιταλία και Ελλάδα, και πέθανε στο πλευρό των Ελλήνων επαναστατών στο Μεσολόγγι, σε ηλικία μόλις 37 χρόνων, μετά από υψηλό πυρετό που ανέπτυξε. Θεωρείται από τους πλέον σημαντικούς Άγγλους λογοτέχνες του 19ου αιώνα, ενώ στην Ελλάδα είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές της Επανάστασης του 1821 και εθνικός ευεργέτης. Η ζωή του υπήρξε γεμάτη σκάνδαλα, οικονομικά και ερωτικά, με αποκορύφωμα τη φημολογούμενη ερωτική σχέση του με την ετεροθαλή αδελφή του. 

Πρωτα χρονια

Γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1788. Ήταν γιος του πλοιάρχου του Βασιλικού Ναυτικού, Τζον “Τρελού Τζακ” Μπάιρον, και της δεύτερης συζύγου του, Κάθριν Γκόρντον. Ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια, από την πλευρά της μητέρας του, το γένος Γκόρντον, και ήταν απόγονος του Εδουάρδου Γ’. Οι γονείς του είχαν χωρίσει όμως πριν καν εκείνος γεννηθεί.

Ο Μπάιρον έγραψε τα πρώτα του ποιήματα σε ηλικία 17 ετών, τα οποία έγιναν γνωστά ως τα Fugitive Pieces (μτφ. Φυγαδευμένα κομμάτια). Ο ερωτισμός των γραπτών αυτών όμως σύντομα έγινε αντικείμενο έριδας με κάποια από τα μέλη της κοινότητας και έτσι καταστραφήκαν πριν διαδοθούν ευρέως.

Η πρώτη ποιητική συλλογή του, Hours of Idleness (μτφ. Ώρες απραξίας), στην οποία περιέχονταν πολλά από τα αρχικά ποιήματα του Μπάιρον καθώς και πιο πρόσφατες συνθέσεις, δέχτηκε έντονη -και ανώνυμη- κριτική από το λογοτεχνικό περιοδικό Edinburgh Review, το οποίο κατείχε σημαντική θέση στα λογοτεχνικά δρώμενα της εποχής. Ως απάντηση, ο Μπάιρον έγραψε το πρώτο σατιρικό του έργο, English Bards and Scotch Reviewers (μτφ. Άγγλοι βάρδοι και Σκοτσέζοι κριτικοί) (1809), το οποίο δημοσίευσε αρχικά ανώνυμα. Πολύ γρήγορα όμως η ταυτότητα του ποιητή αποκαλύφθηκε και οι αντιδράσεις ήταν έντονες, με αποκορύφωμα μια πρόσκληση σε μονομαχία. Με τον καιρό όμως έγινε μόδα, και για κάποιους ήταν ένα είδος τιμής, να βρίσκονται στο στόχαστρο της πένας του Μπάιρον.Ο Μπάιρον συνέχισε να γράφει ποιήματα, με το Childe Harold’s Pilgrimage (Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ) να εκδίδεται το 1812 και να γνωρίζει εξαιρετικά μεγάλη δημοφιλία, κάτι που τον έκανε περιζήτητο και διασημότητα της εποχής.

Περιοδεία στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα
Πορτραίτο του Μπάιρον από τον Τόμας Φίλλιπς κατά την περίοδο που ήταν φιλοξενούμενος του Αλή Πασά στα Ιωάννινα (1813).

 Στις 2 Ιουλίου του 1809 ο Μπάιρον αποπλέοντας από το Πλύμουθ μαζί με τον φίλο του Τζον Καμ Χόμπχαουζ και κάποιους υπηρέτες, φθάνει αρχικά στη Λισαβόνα και από εκεί παραπλέοντας το Γιβραλτάρ φθάνει στη Μάλτα, όπου και παραμένει για μικρό διάστημα. Τον Σεπτέμβριο, επιβαίνοντας στο αγγλικό πολεμικό «Σπάιντερ», αντίκρισε για λίγο, για πρώτη φορά, την πόλη όπου 14 χρόνια μετά θα άφηνε την τελευταία του πνοή. Τελικά αποβιβάστηκε στην Πρέβεζα. Από εκεί, επιθυμώντας συνάντηση με τον Αλή Πασά, μετέβη στα Ιωάννινα. Φθάνοντας όμως εκεί και μαθαίνοντας ότι εκείνος βρίσκεται στο Τεπελένι, μετά τριήμερη παραμονή, αποφάσισε να μεταβεί στο Τεπελένι, όπου φθάνοντας μετά από εννέα ημέρες έγινε δεκτός από τον Αλή Πασά, ο οποίος τον φιλοξένησε στο σαράι του. Τις εντυπώσεις του από εκείνη την βάρβαρη αίγλη της φιλοξενίας, τις αποτύπωσε ο Μπάιρον στο φημισμένο ποίημά του «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ» (Childe Harold’s Pilgrimage, Cantos I & II, 1812). Από εκεί, επιστρέφοντας μέσω Ιωαννίνων στην Πρέβεζα, απέπλευσε για την Πάτρα, πλην όμως λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής αναγκάσθηκε να επιστρέψει. Τελικά αλλάζοντας δρομολόγιο, διέσχισε μαζί με τους συντρόφους του την Ακαρνανία φθάνοντας στο Μεσολόγγι απ’ όπου και πήγε στην Πάτρα, και από εκεί μέσω Βοστίτσας (Αιγίου), έφθασε στην Ιτέα, απ’ όπου μέσω Αράχωβας, Λιβαδειάς και Φυλής έφθασε στην Αθήνα το βράδυ των Χριστουγέννων του 1809, καταλύοντας στην οικία της αδελφής του Έλληνα υποπρόξενου της Αγγλίας.

Κατά τη διάρκεια της τρίμηνης παραμονής του στην Αθήνα, ο Μπάιρον επισκέφθηκε τις πιο ιστορικές τοποθεσίες της Αττικής, ενώ παράλληλα ερωτεύτηκε σχεδόν παράφορα την Τερέζα Μακρή, την μόλις 12χρονη κόρη του Άγγλου προξένου Προκόπιου Μακρή, στην οποία αφιέρωσε και το ποίημά του «Κόρη των Αθηνών»

«Ονειρο» (1827), έργο του Charles Eastlake, εμπνευσμένο από το ομώνυμο ποίημα του Λόρδου Βύρωνα. Απεικονίζει τον ποιητή να αναπαύεται ανάμεσα σε αρχαία μνημεία.

Στις 4 Απριλίου 1810 ο κυβερνήτης του αγγλικού δίκροτου «Πυλάδης» (κατασκευής του 1794) που ναυλοχούσε στον Πειραιά προσκάλεσε τον Μπάιρον και τον φίλο του Χόμπχαουζ για ένα ταξίδι μέχρι τη Σμύρνη. Έτσι ο Μπάιρον αποδεχθείς την πρόσκληση σε λίγες ημέρες έφθασε στη Σμύρνη, παραμένοντας εκεί λίγες ημέρες. Στις 11 Μαρτίου αναχώρησε με την αγγλική φρεγάτα «Σαλσέτ» (Salsette) για την Κωνσταντινούπολη. Κατά την αναμονή άδειας διέλευσης από τα Δαρδανέλια ο Μπάιρον επανέλαβε το εγχείρημα του μυθικού Λέανδρου, διασχίζοντας τα στενά κολυμπώντας από την αρχαία Άβυδο της Ευρωπαϊκής ακτής προς τη Σηστό της Ασιατικής (3 Μαΐου 1810), μαζί με τον Λοχαγό Έκενχεντ του πληρώματος της φρεγάτας, άθλο για τον οποίο και δικαιολογημένα θα υπερηφανεύεται στο υπόλοιπο της ζωής του. Τελικά έφθασε στην Κωνσταντινούπολη στις 13 Μαΐου, όπου και παρέμεινε για δύο μήνες. Στη συνέχεια συνόδευσε τον Άγγλο πρέσβη στον αποχαιρετιστήριο λόγο του, καθώς και στην επιστροφή του με το ίδιο πλοίο στην Αγγλία. Όμως κατά την επιστροφή, καθώς προσέγγισε η φρεγάτα στη Κέα, ο Μπάιρον αποβιβάστηκε, από όπου και επέστρεψε στην Αθήνα, αυτή τη φορά μόνος του, και κατέλυσε στη τότε Μονή των Φραγκισκανών (Μονή Καπουτσίνων των Αθηνών), δίπλα στο Μνημείο του Λυσικράτη. Κατά την υπόλοιπη δεκάμηνη παραμονή του στην Ελλάδα ο Μπάιρον, με ορμητήριο εκδρομών την παραπάνω Μονή, επισκέφθηκε πολλά μέρη κυρίως της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια δε κάποιας εκδρομής του στο Σούνιο, κινδύνεψε να συλληφθεί όμηρος από Μανιάτες πειρατές. Μεταβαίνοντας λίγες ημέρες μετά στην Πάτρα, προσβλήθηκε από ελονοσία και, όπως αφηγήθηκε ο ίδιος, διασώθηκε χάρη στους Αλβανούς υπηρέτες του, που τρομοκράτησαν τους ιατρούς του λέγοντάς τους πως θα τους αποκεφάλιζαν αν ο κύριός τους δεν θεραπευόταν.

Στις 11 Απριλίου 1811 ο Λόρδος Μπάιρον επιβιβάστηκε για Μάλτα, σε ένα πλοίο που μετέφερε ένα μέρος φορτίου των μαρμάρων του Παρθενώνα που είχε αφαιρέσει ο Λόρδος Έλγιν. Ο ήταν ανοιχτά και ιδιαίτερα ενοχλημένος με την αφαίρεση των γλυπτών του Παρθενώνα από τον Έλγιν, και αντέδρασε με θυμό όταν κατά την ξενάγηση του στο μνημείο είδε να λείπουν τα τρίγλυφα και οι μετόπες. Αργότερα έγραψε ένα ποίημα, την “Κατάρα της Αθηνάς” (The Curse of Minerva), κατηγορώντας τις πράξεις του Έλγιν.

Σχέσεις σκάνδαλα και η φυγή του απο την Αγγλία

Κατά την επόμενη διετία ο Λόρδος Βύρων ήταν πλέον ένας επιτυχημένος ποιητής, ωραίος ως Άδωνις, ευπατρίδης, σχετικά πλούσιος, αλλά και περιφρονητής της κρατούσας κοινωνικής ηθικής. Έχοντας μεγάλη επιτυχία μεταξύ των γυναικών, που όπως ο ίδιος υποστήριζε, «υπέστην περισσότερες αρπαγές απ’ οποιονδήποτε άλλον από την εποχή του Τρωικού πολέμου», αφιερώνοντας όμως πολύ χρόνο για να συνθέτει τα νέα του ποιήματα όπως “Ο Γκιαούρης”, “Η Νύμφη της Αβύδου”, “Ο Κουρσάρος”, Λάρα”, η “Παριζίνα”, η “Πολιορκία της Κορίνθου” κ.ά. που όλα χρονολογούνται στην ίδια περίοδο, αν και κάποια εξ αυτών δημοσιεύτηκαν αργότερα. Παντρεύτηκε τελικά την ευγενή Άννα Ισαβέλλα Μίλμπανκ στις 2 Ιανουαρίου του 1815, και η κόρη που απέκτησαν ως ζεύγος πλέον ονομάστηκε Άντα. Τα οικονομικά όμως του Βύρωνα δεν βελτιώθηκαν, και σε συνδυασμό με την εξ αυτών στενοχώρια, με την άκρατη οινοποσία με τους φίλους του και με τους περιορισμούς του οικογενειακού βίου η συμπεριφορά του απέναντι στη σύζυγό του κατέστη ολέθρια. Τελικά όταν επήλθε επίσημα το διαζύγιο του ζευγαριού στις 21 Απριλίου του 1816, η δημοτικότητα του Βύρωνα άρχισε να μειώνεται, ενώ διάφορες φήμες άρχισαν να διαδίδονται μέχρι και για ομοφυλοφιλικές τάσεις, ειδικά μετά από μια φραστική επίθεση που έκανε κατά της αντιβασιλείας, που θεωρήθηκε ιδιαίτερα προσβλητική. Δεν αποκλείεται βέβαια οι φήμες αυτές εναντίον του να ήταν κατευθυνόμενες, για πολιτικούς λόγους, υπήρχαν όμως και βάσιμοι λόγοι για να γίνουν πιστευτές. Κατόπιν αυτών, η παραμονή του πλέον στην Αγγλία κατέστη αδύνατος, περιορίζοντας τις δημόσιες εμφανίσεις του, γεγονός που τον ανάγκασε να την εγκαταλείψει, λόγω της κατακραυγής της Βρετανικής κοινωνίας. 

Όπως κάθε ποιητής, ο Βύρων αναζητούσε έναν ευγενικό σκοπό και προορισμό. Παλιότεροι ποιητές που ενέπνευσαν τους Ρομαντικούς, όπως ο Βιργίλιος, ο Τορκουάτο Τάσο και ο Μίλτων, αναζήτησαν αυτό το προορισμό μέσα από τον κόσμο της φαντασίας τους η οποία και τους υπαγόρευσε θρυλικά επικά ποιήματα όπως η «Αινειάδα», η «Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» και ο «Χαμένος Παράδεισος». Εκείνος όμως δεν ήταν ούτε Βιργίλιος, ούτε Μίλτον. Τα αχαλίνωτα πάθη του δεν ημέρευαν από την ποίηση, αντιθέτως οι στίχοι του ανάβλυζαν σαν προσευχές εξιλέωσης από αυτά.

Ελβετία και Ιταλία

Στις 25 Απριλίου του 1816 επιβιβάσθηκε σε πλοίο με μεγάλη συνοδεία, και μέσω Οστάνδης εγκαταστάθηκε αρχικά στις Βρυξέλλες του Βελγίου και από εκεί επισκεπτόμενος το πεδίο της μάχης του Βατερλώ κατέληξε στη Γενεύη της Ελβετίας όπου και διέμεινε μερικούς μήνες συναντώντας τον εξόριστο εκεί από την Αγγλία ποιητή Πέρσυ Σέλλεϋ και με την μέλλουσα σύζυγο Μαίρη Σέλλεϋ

Στη συνέχεια μετέβη στην Ιταλία, όπου υποστήριξε ενεργά το φιλελεύθερο κίνημα των Ιταλών καρμπονάρων στον πόλεμο τους για ανεξαρτησία έναντι των Αυστριακών. Εκεί ταξίδεψε σε διάφορες ιταλικές πόλεις όπως η Ρώμη, η Ραβέννα, και η Πίζα. Η Πίζα ήταν και η τοποθεσία όπου έγραψε το διάσημο μυθιστόρημα του με τον τίτλο Δον Ζουάν.

Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, ο Βύρων, που με το ποίημά του «Προφητεία του Δάντη» είχε καταδικάσει τα τυραννικά καθεστώτα και είχε εκφράσει τη συμπάθειά του για τους απελευθερωτικούς αγώνες των λαών, έδειξε αμέσως το ενδιαφέρον του. Το 1823 έγινε μέλος του «Φιλελληνικού Κομιτάτου», ενός συλλόγου από άγγλους φιλελευθέρους και φιλέλληνες, που είχαν σκοπό να ενισχύσουν τους έλληνες επαναστάτες. «Αποφάσισα να πάω στην Ελλάδα. Είναι το μοναδικό μέρος, όπου δοκίμασα πραγματική ευχαρίστηση. Αν είμαι ποιητής το χρωστώ στον αέρα της Ελλάδας» έγραφε σε κάποιον φίλο του.

Τελευταίο ταξίδι στην Ελλάδα, συμμετοχή του στην επανάστασή και θάνατος .

Το 1823 κατευθύνεται, ύστερα από παρότρυνση της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, προς την Ελλάδα, σταματώντας στην Κεφαλλονιά, όπου παρέμεινε για έξι μήνες στην οικία του Κόμη Δελαδέτσιμα, φίλου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Τελικά, αν και αρχικός προορισμός του ήταν ο Μοριάς, εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι, όπου έρχεται σε επαφή με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο και υποστηρίζει οικονομικά. Εν τω μεταξύ, έχει σχηματίσει ιδιωτικό στρατό από 40 Σουλιώτες, υπό τους Δράκο, Τζαβέλλα και Φωτομάρα. Διατηρούσε αλληλογραφία με Άγγλους επιχειρηματίες όπως ο Σάμιουελ Μπαρφ για την οικονομική ενίσχυση των επαναστατών, και ήταν από τους πρώτους που συνειδητοποίησαν τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε το δάνειο στην περίπτωση που αυτό χρησιμοποιείτο όχι για εθνικούς σκοπούς, αλλά για πολιτικές διαμάχες.

Ο λόρδος Βύρων στο Μεσολόγγι

Στις 25 Ιανουαρίου η κυβέρνηση τον αναγνώρισε αρχιστράτηγο. Οι κόποι του, όμως, για την οργάνωση του στρατού και για τη συμφιλίωση των οπλαρχηγών, καθώς και το κακό κλίμα, υπέσκαψαν την υγεία του.

Στις 9 Απριλίου έπεσε στο κρεβάτι με δυνατό πυρετό. Παραμιλούσε διαρκώς, αλλά και τότε ακόμα παρακινούσε τους Έλληνες να συμφιλιωθούν, για να πετύχουν την απελευθέρωσή τους. Τα χαράματα της 19ης Απριλίου 1824, Δευτέρα του Πάσχα, άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι, σε ηλικία 36 χρονών. Τα τελευταία του λόγια του ήταν για την Ελλάδα: «Της έδωσα τον καιρό, την υγεία μου, την περιουσία μου, και τώρα της δίνω τη ζωή μου. Τι μπορούσα να κάνω περισσότερο;»

Το πένθος για τον θάνατό του ήταν γενικό καθώς ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε μακρά ωδή στη μνήμη του («Ωδή εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον»). Προς εκδήλωση του πένθους στο Μεσολόγγι ρίχτηκαν 37 κανονιοβολισμοί από την ανατολή του ηλίου, μία κάθε λεπτό, καθώς ήταν τότε μόνο 37 ετών. Ο θάνατός του άπλωσε βαρύ πένθος σ’ όλους τους αγωνιζόμενους Έλληνες. Άνδρες και γυναίκες έκλαψαν σαν πραγματικό αδελφό και προστάτη τον Βύρωνα, που έγινε σύμβολο του πατριωτισμού και ανακηρύχθηκε εθνικός ήρωας. Μετά την κηδεία του στο Μεσολόγγι η σορός του μεταφέρθηκε στο Λονδίνο.

Η Ευρώπη τον προσκύνησε ως ήρωα. Οι γαλλικές εφημερίδες ανέφεραν πως «οι δύο σπουδαιότεροι άνδρες του αιώνα, ο Ναπολέων και ο Βύρων, είχαν φύγει την ίδια δεκαετία».

 Σύμφωνα με τον ιστορικό David Brewer (ο. πρ., σ. 302) μία σειρά από αιτίες-νόσοι είναι πιθανό να ενέχονται για το θάνατό του, καθώς δεν κατέστη ποτέ έως σήμερα, δυνατό να τεθεί η διαφορική διάγνωση. Ο Μπάιρον είναι πιθανό, λοιπόν, να πέθανε συνεπεία μίας μοιραίας (από μία σειρά) εγκεφαλικής αιμορραγίας, μίας ουραιμικής δηλητηρίασης, είτε λόγω τυφοειδούς πυρετού, ελονοσίας, ρευματικού πυρετού, ενώ δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί ούτε η σύφιλη.

Ο Λόρδος Βύρων στο νεκροκρεβατό του (c. 1826), έργο του ολλανδού ζωγράφου Joseph-Denis Odevaere. Βλ. Rev. Patrick Comerford.

Ένας από τους στενούς φίλους του Μπάιρον στο Μεσολόγγι ήταν ο επίσης σπουδαίος φιλέλληνας Αμερικανός ιατρός, από τη Βοστώνη, Σάμιουελ Γκρίντλεϋ Χάου (1801-1878), ο οποίος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, νεαρός τότε μόλις απόφοιτος του Πανεπιστημίου, είχε έλθει στην Ελλάδα και για έξι χρόνια πρόσφερε εθελοντικά τις ιατρικές του υπηρεσίες στους Έλληνες αγωνιστές.

Μετά τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον ο Χάου κράτησε ως κειμήλιο της φιλίας το αγγλικό κράνος – περικεφαλαία του Μπάιρον, το οποίο αργότερα, το 1925, το έφερε στην Ελλάδα η μικρότερη κόρη από τα 6 παιδιά του Χάου, η Μωντ Χάου (1855-1948, Αμερικανίδα συγγραφέας τιμημένη με το βραβείο Πούλιτζερ, παντρεμένη με τον Άγγλο διακοσμητή/ζωγράφο Τζον Έλλιοτ), και το δώρισε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.

Οι Έλληνες μετά την απελευθέρωση τίμησαν τον Βύρωνα και του έκαμαν άγαλμα, που υψώνεται στο Ζάππειο, στη γωνία που βλέπει προς την Ακρόπολη και παριστάνει τον φιλέλληνα κοντά σε μια γυναίκα –την Ελλάδα– που τον στεφανώνει. Το όνομα του Βύρωνα δόθηκε και στο συνοικισμό προσφύγων, που ιδρύθηκε στην Αθήνα, πάνω από το Παγκράτι και σήμερα αποτελεί τον Δήμο Βύρωνα.

Βυζαντινο-Περσικοί πόλεμοι (602-628μ.Χ): Πως ο Ηράκλειος έσωσε την Αυτοκρατορία απο το χείλος της καταστροφής.

Ο Βυζαντινο-Περσικοί Πόλεμοι του 602-628 ήταν οι τελευταίοι και πιο καταστροφικοί από τη σειρά των πολέμων που διεξήχθησαν μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της...

Η κατάκτηση της Αραβίας από τον Μωάμεθ και η γέννηση του Ισλάμ

Η νίκη του Μωάμεθ στη Μέκκα το 630 του έδωσε τον έλεγχο της δυτικής Αραβίας και την ευκαιρία να εξαπλώσει τις θρησκευτικές δοξασίες του....