Η πολιορκία και η Άλωση Κωνσταντινούπολης σημειώθηκαν τον Απρίλιο του 1204 και σημάδεψαν την κορύφωση της Τέταρτης Σταυροφορίας. Οι Σταυροφόροι, με επικεφαλής τον Ερρίκο Δάνδολο, τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό και τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας, κατέλαβαν, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τμήματα της Κωνσταντινούπολης, της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά την Άλωση της Πόλης ιδρύθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία (γνωστή στους Βυζαντινούς ως Φραγκοκρατία ή Λατινική Κατοχή) και ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας στέφθηκε Αυτοκράτορας ως Βαλδουίνος Α΄ της Κωνσταντινούπολης στην Αγία Σοφία.
Έναρξη της σταυροφορίας και κατάληψη της Ζάρας
Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ αμέσως μετά την εκλογή του (1198) ανακοίνωσε την πρόθεσή του να οργανώσει Σταυροφορία για την ανακατάληψη των Αγίων Τόπων απο τους μουσουλμάνους. Η χριστιανική Ευρώπη όμως αντιμετώπιζε πολλές εσωτερικές δυσκολίες και η πραγματοποίηση του σχεδίου αυτού καθυστέρησε. Τελικά, το 1201 η Σταυροφορία άρχισε να οργανώνεται.
Σημαντικοί φεουδάρχες της βόρειας Γαλλίας, όπως ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος (Baudouin), ο κόμης του Saint-Pol Ερρίκος, ο κόμης της Καμπανίας Thibaud (που πέθανε λίγο αργότερα) και πολλοί συγγενείς και υποτελείς τους, ανάμεσα στους οποίους ο ιστορικός Γοδοφρείδος Βιλλεαρδουίνος (Geoffroy de Villehardouin), αποφάσισαν να κινηθούν εναντίον των μουσουλμάνων. Με αυτούς ενώθηκε και ο μαρκήσιος Βονιφάτιος ο Μομφερατικός (de Montferrat), ο οποίος, μολονότι κυριαρχούσε σε Ιταλικά εδάφη, θα εκλεγεί αργότερα αρχηγός της κυρίως γαλλικής αυτής Σταυροφορίας.
Απο τις ναυτικές δυνάμεις της εποχής, μόνο η Βενετία ενδιαφέρθηκε να συμμετάσχει. Το 1201 συμφωνήθηκε πως οι Βενετοί θα διέθεταν τα πλοία για να μεταφερθούν οι 33.500 στρατιώτες με τα άλογα και τον οπλισμό τους και πως θα πληρώνονταν γι’ αυτό 85.000 αργυρά μάρκα. Επίσης θα πρόσφεραν πενήντα πολεμικά πλοία συνοδείας και θα είχαν έτσι δικαίωμα να πάρουν τα μισά εδάφη, που θα κατακτούσαν οι σταυροφόροι. Η συγκέντρωση του στρατού θα γινόταν στη Βενετία τον Ιούνιο του 1202. Από εκεί, «οι στρατιώτες του Χριστού» θα χτυπούσαν πρώτα την Αίγυπτο και μετά θα προχωρούσαν στους Αγίους Τόπους.
Η συγκέντρωση πράγματι έγινε. Αλλά οι σταυροφόροι δεν μπόρεσαν να συγκεντρώσουν όλο το ποσό του ναύλου, που είχαν υποσχεθεί στους Βενετούς. Ο μεγάλος πολιτικός που κυβερνούσε τότε τη Γαληνοτάτη, ο γέρος δόγης Ερρίκος Δάνδολος (Dandolo), παλαιότερα πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, πρότεινε την ακόλουθη λύση: να ανακαταλάβει ο στρατός των σταυροφόρων για λογαριασμό των Βενετών τη δαλματική πόλη της Ζάρας (Zara), η οποία είχε αποστατήσει και είχε υπαχθεί στο χριστιανικό βασίλειο της Οὐγγαρίας. Παρά τις διαμαρτυρίες και τις απαγορεύσεις του πάπα Ιννοκεντίου, η Ζάρα καταλήφθηκε έξ εφόδου τον Νοέμβριο του 1202.
Διαβάσε Επίσης: Αλέξιος Α΄ Κομνηνός – Ένας από τους σπουδαιότερους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες.
Σταυροφόροι και Αλέξιος Άγγελος
Πρίν ακόμη αρχίσει η Δ΄ Σταυροφορία, φάνηκε καθαρά οτι εξυπηρετούσε βενετικά συμφέροντα. Τα σχέδια άλλαξαν όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Αλέξιος Αγγελος, γιός του βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαακίου Β. Ο Ισαάκιος είχε εκθρονιστεί το 1195 απο τον αδερφό του Αλέξιο Γ΄ και είχε φυλακιστεί με τον γιό του στην Κωνσταντινούπολη. Ο νεαρός Αλέξιος (μετέπειτα Αλέξιος Δ΄) κατόρθωσε να δραπετεύσει απο τη φυλακή και ήρθε στη δυτική Ευρώπη ζητώντας βοήθεια για να ανακτήσει τον θρόνο του πατέρα του.
Στην αρχή αποτάθηκε στον πάπα αλλά χωρίς αποτέλεσμα· κατόπιν στον γαμπρό του Φίλιππο της Σουηβίας (σύζυγο της αδερφής του Ειρήνης), ο οποίος τον έφερε σε επαφή με τους σταυροφόρους. Μετά απο μακρές διαπραγματεύσεις, που οδήγησαν σε μια αρχική συμφωνία, ο Αλέξιος έφτασε στο στρατόπεδο της Ζάρας στις 25 Απριλίου 1203. Είχε πιά αποφασιστεί οτι η Σταυροφορία θα κατευθυνόταν πρώτα πρός την Κωνσταντινούπολη.
Οι προτάσεις του Αλεξίου ήταν πραγματικά δελεαστικές. Στους σταυροφόρους υποσχέθηκε τεράστια χρηματικά ποσά επίσης ανέλαβε την υποχρέωση να τους προσφέρει στρατιωτική βοήθεια για τη συνέχιση των επιχειρήσεών τους εναντίον των μουσουλμάνων. Στον πάπα άφησε να εννοηθεί ότι θα επανεξέταζε το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών. Στούς Βενετούς δεν είχε ανάγκη να δώσει ιδιαίτερες υποσχέσεις· ήταν φανερό οτι, αν πετύχαινε η επιχείρηση, η βενετική επιρροή στο Βυζάντιο, ιδιαίτερα ως πρός το εμπόριο με την Ανατολή, θα αυξανόταν και θα γινόταν σχεδόν μονοπωλιακή.
Ετσι ο δόγης συνηγόρησε θερμά στους σταυροφόρους για να αποδεχθούν τις προτάσεις του Αλεξίου. Η Σταυροφορία παρεξέκλινε και πάλι από τον σκοπό της· μολονότι το 1203 δεν γνώριζε ακόμη κανείς που θα κατέληγε, ήταν φανερό οτι η νέα παρέκκλιση γινόταν για να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα συμφέροντα: ο πάπας ζητούσε την υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας· ο δόγης επιζητούσε την αύξηση της οικονομικής επιρροής της Βενετίας στην Ανατολή είς βάρος των κύριων ανταγωνιστών της, της Γένουας και της Πίσας· οι σταυροφόροι ήλπιζαν στα αμύθητα πλούτη, που επί τόσους αιώνες είχαν συγκεντρωθεί στη Βασιλεύουσα.
Ο συνδυασμός των επιθυμιών αυτών δεν μπορούσε παρά να καταλήξει είς βάρος της βυζαντινής αυτοκρατορίας και του ίδιου του Αλεξίου, που με τόση επιπολαιότητα αποφάσισε να οδηγήσει ξένο στρατό εναντίον της πατρίδας του. Απο τη Ζάρα, ο στόλος των σταυροφόρων κατευθύνθηκε πρός την Κέρκυρα, αφού προηγουμένως σταμάτησε στο Δυρράχιο, του οποίου οι κάτοικοι αναγνώρισαν τον Αλέξιο Δ΄ ώς βασιλέα τους. Στην Κέρκυρα υπογράφηκε ανάμεσα στους σταυροφόρους και στον βυζαντινό πρίγκιπα συνθήκη, που επισημοποιούσε τις προηγούμενες συμφωνίες. Στίς 24 Μαΐου 1203 ξεκίνησαν για την Κωνσταντινούπολη· παρέπλευσαν το Ταίναρο, σταμάτησαν στην Εύβοια και στην Ανδρο και έφτασαν στην Αβυδο, στην είσοδο των Δαρδανελλίων· παντού ο Αλέξιος Δ΄ έγινε δεκτός με επευφημίες.
Στίς 23 Ιουνίου έφτασαν στον Αγιο Στέφανο· όσοι απο τους σταυροφόρους είδαν την Κωνσταντινούπολη έμειναν κατάπληκτοι: «Δέν μπορούσαν να φανταστούν ότι υπήρχε στον κόσμο τόσο οχυρή πόλη· είδαν τα ψηλά τείχη, τους ισχυρούς πύργους, που την περιέβαλλαν, τα θαυμάσια παλάτια, τις μεγάλες εκκλησίες, που ήταν τόσο πολλές ώστε κανεὶς δὲν θα το πίστευε αν δεν τις έβλεπε με τα μάτια του.
Το μήκος της, το πλάτος της έδειχναν πως ήταν βασιλεύουσα». Με τα λόγια αυτά περιγράφει τις πρώτες εντυπώσεις του ο ιστορικος Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος. Στον Άγιο Στέφανο όμως, όπως και στη Χαλκηδόνα και στη Χρυσόπολη, της μικρασιατικής ακτής όπου έφτασαν κατόπιν οι σταυροφόροι, διαπίστωσαν οτι οι διαθέσεις των Βυζαντινών δεν ήταν πιά καθόλου φιλικές γι’ αυτούς και τον Αλέξιο Δ΄. Έγιναν επανειλημμένες συγκρούσεις. Ο Αλέξιος Γ΄ τους έστειλε πρεσβεία, και αφού τους υπενθύμισε οτι σκοπός τους έπρεπε να είναι η απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, προσφέρθηκε να τους δώσει τα αναγκαία τρόφιμα για να συνεχίσουν την πορεία τους και να φύγουν το ταχύτερο απο την επικράτειά του.
Η πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους
Διαβάσε Επίσης: Η Μάχη του Μαντζικέρτ – Η αρχή του τέλους της Βυζαντινής Μικράς Ασίας
Οι σταυροφόροι προσπάθησαν τότε να προκαλέσουν επανάσταση στην Κωνσταντινούπολη επιδεικνύοντας τον Αλέξιο Δ΄ πάνω σε γαλέρα που παρέπλεε τα θαλάσσια τείχη. Η προσπάθεια απέτυχε. Έτσι υποχρεώθηκαν να αρχίσουν τακτικές εχθροπραξίες και στις 6 Ιουλίου κατέλαβαν με έφοδο τον πύργο του Γαλατά και έσπασαν την αλυσίδα που έκλεινε την είσοδο του Κερατίου κόλπου. Η πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης άρχιζε. Ὁ στρατός των σταυροφόρων στρατοπέδευσε στο βόρειο τμήμα των χερσαίων τειχών κοντά στις Βλαχέρνες. Επανειλημμένες έξοδοι των Βυζαντινών δεν έφεραν αποφασιστικό αποτέλεσμα.
Στις 17 Ιουλίου οι λατινικές δυνάμεις εξαπέλυσαν τη γενική επίθεση στη βορειοδυτική γωνία της Κωνσταντινούπολης, απο την ξηρά και απο τη θάλασσα. Η επίθεση του στρατού ξηράς, μολονότι για μια στιγμή σημείωσε επιτυχία, τελικά αποκρούστηκε απο τους Βαράγγους της αυτοκρατορικής φρουράς. Απο την πλευρά του Κερατίου όμως, στην περιοχή του Πετρίου, οι Βενετοί κατόρθωσαν να καταλάβουν ένα τμήμα των τειχών με 25 πύργους, προσπάθησαν να προχωρήσουν στο ἐσωτερικό της πόλης αλλά αναγκάστηκαν και αυτοί να υποχωρήσουν μπροστά στην πίεση των βυζαντινών στρατευμάτων· για να καλύψουν την υποχώρησή τους, έβαλαν φωτιά στα γειτονικά σπίτια, η οποία εξαπλώθηκε εξαιτίας του ανέμου και χώρισε τους αντιμαχόμενους.
Ο Αλέξιος Γ΄ αποπειράθηκε τότε να αντεπιτεθεί στην ξηρά. Με πεζικό και ιππικό βγήκε απο τα τείχη και πλησίασε το στρατόπεδο των πολιορκητών. Δεν τόλμησε όμως να δώσει μάχη. Αφού οι δύο στρατοί έμειναν για λίγο παρατεταγμένοι ο ένας απέναντι στον άλλο, ο Αλέξιος Γ΄ διέταξε υποχώρηση και επέστρεψε στα τείχη. Την ίδια νύχτα, της 17ης πρὸς τη 18η Ιουλίου, εγκατέλειψε κρυφά την Κωνσταντινούπολη, αφού πήρε μαζί του τους βασιλικούς θησαυρούς, και κατευθύνθηκε πρός τη Θράκη. Στίς 18 Ιουλίου 1203, οι αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, αφού αποφυλάκισαν τον Ισαάκιο Β΄, τον αναγόρευσαν και πάλι αυτοκράτορα, τον εγκατέστησαν στο παλάτι των Βλαχερνών και ειδοποίησαν τους Λατίνους και τον γιό του, Αλέξιο Δ΄, για τα γεγονότα.
Ο πόλεμος σταμάτησε. Οι σταυροφόροι και οι Βενετοί έμειναν στρατοπεδευμένοι έξω απο τα τείχη στον Γαλατά, ενώ ο Αλέξιος Δ΄ έκανε την είσοδό του στην Κωνσταντινούπολη όπου, αφού φυλάκισε τους συγγενείς του Αλεξίου Γ΄, στέφθηκε αυτοκράτορας την 1η Αυγούστου· αμέσως κατόπιν ξεκίνησε για μια σύντομη εκστρατεία στη Θράκη, εναντίον του θείου του, με στρατεύματα βυζαντινά και με τμήμα των σταυροφόρων. Έφτασε ως την Αδριανούπολη, αλλά δεν προχώρησε δυτικότερα. Τον Νοέμβριο του 1203 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.
Αναταραχή στην Αυτοκρατορία
Οι θεαματικές επιτυχίες των σταυροφόρων δεν οφείλονταν μόνο στις αναμφισβήτητες στρατιωτικές ικανότητες και την τόλμη που επέδειξαν οι τραχείς αυτοί πολεμιστές της Δύσης. Το Βυζάντιο διερχόταν την εποχή αυτή βαθύτατη οικονομική και κοινωνική κρίση, που είχε ήδη απο μερικά χρόνια αρχίσει να εκφράζεται με πολιτικές ανωμαλίες. Απο την ταραγμένη βασιλεία του Αλεξίου Β΄ Κομνηνού και κυρίως απο τη βασιλεία του Ανδρονίκου Α΄ είχαν αρχίσει να φαίνονται τα συμπτώματα της αποσυνθέσης, με την εκδήλωση χωριστικών κινημάτων στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας.
Τα ιδεολογικά ρεύματα που προέρχονταν απο τη δυτική Ευρώπη αντιπροσωπεύονταν κυρίως απο τους αριστοκράτες, αλλα είχαν και φανατικούς αντίπαλους στις λαϊκές και αστικές τάξεις, οι οποίες άλλωστε υπέφεραν και περισσότερο απο τον οικονομικό ανταγωνισμό των Ιταλών εμπόρων, κυρίως των Βενετών. Η πολιτική αστάθεια, που ακολούθησε τον θάνατο του Μανουήλ Α΄, είχε ακόμη περισσότερο οξύνει τον πολιτικό διχασμό των Βυζαντινών.
Η καθαίρεση και φυλάκιση του Ισαακίου Α΄ Αγγέλου απο τον αδελφό του Αλέξιο Γ΄ δημιούργησε νέες διαιρέσεις και έδωσε την ευκαιρία σε μεγαλοαριστοκράτες των επαρχιών να διαταράξουν, ως ένα σημείο, τον έλεγχο της πρωτεύουσας, η οποία είχε γίνει πια μισητή σε όλους τους άλλους κατοίκους της αυτοκρατορίας· την θεωρούσαν ως κέντρο το οποίο τους εκμεταλλευόταν με βαριές φορολογίες, χωρίς καθόλου να φροντίζει γι’ αυτούς.
Όπως γράφει ο μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης, οι Κωνσταντινοπολίτες μέσα στην ευζωία τους δεν ενδιαφέρονταν για ο,τι συνέβαινε έξω απο τα τείχη της πρωτεύουσας. Η άφιξη των σταυροφόρων το 1203 ενίσχυσε φυσικά τις τάσεις αυτές, οι οποίες κορυφώθηκαν όταν ο Αλέξιος Γ΄, νόμιμος αυτοκράτορας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη στις 17/18 Ιουλίου και όταν επανήλθαν στον θρόνο ο Ισαάκιος Β΄ με τον γιό του Αλέξιο Δ΄. Η αυτοκρατορία βρισκόταν πια σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στις δύο νόμιμες αυτοκρατορικές αρχές. Πολλοί προσπάθησαν να επωφεληθούν απο την αναταραχή και, φυσικά, μόνοι κερδισμένοι βγήκαν στο τέλος οι σταυροφόροι.
Διαβάσε Επίσης: Η Πρώτη Σταυροφορία: Η πορεία προς την ανατολή και η κατάληψη της Ιερουσαλήμ.
Η απόφαση του Αλεξίου Γ΄ να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη υπαγορεύθηκε πιθανότατα απο εσωτερικές δυσχέρειες και δυσαρέσκειες που οφείλονταν στην πολιορκία της πόλης, στην πυρκαγιά που έβαλαν οι σταυροφόροι και γενικά στην έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε και η οποία έδωσε στους πολιτικούς του αντίπαλους την ευκαιρία να εκδηλωθούν. Η επαίσχυντη όμως αυτή φυγή δεν ήταν απλή πράξη απελπισίας. Ο Αλέξιος Γ΄ επιδίωξε, φαίνεται, να βασιστεί στην επαρχία για να ανακαταλάβει την πρωτεύουσά του. Ο ίδιος ήρθε πρώτα στην Αδριανούπολη και κατόπιν αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη Μοσυνούπολη, όπου έμεινε ως το 1204. Η βόρεια Θράκη και η Μακεδονία, απο τη Μαύρη θάλασσα ως τη Θεσσαλονίκη, του είχαν μείνει πιστές.
Φυγή του Θεόδωρου Λάσκαρη στην Νίκαια
Σε μικρό χρονικό διάστημα – πιθανώς λίγες μέρες – μετά τη φυγή του Αλεξίου Γ’, απέδρασε απο τη φυλακή και ο γαμπρός του, δεσπότης Θεόδωρος Λάσκαρης, ο οποίος κατόρθωσε να φύγει απο την Κωνσταντινούπολη με την οικογένειά του και να περάσει στη Μικρά Ασία. Παρουσιάστηκε στη σημαντική και οχυρή πόλη της Νίκαιας και ζήτησε απο τους κατοίκους της να τον δεχτούν και να τον αναγνωρίσουν ως αρχοντά τους στο όνομα του πεθερού του.
Οι κάτοικοι της Νίκαιας όμως, επειδή δεν ήθελαν να εμπλακούν σε πολιτικές διαμάχες την εποχή αυτή της γενικής αβεβαιότητας, απέρριψαν τις προτάσεις του. Χρειάστηκαν πολλές διαπραγματεύσεις για να πειστούν να δεχτούν στην πόλη τους την οικογένειά του, όχι όμως και τον ίδιο τον δεσπότη, ο οποίος αποπειράθηκε στη συνέχεια και πάλι να αναγνωριστεί από τους κατοίκους της Προύσας και των άλλων βιθυνικών πόλεων. Με τον καιρό όμως, και πιθανότατα χάρη στη στρατιωτική βοήθεια που του πρόσφεραν οι Τούρκοι του Ικονίου, κατόρθωσε να αναγνωριστεί ως «στρατηγός» της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας και να διοικήσει την περιοχή στο όνομα του πεθερού του· διέκοψε φυσικά κάθε σχέση με το καθεστώς της Κωνσταντινούπολης, επειδή θεωρήθηκε επαναστάτης.
Η κατάσταση αυτή θα διατηρηθεί ως το 1205 οπότε, μετά τη σύλληψη του Αλεξίου Γ΄ από τους σταυροφόρους, ο Θεόδωρος Λάσκαρης θα αναγορευθεί αυτοκράτορας και θα ιδρύσει το βυζαντινό κράτος της Νίκαιας.
Αυτονομιστικά κινήματα και διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Μέσα στη γενική αυτή ατμόσφαιρα του εμφυλίου πολέμου, και άλλοι τοπικοί ηγεμόνες εξεγέρθηκαν εναντίον της κεντρικής εξουσίας. Στην Πελοπόννησο, ο άρχοντας Λέων Σγουρός απο το Ναύπλιο, ο οποίος είχε ήδη αποστατήσει και καταλάβει το Αργος πριν από το 1202, είχε επεκτείνει την κυριαρχία του πρός τα βόρεια· αφού μάταια αποπειράθηκε να κυριεύσει την Αθήνα, κατέλαβε τη Θήβα και την κεντρική Εύβοια και έφτασε το 1204 στη Λάρισα. Αντίθετα, στη Λακεδαιμονια ένας άλλος τοπικός άρχοντας, ο Χαμάρετος, αντίπαλος του Σγουρού, έμεινε πιστός στην κυβέρνηση του Αλεξίου Δ΄. Αποστασία ακόμη σημειώθηκε στη Ρόδο απο τον τοπικό άρχοντα Λέοντα Γαβαλά, ο οποίος έδρασε ως ανεξάρτητος ηγέτης.
Στη Μικρά Ασία, εκτός απο την επανάσταση του Λάσκαρη, παρατηρήθηκαν πολλά τοπικιστικά κινήματα. Το ανατολικό τμήμα του Πόντου είχε φαίνεται αποσχιστεί τον Απρίλιο του 1204 η Τραπεζούντα καταλήφθηκε με ιβηρική στρατιωτική βοήθεια απο τον εγγονό του Ανδρονίκου Α΄, Αλέξιο Α΄ «Μεγάλο» Κομνηνό, ο οποίος ίδρυσε εκεί την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας πρίν ακόμη πληροφορηθεί την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης απο τους σταυροφόρους· πρόκειται για μια καθαρά χωριστική προσπάθεια. Η περιοχή της Σμύρνης, που είχε φαίνεται αποσπαστεί απο το Βυζάντιο ήδη πριν απο το 1198, εξακολούθησε να διατηρεί την αυτονομία της.
Η περιοχή της Φιλαδέλφειας, που είχε ήδη επαναστατήσει για πρώτη φορά το 1188 υπό τον τοπικό άρχοντα Θεόδωρο Μαγκαφά, το 1203 βρέθηκε πάλι ανεξαρτητοποιημένη υπό τον ίδιο άρχοντα. Η Αττάλεια είχε και αυτή δικό της ανεξάρτητο κυβερνήτη, έναν τυχοδιώκτη ιταλικής καταγωγής, ονομαζόμενο Αλδεβραντίνο. Με την πάροδο του χρόνου και άλλοι επίδοξοι αρχηγοί κρατιδίων εμφανίστηκαν, όπως ο Μαυροζώμης, ο οποίος προσπάθησε και αυτός να καταλάβει την περιοχή του Μαιάνδρου με τουρκική βοήθεια.
Έτσι, το 1203/4 η βυζαντινή αυτοκρατορία βρισκόταν σε διάλυση. Η άλλοτε ισχυρή κεντρική εξουσία ήταν πιά σκιώδης και στηριζόταν στρατιωτικά μόνο στους σταυροφόρους· οι επαρχίες, αποδιοργανωμένες εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου η των στρατιωτικών φιλοδοξιών των τοπικών αρχόντων, βρέθηκαν μεταξύ τους αντιμέτωπες και δεν είχαν ούτε τη δυνατότητα ούτε και τη διάθεση να βοηθήσουν την απειλούμενη πρωτεύουσα. Η χαώδης αυτή κατάσταση εξηγεί τη συνέχεια της ιστορίας.
Καθαίρεση του Αλέξιου Δ΄ και οριστική ρήξη με τους Σταυροφόρους
Απο την πρώτη ακόμη στιγμή άρχισαν οι προστριβές ανάμεσα στους Κωνσταντινοπολίτες και στους Λατίνους, οι οποίοι κυκλοφορούσαν πλέον ελεύθεροι μεσα στην πόλη και συμπεριφέρονταν ως κατοχική δύναμη. Η κακή συμπεριφορά τους άρχισε όμως να ενοχλεί τους Έλληνες. Τον Αύγουστο ξέσπασε μεγάλη ρήξη ανάμεσα σε Κωνσταντινοπολίτες και σε ομάδα Βενετών και Πισανών· οι ξένοι αυτοί, για να γλιτώσουν, έβαλαν φωτιές, οι οποίες εξελίχθηκαν σε τρομερή πυρκαγιά, που επί δύο μέρες κατέστρεψε μεγάλο μέρος της πρωτεύουσας. Όταν ο Αλέξιος Δ΄ επέστρεψε τον Νοέμβριο απο την εκστρατεία στη Θράκη, η κατάσταση ήταν κιόλας κρίσιμη· έγινε ακόμη κρισιμότερη όταν ο νέος αυτοκράτορας, ο οποίος είχε αδειάσει το κρατικό ταμείο για να πληρώσει ένα μέρος μονάχα απο το ποσό που είχε υποσχεθεί στους σταυροφόρους, αναγκάστηκε να τους ζητήσει να περιμένουν ως τον Μάρτιο, για να εισπράξουν τα υπόλοιπα χρήματα· περίμενε προφανώς να έρθουν στην Κωνσταντινούπολη τα έσοδα της ανοιξιάτικης φορολογίας.
Οι εκπρόσωποι των σταυροφόρων άρχισαν να τον πιέζουν και κυρίως άρχισαν να λεηλατούν τα προάστια, ενώ τα βενετικά πλοία λεηλατούσαν τις ακτές της Προποντίδος. Σημειώθηκαν επανειλημμένες ένοπλες συγκρούσεις. Τη νύχτα της 1/2 Ιανουαρίου, οι Βυζαντινοί αποπειράθηκαν χωρίς επιτυχία να πυρπολήσουν τον στόλο των σταυροφόρων. Ταυτόχρονα όμως άρχισαν να εκδηλώνονται ταραχές στην Κωνσταντινούπολη. Ο λαός, απογοητευμένος απο τη διοίκηση των Αγγέλων, άρχισε κρυφά να καταφέρεται και κατόπιν να δηλώνει ανοιχτά τη δυσαρέσκειά του. Στις 25 Ιανουαρίου 1204 το πλήθος που συγκεντρώθηκε στην Αγία Σοφία ζήτησε καθαρά να αντικατασταθεί ο αυτοκράτορας.
Όταν η σύγκλητος και οι αρχιερείς δεν έσπευσαν να συμμορφωθούν, ο απλός και ανοργάνωτος λαός αποφάσισε μόνος του να ανακηρύξει αυτοκράτορα ένα νεαρό, τον Νικόλαο Καναβό, ο οποίος μάλιστα, φαίνεται, δεν ήθελε να αναλάβει το ανώτατο αυτό αξίωμα. Πανικόβλητος ο Αλέξιος Δ΄ αποπειράθηκε να στηριχθεί ακόμη μια φορά στους σταυροφόρους στους οποίους πρότεινε να παραδώσει το παλάτι των Βλαχερνών. Η ενέργεια όμως αυτή προκάλεσε την οριστική πτώση του· τη νύχτα της 28/29 Ιανουαρίου, ο συγγενής του Αλέξιος Ε΄ Δούκας Μούρτζουφλος τον συνέλαβε, τον φυλάκισε και φρόντισε να τον εκτελέσει στις 8 Φεβρουαρίου.
Ο Ισαάκιος είχε πεθάνει λίγο νωρίτερα. Έτσι ο Μούρτζουφλος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, αφού πρώτα εκτέλεσε και τον δυστυχή Νικόλαο Καναβό. Ο νέος αυτοκράτορας προσπάθησε να οργανώσει την άμυνα της Κωνσταντινούπολης ενισχύοντας τις οχυρώσεις κυρίως απο την πλευρά της θάλασσας, που ήταν ευπρόσβλητη απο τον βενετικό στόλο. Προσπάθησε επίσης, αλλά χωρίς επιτυχία, να περιορίσει τις λεηλασίες των περιχώρων απο τους σταυροφόρους. Οι σταυροφόροι έβλεπαν πια καθαρά οτι δεν θα εισέπρατταν όσα ο Αλέξιος Δ΄ τους είχε υποσχεθεί και αποφάσισαν να αποπειραθούν ακόμη μια φορά να ανακαταλάβουν την Κωνσταντινούπολη για δικό τους λογαριασμό.
Τελική πολιορκία και Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους
Στο σχέδιο αυτό είχαν την αμέριστη υποστήριξη του δόγη αλλά και των κληρικών, οι οποίοι δήλωναν πως ο πόλεμος αυτός ήταν δίκαιος για δύο λόγους: για να εκδικηθούν τον θάνατο του Αλεξίου Δ΄ και για να αναγκάσουν τη βυζαντινή Εκκλησία να υποταχθεί στον Πάπα. Τον Μάρτιο του 1204, στο στρατόπεδο των σταυροφόρων υπογράφηκε συνθήκη που καθόριζε τι θα γινόταν μετά τη νίκη. Θα εκλεγόταν Λατίνος αυτοκράτορας, και Λατίνος πατριάρχης, απο τους οποίους ο ένας θα ήταν σταυροφόρος και ο άλλος Βενετός. Ο αυτοκράτορας θα κρατούσε το ένα τέταρτο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ τα υπόλοιπα τρία τέταρτα θα διανέμονταν εξίσου ανάμεσα στους σταυροφόρους και στους Βενετοὺς (σύμφωνα με την αρχική συμφωνία του 1202).
Καθορίστηκε με πολλές λεπτομέρειες τι θα έπαιρνε ο καθένας μέσα στην Κωνσταντινούπολη και πως θα κατανεμόταν η λεία του πολέμου. Ο βασικός σκοπός της Σταυροφορίας είχε πια αλλάξει οριστικά. Οι στρατιώτες του Χριστού απέβλεπαν πλέον στην κατάλυση της χριστιανικής αυτοκρατορίας της Ανατολής.
Έτσι και έγινε. Μια πρώτη επίθεση των σταυροφόρων το πρωί της 9ης Απριλίου 1204 εναντίον του θαλάσσιου τείχους αποκρούστηκε. Στις 12 Απριλίου όμως η επίθεση επαναλήφθηκε, στο τείχος του Κερατίου. Οι Βενετοί, που είχαν δέσει τις γαλέρες τους ανα δύο και τις είχαν υπερυψώσει με ξύλινες κατασκευές, τις οδήγησαν γεμάτες στρατό εναντίον των πύργων. Μετά απο σκληρή μάχη, το απόγευμα κατόρθωσαν να καταλάβουν δύο πύργους και να δημιουργήσουν πρώτα ένα άνοιγμα στα τείχη, κατόπιν να ανοίξουν τρείς πύλες απο όπου οι επιτιθέμενοι άρχισαν να εισχωρούν στην πόλη.
Οταν νύχτωσε, οι σταυροφόροι είχαν πιά καταλάβει ενα μικρό μέρος της περιοχής κοντά στον Κεράτιο και έβαλαν πάλι φωτιά για να προφυλαχτούν απο τυχόν νυχτερινούς αιφνιδιασμούς. Για μια ακόμη φορά, η βυζαντινὴ ηγεσία έδειξε πως δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις περιστάσεις. Την ίδια νύχτα, ο Αλέξιος Ε’ Μούρτζουφλος και πολλοί ευγενείς εγκατέλειψαν την πόλη φεύγοντας απο τις χερσαίες πύλες πρός τη Θράκη. Έτσι, όταν την επομένη οι επιτιθέμενοι άρχισαν να προχωρούν, δεν συνάντησαν καμία αντίσταση. Μόνο οι ιερείς κρατώντας σταυρούς και εικόνες ήρθαν να τους προϋπαντήσουν και να αναγνωρίσουν την εξουσία των σταυροφόρων.
Οι πολίτες της πόλης, σχηματίζοντας και αυτοί με τα δάχτυλα το σημείο του σταυρού, δήλωναν την υποταγή τους. Ίσως πίστευαν πως με τον τρόπο αυτό θα συγκινούσαν τους άγριους κατακτητές, αλλά οι ελπίδες υπήρξαν μάταιες. Ενώ οι άρχοντες των σταυροφόρων ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στα έρημα πια παλάτια, άρχισε η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης. Φόνοι, βιασμοί, αρπαγές, βεβηλώσεις, καταστροφές εκκλησιών και μοναστηριών, όλα δηλαδή όσα συνέβαιναν πάντοτε όταν γινόταν η άλωση μιάς εχθρικής μεσαιωνικής πόλης, διήρκεσαν τρείς μέρες. Οι ίδιοι οι αρχηγοί των σταυροφόρων παραδέχθηκαν οτι οι στρατιώτες τους ξεπέρασαν κάθε όριο· ο πάπας, όταν έμαθε αυτά τα γεγονότα, φαίνεται οτι εξοργίστηκε.
Αλλά όλα αυτά ήταν βέβαια λόγια θεωρητικά· οι σταυροφόροι βρέθηκαν ξαφνικά μέσα στην πλουσιότερη ίσως πόλη της εποχής τους· καθένας απο αυτούς προσπαθούσε να αρπάξει ό,τι μπορούσε. Οι συμφωνίες για τη διανομή της λείας λησμονήθηκαν και με μεγάλο κόπο εφαρμόστηκαν, όταν αποκαταστάθηκε κάπως η πειθαρχία και ηρέμησαν τα πράγματα. Τα πολύτιμα κειμήλια και τα άγια λείψανα, που τόσους αιώνες συγκεντρώνονταν στη Βασιλεύουσα, άρχισαν να μεταφέρονται στη δυτική Εὐρώπη. Λείψανα της αρπαγής σώζονται ως σήμερα στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας και σε διάφορες εκκλησίες της Γαλλίας. Οι κατακτητές πήραν τις τελευταίες φορολογικές καταστάσεις (του Σεπτεμβρίου 1203) και, κατά τις συμφωνίες του Μαρτίου 1204, μοίρασαν ολόκληρη την αυτοκρατορία ανάμεσα στον αυτοκράτορα, στους φεουδάρχες σταυροφόρους και στους Βενετούς.
Στις 9 Μαΐου έστεψαν στην Αγία Σοφία νέο δικό τους αυτοκράτορα, τον κόμη της Φλάνδρας Βαλδουίνο. Η Ανατολική Εκκλησία υποτάχθηκε στην παπική εξουσία. Ο Βενετός Θωμάς Μοροζίνης εκλέχτηκε πατριάρχης. Η βυζαντινή αυτοκρατορία είχε καταλυθεί.
«Ω πόλις, Πόλις, πόλεων πασῶν ὀφθαλμέ, ἄκουσμα παγκόσμιον, θέαμα ὑπερκόσμιον, ἐκκλησιῶν γαλουχέ, πίστεως ἀρχηγέ, ὀρθοδοξίας ποδηγέ, λόγων μέλημα, καλοῦ παντὸς ἐνδιαίτημα…».
Με τα λόγια αυτά αρχίζει τον θρήνο του για την Κωνσταντινούπολη ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης. Και παρακάτω συνεχίζει με τα λόγια του προφήτη Ιερεμία:
«ἐξεγείρου, ἐξεγείρου, ἀνάστηθι ἡ πιοῦσα τὸ ποτήριον τοῦ θυμοῦ μου… ἔνδυσαι τὴν ἰσχύν σου, ἔνδυσαι τὴν δόξαν σου· ἐκτίναξαι τὸν χοῦν καὶ ἀνάστηθι…».
Την μέρα που έπεσε η Κωνσταντινούπολη, άρχισε κιόλας να γεννιέται το πνεύμα της αντίστασης και το όραμα της ανακατάληψης της. Οι κάτοικοι των επαρχιών, οι οποίοι ως τότε μισούσαν την πρωτεύουσά τους, που τους καταπίεζε με τους σκληρούς φόρους, συγκλονίστηκαν· νέες ηγεσίες και νέες ιδεολογίες δημιουργήθηκαν.
Μετά την λεηλασία της πόλης, τα περισσότερα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μοιράστηκαν μεταξύ των Σταυροφόρων. Κάποιοι Βυζαντινοί αριστοκράτες ίδρυσαν επίσης μια σειρά από μικρά ανεξάρτητα κράτη, μεταξύ των οποίων η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, η οποία και ανακατέλαβε τελικά την Κωνσταντινούπολη το 1261, ανακηρύσσοντας την αποκατάσταση της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η αποκατασταθείσα Αυτοκρατορία δεν κατόρθωσε ποτέ να ανακτήσει την παλαιότερη εδαφική ή οικονομική της ισχύ και τελικά υπέκυψε στο ανερχόμενο Οθωμανικό Σουλτανάτο στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης του 1453.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1204 συνιστά σημαντική καμπή στη μεσαιωνική ιστορία. Η απόφαση των Σταυροφόρων να επιτεθούν στην μεγαλύτερη χριστιανική πόλη στον κόσμο ήταν πρωτοφανής και αμφιλεγόμενη. Οι αναφορές των λεηλασιών και της βαρβαρότητας των Σταυροφόρων σκανδάλισαν και τρομοκράτησαν τον Ορθόδοξο κόσμο. Οι σχέσεις μεταξύ Ρωμαιοκαθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας επλήγησαν καταστροφικά για πολλούς αιώνες και δεν αποκαταστάθηκαν ουσιαστικά ως την σύγχρονη εποχή. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έμεινε πολύ φτωχότερη, μικρότερη και τελικά λιγότερο ικανή να ανατρέψει τον εκτουρκισμό της Μικρασιατικής ενδοχώρας. Οι ενέργειες των Σταυροφόρων επιτάχυναν άμεσα την κατάρρευση της χριστιανοσύνης στα ανατολικά και μακροπρόθεσμα διευκόλυναν την επέκταση του Ισλάμ στην Ευρώπη.