Οι Μάχες Κρέσνας – Σιμιτλί – Τζουμαγιάς (27 – 31 Ιουλίου 1913, 14-18 Ιουλίου σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο) αποτέλεσαν την τελευταία φάση της ελληνικής προέλασης στο βουλγαρικό έδαφος κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Η προς βορρά και κατά μήκος του ποταμού Στρυμώνα πορεία των ελληνικών δυνάμεων τερματίστηκε με την ανακωχή ύστερα από τη δυσμενή θέση στην οποία είχε περιέλθει η Βουλγαρία σε όλα τα μέτωπα με τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες (Ρουμανία, Σερβία,Οθωμανική Αυτοκρατορία).
Ο Ελληνικός Στρατός διέθετε για τις επιχειρήσεις συνολικά επτά (3η, 4η, 10η στα αριστερά, 2η, 5η, 6η στο κέντρο και 7η στα δεξιά) μεραρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού. Οι Βούλγαροι, επωφελούμενοι όμως της αναστολής της σερβικής επίθεσης, απέσυραν σημαντικές δυνάμεις από το Τσάρεβο Σέλο και τις διέθεσαν προς ενίσχυση της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς κατά των Ελλήνων.
Ύστερα από την νικηφόρα για την ελληνική πλευρά Μάχη Δοϊράνης, οι ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν την προέλασή τους βόρεια και αναπτύχθηκαν βόρεια των Στενών της Κρέσνας. Η επιτυχής προέλαση του Ελληνικού Στρατού από τα Στενά της Κρέσνας, προς το Σιμιτλή και τελικά προς την Άνω Τζουμαγιά, ήταν από τις τελευταίες επιχειρήσεις πριν την σύναψη ανακωχής με τη Βουλγαρία στις 18 Ιουλίου 1913.
Στα περάσματα του Μπέλες (24-26 Ιουνίου 1913)
Σύμφωνα με τις διαταγές του Γεν. Στρατηγείου, που στις 24 Ιουνίου είχε εγκατασταθεί στη Δοϊράνη, οι ελληνικές μεραρχίες του κέντρου και του αριστερού κινήθηκαν την ίδια εκείνη μέρα πρός τα βορειοανατολικά με κατεύθυνση την κοιλάδα της Στρώμνιτσας, που την χώριζε απο την περιοχή της Δοϊράνης το βουνό Μπέλες. Ακολούθησαν κάποιες αψιμαχίες που αναγκασαν τους Βουλγάρους να αποσύρουν τις δυνάμεις τους απο την περιοχή.
Τη νύχτα της 25ης πρός 26η Ιουνίου οι Βούλγαροι υποχώρησαν απο όλες τις θέσεις τους πάνω στο Μπέλες. Μόλις η υποχώρησή τους έγινε αντιληπτή, το Γενικό Στρατηγείο διέταξε τις μεραρχίες του ελληνικού κέντρου να κατέβουν απο το βουνό και να καταλάβουν την κοιλάδα της Στρώμνιτσας. Έτσι η 4η μεραρχία καταδίωξε τους υποχωρούντες αντιπάλους των άλλων τριών μεραρχιών με λάφυρα 6 εχθρικά πυροβόλα.
Στη συνέχεια, πέρασε το βάλτο, που σχηματίζει εκεί ο Στρωμνιτσιώτης ποταμός και το βράδυ έφτασε στην περιοχή Γκαμπρόβου – Σέκρνικ, οπου και διανυκτέρευσε. Η 2η μεραρχία δεν κινήθηκε εκείνη τη μέρα αλλα οι προωθημένες μονάδες της (7ο σύνταγμα και το τάγμα του Τζαμί Κράν) κατέβηκαν στην κοιλάδα της Στρώμνιτσας, σε επαφή με την 4η μεραρχία, ενώ το 23ο σύνταγμα της 5ης μεραρχίας μαζί με την ημιλαρχία ιππικού μπήκαν γύρω στις 11 το πρωί στην πόλη της Στρώμνιτσας, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση.
Διαβάστε Επίσης: Το ξεκίνημα του Β’ Βαλκανικού Πολέμου και η Μάχη του Κιλκίς-Λαχανά, της πιο αιματηρής μάχης της νεοελληνικής ιστορίας.
Δυτικότερα οι υπόλοιπες μονάδες της 5ης μεραρχίας έφτασαν στο Πόπτσεβο. Στίς 25 και 26 Ιουνίου η ταξιαρχία ιππικού κινήθηκε πρός τα ανατολικά για να συνδέσει το κέντρο της ελληνικής στρατιάς με τις δύο μεραρχίες του δεξιού (1η και 6η). Έτσι το βράδυ της 26ης Ιουνίου έφτασε στο Χατζή – Μπεϊλίκ, σε μικρή απόσταση απο το Σιδηρόκαστρο.
Η συνέχιση της ελληνικής προέλασης (27 Ιουνίου – 7 Ιουλίου 1913)
Μετά την κατάληψη της Στρώμνιτσας στα δυτικά (26 Iουνίου) και του Σιδηρόκαστρου στα ανατολικά (27 Ιουνίου) η διάρθρωση και οι άξονες πορείας του ελληνικού στρατού τροποποιήθηκαν. Η 7η μεραρχία, έμεινε μόνη της στην ανατολική Μακεδονία περιμένοντας την άφιξη της 8ης που θα την αντικαθιστούσε στην περιοχή και θα της επέτρεπε να στραφεί και αυτή με τη σειρά της πρός τα βόρεια.
Οι δύο άλλες μεραρχίες του παλιού «δεξιού», η 1η και 6η μαζί με την ταξιαρχία ιππικού, συνέχισαν την πορεία τους πρός τα βόρεια με κατεύθυνση το Πετρίτσι, ακολουθώντας τις δύο όχθες του Στρυμόνα. Τρείς απο τίς μεραρχίες στράφηκαν, μετά την κατάληψη της Στρώμνιτσας, πρός τα ανατολικά και παρακολουθώντας τον άξονα του Στρωμνιτσιώτη ποταμού μέχρι τη συμβολή του με το Στρυμόνα έφτασαν μετά τριήμερη πορεία στην περιοχή Πετριτσίου, όπου ήδη είχαν συγκεντρωθεί οι 1η και 6η μεραρχίες και η ταξιαρχία ιππικού.
Τέλος πιο δυτικά οι 3η και 10η μεραρχίες συνέχισαν την πορεία τους πρός τα βόρεια καλύπτοντας απο τα αριστερά τον υπόλοιπο στρατό και εξασφαλίζοντας μια ενδεχόμενη επαφή με τους Σέρβους. Η ανακατανομή αυτη επισημοποιήθηκε με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου της 29ης Ιουνίου. Σύμφωνα με τη διαταγή αυτή ο στρατός χωριζόταν σε τρείς ομάδες. Η πρώτη δεξιά (7η μεραρχία) μετά την κατάληψη της Δράμας θα προχωρούσε πρός Νευροκόπι, καλύπτοντας το δεξιό του στρατού. Η δεύτερη, η κεντρική (1η, 2η, 4η και 5η μεραρχίες και η ταξιαρχία ιππικού), θα ακολουθούσε την κοιλάδα του Στρυμόνα προς τις πηγές του.
Η τρίτη τέλος η αριστερή (3η και 10η μεραρχίες), θα βάδιζε πρός το Πέτσεβο και απο εκεί ανάλογα με τις περιστάσεις θα συνέχιζε είτε πρός το Γενήκιοϊ είτε πρός την Τζουμαγιά. Στο μεταξύ, η απροσδόκητη σε ταχύτητα ελληνική προέλαση είχε εξαναγκάσει την 4η βουλγαρική στρατιά, που ήταν τοποθετημένη στην περιοχή του Ιστίπ απέναντι στους Σέρβους, να αποσπάσει σημαντικές δυνάμεις της και να τις στείλει πιο ανατολικά με κατεύθυνση το Πετρίτσι και το Τσάρεβο Σέλο.
Ετσι στις 27 Ιουνίου η ελληνική 4η μεραρχία χτύπησε αιφνιδιαστικά βουλγαρική φάλαγγα που βάδιζε στο δρόμο Ηλιοβίτσας – Πετριτσίου και συνέλαβε 12 πυροβόλα και 52 αιχμαλώτους. Η 2η μεραρχία χτύπησε και αυτή βουλγαρική φάλαγγα με λάφυρα 4 πυροβόλα. Την ίδια μέρα η 5η μεραρχία συνέλαβε ένα ολόκληρο βουλγαρικό τάγμα και η 3η δύο αποκομμένους λόχους.
Την επομένη, 28 Ιουνίου, οι ελληνικές μονάδες εκτέλεσαν τις ακόλουθες κινήσεις : η 6η μεραρχία έφτασε στο Μαρεκοστίνοβο και απόσπασμά της κατέλαβε το Ρούπελ. Η 1η έφτασε στο Μιτίνοβο, ενώ την ίδια ώρα η ταξιαρχία ιππικού καταλάμβανε το Πετρίτσι. Στίς θέσεις αυτές έμεινε το παλιό «δεξιό» του στρατού και ολόκληρη την 29η Ιουνίου περιμένοντας την άφιξη των τριών μεραρχιών που ακολουθούσαν την κοιλάδα της Στρώμνιτσας.
Το αριστερό του στρατού συνέχισε τις δύο αυτές μέρες την πορεία του πρός τα βόρεια και το βράδυ της 29ης Ιουνίου η 3η μεραρχία βρισκόταν στο Πιπέροβο και η 10η στο Χαμζαλή. Την 1η Ιουλίου, η 1η μεραρχία πέρασε το Στρωμνιτσιώτη και το Στρυμόνα και έφτασε στην περιοχή του Γενί Τσιφλίκ, όπου και διανυκτέρευσε. Η ταξιαρχία ιππικού έφτασε στο Πρεπίτσενο Μπράτ, η 2η μεραρχία στο Σιρμπάνοβο και η 4η στο Μίχνοβο.
Το ίδιο πρωί το Γενικό Στρατηγείο μεταστάθμευσε απο τη Δοϊράνη στη Βυρώνεια. Στις 2 Ιουλίου η 1η μεραρχία και η ταξιαρχία ιππικού έμειναν στις θέσεις τους. Η 5η μεραρχία συνέχισε την πορεία της και έφτασε στο Καπάτεβο, η 6η στο Μελένικο, η 2η στο Στάρτσοβο και η 4η στο Γιάκοβο. Το βράδυ διαβιβάστηκε πρός την ομάδα του κέντρου διαταγή του Γεν. Στρατηγείου να μην προελάσει την επομένη, για να φτάσει στο ύψος της η 7η μεραρχία και να εξασφαλιστεί η κάλυψή της απο τα δεξιά.
Ετσι στις 3 Ιουλίου μόνη η 4η μεραρχία κινήθηκε, για να φτάσει στο ύψος των άλλων, μέσα απο δύσβατη περιοχή και διανυκτέρευσε σε ένα ύψωμα κοντά στο Τσαπάρεβο. Η 6η μεραρχία πάλι, χωρίς να μετακινηθεί, έστειλε απόσπασμα (1ο σύνταγμα) να καταδιώξει τους Βουλγάρους που υποχωρούσαν μετά τη μάχη με την 7η μεραρχία στη Βροντού. Το απόσπασμα κατέλαβε το βράδυ το Πιρίν, όπου και διανυκτέρευσε. Η 1η μεραρχία προχώρησε μέχρι τον ποταμό Βίστριτσα, όπου σταμάτησε και ασχολήθηκε με τη ζεύξη του. Η 2η μεραρχία έφτασε στο Βουκσάν, όπου δέχτηκε άστοχα πυρά εχθρικού πυροβολικού απο μεγάλη απόσταση, και η 5η έφτασε στην περιοχή Λιβούνοβο – Ορμάν, οπου και διανυκτέρευσε.
Οι δύο μεραρχίες της αριστερής ομάδας, αφού παρέμειναν δύο μέρες στίς θέσεις τους της 29ης Ιουνίου, ξεκίνησαν το πρωί της 2ας Ιουλίου για να συνεχίσουν την πορεία τους πρός τα βόρεια. Ώς το βράδυ της ίδιας μέρας η 10η μεραρχία έφτασε στο Καδή Μεδάρ Τεπέσι και η 3η, που βάδιζε στο αριστερό της 10ης, στη Νοβίτσανη. Ουλαμός της ημιλαρχίας ιππικού της 3ης μεραρχίας, που εκτελούσε αναγνώριση πρός τα βορειοδυτικά, ήρθε την ίδια μέρα σε επαφή με μονάδες της 3ης σερβικής στρατιάς που βάδιζε πρός το Τσάρεβο Σέλο.
Στίς 3 Ιουλίου η 10η μεραρχία προωθήθηκε μέχρι το Μπιρέτσι και η 3η μέχρι το Γκαρμπάν. Από τις νέες θέσεις τους έστειλαν αναγνωρίσεις πρός τα βόρεια που διαπίστωσαν οτι σημαντικές βουλγαρικές δυνάμεις κατείχαν πάνω στον άξονα πορείας τους τη γραμμή των υψωμάτων Χορός Τεπέ – Γκουμπενέκ – Τζούμα – Καϊνάγκι. Αλλά την επομένη οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, χωρίς να δώσουν μάχη, γιατί φοβήθηκαν μήπως υπερφαλαγγιστούν απο την πλευρική προώθηση των Σέρβων. Η 7η μεραρχία, που απο το βράδυ της 4ης Ιουλίου ήταν συγκεντρωμένη στην περιοχή Ρέσμης – Βουλκόβου και Λιμπαχόβου, κατευθύνθηκε το πρωί της επομένης πρός το χωριό Λιάλιοβο, όπου βρήκε τα πτώματα των λίγων μουσουλμάνων κατοίκων του, που είχαν εκτελεστεί απο τους Βουλγάρους.
Το μεσημέρι της 5ης Ιουλίου το προπορευόμενο 21ο σύνταγμα έφτασε κοντά στην Κοπρίβλιανη, όπου βρίσκονταν σημαντικές βουλγαρικές δυνάμεις. Το σύνταγμα επιτέθηκε με ορμή και εκτόπισε τον εχθρό απο τις θέσεις του με τη λόγχη. Οι απώλειες του ανήλθαν σε 22 νεκρούς και 170 τραυματίες. Το πρωί της άλλης μέρας, 6 Ιουλίου, κατέλαβε το Νευροκόπι και συνέχισε την πορεία της πρός τα βορειοδυτικά. Το ίδιο βράδυ ενώθηκε κοντά στη Λοζνίτσα με το απόσπασμα της 6ης μεραρχίας που είχε φτάσει εκεί, ακολουθώντας το δρομολόγιο Πιρίν – Παπά Τσαίρ – Ντάγ Τσιφλίκ. Στίς 7 Ιουλίου το απόσπασμα αυτό, καλυπτόμενο απο το πυροβολικό της 7ης μεραρχίας, ενήργησε επίθεση με δύο τάγματα εναντίον βουλγαρικών δυνάμεων, που κρατούσαν τα υψώματα στα βορειοδυτικά της Μπρέσνιτσας.
Αλλά την επομένη εκδηλώθηκε βουλγαρική αντεπίθεση με αποτέλεσμα να ανακαταληφθούν τα υψώματα απο τον εχθρό και να συλληφθούν και λίγοι Ελληνες αιχμάλωτοι, που οι Βούλγαροι σκότωσαν με μαρτυρικό τρόπο. Ακολούθησε γενική επίθεση όλων των δυνάμεων του ελληνικού δεξιού και το απόγευμα της ίδιας μέρας οι Βούλγαροι υποχώρησαν πρός τα βόρεια. Η καταδίωξη του εχθρού συνεχίστηκε μέχρι την Κρεμένσα, όπου και διανυκτέρευσε η 7η μεραρχία. Η πορεία συνεχίστηκε στίς 10 Ιουλίου και το ίδιο βράδυ καταλήφθηκε η Ντομπρίνιτσα μετά απο σύντομη μάχη με τη βουλγαρική οπισθοφυλακή.
Την επομένη, το 15ο σύνταγμα έφτασε στην περιοχή συγκεντρώσεως του ελληνικού δεξιού και στίς 12 Ιουλίου το πρώτο τμήμα κινήθηκε πρός τα βορειοδυτικά σε δύο φάλαγγες· ως το μεσημέρι έφτασε στη γραμμή Πρεντέλ Χάν – Πορογός Μαχαλά. Η μεραρχία ανέπτυξε τις δυνάμεις της γύρω απο το Πιλάφ Τεπέ. Δύο ώρες αργότερα οι Βούλγαροι αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο να κυκλωθούν και υποχώρησαν χωρίς να δώσουν μάχη.
Οι επιχειρήσεις της αριστερής ομάδας (5-17 Ιουλίου 1913)
Οι πρωινές αναγνωρίσεις της 5ης Ιουλίου 1913 ανέφεραν στις διοικήσεις των δύο μεραρχιών της αριστερής ομάδας ότι τρείς βουλγαρικές ταξιαρχίες (δύο της 6ης μεραρχίας και η 1/3η ταξιαρχία, δηλαδή συνολικά 24 τάγματα) βρίσκονταν στη γραμμή των υψωμάτων Βλαδιμήροβου – Ρατόβου. Την επομένη, 6 Ιουλίου, οι δύο μεραρχίες κινήθηκαν πρός το Πέτσοβο, όπου οι Βούλγαροι κατείχαν τα υψώματα βορειοανατολικά απο το Μπίροβο, Σμοϊμίροβο και Νόβι Τσιφλίκ. Γύρω στίς 11 το πρωί έφτασε στην περιοχή η 10η μεραρχία και λίγο μετά και η 3η.
Η μάχη κράτησε όλη τη μέρα και στις 5 το απόγευμα εκδηλώθηκε βουλγαρική αντεπίθεση απο τη Χαράδρα του Μπούκομακ, αλλα οι Έλληνες κράτησαν τις θέσεις τους. Νωρίς το άλλο πρωί κυκλωτική κίνηση ενός λόχου ευζώνων εξανάγκασε τους Βουλγάρους σε υποχώρηση. Η διήμερη μάχη του Πετσόβου στοίχισε στις δύο μεραρχίες 360 νεκρούς και τραυματίες.
Οι Βούλγαροι στο μεταξὺ είχαν υποχωρήσει στα υψώματα Ρούγεν και Ζανούκας. Αλλά και απο εκεί εκτοπίστηκαν ύστερα από συνδυασμένη επίθεση των δύο μεραρχιών του ελληνικού αριστερού, που το βράδυ της 11ης Ιουλίου είχαν φτάσει κοντά στο Παντζάρεβο στα νώτα των βουλγαρικών δυνάμεων, που πολεμούσαν εναντίον της 3ης σερβικής στρατιάς. Οι αγώνες των τριών τελευταίων ημερών είχαν στοιχίσει στην αριστερή ομάδα 282 νεκρούς και τραυματίες.
Διαβάστε Επίσης: Α’ Βαλκανικός Πόλεμος: Ο αγώνας για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων και ολόκληρης της Ηπείρου
Τις τρείς επόμενες μέρες επικράτησε σχετική ησυχία στην περιοχή ευθύνης της 10ης μεραρχίας, που βρισκόταν ήδη σε επαφή με την αριστερότερη απο τις μεραρχίες του κέντρου, την 4η. Το πρωί όμως της 15ης Ιουλίου ισχυρές βουλγαρικές δυνάμεις (οι τρείς ταξιαρχίες της μάχης του Πετσόβου, ενισχυμένες με ισάριθμες της 2ης και της 13ης μεραρχίας) πρόσβαλαν τις δύο ελληνικές μεραρχίες σε όλο το μήκος του μετώπου τους και τις ανάγκασαν να υποχωρήσουν πρός το Πέτσοβο.
Ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος διέταξε την 4η και τη 2η μεραρχία να συνδράμουν το αριστερό και έτσι η κατάσταση ελέγχθηκε γύρω στο μεσημέρι της 17ης Ιουλίου.
Διάβαση των στενών της Κρέσνας απο τον Ελληνικό στρατό (8-11 Ιουλίου 1913)
Τα στενά της Κρέσνας αποτελούν τις «σιδηρές πύλες» του Στρυμόνα. Στο σημείο αυτο ο ποταμός κυλάει μέσα σε μια χαράδρα ανάμεσα σε ψηλά βράχια και ο αμαξιτός δρόμος που διασχίζει το πέρασμα αναγκάζεται να αλλάζει κάθε λίγο όχθη ανάλογα με τις ανωμαλίες του εδάφους. Οι Βούλγαροι θα μπορούσαν να οχυρώσουν τα στενά αυτά και να τα καταστήσουν απόρθητα, αλλα η ραγδαία προέλαση του ελληνικού στρατού δεν τους έδωσε τον απαιτούμενο χρόνο.
Προτίμησαν λοιπόν να υποχωρήσουν πέρα απο τη βόρεια έξοδο των στενών, αφού πρώτα κατέστρεψαν τις περισσότερες γέφυρες του Στρυμόνα που βρίσκονταν μέσα στα στενά. Σκοπός τους ήταν να καταπονήσουν τον αντίπαλο και να τον αντιμετωπίσουν μετά τη διάβαση, κερδίζοντας έτσι χρόνο και συγκεντρώνοντας σημαντικότερες δυνάμεις.
Η δυτικότερη απο τις ελληνικές μεραρχίες του κέντρου, η 6η (δύο συντάγματα), ξεκίνησε το πρωί της 8ης Ιουλίου απο τη Γραδέσνιτσα και μέχρι το βράδυ έφτασε στη Χούσταβα, όπου και διανυκτέρευσε. Εκεί έμεινε τις επόμενες δύο μέρες, περιμένοντας να φτάσουν στο ύψος της οι 3 μεραρχίες που περνούσαν τα στενά της Κρέσνας. Το πρωί της 11ης Ιουλίου ξεκίνησε και πάλι και το βράδυ έφτασε στους λόφους στα βόρεια των Χανιών Σουρμπίν, όπου δέχτηκε πυρά εχθρικού πυροβολικού. Εγκατέστησε προφυλακές εκεί και διανυκτέρευσε. Στο μεταξύ, η αριστερότερη απο τις μεραρχίες του κέντρου, η 4η, ξεκίνησε το πρωί της 8ης Ιουλίου απο το Τσιγκανέ Καλεσί και μέχρι το βράδυ είχε φτάσει στα υψώματα Τζαμί Τεπέ.
Την άλλη μέρα, σύμφωνα με διαταγή του Γεν. Στρατηγείου, συνέδραμε τον αγώνα της 10ης μεραρχίας στα υψώματα του Ρούγεν και στις 11 Ιουλίου εκτόπισε με τη λόγχη την 1/10η βουλγαρική ταξιαρχία απο το ύψωμα 1257. Τις ίδιες μέρες οι κινήσεις των τρίων άλλων μεραρχιών μέσα στα στενά της Κρέσνας εξελίχθηκαν ως εξής: η 1η μεραρχία βρήκε μεγάλες δυσκολίες στην πορεία της της 8ης Ιουλίου, γιατί οι Βούλγαροι είχαν καταστρέψει τη γέφυρα του Γενήκιοϊ. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αμαξιτό δρόμο και να προχωρήσει απο δύσβατα μονοπάτια περνώντας το ρέμα Σεϊτάν. Την άλλη μέρα ένα τάγμα της πέρασε χωρίς εμπόδιο τα στενά και στις 10 Ιουλίου απώθησε βουλγαρικό τάγμα στο Κρούπνικ.
Την ίδια μέρα πέρασε τα στενά και το 5ο σύνταγμα και την επομένη, 11 Ιουλίου, και η υπόλοιπη μεραρχία. Κατά το μεσημέρι συγκεντρώθηκε κοντά στη γέφυρα της Κρέσνας, περιμένοντας την άφιξη της 5ης μεραρχίας και της ταξιαρχίας ιππικού, που το πρωί της 8ης Ιουλίου ξεκίνησαν απο την Πλόσκα και ως το βράδυ της ίδιας μέρας έφτασαν στο Χάνι της Γραδέσνιτσας, όπου και διανυκτέρευσαν. Εκεί έμειναν δύο μέρες περιμένοντας να περάσει η 1η τα στενά και στις 11 Ιουλίου την ακολούθησαν με κατεύθυνση τη γέφυρα της Κρέσνας. Η 2η μεραρχία τέλος, ακολουθώντας παράλληλη πορεία με την 1η, βρέθηκε στις 8 Ιουλίου στη Μοράσκα, στις 9 στην Μπρέσνιτσα, όπου και έμεινε ολόκληρη την επόμενη μέρα, και τη νύχτα της 11ης πρός τη 12η Ιουλίου διανυκτέρευσε στο χωριὸ Σούσιτσα, στο ύψος των υπόλοιπων μεραρχιών.
Η μάχη του Σιμιτλί και το τέλος του πολέμου
Στη βόρεια έξοδο των στενών της Κρέσνας και στη γραμμή Ρούγεν – Σιμιτλί – Πορογός Μαχαλά βρίσκονταν το πρωί της 12ης Ιουλίου παραταγμένες 8 βουλγαρικές ταξιαρχίες (δύο της 2ης μεραρχίας και απο τρείς της 1ης και 10ης), δηλαδή συνολικά 64 τάγματα, απέναντι στα 54 ελληνικά της ομάδας του κέντρου και της 7ης μεραρχίας. Όπως αναφέρθηκε ήδη, το πρωί της 12ης Ιουλίου το ελληνικό δεξιό είχε φτάσει στη γραμμή Πρεντέλ Χάν – Πορογός Μαχαλά σε δύο φάλαγγες.
Η δεξιά φάλαγγα (2 συντάγματα της 7ης μεραρχίας) επιτέθηκε στα υψώματα του Πρεντελ Χαν και το μεσημέρι της ίδιας μέρας εκτόπισε απο εκεί το 56ο βουλγαρικό σύνταγμα. Το απόσπασμα της 6ης μεραρχίας, που αποτελούσε την αριστερή φάλαγγα, έφτασε στο Πορογός Μαχαλά και ενώθηκε με τη μεραρχία του. Ολόκληρη τώρα η 6η μεραρχία επιτέθηκε στην περιοχή του Ογνιάρ Μαχαλά, που την υπεράσπιζαν οι III/2 και III/3 βουλγαρικές ταξιαρχίες. Παρόλο που ο εχθρός υπερείχε αριθμητικά οι Έλληνες κατάφεραν να καταλάβουν τις πρώτες του γραμμές και να τις κρατήσουν με μεγάλο ηρωισμό μέχρι το βράδυ. Οι Βούλγαροι συμπτύχθηκαν στη γραμμή των υψωμάτων 1079 -1375, τα οποία όμως εγκατέλειψαν την επομένη, μετά απο νέα επίθεση της 6ης μεραρχίας, και υποχώρησαν πρός την Τζουμαγιά.
Η νίκη στο ελληνικό δεξιό έκρινε την τύχη της μάχης. Ενώ ολόκληρη τη 12η Ιουλίου οι Βούλγαροι κατόρθωσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους στο Ρούγεν απέναντι της 4ης και της 2ης μεραρχίας και στο Σιμιτλί – Ουράνοβο απέναντι της 1ης και της 5ης, την επομένη μετά την υποχώρηση του αριστερού τους εγκατέλειψαν την περιοχή Σιμιτλί και συμπτύχθηκαν πρός την Τζουμαγιά. Τις επόμενες μέρες (14 με 17 Ιουλίου) οι 1η, 5η και 6η μεραρχίες ασχολήθηκαν με την ανασύνταξή τους και με συμπλοκές με μικρές βουλγαρικές μονάδες, που επιχειρούσαν να ανακαταλάβουν διάφορα υψώματα στα βόρεια της πεδιάδας του Σιμιτλί.
Η 2η και η 4η μεραρχία, όπως αναφέρθηκε, πρόστρεξαν για να βοηθήσουν τις μεραρχίες της ἀριστερής ομάδας, που είχαν υποστεί αιφνιδιαστική βουλγαρική αντεπίθεση. Η 7η μεραρχία τέλος απέκρουσε στις 17 Ιουλίου επίθεση 8.000 περίπου βουλγαρικού στρατού στον αυχένα του Πρέντελ Χάν. Σ᾿ αυτές τις θέσεις βρήκε τον ελληνικό στρατό, στις 18 Ιουλίου, η ανακωχή.
Τέλος του πολέμου
Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε, το 1913 με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου δημιουργώντας μια νέα κατάσταση στα Βαλκάνια. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη της στα δυτικά του ποταμού Έβρου, ως αποτέλεσμα των δύο Βαλκανικών Πολέμων, που έτσι καθόρισαν τα σημερινά δυτικά σύνορα της Τουρκίας.
Η Ελλάδα προσάρτησε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας (έκταση ίση με το 52,4% της συνολικής έκτασης της) με σημαντικότερες πόλεις τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, τις Σέρρες, τη Δράμα και την Καβάλα μέχρι τις εκβολές του Νέστου ποταμού, το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου, με σημαντικότερη πόλη τα Ιωάννινα, την περιοχή της Ελασσόνας και την Κρήτη. Η συμφιλίωση της Ελληνικής με τη Γερμανική βασιλική οικογένεια μέσω του γάμου του Κωνσταντίνου με την αδελφή του Κάιζερ εξαργυρώθηκε με την προσάρτηση της Καβάλας, όταν στη συνθήκη του Βουκουρεστίου, παρενέβη ο ίδιος ο Κάιζερ υπέρ της Ελλάδος. Λίγα χρόνια αργότερα, στην αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και πριν η Ελλάδα εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, η Βουλγαρία θα καταλάβει προκλητικά την πόλη της Καβάλας.
Ένα χρόνο αργότερα αποδόθηκαν στην Ελλάδα με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (13 Φεβρουαρίου 1914), και τα Νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαμοθράκη, Λήμνος, Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ικαρία, Φούρνοι, Ψαρά και Άγιος Ευστράτιος).
Η συνοριακή γραμμή που χωρίζει την Ελλάδα από τη Βουλγαρία συντάχθηκε από την κορυφή του Μπέλες στο στόμα του Νέστου, σχετικά με το Αιγαίο. Αυτή η σημαντική εδαφική παραχώρηση η Βουλγαρία την αμφισβήτησε σημαντικά. Με το τέλος των Βαλκανικών πολέμων η Ελλάδα διπλασιάστηκε. Αύξησε σημαντικά την περιοχή της από 64.790 σε 108.610 τ.χλμ. και ο πληθυσμός της έγινε από 2.660.000 σε 4.363.000.
Διαβάστε Επίσης: Α’ Βαλκανικός Πόλεμος: Ο Ναυτικός Αγώνας και οι Ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου.