Απο τις Περσίδες Πύλες ο Αλέξανδρος, βαδίζοντας ταχύτατα, έφτασε στον Αράξη, όπου βρήκε έτοιμη τη γέφυρα και την πέρασε με τον στρατό του χωρίς την παραμικρή δυσκολία. Βιαζόταν να φτάσει στην Περσέπολη, πρίν προλάβουν οι φύλακες να διαφύγουν απο εκεί με τους περσικούς θησαυρούς. Ενώ βάδιζε πρός την Περσέπολη, ο Αλέξανδρος επιτάχυνε την πορεία του, γιατί πήρε επιστολή του διοικητού της πόλης Τιριδάτου, που τον ειδοποιούσε οτι, αν έφτανε εκεί πρίν απο τους ανθρώπους του Δαρείου, θα του παρέδιδε την πόλη.
Σύμφωνα με την περιγραφή του Διοδώρου (καθώς και του Κουρτίου και του Ιουστίνου), πλησιάζοντας στην Περσέπολη ο Αλέξανδρος αντίκρισε μια εικόνα απίστευτης τραγικότητας. Ένα πλήθος ανθρώπων (γύρω στους 800), γέροι οι περισσότεροι, όλοι ακρωτηριασμένοι, άλλοι στα χέρια η στα πόδια και άλλοι στα αυτιά και στις μύτες, είχαν έρθει να τον προϋπαντήσουν κρατώντας «ικετηρίες».
Ηταν Ελληνες τεχνίτες, αιχμάλωτοι προγενέστερων Περσών βασιλέων. Τους είχαν ακρωτηριάσει, αφαιρώντας τους όλα τα μέλη, εκτός απο εκείνα που τους ήταν απαραίτητα για το επάγγελμά τους. Όλοι οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου βλέποντας τη συμφορά των ανθρώπων αυτών τους συμπόνεσαν, ο ίδιος μάλιστα ο Αλέξανδρος δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά του. Οι αιχμάλωτοι παρακάλεσαν τον βασιλιά να τους βοηθήσει, και εκείνος υποσχέθηκε να μεριμνήσει να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Αφού συζήτησαν μεταξύ τους την πρόταση του Αλεξάνδρου, έκριναν καλύτερο γι᾿ αυτούς να μη γυρίσουν στις πατρίδες τους και να μείνουν όλοι μαζί εκεί, αφού είχαν πάθει τις ίδιες κακουχίες· πίστευαν πως αν σκόρπιζαν και πήγαινε στην πόλη του ο καθένας, θα υπέμεναν δυσκολότερα τη συμφορά που τους είχε επιφυλάξει η τύχη.
Οταν ανήγγειλαν στον Αλέξανδρο την απόφασή τους, εκείνος υποσχέθηκε να δώσει στον καθένα ως δώρο 3.000 δραχμές, πέντε ανδρικές στολές και άλλες τόσες γυναικείες, δύο ζευγάρια βόδια, πενήντα πρόβατα και 50 μεδίμνους σιτάρι. Τους απάλλαξε απο κάθε βασιλικό φόρο και πρόσταξε τους επιστάτες να φροντίζουν να μην τους αδικεί κανείς.
Διαβάστε επίσης: Μάχη των Γαυγαμήλων: Η πιό αποφασιστική μάχη του Αλεξάνδρου και η ήττα της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Η Περσέπολη, η «μητρόπολη» των Αχαιμενιδών, πρέπει να προξένησε μεγάλη εντύπωση στον Αλέξανδρο (τα ερείπιά της, ακόμη και σήμερα, είναι εξαιρετικά επιβλητικά). Την ίδρυσε ο Δαρείος Α΄ και έχτισε στην ισχυρή ακρόπολη της τα μεγαλοπρεπή ανάκτορα του. Και οι διάδοχοί του, ακολουθώντας το παράδειγμά του, έκαναν το ίδιο, ισχυροποιώντας ακόμα περισσότερο το τείχος που εκείνος είχε πρώτος χτίσει. Ενώ ο Αρριανός δεν δίνει πολλές πληροφορίες, ο Διόδωρος παρέχει άφθονα στοιχεία. Την ονομάζει «πλουσιωτάτην των υπό τον ήλιον», προσθέτοντας πως ακόμη και τα ιδιωτικά σπίτια ήταν γεμάτα «εκ πολλών χρόνων παντοίας ευδαιμονίας», και δίνει γενική περιγραφή της πόλης : Γύρω απο την ακρόπολη υπήρχαν τρείς οχυρώτατοι περίβολοι. Ο ένας απο αυτούς, που ήταν τετράπλευρος, ύψους εξήντα πήχεων, είχε σε όλες τις πλευρές του χάλκινες πύλες «και παρ᾿ αυτάς σταυρούς χαλκούς εικοσιπήχεις», για να καταπλήσσουν τον επισκέπτη. Οι χάλκινες πύλες προσέφεραν ασφάλεια. Στην ανατολική πλευρά της ακροπόλεως και σε απόσταση τεσσάρων πλέθρων απο αυτήν υπήρχε ένα ύψωμα, το «βασιλικόν», όπου βρίσκονταν οι τάφοι των βασιλέων, θάλαμοι λαξευμένοι στον βράχο.
Στο υψηλότερο σημείο της ακροπόλεως ο επισκέπτης ανέβαινε απο μια επιβλητική διπλή σκάλα, στολισμένη με εξαίρετα μεγάλα ανάγλυφα και επιγραφές, χαρακτηριστικές της μεγάλης δυνάμεως του περσικού κράτους και της αμετρης αλαζονείας των Μεγάλων Βασιλέων. Οι μεγαλόπρεπες αυτές σκάλες οδηγούσαν στην επιβλητική μεγάλη αίθουσα των βασιλικών ακροάσεων (Apadana). Στο νότιο και στο ανατολικό τμήμα της ακρόπολης απλώνονταν τα ανακτορικά συγκροτήματα· απο αυτά το περισσότερο εντυπωσιακό ήταν του Ξέρξη.
Τις πύλες του φρουρούσαν φανταστικά γλυπτά ζώα και τους ψηλούς κίονες έστεφαν γλυπτά κιονόκρανα, που είχαν τη μορφή συμπλέγματος ταύρων. Εξαιρετικά υποβλητική ήταν η αίθουσα του θρόνου με τους εκατό πανύψηλους κίονες. Με χαρακτήρες σε σφηνοειδή γραφή υπογραμμιζόταν στη μεγαλόπρεπη κλίμακα : «Ετσι ορίζει ο βασιλεύς Δαρείος : η χώρα αυτή της Περσίας που μου παραχώρησε ο Ωρομάσδης, που είναι εύφορη και τρέφει καλά άλογα και γενναίους άνδρες, χάρη στον Ωρομάσδη και σε μένα, τον βασιλέα Δαρείο, εχθρό δεν φοβάται».
Ανεξήγητη παραμένει, παρά τις διαφορετικές απόψεις που διατύπωσαν νεότεροι ιστορικοί, η στάση του Αλεξάνδρου στην Περσέπολη. Ο Διόδωρος περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα τη λεηλασία της πόλης. Ο Αλέξανδρος άφησε μια ολόκληρη μέρα τους στρατιώτες να λεηλατήσουν την πόλη.
Υποστηρίχθηκε απο νεότερους ιστορικούς πως ο Αλέξανδρος, μόλις έφτασαν και οι δυνάμεις του Παρμενίωνα, συγκάλεσε στρατιωτικό συμβούλιο, «για να αποφασίσουν όλοι μαζί για την τύχη της πόλης». Αρχικά, πάντως, εξαιρέθηκαν τα ανάκτορα απο τη διαρπαγή· οι στρατιώτες μπορούσαν να λεηλατήσουν την πόλη. Ο Παρμενίων έκρινε πως δεν θα ήταν σωστή απο πολιτική άποψη η πράξη αυτή. Δεν θα έπρεπε να προσβληθούν άσκοπα τα αισθήματα του ηττημένου λαού. Ίσως, μεταξύ των δύο ανδρών, του στρατηγού και του νεαρού και ανυποχώρητου στρατηλάτη, απο εκείνη τη στιγμή να δημιουργήθηκε μια σοβαρή ψυχρότητα στις σχέσεις τους.
«Δεν θα υποτάσσονταν πια με τη θέλησή τους οι Ασιάτες στον Αλέξανδρο», είπε ο Παρμενίων, «άν δημιουργούσε ο νέος βασιλιάς την εντύπωση ότι ήταν άλλος ένας τύραννος». Ο Αλέξανδρος ισχυρίστηκε πως ήθελε να τιμωρήσει τους Πέρσες για την καταστροφή της Αθήνας απο τον Ξέρξη και για όσα άλλα κακά οι Πέρσες έκαναν στους Έλληνες. Η απόφαση να καταστραφεί η Περσέπολη ήταν απόλυτα συνεπής πρός τους σκοπούς του εκδικητικού πολέμου που του είχε αναθέσει το Κοινό των Ελλήνων.
Διαβάστε επίσης: Ο Αλέξανδρος Βασιλιάς της Ασίας: H θριαμβευτική είσοδος του στην Βαβυλώνα και η κατάληψη των Σουσών
Το κακό δεν σταμάτησε εκεί: σε μια απο τις συνηθισμένες νυχτερινές εστιάσεις, τις πολλές που γίνονταν κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης του στρατού, καθώς όλοι οι αξιωματούχοι ήταν μεθυσμένοι, σύμφωνα με στοιχεία που δίνουν, εκτός απο τον Αρριανό, όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τον Αλέξανδρο, παρασύρθηκε ο βασιλιάς απο την Αθηναία εταίρα Θαΐδα, φίλη του Πτολεμαίου, και έδωσε εντολή να πάρουν οι στρατιώτες του απο έναν πυρσό και να κάψουν και τα βασιλικά ανάκτορα. Αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη εκδίκηση για την πυρπόληση των ελληνικών ιερών απο τους Πέρσες. Μεταξύ των νεωτέρων ιστορικών το θέμα έχει προκαλέσει μεγάλες συζητήσεις. Οπωσδήποτε ο Αρριανός δεν δικαιολογεί την ακατανόητη εκείνη πράξη του Αλεξάνδρου και τονίζει: «οὐδ᾽ ἐμοὶ δοκεῖ ἐν νῷ δρᾶσαι τοῦτο ᾿Αλέξανδρος, οὐδὲ εἶναί τις αὕτη Περσῶν τῶν πάλαι τιμωρία».
Πολλοί νεότεροι απορρίπτουν τελείως την παρέμβαση της Θαΐδος, που την θεωρούν ώς στοιχείο μυθιστορηματικό. Υποστηρίχθηκε πως η πυρπόληση των ανακτόρων της Περσέπολης ήταν εσκεμμένη και μπορεί να θεωρηθεί ως «μία πολιτική διακήρυξη πρός την Ασία» εκ μέρους του Αλεξάνδρου, «σαν ένα σημείο πρός τους Ασιάτες πως πήρε εκδίκηση για την πυρπόληση του μεγάλου ναού της Βαβυλώνας απο τον Ξέρξη» και ακόμη ως απόδειξη «ότι η εξουσία των Αχαιμενιδών είχε λήξει». Αλλοι δικαιολογούν την πράξη του Αλεξάνδρου ως μια διακήρυξη πρός τους Έλληνες της κυρίως Ελλάδος, που είχαν τότε εξεγερθεί υπό την ηγεσία του Αγιδος εναντίον της μακεδονικής κυριαρχίας, πως είχε εκπληρώσει τον ρόλο του ως αρχηγός της πανελλήνιας εκστρατείας εναντίον των Περσών.
Αν απο τα Σούσα πρόσταξε ο Αλέξανδρος τον Μένητα να στείλει χρήματα στον Αντίπατρο (απο τις 3.000 τάλαντα που του έδωσε να πάρει μαζί του), αυτά προορίζονταν ασφαλώς για ενδεχόμενες μελλοντικές ανάγκες της Μακεδονίας. Η άστοχη και αδικαιολόγητη καταστροφή της Περσέπολης παραμένει μελανή κηλίδα στην ιστορία του Αλεξάνδρου, εκτός αν δεχτεί κανείς πως καθένα χωριστά και όλα μαζί, όπως το θέαμα των ακρωτηριασμένων αιχμαλώτων πρίν μπεί στην πόλη, η σθεναρή αντίσταση του Αριοβαρζάνου, η επιδεικτική χλιδή των ανακτόρων και ο υπεροπτικός τόνος των περσικών επιγραφών, προκάλεσαν τέτοια αλληλοσυγκρουόμενα αισθήματα στην ψυχή του, που τον οδήγησαν στην απόφαση της καταστροφής. Ωστόσο, πιθανόν να οδηγήθηκε σ᾿ αυτήν και απο μια άγνωστη σε εμάς αιτία. Το γεγονός, πάντως, είναι πως αποτελούσε μια σκληρή ενέργεια του μεγάλου στρατηλάτη, του ίδιου ανθρώπου που έδειξε σε άλλες περιπτώσεις μεγαλοψυχία και ευαισθησία, και ακόμη πως ήταν πρώτη απο μια σειρά πράξεις που χαρακτηρίζονταν απο έλλειψη αισθημάτων φιλανθρωπίας. Για την τύχη της περίλαμπρης πόλης είναι χαρακτηριστική η σχετική φράση του Διοδώρου: «Ἡ μὲν οὖν Περσέπολις ὅσῳ τῶν ἄλλων πόλεων ὑπερεῖχεν εὐδαιμονίᾳ, τοσοῦτον ὑπερεβάλετο τὰς ἄλλας τοῖς ἀτυχήμασιν».
Στην ακρόπολη της Περσέπολης παρέλαβε τους θησαυρούς που είχαν συγκεντρωθεί εκεί απο την εποχή του Κύρου, του πρώτου βασιλιά των Περσών. Βρέθηκαν, κατά την πληροφορία του Διοδώρου και του Κουρτίου, 120.000 τάλαντα. Αφού κράτησε όσα του χρειάζονταν για τον πόλεμο, πρόσταξε να μεταφερθούν τα υπόλοιπα στα Σούσα, όπου υπήρχε η δυνατότητα να φρουρούνται ασφαλώς απο δικές του δυνάμεις. Οι θησαυροί μεταφέρθηκαν με 10.000 ζεύγη ημιόνους και 5.000 καμήλες. Σατράπη της Περσίδος διόρισε τον Πέρση Φρασαόρτη, γιό του Ρεομίθρου. Ο Πλούταρχος δίνει, όπως συνήθως, και μερικές γραφικές λεπτομέρειες. Αντικρίζοντας ο Αλέξανδρος μέσα στα βασιλικά ανάκτορα ένα μεγάλο ανδριάντα του Ξέρξη πεσμένο καταγής, γύρισε και του απηύθυνε τον λόγο σαν να ήταν «έμψυχος»:
«Για ποιό απο τα δύο, είπε, για την εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων η για τη μεγαλοφροσύνη και την αρετή σου να σε σηκώσω πάλι στη θέση σου;». Αφού έμεινε για πολλή ώρα σιωπηλός, ύστερα γύρισε και απομακρύνθηκε. Εκεί πάλι, στην Περσέπολη, λέγεται, σημειώνει ο Πλούταρχος, πως κάθισε ο Αλέξανδρος, για πρώτη φορά, στον θρόνο των Περσών βασιλέων με τον χρυσό «ουρανίσκο».
Και όταν ο πατρικός του φίλος, και πρεσβύτης πια, Δημάρατος ο Κορίνθιος τον είδε, δάκρυσε και είπε πως όσοι απο τους Έλληνες είχαν πεθάνει στερήθηκαν τη μεγάλη απόλαυση να τον δούν να κάθεται στον θρόνο του Δαρείου. Μετά την κατάληψη κάθε πόλης γίνονταν πλούσιες δωρεές απο τον Αλέξανδρο στους συμπολεμιστές του. Σχετικά με τις δωρεές του βασιλιά στους φίλους του σε μια επιστολή πρός τον γιό της η Ολυμπιάς, πάντα κατά τον Πλούταρχο, έγραφε: «Βρές άλλον τρόπο να ευεργετείς τους φίλους σου και να τους οδηγείς στη δόξα. Με την τακτική που ακολουθείς, τους κάνεις όλους ίσους με βασιλείς και τους εξασφαλίζεις πολλούς φίλους, ενώ τον εαυτό σου τον απογυμνώνεις».
Δεν φαινόταν συνετή στην Ολυμπιάδα η απέραντη γενναιοδωρία του Αλεξάνδρου, συνεχή δείγματα της οποίας είχε και εκείνη μετά απο κάθε μάχη που κέρδιζε ο γιός της. Πάντως, περίπου αυτή την εποχή, παρ᾿ όλη την αγάπη που είχε για τη μητέρα του, μαθαίνοντας απο ένα γράμμα του Αντιπάτρου πόσο αυτή επέμενε να αναμιγνύεται στην πολιτική, έδωσε εντολή να της το απαγορεύσει. Ο Πλούταρχος δίνει επίσης χαρακτηριστικές λεπτομέρειες και για την πραγματική παραζάλη που κυρίευσε μερικούς απο τους εταίρους του Αλεξάνδρου απο τη στιγμή που έπεσαν στα χέρια τους οι θησαυροί των Περσών.
Ύστερα, ξεκίνησαν για τις Πασαργάδες, που τις παρέδωσε ο φρούραρχός τους Γοβάρης. Ο Αλέξανδρος βρήκε πάλι στο θησαυροφυλάκιο του Κύρου 6.000 περσικά τάλαντα. Εκεί, επισκέφθηκε και τον τάφο του Κύρου του Μεγάλου και έδωσε εντολή στον Αριστόβουλο να διακοσμήσει το εσωτερικό του. Ο σεβασμός που έδειξε για τον ιδρυτή του κράτους των Αχαιμενιδών ερμηνεύεται απο νεότερους ιστορικούς ως δείγμα θαυμασμού του νεαρού βασιλιά για τον μεγάλο στρατηλάτη, θαυμασμού που ασφαλώς θα του δημιουργήθηκε οταν, σε νεαρή ηλικία, θα διάβασε την «Κύρου Παιδεία» του Ξενοφώντα. Στις Πασαργάδες επισκέφθηκε τον Αλέξανδρο ο σατράπης της Καρμανίας Αστάσπης, για να του αναγγείλει πως η χώρα του ήταν στη διάθεσή του.
Βιβλιογραφία
Αθ. Καλογεροπούλου – Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
Diodorus Siculus (90–30 BC). Bibliotheca Historica.
Arrian (AD 86–146). Anabasis Alexandri.
“Alexander the Great’s Achievements”. Britannica.
Plutarch, Life of Alexander
Διαβάστε επίσης: Η πορεία του Αλέξανδρου προς την Περσέπολη: Η σύγκρουση με τους Ούξιους και η Μάχη της Περσίδας πύλης