Η Μάχη των Πλαταιών: Ο Ελληνικός συνασπισμός εξολοθρεύει την περσική απειλή και περνάει στην αντεπίθεση.

Ιστορικό Υπόβαθρο

Η Μάχη των Πλαταιών ήταν η τελευταία χερσαία μάχη κατά τη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα. Πραγματοποιήθηκε το 479 π.Χ. κοντά στην πόλη Πλαταιές της Βοιωτίας μεταξύ μιας συμμαχίας των ελληνικών πόλεων-κρατών (συμπεριλαμβανομένης της Σπάρτης , της Αθήνας , της Κορίνθου και των Μεγάρων) και της Περσικής Αυτοκρατορίας του Ξέρξη Α’ (συμμαχική με τους Βοιωτούς, Θεσσαλoύς και Μακεδόνες).

Το προηγούμενο έτος η περσική δύναμη εισβολής, με επικεφαλής τον Πέρση βασιλιά αυτοπροσώπως, είχε σημειώσει νίκες στις μάχες των Θερμοπυλών και του Αρτεμισίου και κατέκτησε τη Θεσσαλία, τη Φωκίδα, τη Βοιωτία, την Εύβοια και την Αττική. Ωστόσο, στη μάχη της Σαλαμίνας που ακολούθησε , το συμμαχικό ελληνικό ναυτικό είχε κερδίσει μια απίθανη αλλά αποφασιστική νίκη, εμποδίζοντας την κατάκτηση της Πελοποννήσου. Στη συνέχεια, ο Ξέρξης υποχώρησε με μεγάλο μέρος του στρατού του, αφήνοντας τον στρατηγό του Μαρδόνιο να τελειώσει τους Έλληνες το επόμενο έτος.

Χάρτης που δείχνει την περίοδο των Περσικών πολέμων.

O διοικητής των περσικών δυνάμεων που έμειναν πίσω στην Ελλάδα, ο Μαρδόνιος ήταν ξάδερφος και γαμπρός του Ξέρξη. Υποδιοικητής τους ήταν ο Αρτάβαζος, ο οποίος αργότερα έγινε ένας από τους σατράπες της Φρυγίας, στη δυτική Μικρά Ασία. Οι ανάγκες ανεφοδιασμού του στρατού ανάγκασαν τον Μαρδόνιο να ξεχειμωνιασει στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία. Τελικός στρατηγικός στόχος του ήταν να συντρίψει όσες ελληνικές πόλεις αντιστέκονταν και για να το πετύχει ήταν σαφές πως έπρεπε να εισβάλει στην Πελοπόννησο. 

Οι αμυντικές οχυρώσεις στον Ισθμό της Κορίνθου είχαν ολοκληρωθεί στις αρχές του 479 π.Χ. και τον καθιστούσαν πανίσχυρο. Η επιστροφή του περσικού στόλου ήταν, λοιπόν, απαραίτητη και ο Μαρδόνιος θα έπρεπε να προλειάνει κατάλληλα το έδαφος. Έτσι, την άνοιξη του 479 π.Χ. αποφάσισε να επιχειρήσει τη διάσπαση του Συνεδρίου των Ελλήνων, καλώντας τους Αθηναίους να μηδίσουν. Αν κατάφερνε να απομακρύνει τις ναυτικές τους δυνάμεις από τον κοινό αγώνα, θα είχε αυξημένες πιθανότητες να εξουδετερώσει τα υπόλοιπα ελληνικά πλοία και να αποβιβάσει περσικά στρατεύματα στα νώτα των υπερασπιστών του ισθμού. 

Για τις πρώτες κρούσεις χρησιμοποίησε το βασιλιά Αλέξανδρο της Μακεδονίας, ο οποίος αφενός ήταν υποτελής στο μεγάλο βασιλιά, αφετέρου δε είχε εφοδιάσει τους Αθηναίους με ξυλεία για τη ναυπήγηση του αθηναϊκού στόλου, οπότε είχε αναγνωριστεί επισήμως ως φίλος και ευεργέτης του αθηναϊκού λαού. Ο Μαρδόνιος υποσχέθηκε στους Αθηναίους ότι θα τους εξασφάλιζε την εύνοια του Ξέρξη, ότι θα τους επέτρεπε να κρατήσουν τα εδάφη τους, να τα επεκτείνουν σε βάρος άλλων ελληνικών πόλεων και να ανοικοδομήσουν τους ναούς τους με χρήματα του βασιλιά. Μαθαίνοντας τις εξελίξεις αυτές οι Σπαρτιάτες, έστειλαν εσπευσμένα δικούς τους απεσταλμένους στην Αθήνα για να ασκήσουν πίεση στους Αθηναίους να μην εγκαταλείψουν τη συμμαχία. Παρά τις δελεαστικές προτάσεις του Μαρδόνιου, οι Αθηναίοι ήταν αποφασισμένοι και τόνισαν στον Αλέξανδρο ότι δεν επρόκειτο να σταματήσουν ποτέ τον πόλεμο με τον Ξέρξη. 

Διαβάστε Επίσης: Μάχη του Μαραθώνα: Η πρώτη νικηφόρα μάχη των Ελληνων εναντίων των Περσών.

Η Περσική Αυτοκρατορία και τα συμμαχικά της ελληνικά κράτη ( Μακεδονία, Θεσσαλία,Μάλη,Λοκρίδα ,Φωκίδα και  Βοιωτία ) την εποχή της Μάχης των Πλαταιών.

Ταυτόχρονα, άσκησαν και οι ίδιοι πιέσεις στους Σπαρτιάτες, ζητώντας τους να αφήσουν για λίγο την Πελοπόννησο και να πολεμήσουν για την προστασία της Αττικής, διαφορετικά μπορεί να αναθεωρούσαν τη θέση τους έναντι των Περσών. Αυτό δημιουργούσε πρόβλημα στους Σπαρτιάτες και στους άλλους Πελοποννήσιους που ανήκαν στο Συνέδριο των Ελλήνων, γιατί δεν φαινόταν να υπάρχει κάποια κατάλληλη φυσική θέση βόρεια του ισθμού που θα μπορούσε ίσως να συγκρατήσει τον περσικό στρατό. Θα έπρεπε, λοιπόν, να διακινδυνεύσουν μια μάχη σε πιο ανοιχτό έδαφος με αντίπαλο ένα στρατό που μάλλον θα υπερτερούσε αριθμητικά. 

Η Μάχη

Οι Σπαρτιάτες διόρισαν επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων τον Παυσανία, ανιψιό του Λεωνίδα και αντιβασιλέα του νεαρού γιου του, του Πλειστάρχου, που ήταν πάρα πολύ μικρός για να αναλάβει την ηγεσία του στρατεύματος. Ο άλλος βασιλιάς της Σπάρτης, ο Λεωτυχίδας, ανέλαβε τη διοίκηση του ελληνικού στόλου, που συγκεντρώθηκε στην Αίγινα για να προετοιμαστεί για την επερχόμενη εκστρατεία. Το καλοκαίρι ο Μαρδόνιος οδήγησε το στρατό προς νότο και διέσχισε τη Βοιωτία με κατεύθυνση την Αθήνα. Οι Αθηναίοι αντιλήφθηκαν ότι δεν επρόκειτο να ερχόταν εγκαίρως βοήθεια από την Πελοπόννησο, γι’ αυτό εκκένωσαν άλλη μια φορά την πόλη τους και μεταφέρθηκαν στη Σαλαμίνα. 

Κινήσεις του περσικού και του ελληνικού στρατού το 480–479 π.Χ

Ο Μαρδόνιος απέφυγε να λεηλατήσει την Αθήνα πριν δώσει στους πολίτες της άλλη μια ευκαιρία να αποδεχτούν την ειρηνευτική του πρόταση. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, όταν διατυπώθηκε η πρόταση αυτή ενώπιον της Βουλής των 500, ένας μόνο υποστήριξε ότι θα έπρεπε να τεθεί στην κρίση της Εκκλησίας του Δήμου, και μάλιστα ο άνδρας αυτός λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου από τους συναδέλφους του. Ωστόσο, οι Αθηναίοι έστειλαν αγγελιαφόρους στους Σπαρτιάτες διαμαρτυρόμενοι ότι τους έφερναν σε τέτοια θέση ώστε μοναδική εναλλακτική λύση γι’ αυτούς ήταν να συμπράξουν με τους Πέρσες. 

Η ενέργεια αυτή είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα: Συγκεντρώθηκε μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη για να αναχαιτιστεί ο Μαρδόνιος. Το στράτευμα που ξεκίνησε από την Πελοπόννησο, υπό την ηγεσία του Παυσανία, περιλάμβανε αρκετές χιλιάδες περιοίκους, χιλιάδες άλλους Πελοποννήσιους οπλίτες και, το σημαντικότερο, 5.000 Σπαρτιάτες πολίτες, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ. Από τη σκοπιά του Μαρδόνιου, η έξοδος των Ελλήνων από την Πελοπόννησο ήταν ό,τι επιθυμούσε περισσότερο, αφού δεν είχε καταφέρει να προσεταιριστεί τους Αθηναίους. Έτσι, μετέφερε το στρατό του στη Θήβα, στην καρδιά της πεδιάδας της Βοιωτίας, όπου το έδαφος ήταν ομαλό και επίπεδο, κάτι που του επέτρεπε να εκμεταλλευτεί τόσο την αριθμητική υπεροχή του στρατού του όσο και το ιππικό του. 

Με το στρατό του Παυσανία ενώθηκαν μια μεγάλη αθηναϊκή δύναμη και δυνάμεις από αρκετές άλλες συμμαχικές πόλεις. Τελικά, ο ελληνικός στρατός πήρε θέση σε μια φυσική οχυρή περιοχή στις βόρειες πλαγιές του Κιθαιρώνα, απέναντι από τους Πέρσες. Αυτοί δημιούργησαν ένα οχυρωμένο στρατόπεδο στην απέναντι όχθη του ποταμού Ασωπού, όπου το ομαλό ανάγλυφο ήταν πιο κατάλληλο για το ιππικό τους. Οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες βρίσκονταν στα δεξιά, οι άλλοι Πελοποννήσιοι στο κέντρο, οι Αθηναίοι και οι Μεγαρείς στα αριστερά.

Οι αρχικές κινήσεις στη Μάχη των Πλαταιών. 
Η ελληνική γραμμή προχωρά προς την κορυφογραμμή του Ασωπού.

Μάλιστα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση το περσικό ιππικό αιχμαλώτισε μια ολόκληρη φάλαγγα ανεφοδιασμού των Ελλήνων. Κατάφερε επίσης να αχρηστεύσει τα νερά της Γαργαφίας κρήνης, της κυριότερης πηγής πόσιμου νερού του ελληνικού στρατού. Οι επιθέσεις του περσικού ιππικού συνεχίστηκαν σχεδόν επί δύο εβδομάδες, πλήττοντας σε τέτοιο βαθμό τις ελληνικές γραμμές ανεφοδιασμού, ώστε ο Παυσανίας δεν είχε άλλη επιλογή παρά να μετακινήσει το στρατό του προς τις Πλαταιές, όπου υπήρχε διαθέσιμο νερό και ήταν εφικτός ο ανεφοδιασμός σε τρόφιμα.

Διαβάστε Επίσης: Η Μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ.)

Ο Παυσανίας πήρε την απόφαση η μετακίνηση του στρατού να γίνει μέσα στη νύχτα και έστειλε μήνυμα στις διάφορες επιμέρους μονάδες να αναχωρήσουν μόλις νύχτωνε. Η αριστερή πτέρυγα του ελληνικού στρατού υποχώρησε σχεδόν μέχρι τα τείχη της πόλης των Πλαταιών, αλλά σε ορισμένα τμήματα Σπαρτιατών και Πελοποννήσιων επικράτησε σύγχυση. Σύμφωνα με μια ιστορία που άκουσε ο Ηρόδοτος, ένας Σπαρτιάτης διοικητής αρνήθηκε να υποχωρήσει, γεγονός που καθυστέρησε την αναχώρηση και των άλλων τμημάτων. Έτσι, όταν άρχισε να ξημερώνει και ξανάρχισαν οι επιθέσεις του περσικού ιππικού, το συγκεκριμένο κομμάτι του ελληνικού στρατού απείχε ακόμη πολύ από τον προορισμό του. 

Ο Μαρδόνιος πληροφορήθηκε από τους ανιχνευτές του ότι ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε και αποφάσισε να του επιτεθεί ενόσω δεν είχε παραταχθεί για μάχη. Το περσικό πεζικό συγκρούστηκε με τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες, που βρίσκονταν πιο κοντά. Ο Παυσανίας έστειλε έναν αγγελιαφόρο με την εντολή να κινηθεί όλος ο ελληνικός στρατός προς τις σπαρτιατικές θέσεις για να τους βοηθήσει. Ωστόσο, αυτό αποτράπηκε από την παρέμβαση των Βοιωτών και όσων Ελλήνων είχαν συμπαραταχθεί με τον Μαρδόνιο, οι οποίοι διέσχισαν εσπευσμένα τον ποταμό Ασωπό και επιτέθηκαν στην παλιά αριστερή πτέρυγα του ελληνικού στρατού, όπου βρίσκονταν οι Αθηναίοι.

Η κύρια φάση της μάχης στις Πλαταιές. 
Η ελληνική υποχώρηση αποδιοργανώνεται και οι Πέρσες περνούν τον Ασωπό για να επιτεθούν.

 Έτσι, οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες υποχρεώθηκαν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους τον κύριο όγκο του περσικού στρατού. Αν και βρίσκονταν σίγουρα σε μειονεκτική θέση, οι Έλληνες ήταν καλύτερα οπλισμένοι για μάχη σώμα με σώμα και οι Σπαρτιάτες ήταν άριστοι και πειθαρχημένοι μαχητές. Έπειτα από πολύ σκληρή μάχη, οι Έλληνες κατάφεραν να απωθήσουν τους αντιπάλους τους και ο ίδιος ο Μαρδόνιος έπεσε νεκρός. Το γεγονός αυτό προκάλεσε πανικό στις περσικές γραμμές, καθώς πολλοί Πέρσες έτρεξαν να βρουν καταφύγιο στο οχυρωμένο στρατόπεδό τους.

 Στην άλλη πλευρά του πεδίου της μάχης, οι οπλίτες της Αθήνας, του Φλειούντος και των Μεγάρων, αφού δέχτηκαν αρχικά συνεχείς παρενοχλήσεις από το ιππικό των Βοιωτών και των Θεσσαλών, συγκρούστηκαν τελικά με τον κύριο όγκο του πεζικού των Θηβαίων, τους οποίους νίκησαν και έτρεψαν σε φυγή. Στην άλλη πτέρυγα της μάχης, οι Τεγεάτες και οι Σπαρτιάτες δεν είχαν αρκετές δυνάμεις για να καταλάβουν εξ εφόδου το περσικό στρατόπεδο, που ήταν καλά οχυρωμένο με πασσάλους. Ωστόσο, η έλευση των Αθηναίων τους επέτρεψε να το κάνουν. Αποτέλεσμα ήταν να πέσουν στα χέρια τους άφθονα λάφυρα και να αιχμαλωτίσουν πολλούς άνδρες.

Χωρίς να χάσει χρόνο με την περισυλλογή των νεκρών, ακόμη και του σώματος του νεκρού Μαρδόνιου, ο Αρτάβαζος αποχώρησε με τα υπολείμματα του περσικού στρατού, που και πάλι ίσως έφτανε τους 40.000 άνδρες, εγκαταλείποντας την Ελλάδα και επιστρέφοντας στη Μικρά Ασία. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν εντυπωσιακά μικρές, φτάνοντας τους 91 Σπαρτιάτες, τους 16 Τεγεάτες και τους 52 Αθηναίους, αν και οι Μεγαρείς και οι στρατιώτες του Φλειούντος υπέστησαν βαριές απώλειες από το ιππικό των Βοιωτών, αφήνοντας 600 νεκρούς στο πεδίο της μάχης. 

Μετά τη μάχη

Διαβάστε Επίσης: Ναυμαχία της Σαλαμίνας: Ο Θεμιστοκλής συντίβει τον Περσικό στόλο και οδηγεί τους Έλληνες σε μια απο τις ενδοξότερες νίκες στην ιστορία.

Έλληνες οπλίτες σε σχηματισμό φάλαγγας.

Η συντριπτική νίκη της συμμαχίας των Ελλήνων έθεσε τέρμα σε κάθε περσική απειλή για την ηπειρωτική Ελλάδα. Έντεκα μέρες μετά τη νικηφόρα μάχη οι Έλληνες βάδισαν εναντίον της Θήβας, της ελληνικής πόλης που υπήρξε η κύρια βάση του περσικού στρατού μετά την πτώση των Θερμοπυλών και που τόσο πολύ τον είχε στηρίξει. Οι Αθηναίοι μάλιστα επιθυμούσαν διακαώς την τιμωρία των Βοιωτών γειτόνων τους που είχαν εγκαταλείψει τον κοινό ελληνικό αγώνα.

Ύστερα από 20ήμερη πολιορκία οι Θηβαίοι υπέκυψαν, παραδίνοντας στους πολιορκητές όσους επιφανείς Θηβαίους πολίτες θεώρησαν υπεύθυνους για τη συνεργασία με τους Πέρσες. Ο Παυσανίας αποστράτευσε τους άνδρες του, πήρε τους Θηβαίους αιχμαλώτους μαζί του στην Κόρινθο και τους εκτέλεσε. Ο Παυσανίας έγινε, λοιπόν, ο μεγάλος ήρωας. Του παραχωρήθηκε το ένα δέκατο από όλα τα περσικά λάφυρα, στα οποία ανήκαν πολλά χρυσά και αργυρά σκεύη, περίτεχνες σκηνές και άλλος πολυτελής εξοπλισμός των Περσών ευγενών.

Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και πολλοί μη μάχιμοι, όπως υπηρέτες, παλλακίδες και άλλοι ακόλουθοι. Ο Παυσανίας παράγγειλε στους μάγειρες του Μαρδόνιου να ετοιμάσουν ένα τυπικό περσικό συμπόσιο στην πλούσια διακοσμημένη σκηνή του κυρίου τους. Δίπλα στα εδέσματα που ετοίμασαν παρέθεσε, για σύγκριση, και ένα τυπικό σπαρτιατικό γεύμα. Στη συνέχεια σχολίασε με δηκτική διάθεση προς τους άλλους στρατιωτικούς διοικητές ότι αυτό ακριβώς μαρτυρούσε την τρέλα των Περσών, το ότι, αν και είχαν στη διάθεσή τους τόση πολυτέλεια, προσπαθούσαν ακόμη να λαφυραγωγήσουν τους φτωχούς Έλληνες. 

Η Φιδική Στήλη αφιερωμένη από τους νικητές Έλληνες, σήμερα βρίσκεται στην 
Κωνσταντινούπολη

Σε ανάμνηση της νίκης τους, οι πόλεις του Συνεδρίου των Ελλήνων αφιέρωσαν ένα χρυσό τρίποδα στο θεό Απόλλωνα, στους Δελφούς. Βρισκόταν στην κορυφή μιας μπρούντζινης στήλης όπου είχαν σκαλιστεί τρία περιελιγμένα φίδια, έμβλημα του Απόλλωνα. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος μετέφερε το μνημείο αυτό στην Κωνσταντινούπολη, για να διακοσμήσει τον Ιππόδρομο της νέας πρωτεύουσας. Το κάτω μέρος της ανάγλυφης παράστασης με τα φίδια σώζεται μέχρι σήμερα. 

Οι Σπαρτιάτες ζήτησαν να χαραχθούν πάνω στα συσπειρωμένα σώματα των φιδιών τα ονόματα όλων των ελληνικών πόλεων που πολέμησαν εναντίον των Περσών, όμως ο Παυσανίας πρόσθεσε και το δικό του όνομα στη βάση, υποστηρίζοντας ότι είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει επειδή ήταν ο κύριος στρατιωτικός διοικητής των Ελλήνων.

Η νίκη στις Πλαταιές συνοδεύτηκε από τη μεγάλη νίκη του ελληνικού στόλου κατά του περσικού στη Μυκάλη. Οι μάχες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη είναι σημαντικότατες, γιατί εξάλειψαν την περσική απειλή και γιατί μετά απ’ αυτές, οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση, μέχρι να λήξουν οι συγκρούσεις το 450 π.Χ.

Βιβλιογραφία

Herodotus. The Histories
Holland, Tom. Persian Fire. Abacus, 2005
Philip de Souza – The Greek and Persian Wars 499-386 BC
History Volume 4: Persia, Greece and the Western Mediterranean c. 525 to 479 BC
Andrew Robert, Persia and the Greeks. The Defence of the West c. 546-478 BC
Green, Peter, The Year of Salamis 480-479 BC
Plutarch, The Rise and Fall of Athens
The Persian Empire from Cyrus Il to Artaxerxes I

Διαβάστε Επίσης: Η Μάχη της Μυκάλης: Η Ελληνική καταδρομική επίθεση στη Μικρά Ασία και ο αφανισμός των τελευταίων Περσικών δυνάμεων της μεγάλης στρατιάς του Ξέρξη.

Η Μάχη του Γρανικού: Η Πρώτη Μεγάλη Νίκη του Αλεξάνδρου εναντίον των Περσών.

Η Μάχη του Γρανικού τον Μάιο του 334 π.Χ. ήταν η πρώτη από τις τρεις μεγάλες μάχες που διεξήχθησαν μεταξύ του Μεγάλου Αλεξάνδρου και...

Μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.): Ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας συντρίβει την Θηβαϊκή συμμαχία και γίνεται Ηγεμόνας της Ελλάδας

Η μάχη της Χαιρώνειας διεξήχθη το 338 π.Χ. μεταξύ του μακεδονικού βασιλείου και των συνασπισμένων στρατευμάτων της Αθήνας, της Κορίνθου, της Κέρκυρας, της Λευκάδας,...