Το ξεκίνημα του Β’ Βαλκανικού Πολέμου και η Μάχη του Κιλκίς-Λαχανά, της πιο αιματηρής μάχης της νεοελληνικής ιστορίας.

Η Βουλγαρία, γεωγραφικά τοποθετημένη απέναντι στα κέντρα ισχύος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Παρέταξε στον πόλεμο όσους στρατιώτες παρέταξαν όλοι οι υπόλοιποι σύμμαχοι μαζί και συγκράτησε στη Θράκη το κύριο σώμα του οθωμανικού στρατού που ενισχυόταν συνεχώς με ασιατικές μονάδες. Οι επίπονοι και πολυαίμακτοι αγώνες των Βουλγάρων, τους οδήγησαν στην Τσατάλτζα, στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Η κατάληψη της τελευταίας θα έδινε ίσως το αποφασιστικό πλεονέκτημα στη Βουλγαρία και ένα ισχυρό χαρτί για τις διαπραγματεύσεις της ειρήνης. 

Οπως όμως συνέβη και στην Αδριανούπολη, ο εξαντλημένος από την προσπάθεια βουλγαρικός στρατός δεν μπόρεσε να υπερβεί οχυρές θέσεις. Ετσι, η προσέγγιση στην Κωνσταντινούπολη απλώς τον εξάντλησε και τον απομάκρυνε από το κύριο πεδίο των βουλγαρικών εθνικών διεκδικήσεων, τη Μακεδονία. Το μακεδονικό ήταν για πολλές δεκαετίες κεντρικό εθνικό και πολιτικό ζήτημα. Οι αλυτρωτικές κινήσεις συνέπαιρναν το λαϊκό αίσθημα και η εγκατάλειψη της Μακεδονίας ήταν αδιανόητη. Το τέλος λοιπόν του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου βρήκε τη χώρα σε αναβρασμό, καθώς η αίσθηση της σε βάρος της αδικίας και της απώλειας της Μακεδονίας βάραινε την κοινωνία, το στρατό και τον πολιτικό κόσμο. 

Τα νέα σύνορα μετά το τέλος του Α Βαλκανικού Πολέμου

Από στρατιωτική άποψη, η βουλγαρική θέση ήταν επισφαλής. Μεγάλο μέρος του καταπονημένου στρατού της βρισκόταν καθηλωμένο στην ανατολική Θράκη, απέναντι σε ισχυρές οθωμανικές δυνάμεις, ενώ οι επίστρατοι και εθελοντές που αποκατέστασαν τις απώλειες ήταν σλαβόφωνοι της Θράκης και της Μακεδονίας που, αν και δεν στερούνταν φανατισμού και αποφασιστικότητας, ήταν παντελώς ανεκπαίδευτοι. Ο εφοδιασμός ήταν άθλιος, καθώς οι πόροι της φτωχής χώρας είχαν εξαντληθεί. Η μόνη πιθανότητα επιτυχίας ενός στρατιωτικού εγχειρήματος βρισκόταν λοιπόν στον αιφνιδιασμό, στη δημιουργία τετελεσμένων πριν η αναμενόμενη επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων θέσει τέλος στον πόλεμο.

Μέχρι τις 17 Ιουνίου, οι βουλγαρικές δυνάμεις κατείχαν την γραμμή Βερτίσκος-Πολύκαστρο, ενώ παράλληλα σχεδίαζαν και σχέδιο κατάληψης της Θεσσαλονίκης στις 19 του ίδιου μήνα.Τη νύχτα της 16ης προς 17η Ιουνίου, οι Βούλγαροι, χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου, επιτέθηκαν στους πρώην Έλληνες και Σέρβους συμμάχους τους και κατάφεραν να εκδιώξουν τους Σέρβους από τη Γευγελή , διακόπτοντας την επικοινωνία μεταξύ αυτών και των Ελλήνων. Η εξουδετέρωση του Σερβικού στρατού, πίστευαν οι Βούλγαροι στρατηγοί, θα τους επέτρεπε να στραφούν με επιτυχία προς τους Ελληνες. Το σχέδιο της επίθεσης ήταν η καταστροφή ή η πρόκληση ισχυρού πλήγματος στον έναν από τους αντιπάλους, πριν προλάβει ο άλλος να αντιδράσει. Για το λόγο αυτό η ταχύτητα στις ενέργειες είχε τον πρώτο λόγο. 

Οι εδαφικές διεκδικήσεις της Βουλγαρίας με το καφέ χρώμα.

Οι Ελληνες, από την πλευρά τους, αντέδρασαν γρήγορα αιχμαλωτίζοντας σε μία μέρα τα βουλγαρικά αποσπάσματα μέσα στη Θεσσαλονίκη. Στις 19 Ιουνίου, μόλις έγινε αντιληπτό ότι ο αιφνιδιασμός σε βάρος των Σέρβων είχε αποτύχει, ο ελληνικός στρατός πέρασε στην επίθεση σε δύο άξονες: προς το Κιλκίς και προς το Λαχανά. Η αριθμητική και ποιοτική υπεροχή των επιτιθεμένων ήταν σημαντική, από την άλλη όμως πλευρά υπήρχε ο φανατισμός και το πείσμα. Στις πρώτες κιόλας συγκρούσεις φάνηκε ότι ο νέος αυτός πόλεμος θα ήταν πολύ πιο δύσκολος και σκληρός από τον προηγούμενο.

Η μάχη του Κιλκίς, που κράτησε ώς τις 21 Ιουνίου, ήταν αληθινό σφαγείο. Μαζί με την αντίστοιχη στο Λαχανά κόστισαν στον ελληνικό στρατό 10.000 άνδρες, εκτός μάχης. Επρόκειτο για το 12% των επιτιθέμενων και οι απώλειες σε αξιωματικούς ιδιαίτερα -σκοτώθηκαν 6 διοικητές συνταγμάτων!- προκάλεσε οργανωτική κρίση στο στράτευμα, του οποίου η συνοχή κρατήθηκε χάρη στο φανατισμό των ημερών. Ο τελευταίος πήρε τη μορφή ομαδικής υστερίας τόσο στο μέτωπο όσο και στα μετόπισθεν. Παρά τις δυσκολίες, η σταθερή προέλαση του ελληνικού στρατού συνεχίστηκε προς τις ορεινές διαβάσεις με συνεχείς αψιμαχίες και συγκρούσεις και σε συνθήκες καύσωνα.

Διαβάστε Επίσης: Μάχη της Δοϊράνης (1913): Η νικηφόρα μάχη και η προέλαση του Ελληνικού στρατού στην Κεντρική Μακεδονία.

Η μάχη Κιλκίς – Λαχανά (19 – 21 Ιουνίου 1913)

Οι τέσσερις ελληνικές μεραρχίες ξεκίνησαν τα χαράματα της 19ης Ιουνίου με κατεύθυνση το Κιλκίς. Σύμφωνα με τις πληροφορίες είχαν να αντιμετωπίσουν τη 2η ταξιαρχία της βουλγαρικής 3ης μεραρχίας, 3 πεδινές πυροβολαρχίες και μια ορειβατική. Αλλα αυτές οι περιορισμένες σε αριθμό εχθρικές δυνάμεις είχαν ενισχυθεί με μονάδες αποσπασμένες από την 3η ταξιαρχία της ίδιας μεραρχίας και από τάγματα που ανήκαν στις μεραρχίες της δεύτερης γραμμής, με αποτέλεσμα να βρίσκονται παραταγμένα στα υψώματα μπροστά από το Κιλκίς συνολικά 19 βουλγαρικά τάγματα.

Την πρώτη μέρα της ελληνικής επίθεσης η 2η μεραρχία προχώρησε σύμφωνα με τις διαταγές. Το 1ο σύνταγμα δέχτηκε πυρά απο τις βουλγαρικές μονάδες που κατείχαν τα υψώματα γύρω απο το χωριό Μάνδρες. Τελικά, ενισχυμένο και απο το 7ο σύνταγμα, επιτέθηκε με τη λόγχη και εκτόπισε τον εχθρό απο τις θέσεις του στις 3.30᾿ το απόγευμα. Η 4η και η 5η μεραρχία προέλασαν κάτω απο τα πυρα του εχθρικού πυροβολικού, που ήταν τοποθετημένο στα υψώματα βορειοδυτικὰ της Ξυλοκερατιάς. Ένα τάγμα της 4ης πέρασε το Γαλλικὸ ποταμὸ και προχώρησε πρός το σιδηροδρομικό σταθμό του Σαλαμανλή.

Η παράταξη των Ελληνικών και Βουλγαρικών δυνάμεων

Τελικά, ολόκληρη η μεραρχία καθηλώθηκε κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής. Το 23ο σύνταγμα (5ης μεραρχίας) και το 16ο, που το ακολουθούσε, βρέθηκαν διαδοχικά στήν ακάλυπτη ζώνη της περιοχής Μάντρας Καρακατσανέων. Ετσι, η 5η μεραρχία είχε βαρύτατες απώλειες (1.200 νεκρούς και τραυματίες). Τελικά, τα πρώτα εχθρικά χαρακώματα καταλήφθηκαν με τη λόγχη. Στο μεταξύ η 3η μεραρχία επιτέθηκε εναντίον των Βουλγάρων, που κατείχαν τα υψώματα Ανω Αποστόλου και Γυναικοκάστρου. Οι Βούλγαροι υποχώρησαν πρός το Κιλκίς και η μεραρχία κατέλαβε τα χωριά Ξυλοκερατιά και Πέρινθος.

Την επομένη, 20 Ιουνίου, η 2η μεραρχία προχώρησε χωρίς να αντιμετωπίσει σοβαρή εχθρική αντίσταση και το απόγευμα έφτασε σε θέσεις εξόρμησης απέναντι από το Κιλκίς στα υψώματα νότια απο την Ποταμιά. Εκεί οι άνδρες της έσκαψαν ορύγματα, μέσα στα οποία θα διανυκτέρευε η μεραρχία. Ἡ 4η μεραρχία ήταν πιο προωθημένη απο τις άλλες και περίμενε να φτάσουν και οι υπόλοιπες στο ύψος της. Ξεκίνησε στίς 9.30 το πρωί και ώς το μεσημέρι είχε καταλάβει με επίθεση τα υψώματα ανατολικά του Σαριγκιόλ (Κρήστωνα). Στη συνέχεια πλησίασε πρός την κύρια εχθρική τοποθεσία μπροστά από το Κιλκίς. Τελικά καθηλώθηκε απο τα εχθρικά πυρά γύρω στίς 5 το απόγευμα σε απόσταση 800 με 1.000 μέτρα απο τα πρώτα βουλγαρικά χαρακώματα.

Χάρτης της Μάχης

Η 5η μεραρχία προέλασε με κατεύθυνση το Κιλκίς και έφτασε στις 1 το μεσημέρι νότια απο τον σιδηροδρομικό σταθμό Σαριγκιόλ. Δύο ώρες αργότερα επιτέθηκε εναντίον των εχθρικών θέσεων, με κάλυψη του ελληνικού πυροβολικού, αλλά καθηλώθηκε και αυτή στις παρυφές του χωριού. Η 3η τέλος μεραρχία προχώρησε, καταδιώκοντας απομονωμένα βουλγαρικά τμήματα, και τελικά έφτασε στα υψώματα Αρμουτζή, όπου και διανυκτέρευσε. Οι Βούλγαροι είχαν οχυρώσει την κύρια αμυντική τοποθεσία τους μπροστά απο το Κιλκίς με ένα πραγματικό δάσος ορυγμάτων, τα οποία στο κεντρικό τους τμήμα έφταναν σε βάθος τα έξι χιλιόμετρα. Τα ορύγματα ενισχύονταν με «περιβολές», που περιείχαν μια διλοχία η και ένα ολόκληρο τάγμα, και από πρόχειρα, άλλα καλοφτιαγμένα πυροβολεία. 

Βουλγαρικά χαρακώματα

Ετσι, μια κατά μέτωπο επίθεση θα είχε αβέβαιο αποτέλεσμα, θα στοίχιζε στούς επιτιθέμενους υπερβολικές απώλειες και ίσως τους καθήλωνε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Γι᾿ αυτό, το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο που βρισκόταν στήν Μπάλτζα διέταξε τη 2η μεραρχία να εκτελέσει πλευρικό νυχτερινό αιφνιδιασμό στις εχθρικές θέσεις. Η επιχείρηση ανατέθηκε σὲ δύο συντάγματα (το 1ο και το 7ο) που πέρασαν το Γαλλικό ποταμό και στις 3.30′ βρίσκονταν κοντά στα πρώτα εχθρικά χαρακώματα. Οι κινήσεις της 2ης μεραρχίας έγιναν αντιληπτὲς απο τους Βουλγάρους, που νόμιζαν ότι πρόκειται για γενική νυχτερινή επίθεση. Ακολούθησε ανταλλαγή πυρών πυροβολικού, που κράτησε περίπου μισή ώρα. Στο μεταξύ, στις 4.10′ περίπου το πρωί της 21ης Ἰουνίου, τα δύο συντάγματα κατέλαβαν την πρώτη εχθρική αμυντική γραμμή, στις 5 τη δεύτερη και έφτασαν στην τρίτη, πολύ πιο οχυρή και ενισχυμένη με δύο περιβολές. Η μάχη, σώμα με σώμα, κράτησε μέχρι τις 10 το πρωί, οπότε και ολοκληρώθηκε η κατάληψη της.

Μόλις ανέτειλε η 21η Ιουνίου επιτέθηκαν και οι υπόλοιπες μεραρχίες εναντίον των Βουλγάρων. Η 4η, με όλες τις μονάδες της στην πρώτη γραμμή, κατέλαβε με τη λόγχη ένα ένα τα εχθρικά χαρακώματα, αλλά είχε πολλές απώλειες, ιδίως σε αξιωματικούς. Η 5η μεραρχία κατέλαβε με επίθεση το Σαριγκιόλ και συνέχεια, ώρα 11, έφτασε στις παρυφές του Κιλκίς. Τέλος, η 3η μεραρχία με κάλυψη του πυροβολικού προχώρησε απο τα υψώματα Αρμουτζή πρός το Κιλκίς. Στις 11 περίπου, οι Βούλγαροι υποχώρησαν σε όλο το μήκος του μετώπου. Η υποχώρηση έγινε σε δύο φάλαγγες με κατεύθυνση τη Δοϊράνη και το Στρυμόνα. Ο Κωνσταντίνος τότε διέταξε τη γενική καταδίωξη του εχθρού. 

Η καταδίωξη εκτελέστηκε κυρίως απο την 4η και την 5η μεραρχία, οι οποίες, αφού διέσχισαν την πόλη του Κιλκίς χωρίς να σταματήσουν, έφτασαν το βράδυ στα χωριά Καρκάτ (Τέρπυλο) και Ξεροβρύση, όπου και διανυκτέρευσαν, και απο την ταξιαρχία ιππικού με δύο επιλαρχίες της, που συνέλαβαν 100 περίπου αιχμαλώτους. Ἡ 3η μεραρχία έφτασε στα υψώματα Μεταλλινού, απο όπου έβαλλε με το πυροβολικό της εναντίον του εχθρού, που υποχωρούσε. Ἡ καταπονημένη απο τη νυχτερινή επίθεση 2η μεραρχία ανασυντάχτηκε και διανυκτέρευσε στο πεδίο της μάχης. Οι συνολικές απώλειες των τεσσάρων μεραρχιών στην τριήμερη μάχη ανήλθαν σε 5.662 νεκρούς και τραυματίες. Αιχμαλωτίστηκαν 500 περίπου Βούλγαροι και περιήλθαν στον ελληνικό στρατό τρία εχθρικά πυροβόλα και πλήθος πολεμικό υλικό.

Διαβάστε Επίσης: Οι επιχειρήσεις του Ελληνικού στρατού για την απελευθέρωση της ανατολικής Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης – Απο τις Σέρρες μεχρι την απελευθέρωση της Καβάλας και της Αλεξανδρούπολης.

Η  10η μεραρχία, στο αριστερό άκρο της ελληνικής παράταξης, είχε απέναντί της τὴν 3η ταξιαρχία της 3ης βουλγαρικής μεραρχίας, που έδρευε στη Γευγελή. Ο κύριος όγκος των αντιπάλων της ήταν οχυρωμένος στα δύσβατα υψώματα του Καλλινόβου. Στίς 8 το πρωί της 19ης Ἰουνίου ξεκίνησε από τὸ Καρασούλι και, αφού επιχείρησε επίθεση εναντίον των εχθρικών θέσεων χωρίς αποτέλεσμα, ανέπτυξε τις μονάδες της ανάμεσα στο Αρτζάν και στον Αξιό. Την επομένη, απόσπασμα της κατέλαβε τη Γευγελή, που είχε εγκαταλειφθεί απο τους Βουλγάρους, και βρήκε άθικτη τη γέφυρα του Αξιού.

Το απόγευμα, μετά απο σύντομη μάχη, το απόσπασμα κατέλαβε τοὺς Εὐζώνους και στις 10 το βράδυ, ενώ βρισκόταν στο Μπαλτσίκοβο, πήρε διαταγή να κατευθυνθεί πρός το Κιλκίς. Την ίδια διαταγή έλαβε και η υπόλοιπη μεραρχία, που δὲν είχε κινηθεί εκείνη τη μέρα, και το άλλο πρωί, αφού διέθεσε ένα σύνταγμα εναντίον του Καλλινόβου, έθεσε σε πορεία τα άλλα δυο συντάγματα της πρός το Κιλκίς. Η αντίσταση όμως των Βουλγάρων πάνω στα υψώματα ήταν πολυ ισχυρή και έτσι η πορεία ανακόπηκε ωσότου διαπιστωθεί άν θα χρειαζόταν ενίσχυση του συντάγματος που εκτελούσε την επίθεση.

Το μεσημέρι διαβιβάστηκε απο το Στρατηγείο η είδηση για τη βουλγαρικὴ υποχώρηση και έτσι απερίσπαστη η 10η μεραρχία έριξε όλες τις δυνάμεις της στο Καλλίνοβο, η κατάληψη του οποίου ολοκληρώθηκε τις πρώτες απογευματινές ώρες. Οι επιχειρήσεις απο 19 μέχρι και 21 Ιουνίου είχαν στοιχίσει στη 10η μεραρχία 276 νεκρούς και τραυματίες.

Στο μεταξύ, οι δύο μεραρχίες του δεξιού της ελληνικής παρατάξεως, 1η και 6η, είχαν ξεκινήσει στις 5 το πρωί της 19ης Ιουνίου με κατεύθυνση το βορρά. Η 1η μεραρχία προχώρησε όλο το πρωί ανενόχλητη και κατέλαβε το χωριό Οσσα. Τὶς πρώτες απογευματινὲς ώρες βρέθηκε αντιμέτωπη με βουλγαρικές δυνάμεις που κατείχαν τα υψώματα του Ζαρόχου, ένα σύνταγμα δηλαδή και τρία ανεξάρτητα τάγματα της βουλγαρικής ταξιαρχίας Δράμας, καθώς και μία πεδινή πυροβολαρχία. Εναντίον τους επιτέθηκαν το 2ο και το 4ο σύνταγμα και οι Βούλγαροι υποχώρησαν, αφήνοντας στα χέρια των Ελλήνων 4 πυροβόλα. 

Λίγη ώρα αργότερα τα ελληνικά τμήματα έμπαιναν στήν Μπέροβα που οι Βούλγαροι είχαν πυρπολήσει κατά την υποχώρηση τους. Ἡ 6η μεραρχία έφτασε στις 10 το πρωί στη Γιουβέζνα (Ασσηρό) και βρήκε τη γραμμή των υψωμάτων στα βόρεια της να κατέχεται απο την 1η ταξιαρχία της 10ης βουλγαρικής μεραρχίας, ενισχυμένη με 12 πυροβόλα. Η επίθεση των Ελλήνων άρχισε στις 3.15΄ το απόγευμα, αφού προηγήθηκε μονομαχία πυροβολικού.

Μέχρι το βράδυ είχαν καταληφθεί με τη λόγχη τα υψώματα 605 και 544. Την επομένη, 20 Ιουνίου, η 1η μεραρχία συνέχισε την πορεία της σε δύο φάλαγγες. Η πρώτη, που την αποτελούσαν το 2ο και το 8ο σύνταγμα, κατευθύνθηκε πρός το Λαχανά. Όταν βρισκόταν στο μέσο περίπου της αποστάσεως Μπέροβας – Λαχανά, δέχτηκε πυρά απο τα εχθρικά χαρακώματα και καθηλώθηκε στις θέσεις της. Η δεύτερη φάλαγγα (4ο σύνταγμα πεζικού) ακολούθησε το δρομολόγιο Οσσα – Νικόπολη – Λιγκοβάνη (Ξυλόπολη). Στη Νικόπολη έτρεψε σε φυγή τοπικά σώματα κομιτατζήδων, όταν όμως έφτασε και αυτή στο ύψος της πρώτης φάλαγγας καθηλώθηκε με τη σειρά της απο τα εχθρικά πυρά.

 Η 6η μεραρχία βρήκε το πρωὶ της ίδιας μέρας τα απέναντι της υψώματα εγκαταλειμμένα απο τους χθεσινούς της αντιπάλους, που είχαν τη νύχτα υποχωρήσει πρός το Λαχανά. Προχώρησε πρός το βορρά και κατέλαβε τη Λιγκοβάνη. Κατά το μεσημέρι είχε και αυτή καθηλωθεί απο τα εχθρικά πυρά στα υψώματα βόρεια απο τη Λιγκοβάνη. Τὶς πρώτες απογευματινὲς ώρες έφτασε στο πεδίο της μάχης και η ελληνική μοίρα πεδινού πυροβολικού και έτσι οι δύο μεραρχίες απέκτησαν την απαραίτητη κάλυψη για να επιχειρήσουν επίθεση. 

Σε πρώτη γραμμή επιτέθηκαν το 2ο και το 4ο σύνταγμα της 1ης μεραρχίας, καθώς και το 17ο πεζικό και το 1ο ευζώνων τής 6ης. Στὶς 6 περίπου το απόγευμα έφτασαν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τις εχθρικές γραμμές, όπου και εγκατέστησαν προφυλακές. Λίγη ώρα αργότερα έφτασε εκεί και το 1ο σύνταγμα πυροβολικού και τοποθετήθηκε πάνω στό ύψωμα Πέικοβα Τσούκα. Τη νύχτα της 20ης πρὸς 21η Ιουνίου οι δύο μεραρχίες έλαβαν διαταγή του Γεν. Στρατηγείου να συγκροτήσουν απόσπασμα απο δύο συντάγματα και να το αποστείλουν για ενίσχυση στο Κιλκίς. Έτσι το άλλο πρωί καταναλώθηκε με τη συγκρότηση και συγκέντρωση του αποσπάσματος και δεν επιχειρήθηκε επίθεση εναντίον του εχθρού. 

Βουλγαρικά χαρακώματα

Οι Βούλγαροι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και επιχείρησαν αντεπίθεση, που εξανάγκασε την 6η μεραρχία να συμπτυχθεί. Το μεσημέρι όμως αναγγέλθηκε η νίκη στο Κιλκίς και ανακλήθηκε η διαταγή αποστολής του αποσπάσματος. Έτσι, στίς 3 το απόγευμα, οι δύο μεραρχίες επιτέθηκαν συντονισμένα εναντίον των εχθρικών χαρακωμάτων. Μετά απο αντίσταση μιάς ώρας περίπου οι Βούλγαροι, πού είχαν και αυτοί πληροφορηθεί την έκβαση της μάχης τού Κιλκίς, υποχώρησαν άτακτα πρός τα βορειοανατολικά, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 16 από τα 24 πυροβόλα τους και περίπου 1.300 τουφέκια. Οι Έλληνες τους καταδίωξαν μέχρι το 63ο χιλιόμετρο της οδού Θεσσαλονίκης – Σερρών και συνέλαβαν 500 περίπου αιχμαλώτους. Ο τριήμερος αυτὸς αγώνας είχε στοιχίσει στις δύο μεραρχίες 2.701 νεκρούς και τραυματίες. 

Στο Λαχανά τα 18 τάγματα τους είχαν αντιμετωπίσει 20 βουλγαρικά τάγματα (8 της 1/10ης ταξιαρχίας και 12 της ταξιαρχίας Δράμας). Ἡ 7η μεραρχία αποτελούσε το άκρο δεξιό του ελληνικού στρατού. Το πρωί της 19ης Ιουνίου, αφού άφησε ένα σύνταγμα στον Ασπρόβαλτο, ξεκίνησε με κατεύθυνση τη Νιγρίτα. Στο Σούλοβο (Σκεπαστό) το 20ό σύνταγμα μετά σύντομη μάχη, έτρεψε σε φυγή 3 βουλγαρικά τάγματα, ενισχυμένα με μια ορειβατική πυροβολαρχία. Η μάχη στοίχισε στο σύνταγμα 30 νεκρούς και 169 τραυματίες. 

Το άλλο πρωί τα πρώτα τμήματα έμπαιναν στη Νιγρίτα, που είχε πυρποληθεί απο τους Βουλγάρους κατά την υποχώρηση τους μετά το Σούλοβο. Οσοι απο τους άμαχους είχαν μείνει στην πόλη είχαν κατακρεουργηθεί. Την επομένη η 7η μεραρχία συνέχισε την πορεία της πρός τα βορειοδυτικά και το απόγευμα η εμπροσθοφυλακή της αντιλήφθηκε, απο απόσταση, τις βουλγαρικές φάλαγγες που υποχωρούσαν απο το Λαχανά, να κινούνται προς τα βορειο-ανατολικά χρησιμοποιώντας την οδὸ Θεσσαλονίκης – Σερρών.

Συνέπειες

Η ήττα της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς από τους Έλληνες ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική καταστροφή που υπέστησαν οι Βούλγαροι στον 2ο Βαλκανικό πόλεμο. Βουλγαρικές πηγές υπολόγισαν συνολικά 6.971 θύματα.  Οι Έλληνες φέρεται να υπέστησαν 8.828 απώλειες. Στα βουλγαρικά δεξιά οι Εύζωνες κατέλαβαν τη Γευγελή και τα υψώματα του Ματσίκοβου. Ως αποτέλεσμα, η βουλγαρική γραμμή υποχώρησης μέσω της Δοϊράνης απειλήθηκε και ο στρατός του Ιβάνοφ άρχισε μια απελπισμένη υποχώρηση. Οι ενισχύσεις ήρθαν πολύ αργά και εντάχθηκαν στην υποχώρηση προς τη Στρούμιτσα και τα βουλγαρικά σύνορα. Οι Έλληνες κατέλαβαν τη Δοϊράνη στις 5 Ιουλίου, αλλά δεν μπόρεσαν να αποκόψουν τη βουλγαρική υποχώρηση μέσω του περάσματος Στρούμα. Στις 11 Ιουλίου, οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με τους Σέρβους και στη συνέχεια ανέβηκαν τον ποταμό Στρούμα μέχρι να φτάσουν στο φαράγγι της Κρέσνας στις 24 Ιουλίου.Οι απώλειες της μάχης ήταν οι βαρύτερες στη νεοελληνική στρατιωτική ιστορία. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν ένας θρίαμβος για τους Έλληνες και ενίσχυσε τη δημοτικότητα του νέου Βασιλιά. Λόγω της σημασίας της για τους Έλληνες, η Μάχη του Κιλκίς έδωσε το όνομά της σε ένα ελληνικό θωρηκτό, το Κιλκίς , το 1914.

Διαβάστε Επίσης: Η Ελληνική προέλαση στο Βουλγαρικό έδαφος, οι μάχες της Κρέσνας και Σιμιτλί και το τέλος του Πολέμου

Μάχη του Ροκρουά (1643): Η καθοριστική μάχη του Τριακονταετή Πολέμου που έφερε στο προσκήνιο τη Γαλλία και έπληξε σημαντικά την Ισπανική στρατιωτική δύναμη.

Τριακονταετής Πόλεμος (1618 - 1648) Η μάχη του Ροκρουά είχε ως συνέπεια την αρχή του τέλους της ισπανικής χερσαίας στρατιωτικής δύναμης κατά τον 17ο αιώνα....

Mάχη της Μαντινείας: Οι Σπαρτιάτες αντιμετωπίζουν τον Πελοποννησιακό συνασπισμό και τους Αθηναίους σε μία από τις μεγαλύτερες μάχες της αρχαιότητας μεταξύ οπλιτών.

Η Μάχη της Μαντίνειας το 418 π.Χ. έμεινε στην ιστορία ως η μεγαλύτερη μάχη μεταξύ οπλιτών του Πελοποννησιακού Πολέμου. Το 418 π. Χ....