Η Μάχη της Μυκάλης
Η ήττα του περσικού στόλου στη Σαλαμίνα είχε παρακινήσει ορισμένες πόλεις του βόρειου Αιγαίου να εξεγερθούν κατά των Περσών. Σημαντικότερες από αυτές ήταν η Όλυνθος και η Ποτίδαια. Ο Αρτάβαζος τις πολιόρκησε και τις δύο με το στρατό των 60.000 ανδρών που συνόδευε τον Ξέρξη πίσω στη Μικρά Ασία. Η Όλυνθος καταλήφθηκε ύστερα από μια αποφασιστική επίθεση και ο πληθυσμός της σφαγιάστηκε, ώστε να αποθαρρυνθούν οι όποιες άλλες εξεγέρσεις. Η Ποτίδαια όμως δεν ήταν τόσο εύκολος στόχος και ο Αρτάβαζος, αφού την πολιόρκησε επί τρεις μήνες, εγκατέλειψε την προσπάθεια και πήγε να συναντήσει τον Μαρδόνιο.
Μετά τη Σαλαμίνα οι Έλληνες άργησαν πολύ να αναλάβουν την πρωτοβουλία νέων επιχειρήσεων στη θάλασσα. Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται ίσως στὶς διαφωνίες που είχαν ανακύψει μεταξύ των Ελλήνων για την αποδοχή ενός κοινού σχεδίου επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στην ξηρά. Την άνοιξη του 479 π.Χ. ο ελληνικός στόλος ήταν συγκεντρωμένος στην Αίγινα. Μόνο στα μέσα του καλοκαιριού προχώρησε ως τη Δήλο και εγκατέστησε εκεί τη βάση του, για να επιτηρεί τον περσικό στόλο ποὺ ήταν αγκυροβολημένος στη Σάμο.
Για τη δύναμη του ελληνικού στόλου οι πληροφορίες είναι αντιφατικές : Ο Ηρόδοτος τον ανεβάζει σε 110 πλοία, ενώ ο Έφορος σε 250. Πάντως στα μέσα του καλοκαιριού του 479 π.Χ. πρεσβεία από τη Σάμο, με αρχηγό τον Ηγησίστρατο (το όνομα του σημαίνει οδηγός του στρατού και ο Λεωτυχίδης το μεταχειρίστηκε σάν καλό οιωνό για να αναλάβει την επιχείρηση), ήρθε στή Δήλο και παρουσιάστηκε στούς αρχηγούς των Ελλήνων, στον βασιλιά της Σπάρτης Λεωτυχίδη και στον Αθηναίο στρατηγό Ξάνθιππο, και ανακοίνωσε ότι οι Ίωνες ήταν έτοιμοι να αποτινάξουν τον περσικό ζυγό και ότι ζητούσαν τη βοήθεια του ελληνικού στόλου.
Ο Πέρσης στρατηγός Τιγράνης που στρατοπέδευσε στο ακρωτήριο τής Μυκάλης, κοντά στίς εκβολές του ποταμού Μαιάνδρου απέναντι απο τη Σάμο, διέθετε πολύ περιορισμένες δυνάμεις (κατά τον Ηρόδοτο, 60.000 άνδρες αριθμός πιθανώτατα πολύ μεγάλος). Σε αυτές περιλαμβάνονταν και Ίωνες, που η νομιμοφροσύνη τους ήταν πολύ αμφίβολη. Έτσι οι Πέρσες αρχηγοί τους απομάκρυναν απο το στρατόπεδο η τους αφόπλισαν πρίν από τη μάχη. Οί Πέρσες ναύαρχοι δεν διέθεταν επίσης μεγάλες δυνάμεις. Ο Ηρόδοτος ανεβάζει τον αριθμό των πλοίων τους σε 300, μαζί με τα Ιωνικά.
Τα φοινικικά πλοία όμως είχαν φύγει για τη Φοινίκη, πρίν από τη μάχη, και αν περιλαμβάνονταν στα 300, τότε ο στόλος πού βρισκόταν στη Σάμο έπρεπε να είναι αισθητά μικρότερος. Σε αυτή την αδυναμία βρίσκονταν οι Πέρσες ναύαρχοι, όταν ο ελληνικός στόλος κατευθύνθηκε πρός τη Σάμο. Γι᾿ αυτό εγκατέλειψαν τη Σάμο και έπλευσαν προς τη Μυκάλη, έσυραν τα πλοία τους στήν ακτή και ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον στρατό του Τιγράνη. Εκεί οχύρωσαν το στρατόπεδο τους με ένα ξύλινο τείχος που θυμίζει το τείχος του Μαρδονίου κοντά στη Θήβα, κατά τη μάχη των Πλαταιών.
Αλλά οι Έλληνες δεν παραιτήθηκαν απὸ τα σχέδια τους και χτύπησαν τον εχθρό στο κρησφύγετο του. Ο ελληνικός στόλος έπλευσε στη Μυκάλη και αποβίβασε χωρίς εμπόδιο 5.000 – 6.000 πεζοναύτες (επιβάτες), καλώντας τους Ίωνες να εγκαταλείψουν τους κυρίους τους και να ενωθούν μαζί τους.
Οι Πέρσες παρατάχθηκαν εμπρός απο το στρατόπεδο τους. Το βουνό τους προστάτευε από τα ανατολικά. Ηταν ήδη μεσημέρι, όταν αποβιβάστηκαν οι Έλληνες λίγο ανατολικά απο το εχθρικό στρατόπεδο. Την αριστερή πτέρυγα αποτελούσαν οι Αθηναίοι, το κέντρο οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι και οι Τροιζήνιοι, τη δεξιά πτέρυγα οι Σπαρτιάτες. Άθηναίοι, Κορίνθιοι, Σικυώνιοι και Τροιζήνιοι προχώρησαν κατά μήκος της ακτής σε ομαλό πεδίο, ενώ οι Σπαρτιάτες προχώρησαν απο κάποια χαράδρα και απο τα βουνά για να περικυκλώσουν τον εχθρό.
Τα στρατεύματα της αριστερής πτέρυγας και του κέντρου επιτέθηκαν πρώτα εναντίον του εχθρού. Οι Πέρσες, όπως στις Πλαταιές, σχημάτισαν ένα τείχος με τις ξύλινες ασπίδες τους και πολέμησαν σκληρά πίσω απο αυτό. Ο αγώνας ήταν σφοδρός, ακόμα και όταν οι Έλληνες ανέτρεψαν το τείχος των ασπίδων. Τέλος, οι Πέρσες κατέφυγαν στο οχυρωμένο στρατόπεδο τους, μέσα στο οποίο εφόρμησαν οι Έλληνες. Αλλά οι Πέρσες είχαν να αντιμετωπίσουν εκεί και τους Ίωνες, που μόλις αντιλήφθηκαν την περσική ήττα, επαναστάτησαν με αρχηγούς τους αφοπλισμένους Σάμιους.
Διαβάστε Επίσης: Ναυμαχία της Σαλαμίνας: Ο Θεμιστοκλής συντίβει τον Περσικό στόλο και οδηγεί τους Έλληνες σε μια απο τις ενδοξότερες νίκες στην ιστορία.
Έτσι ο εχθρός έπαυσε την αντίσταση μέσα στο ίδιο το στρατόπεδο του και ζήτησε καταφύγιο στο βουνό. Μόνο τα καθαυτό περσικά τμήματα του στρατού αγωνίζονταν ακόμη σε μικρές ομάδες με τους Έλληνες, που όλο και περισσότεροι εισχωρούσαν στο στρατόπεδο. Η άφιξη των Σπαρτιατών έθεσε τέρμα στὴ μάχη. Ο κύριος όγκος του περσικού στρατού προσπάθησε να διαφύγη απο τα βουνά προς την κατεύθυνση της Εφέσου, αλλὰ οι Μιλήσιοι, που είχαν τοποθετηθεί απὸ τοὺς Πέρσες να φρουρούν τις ορεινές διαβάσεις, στασίασαν και βοήθησαν στὴν εξόντωση των φυγάδων.
Κατά τον Ηρόδοτο, οι Έλληνες, πρίν επιστρέψουν στη Σάμο, πυρπόλησαν τα περσικά πλοία που βρήκαν τραβηγμένα στην ακτή.
Οι συνέπειες της Μυκάλης
Η νίκη της Μυκάλης έδωσε το σύνθημα της γενικής εξέγερσης των Ιώνων, ποὺ ήθελαν να αποτινάξουν τον περσικό ζυγό. Οι τύραννοι και οι περσικές φρουρὲς εκδιώχθηκαν απὸ παντού. Οι Ίωνες ζήτησαν να γίνουν μέλη της Ελληνικής συμμαχίας, για να αποφύγουν την εκδίκηση των Περσών. Οί Σπαρτιάτες όμως δεν έκριναν οτι οι δυνάμεις των Ελλήνων ήταν σε θέση να προστατεύσουν την ανεξαρτησία των Ιωνικών πόλεων και αρνήθηκαν να αναλάβουν μόνιμες υποχρεώσεις στη Μ. Ασία. Δὲν είναι ασφαλώς εύκολο να πεί κανεὶς άν η απόφασή τους αυτὴ ήταν τόσο ορθή, όσο γενικὰ κρίνεται.
Ίσως οι Έλληνες, παρ᾽ όλες τις νίκες τους στη Σαλαμίνα, στις Πλαταιὲς και στι Μυκάλη, να μην είχαν συνείδηση της δυνάμεώς τους και της περσικής αδυναμίας. Λίγο αργότερα, όταν η Αθήνα ανέλαβε την προστασία των Ιωνικών πόλεων και τον επιθετικο πόλεμο εναντίον των Περσών, αποδείχθηκε ανίκανη νσ νικήσει σποφασιστικὰ τους Πέρσες στην ξηρά, αλλὰ αυτὸ βέβαια δὲν προδικάζει ότι θσ συνέβαινε το ίδιο, αν τον πόλεμο εναντίον της Περσίας τὸν διεξήγαγαν μαζὶ η Σπάρτη και η Αθήνα.
Κατὰ τὸν Ηρόδοτο, οι Σπαρτιάτες αντιπρότειναν ένα σχέδιο πρακτικὰ ανεφάρμοστο: να μεταναστεύσουν οι Ίωνες στὴν Ελλάδα και να εγκατασταθούν στις πόλεις απο όπου είχαν μεταναστεύσει. Είναι πολὺ αμφίβολο άν οι Σπαρτιάτες έκαναν αυτή την πρόταση, που θα ήταν ίσως δικαιολογημένη. Μια τέτοια πρόταση θα μπορούσε να γίνει δεκτὴ μόνο κάτω απὸ τον άμεσο κίνδυνο εξανδραποδισμού του μικρασιατικού Ἑλληνισμού.
Όπως και αν έχει το πράγμα, δὲν αντιμετωπίστηκε σοβαρὰ ούτε η είσοδος των Ιώνων στη συμμαχία ούτε η μετανάστευσή τους στην ῾Ελλάδα. Οι Έλληνες δέχθηκαν στὴ συμμαχία τους μόνο τη Λέσβο, τη Χίο και τη Σάμο, Η ίδια η Αθήνα όμως άρχισε απο τότε να συνάπτει ιδιαίτερες συμμαχίες με πόλεις της Ιωνίας και του Ελλησπόντου και να ετοιμάζει έτσι την πρώτη Αθηναϊκή συμμαχία,
Αμέσως μετά τη Μυκάλη, οι Έλληνες αποφάσισαν να καταστρέψουν τις γέφυρες στή Σηστό, για να εμποδίσουν την επιστροφὴ των υπολειμμάτων του στρατού του Μαρδονίου στὴν Ασία και για να υποστηρίξουν την επανάσταση των πόλεων του Ἑλλησπόντου. Οταν όμως έφθασαν τα ελληνικά πλοία στὴν Άβυδο, βρήκαν τις γέφυρες κατεστραμμένες από τρικυμία. Το φθινόπωρο πλησίαζε και οι Έλληνες επιθυμούσαν να επιστρέψουν στις πόλεις τους. Έτσι τα πλοία των περισσοτέρων πόλεων γύρισαν στην Αίγινα. Μόνο οι Αθηναίοι, με αρχηγό τον Ξάνθιππο, αποφάσισαν να μείνουν για να επιχειρήσουν την κατάληψη της Χερσονήσου. Πέρασαν λοιπόν απὸ την Άβυδο στη Σηστὸ και την πολιόρκησαν.
Διαβάστε Επίσης: Η Μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ.)
Ή κατάληψη της Σηστού (άνοιξη του 478 π.Χ.) απὸ τους Αθηναίους έγινε ύστερα από πολύμηνη πολιορκία· τελικά η περσική φρουρά κατάφερε να διαφύγει με έξοδο, αλλα εξοντώθηκε στοὺς Αιγός Ποταμούς. Η κατάληψη της Σηστού εξασφάλισε την είσοδο του Βοσπόρου, τον έλεγχο των Στενων και συνεπώς τον ανεφοδιασμό της Αθήνας με σιτηρά απο την Ταυρική Χερσόνησο (Κριμαία). Η Σηστός αποτέλεσε τὸν πρώτο σταθμό για την αθηναϊκὴ ναυτικὴ αυτοκρατορία. Με την κατάληψη της Σηστού τελειώνει η Ἱστορία του Ἡροδότου.
Ἐν τω μεταξὺ οι Σπαρτιάτες απαίτησαν τον αποκλεισμό απο τη Δελφικὴ Αμφικτιονία όλων τών κρατών που δεν πολέμησαν εναντίον των Περσών. Ὁ Θεμιστοκλής ματαίωσε το σπαρτιατικό σχέδιο και έσωσε την Αμφικτιονία. Ηθελε ίσως να αποτρέψει την κυριαρχία των Σπαρτιατών στο συμβούλιο των
Αμφικτιόνων και έμμεσα στὴν Κεντρικὴ Ελλάδα. Πράγματι, με αυτόν ακριβώς τον τρόπο μετά από 150 χρόνια ο Φίλιππος της Μακεδονίας, και ακόμη αργότερα οι Αιτωλοί, θα κυριαρχήσουν στὴν Κεντρικὴ Ελλάδα.
Τὸ 477 π.Χ. οι Σπαρτιάτες, με αρχηγό τον Λεωτυχίδη, εξεστράτευσαν στη Θεσσαλία, για να τιμωρήσουν τους Αλευάδες της Λάρισας. Η εκστρατεία απέτυχε, ο βασιλιάς Λεωτυχίδης κατηγορήθηκε για δωροδοκία και εξορίσθηκε. Ασφαλώς υπήρξε θύμα του αγώνα μεταξύ των εφόρων και της βασιλικής εξουσίας, όπως νωρίτερα ο Κλεομένης και αργότερα πιθανώς ο Παυσανίας.
Απο τη στάση της Σπάρτης και της Αθήνας μετα τη Μυκάλη, γίνεται φανερό ότι η πολιτική των δύο πόλεων διαφοροποιείται. Ενώ οι Σπαρτιάτες περιορίζονται στην ενίσχυση της θέσης τους στην Πελοπόννησο και στήν Κεντρική Ελλάδα, οι Αθηναίοι συλλαμβάνουν μια ευρύτερη πολιτική. Στην απόφαση του Ξανθίππου να πολιορκήσει μόνος τη Σηστό, υπάρχει ο πυρήνας της Αθηναϊκής εξωτερικής πολιτικής κατά την Πεντηκονταετία, της πολιτικής δηλαδή που έμελλε να εφαρμόσει ο γιός του Περικλής.
Η πολιτικὴ αυτὴ είχε ως στόχους την προστασία του Ελληνισμού του Ελλησπόντου και της Μικράς Ασίας, τη δημιουργία της πρώτης Αθηναϊκής συμμαχίας και τον επιθετικό πόλεμο εναντίον των Περσών. Παράλληλα ο διαχωρισμός των Αθηναίων και των Σπαρτιατών εμπρός απὸ τα τείχη της Σηστού συμβόλιζε και προοιώνιζε τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο πόλεις, που θα κατέληγε στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Ενώ για τους Σπαρτιάτες η Μυκάλη ήταν το τέλος του εθνικού αμυντικού πολέμου, για τους Αθηναίους η Σηστός ήταν η απαρχή του αθηναϊκού επεκτατισμού.
Βιβλιογραφία
Philip de Souza – The Greek and Persian Wars 499-386 BC
History Volume 4: Persia, Greece and the Western Mediterranean c. 525 to 479 BC
Andrew Robert, Persia and the Greeks. The Defence of the West c. 546-478 BC
Green, Peter, The Year of Salamis 480-479 BC
Plutarch, The Rise and Fall of Athens
The Persian Empire from Cyrus Il to Artaxerxes I
Διαβάστε Επίσης: Η Μάχη των Πλαταιών: Ο Ελληνικός συνασπισμός εξολοθρεύει την περσική απειλή και περνάει στην αντεπίθεση.