Η Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) ανακατάληψη της Κιλικίας είναι μία σειρά συγκρούσεων και εμπλοκών μεταξύ των δυνάμεων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπό τον Νικηφόρο Β΄ Φωκά και τον Χαμδανίδη ηγεμόνα του Χαλεπίου Σαΐφ αλ-Ντάουλα (Sayf al-Dawla), για τον έλεγχο της περιοχής της Κιλικίας στη νοτιοανατολική Μ. Ασία. Μετά τις μουσουλμανικές κατακτήσεις του 7ου αι., η Κιλικία είχε γίνει μία μεθοριακή επαρχία του μουσουλμανικού κόσμου και μία βάση για τακτικές επιδρομές εναντίον των ρωμαϊκών επαρχιών στη Μ. Ασία. Όμως στα μέσα του 10ου αι. ο κατακερματισμός του χαλιφάτου των Αββασιδών και η ενίσχυση της Ρωμανίας υπό τη δυναστεία των Μακεδόνων επέτρεψαν στους Ρωμαίους να προχωρήσουν σταδιακά στην επίθεση.
Υπό τον στρατιωτικό Αυτοκράτορα Νικηφόρο Β΄ Φωκά (κυβ. 963–969) και με τη βοήθεια του στρατηγού (και μελλοντικού Αυτοκράτορα) Ιωάννη Τσιμισκή, οι Ρωμαίοι ξεπέρασαν την αντίσταση του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, ο οποίος είχε αναλάβει τον έλεγχο των πρώην αββασιδικών συνόρων στη βόρεια Συρία· ξεκίνησαν μία σειρά επιθετικών εκστρατειών και το 964–965 ανακατέλαβαν την Κιλικία. Η επιτυχημένη ανάκτηση άνοιξε τον δρόμο για την ανακατάληψη της Κύπρου και της Αντιόχειας τα επόμενα χρόνια και την εξάλειψη των Χαμδανιδών ως ανεξάρτητης δύναμης στην περιοχή.
Ιστορικό
Απο την εποχή του Βασιλείου Α΄ και κυρίως απο τη βασιλεία του Ρωμανού του Λακαπηνού το Βυζάντιο άρχισε την αντεπίθεση κατά των Αράβων. Τα κατορθώματα του Ιωάννη Κουρκούα και κυρίως η άλωση της Μελιτηνής το 934 επέτρεψαν οχι μόνο την εδαφική επέκταση της αυτοκρατορίας στο Ανατολικό σύνορο αλλά και την αποκατάσταση σχετικής ασφάλειας για τους αγροτικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, οι οποίοι παλαιότερα υπέφεραν απο τις συνεχείς αραβικές εισβολές. Το 944 όμως εγκαταστάθηκε στη Βέροια της Συρίας ο Αραβας Χαμδανίδης εμίρης Saif-ad-Dawla, ο μεγάλος πολεμιστής του Ισλάμ. Το ισχυρό κράτος που ίδρυσε θα υποχρεώσει τους Βυζαντινούς να ακολουθήσουν αμυντική πολιτική στο Ανατολικό σύνορο, πρίν εξαπολύσουν τη νέα επίθεση, που θα τους οδηγήσει στη Συρία και στην Παλαιστίνη.
Η αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων στο Ανατολικό σύνορο υπέρ των Βυζαντινών οφείλεται τουλάχιστον έν μέρει στην ομαδική μετανάστευση Αρμενίων στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Οι καταστρεπτικότατες αραβικές επιδρομές των αρχών του 10ου αι. στην Αρμενία ανάγκασαν σημαντικό μέρος του πληθυσμού της να μεταναστεύσει στο Βυζάντιο, το οποίο δέχτηκε τους πρόσφυγες, τους παραχώρησε κτήματα κοντά στα σύνορα και τους μετέτρεψε σε στρατιώτες της αυτοκρατορίας. Οι αρμένιοι στρατιώτες υπηρετούσαν κυρίως ώς πεζοί στις φρουρές των κάστρων, ήταν έτοιμοι μέσα απο τις ορεινές διαβάσεις να αποκλείσουν τη διέλευση των εχθρικών δυνάμεων και δεν παρέλειπαν κάθε τόσο να ενεργούν επιδρομές στα αραβικά εδάφη με σκοπό τη λεηλασία.
Εμφανίστηκαν στην αρχή ως συμμορίες, οι οποίες όμως ακολουθούσαν τον βυζαντινό στρατό και πολεμούσαν στο πλευρό του. Παρά την έλλειψη πειθαρχίας που τους χαρακτήριζε. Πολλοί εγκατέλειψαν τα στρατιωτικά κτήματα, που τους παραχωρήθηκαν, και μερικοί δεν δίστασαν να προσχωρήσουν στους Αραβες. Η αξία τους ως πολεμιστές γινόταν όλο και πιό εμφανής, σε εποχή πού, παράλληλα με την ανάπτυξη του βαριά οπλισμένου ιππικού, το πεζικό έπαιζε και πάλι σπουδαιότατο ρόλο στη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων.
Με τον καιρό οι νεοφερμένοι αυτοί πολεμιστές θα οργανωθούν στα νέα, μικρά θέματα, τα οποία οι πηγές ονομάζουν αρμενικά. Αλλωστε, στην ίδια συνοριακή περιοχή υπήρχαν και άλλες μειονότητες χριστιανών, που πολεμούσαν στο πλευρό των Βυζαντινών: Κούρδοι, που θέλησαν να αποφύγουν την αραβική κατοχή, άραβες, άλλοι απο τους οποίους δέχτηκαν τον Χριστιανισμό, όταν η περιοχή τους κατακτήθηκε απο την αυτοκρατορία, και άλλοι που δυσαρεστημένοι στο χαλιφάτο αυτομόλησαν στο Βυζάντιο και εκχριστιανίστηκαν χριστιανοί της Συρίας και, αργότερα, της Αιγύπτου, που μετανάστευσαν στο Βυζάντιο ύστερα απο πρόσκληση των αυτοκρατόρων.
Υπήρχε δηλαδή κατά μήκος του ανατολικού συνόρου ένα πραγματικό μωσαϊκό νεοφερμένων πληθυσμών, που είχαν ως κοινά χαρακτηριστικά τη χριστιανική θρησκεία, την αντίθεσή τους πρός το Ισλάμ και μια κάποια αφοσίωση πρός την αυτοκρατορία, που τους δέχθηκε. Οι βυζαντινές αρχές δεν φαίνεται να πίεζαν η να ενοχλούσαν τους πληθυσμούς αυτούς, μολονότι η εκκλησία της Κωνσταντινούπολης θεωρούσε πολλούς απο αυτούς και ιδίως τους Αρμενίους αιρετικούς. Αντίθετα μάλιστα, τους επέτρεπαν να ιδρύσουν νέες εκκλησίες και επισκοπές. Η ανεξιθρησκία αυτή είχε, φυσικά, κίνητρα πολιτικά. Η αυτοκρατορία είχε ανάγκη απο αυτούς τους μετανάστες για τον πόλεμο εναντίον των Αράβων.
Διαβάστε επίσης: Η ανακατάληψη της Κρήτης απο τον Νικηφόρο Φωκά και η αποκατάσταση της Βυζαντινής κυριαρχίας στην ανατολική Μεσόγειο
Τα αραβικό σύνορο της Μικράς Ασίας
Ο πόλεμος στο Ανατολικό σύνορο εμφανίζεται στην αρχή ώς μονότονη σειρά εκστρατειών που οι δύο αντίπαλοι πραγματοποιούν κάθε χρόνο, συνήθως χωρίς αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Αντικειμενικός σκοπός των εκστρατειών αυτών φαίνεται να είναι η λεηλασία, η καταστροφή και η συγκέντρωση όσο το δυνατό μεγαλύτερου αριθμού αιχμαλώτων, οι οποίοι συνήθως ανταλλάσσονται μετά απο λίγα χρόνια με αιχμαλώτους του αντιπάλου. Επιδιώκεται δηλαδή η δημογραφική και οικονομική εξασθένηση της περιοχής πρίν επιχειρηθεί η οριστική της κατάκτηση.
Το 949 τα βυζαντινά στρατεύματα κατέλαβαν οριστικά τη Θεοδοσιούπολη στην Αρμενία. Νοτιότερα όμως, η έκβαση του πολέμου υπήρξε πολύ πιο αβέβαιη. Ενώ οι Βυζαντινοί συγκέντρωσαν την επιθετικη προσπάθειά τους στη βόρεια Συρία και στη Μεσοποταμία, αποκόμισαν ασήμαντα εδαφικά κέρδη και κυρίως δεν κατόρθωσαν να εμποδίσουν τις αντεπιθέσεις του Saif-ad-Dawla, ο οποίος πραγματοποιούσε πολλές και επιτυχείς εκστρατείες στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Για την αντιμετώπιση αυτών των επιθέσεων οι Βυζαντινοί εφάρμοσαν εἰδική τακτική, η οποία περιγράφεται στο στρατιωτικό εγχειρίδιο «περί παραδρομής πολέμου». Κυριαρχούσε η ιδέα πως επειδή ο επιτιθέμενος είχε την πρωτοβουλία και είχε αυτός διαλέξει την περιοχή που θα έπληττε με τις συγκεντρωμένες ήδη δυνάμεις του, τα τοπικά στρατεύματα δεν μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν. Ο συνοριακός λοιπόν στρατηγός, μόλις αντιλαμβανόταν την εχθρική επίθεση, έπρεπε, αφού ειδοποιήσει τους αγροτικούς πληθυσμούς να καταφύγουν στα κάστρα η στα βουνά, να αποφύγει τη μάχη ώσπου να φτάσουν ενισχύσεις και να αποκτήσει την υπεροπλία.
Έπρεπε να παρακολουθεί επίσης αγρυπνα τον εισβολέα, ώστε να μην επιτρέψει στον στρατό του να τραπεί σε λεηλασία. Τέλος, έπρεπε να φροντίσει να καταλάβει τη διάβαση απο την οποία ο επιδρομέας επιδίωκε να επιστρέψει στη χώρα του, για να του αποκλείσει τη δίοδο. Ήδη το 950 ο Saif-ad-Dawla θα υποστεί τις συνέπειες της τακτικής αυτής: μετά απο επιτυχή εκστρατεία στο θέμα Χαρσιανού και μετά τη νίκη του εναντίον των κύριων βυζαντινών δυνάμεων του δομεστίκου των σχολών Βάρδα Φωκά, στην επιστροφή έπεσε σε ενέδρα των τοπικών δυνάμεων και ηττήθηκε κατά κράτος. Η ίδια περίπου ιστορία θα επαναληφθεί το 954: όταν διαπίστωσε οτι οι Βυζαντινοί του είχαν αποκλείσει τον δρόμο της επιστροφής, ο Χαμδανίδης ηγεμόνας εκτέλεσε όλους τους αιχμαλώτους του, πρίν εξαπολύσει απελπισμένη επίθεση, που του επέτρεψε να διασπάσει τον κλοιό των αντιπάλων του και να διασωθεί στην επικράτειά του μαζί με ελάχιστους πολεμιστές.
Η επιτυχέστερη όμως εφαρμογή της τακτικής αυτής έγινε το 960. Ενώ ο Νικηφόρος Φωκάς πολιορκούσε τον Χάνδακα στην Κρήτη, ο Salf-ad-Dawla επιχείρησε μεγάλη επιδρομή στη Μικρά Ασία, τη στρατιωτική διοίκηση της οποίας είχε αναλάβει ο αδελφός του Νικηφόρου, Λέων Φωκάς. Ο βυζαντινός αρχιστράτηγος δεν είχε αρκετές δυνάμεις για να αντιμετωπίσει τον εισβολέα σε ανοικτό πεδίο. Κατόρθωσε όμως να εισχωρήσει στα στενά της Ανδρασού, απο όπου ο εμίρης επιχείρησε να περάσει επιστρέφοντας πρός την Κιλικία. Στις 8 Νοεμβρίου 960 δόθηκε σκληρή μάχη, στο τέλος της οποίας οι Βυζαντινοί κέρδισαν μια απο τις περιφανέστερες νίκες της ιστορίας τους. Μολονότι ο Saïf-ad-Dawla κατόρθωσε να διαφύγει με μερικούς συντρόφους του, η στρατιά του ουσιαστικά διαλύθηκε. Οι άραβες νεκροί ήταν τόσοι πολλοί ώστε, καθώς αναφέρει ο ιστορικός Λέων ο Διάκονος, χρόνια αργότερα υπήρχαν στην περιοχή σωροί απο τα οστά τους.
Επιπλέον οι Βυζαντινοί συνέλαβαν έναν πολυ μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων τους οποίους έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη και τους πούλησαν ως δούλους. Η στρατιωτική αυτή καταστροφή προανάγγειλε την επικείμενη κατάρρευση του εμιράτου του Χαλεπίου.
Ήδη μερικά χρόνια νωρίτερα η αναμέτρηση των δυνάμεων μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων είχε αρχίσει να εμφανίζει κλίση υπέρ των πρώτων. Το βαρύ ιππικό των σχολαρίων, αποτελούμενο απο μισθοφόρους κάθε εθνικότητας, ενισχυμένο ήδη, εντυπωσίασε τους άραβες αντιπάλους. Ο δομέστικος των σχολών Βάρδας Φωκάς όμως, ενώ ήταν ικανότατος στρατηγός στο πεδίο της μάχης, ήταν εξαιρετικά φιλοχρήματος και δεν είχε το οργανωτικό πνεύμα που χρειάζεται σε έναν αρχιστράτηγο. Στην κακή διοίκησή του αποδίδουν οι πηγές τις επιτυχίες του Saif-ad-Dawla. Οταν όμως ο γιός του Νικηφόρος τον αντικατέστησε στην ύπατη στρατιωτική αρχή τα πράγματα άλλαξαν. Το 957 ο Νικηφόρος κατέλαβε και κατέστρεψε το φρούριο του Αδατα (Serayköy), μπροστά στα τείχη του οποίου ο πατέρας του Βάρδας είχε υποστεί πρίν μερικά χρόνια σκληρή ήττα.
Το 958 ο Ιωάννης Τσιμισκής εισέβαλε και λεηλάτησε τη Μεσοποταμία. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους έπεσαν τα Σαμόσατα, στη δεξιά όχθη του Ευφράτη. Το νέο χαρακτηριστικό που αρχίζει να παρατηρείται στις πολεμικές επιχειρήσεις είναι οτι οι αραβικές δυνάμεις σπάνια αποπειρώνται να ανακαταλάβουν τις πόλεις που κατακτούν οι Βυζαντινοί. Μετά την καταστροφή της Ανδρασού τα αυτοκρατορικά στρατεύματα αποκτούν μια εκπληκτική ελευθερία κινήσεων μέσα στα αραβικά εδάφη, όπου η αντίσταση φαίνεται να έχει πια οριστικά καμφθεί.
Διαβάστε επίσης: Μάχη του Ποταμού Γιαρμούκ: Η ολοκληρωτική Μουσουλμανική νίκη που τερμάτισε τη Βυζαντινή κυριαρχία στη Συρία
Οι εκστρατείες του Νικηφόρου Φωκά στην Κιλικία και τη Συρία
Κατά το τέλος του 961, οι βυζαντινές δυνάμεις, που μόλις είχαν επιστρέψει απο τη θριαμβευτική εκστρατεία της Κρήτης, επέδραμαν στην Κιλικία, στις αρχές του 962 κατέλαβαν και κατέστρεψαν την Ανάβαρζο (η Ανάζαρβο, 26 χλμ. στα βόρεια του σημερινού Ceyhan) και ανακατέλαβαν, οριστικά αυτή τη φορά, τη Γερμανίκεια και τη Δολίχη, πόλεις σημαντικότατες, κοντά στη δεξιά όχθη του Ευφράτη. Στη συνέχεια, με τον δομέστικο Νικηφόρο Φωκά επικεφαλή έφτασαν μπροστά στην πρωτεύουσα των Χαμδανιδών το Χάλεπι, νίκησαν και έτρεψαν σε φυγή τα στρατεύματα του Saif-ad-Dawla, και στις 24 Δεκεμβρίου 962 κατέλαβαν την κάτω πόλη, την οποία λεηλάτησαν και εγκατέλειψαν χωρίς να κατορθώσουν να πάρουν την οχυρότατη ακρόπολή της.
Τον Φεβρουάριο του 963 η ισχυρή αντίσταση της ακρόπολης κάμφθηκε. Κατά το 963 δεν έγιναν σημαντικές επιχειρήσεις στην Ανατολή. Το καλοκαίρι του έτους αυτού ο Νικηφόρος Φωκάς στράφηκε πρός την Κωνσταντινούπολη, όπου θα στεφθεί αυτοκράτορας στις 16 Αυγούστου. Στις αρχές όμως του 964 ο νέος δομέστικος των σχολών, Ιωάννης Τσιμισκής, βρισκόταν στην Κιλικία· εκεί συνέτριψε τις ενωμένες δυνάμεις των αραβικών πόλεων της περιοχής. Στα Αδανα (Adana) ο στρατός του Τσιμισκή προκάλεσε πανωλεθρία σε επίλεκτο αραβικό σώμα, που αντέταξε πείσμονα διήμερη αντίσταση. Το καλοκαίρι του 964 ο ίδιος ο αυτοκράτορας Νικηφόρος επέστρεψε στην Κιλικία με 40.000 στρατιώτες. Πολλές πόλεις υπέκυψαν, όπως η Ανάβαρζος (που είχε στο μεταξύ ανακαλυφθεί απο τους Αραβες) και τα Αδανα.
Η αραβική αντίσταση συγκεντρώθηκε στις μεγάλες και οχυρωμένες πόλεις της Μοψουεστίας η Μάμιστρας και της Ταρσού. Αντί όμως να επιχειρήσει συστηματική πολιορκία, ο αυτοκράτορας προτίμησε να εξαναγκάσει τις πόλεις να παραδοθούν απο την πείνα. Οι περίφημοι οπορώνες, που με τόσο κόπο και αρδευτικά έργα είχαν δημιουργηθεί απο τους Αραβες, καταστράφηκαν τελείως. Και ενώ ο βυζαντινός στρατός επέστρεψε μαζί με τον αυτοκράτορα για να ξεχειμωνιάσει στην Καππαδοκία, επίλεκτα τμήματα παρέμειναν κοντά στις δύο πόλεις για να εμποδίσουν κάθε επαφή των κατοίκων με τις αγροτικές περιοχές. Ετσι τον Ιούλιο του 965 η Μοψουεστία και στις 16 Αυγούστου του ίδιου έτους η Ταρσός, αφού μάταια περίμεναν βοήθεια απο την Αίγυπτο, αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Ο δρόμος για τη Συρία ήταν πια ανοικτός. Οι νεοκατακτημένες περιοχές οργανώθηκαν σε βυζαντινά θέματα.
Η υπεροχή των Βυζαντινών ήταν πια προφανής και η φήμη του Νικηφόρου Φωκά είχε κάνει το ηθικό των αντιπάλων του. Κανείς δεν τολμούσε να τον αντιμετωπίσει σε ανοιχτό πεδίο και οι πόλεις, μόλις πλησίαζε, έσπευδαν να παραδοθούν η να συνδιαλλαγούν μαζί του. Η εκστρατεία του 966, που στράφηκε πρώτα εναντίον της Μεσοποταμίας (Αμιδα, Μαρτυρόπολη, Νίσιβις κλπ.), συνεχίστηκε στη Συρία και κατέληξε στην Αντιόχεια, δίνει έντονα την εντύπωση ενός στρατιωτικού περιπάτου. Οι αραβικές δυνάμεις κλείστηκαν στις οχυρωμένες πόλεις και άφησαν στους Βυζαντινούς πλήρη ελευθερία για να λεηλατήσουν και να καταστρέψουν τις αγροτικές περιοχές. Συχνά οι Άραβες εξαγόραζαν την αποχώρηση των βυζαντινών στρατευμάτων με την καταβολή χρηματικών ποσών η με την προσφορά ιερών κειμηλίων του Χριστιανισμού.
Πρός το τέλος του 966, ο αυτοκράτορας αποπειράθηκε να πολιορκήσει την Αντιόχεια. Ο χειμώνας όμως τον ανάγκασε να εγκαταλείψει αυτη την επιχείρηση. Δεν επέστρεψε στο συριακό σύνορο το 967, γιατί είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των Βουλγάρων και να ρυθμίσει τους όρους σύμφωνα με τους οποίους προσαρτήθηκε στο Βυζάντιο η αρμενική χώρα του Ταρών, στα δυτικά της Θωσπίτιδος λίμνης (Van). Η προσάρτηση αυτη έγινε, φαίνεται, με τη θέληση των Βαγρατιδών ηγεμόνων της χώρας, οι οποίοι και στις αρχές του 10ου αι. είχαν υποταχθεί στην Κωνσταντινούπολη για 30 περίπου χρόνια, κατά τα οποία είχαν τον τίτλο του βυζαντινού στρατηγού. Ο Νικηφόρος Φωκάς δεν τους επέτρεψε να παραμείνουν στη χώρα τους, η οποία μετατράπηκε σε βυζαντινή επαρχία. Με τον τρόπο αυτό εγκαινιάστηκε μια νέα πολιτική του Βυζαντίου πρός τους ανατολικούς του γείτονες.
Διαβάστε επίσης: Περσικοί Πολέμοι (602-628μ.Χ): Πως ο Ηράκλειος κέρδισε τους Πέρσες και έσωσε την Αυτοκρατορία απο το χείλος της καταστροφής.
Ενώ προηγουμένως η αυτοκρατορία ασκούσε ισχυρότατη επιρροή στην Ιβηρία και στην Αρμενία, αλλά σεβόταν και προστάτευε την ανεξαρτησία των κρατών αυτών, απο τον Νικηφόρο Φωκά και πέρα θα προσανατολιστεί πρός την πολιτική των προσαρτήσεων η των ένοπλων κατακτήσεων, οι οποίες της προσφέρουν νέα εδάφη και νέους υπηκόους αλλά και της δημιουργούν νέους εχθρούς. Τον Ιούλιο του 968, ενώ η αραβική αντίσταση είχε εξασθενήσει με τον θάνατο του Saif-ad-Dawla (967), ο Νικηφόρος Φωκάς πραγματοποίησε νέα εκστρατεία στη Συρία και πάλι δεν συνάντησε ουσιαστική αντίσταση σε ανοιχτό πεδίο και πάλι οι Αραβες κατέφυγαν στις οχυρωμένες πόλεις και άφησαν αφύλακτες τις αγροτικές περιοχές. Και πάλι πολλές πόλεις παραδόθηκαν η εύκολα εκπολιορκήθηκαν. Ο αυτοκράτορας άλλωστε δεν φαίνεται να ενδιαφερόταν για άμεσα εδαφικά κέρδη και συνεπώς απέφυγε να καθυστερήσει με μακροχρόνιες πολιορκίες.
Κύριος σκοπός του ήταν η πλήρης εξασθένηση των αντιπάλων του. Ξεκινώντας απο τη βορειοανατολική Συρία, παρουσιάστηκε και πάλι μπροστά στο Χάλεπι, κατέστρεψε πολλές πόλεις της περιοχής, στράφηκε κατόπιν πρός την παραλία, όπου κατέλαβε τα Γάβαλα και την Ακρα και ανάγκασε τους διοικητές της Λαοδικείας και της οχυρότατης Τρίπολης να του πληρώσουν φόρους για να αποφύγουν την πολιορκία. Τα βυζαντινά στρατεύματα στην επιστροφή τους πρός τα βόρεια έφτασαν και πάλι μπροστά στην Αντιόχεια στις 18 Νοεμβρίου. Η σημαντικότατη όμως αυτή πόλη είχε ουσιαστικά απομονωθεί απο την ισλαμική ενδοχώρα και δεν μπορούσε να ελπίζει στη βοήθεια των εξασθενημένων οικονομικά και στρατιωτικά γειτόνων της.
Η Αντιόχεια έπρεπε να καταληφθεί. Για να το επιτύχει αυτό ο Νικηφόρος Φωκάς ακολούθησε την ίδια τακτική, που είχε οδηγήσει στην κατάληψη των πόλεων της Κιλικίας. Ενώ οι κύριες βυζαντινές δυνάμεις θα περνούσαν τον χειμώνα στην Κιλικία με διοικητή τον στρατοπεδάρχη Πέτρο, ο στρατηγός Μιχαήλ Βούρτζης με επίλεκτα τμήματα εγκαταστάθηκε στο φρούριο των Παγρών, στους πρόποδες του Αμανού (Μαύρο όρος, Kilig Dag) με εντολή να εμποδίσει κάθε επαφή των Αντιοχέων με την ύπαιθρο, απο όπου θα μπορούσαν να προμηθευτούν τρόφιμα.
Στις 28 Οκτωβρίου 969 η Αντιόχεια έπεσε, όχι όμως εξαιτίας της πείνας. Σε τολμηρή νυχτερινή επιχείρηση ο Μιχαήλ Βούρτζης με λίγους επίλεκτους άνδρες κατόρθωσε να καταλάβει δύο πύργους των τειχών και να ανοίξει την πύλη στα στρατεύματα, τα οποία λίγες μέρες αργότερα οδήγησε εκεί ο στρατοπεδάρχης Πέτρος. Η πόλη λεηλατήθηκε, και αμέσως μετά εποικίστηκε με χριστιανούς και έγινε το κύριο διοικητικό κέντρο της βυζαντινής Συρίας, ώς έδρα «δουκα» η «κατεπάνω». Ο ηθικός αντίκτυπος απο την πτώση της Αντιόχειας ήταν μεγάλος. Τα βυζαντινά στρατεύματα στράφηκαν αμέσως εναντίον του Χαλεπίου, που παραδόθηκε.
Τον Δεκέμβριο 969-Ιανουάριο 970, ενώ ο Νικηφόρος Φωκάς είχε πια δολοφονηθεί στην Κωνσταντινούπολη, ο στρατοπεδάρχης Πέτρος σύνηψε με τους διαδόχους του Saif-ad-Dawla συνθήκη ειρήνης, οι όροι της οποίας δείχνουν την έκταση της βυζαντινής νίκης. Οι κατακτήσεις του Νικηφόρου Φωκά ἀναγνωρίζονταν απο τους Αραβες, τόσο στην περιοχή του Ευφράτη όσο και στη Συρία στα δυτικά του ποταμού Ορόντη, ώς την Έμεσα. Το εμιράτο του Χαλεπίου δεχόταν καθεστώς υποτελείας στους Βυζαντινούς, με βαρύτατους φόρους και υποχρεώσεις στρατιωτικές και πολιτικές, μια απο τις οποίες ήταν η ανάθεση στον αυτοκράτορα του διορισμού διαδόχου του εμίρη. Έτσι τα εδάφη που κατέλαβαν οι Βυζαντινοί απο τους Αραβες περιβάλλονταν απο κράτος υποτελές και, θέλοντας και μη, φιλικό.
Μετά την απώλεια της Κιλικίας και της Αντιόχειας, το κράτος των Χαμδανιδών άρχισε να αποσυντίθεται γρήγορα. Μία σειρά από εξεγέρσεις θα διασπάσουν και θα συντρίψουν την εξουσία της δυναστείας, και το κράτος θα αντέξει μόλις ως το τέλος του αιώνα, πριν υποβληθεί σε υποταγή και στη συνέχεια διαλυθεί από τη δυναστεία των Φατιμιδών της Αιγύπτου, η οποία με τη σειρά της θα ανέλθει για να κυριαρχήσει στο Λεβάντε και την εγγύς Ανατολή για αιώνες. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, από την άλλη πλευρά, θα συνέχιζε να επεκτείνεται διαδοχικά υπό τους Αυτοκράτορες Νικηφόρο Β΄, Ιωάννη Β΄ Τσιμισκή και Βασίλειο Β΄. Στην πραγματικότητα, οι Ρωμαίοι θα έβλεπαν σχεδόν ανεξέλεγκτη επέκταση για περισσότερο από έναν αιώνα από τις κατακτήσεις της Κιλικίας και της Αντιόχειας, αλλά τελικά υποχώρησαν στη Σελτζουκική εξάπλωση με τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071.
Βιβλιογραφία
Νικόλαος Οικονομίδης – Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
Bianquis, Thierry (1997). «Sayf al-Dawla»
Λέοντος του Διακόνου, Ιστορίαι
Vasiliev, A. “History of the Byzantine Empire, 324–1453”
G. Schlumberger, Ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Τσιμισκής και η Βυζαντινή εποποιία, τόμος Α΄Β’, εκδόσεις Βεργίνα
Zonaras, Joannes, Annales.
Romane, Julian (2015). Byzantium Triumphant.
Whittow, Mark (1996). The Making of Byzantium, 600–1025
Διαβάστε επίσης: Μάχη του Δάρας (530μ.Χ) – H συντριπτική νίκη των Βυζαντινών επί των Περσών που ανέδειξε τον Βελισάριο, τον ικανότερο στρατηγό του Ιουστινιανού